Δεν είναι γιορτή σήμερα: 28 Δεκεμβρίου. Κι όμως, κάτι θυμάμαι κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Ηταν σα σήμερα, πάνε 13 χρόνια, το 1987. Ημουν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Τότε, ψηλός κι όμορφος (θυμάμαι) κατέβηκα στην Αθήνα για τις γιορτές. Λεφτά τίποτα.
Ο αδελφός μου ο Κανάρης είχε πάρει πτυχίο. Αγόρασε παπάκι για να
μετακινείται. Βλέπεις, ένα αυτοκίνητο-τρεις οδηγοί (πατέρας, Κανάρης,
εγώ), δεν έφτανε. Είχαμε μόλις κλείσει 6 μήνες στο καινούργιο σπίτι στο
Χαλάνδρι, το πρώτο δικό μας. Δεν ήξερα τίποτα για το παπί -ίσως και,
απλώς, να το ‘χα ξεχάσει. Το είδα ξαφνικά όταν ήρθα.
Αυτό δεν ήταν παπί, ήταν όνειρο σε ρόδες. Δεν είχα καβαλήσει
μηχανάκι ως τότε: στο ποδήλατο, όμως, ήμουν άσσος. Διάβαζα παλαιότερα για τη μηχανοκίνηση, οδηγούσα καλά -πλην, σα να έκανα ράλι- το άουντι, αλλά
παπάκι όχι. Σιγά μην κόλωνα! Το πήρα κι έφυγα. Φυσικά, φορώντας κράνος
[εδώ δενόμουν (το ’87!) στο αυτοκίνητο].
Είχα κι έναν φίλο μου Σαλονικιό μαζί. Τον πήρα στην πρώτη, την
παρθενική μου βόλτα. Είναι και χέστης ο Βασίλης, ο έλεγχός μου στο παπί
ήταν υποτυπώδης, μου ‘γερνε μια-από-δω-μια-από-κει καθότι πήγαινα αργά
ως αμάθητος, ο Βασίλης πίσω έσκουζε πότε εκλιπαρώντας και πότε βρίζοντάς (με), πολύ το διασκέδασα.
Δυο μέρες μετά, η ευκαιρία που περίμενα: πρόταση για εργασία στην
ACS (Air Courier Services). Κάθε πρωί φόραγα κράνος και πήγαινα στη
Δεληγιάννη στο Σταθμό Λαρίσης. Επαιρνα τα δέματα και δρόμο! Ο αδελφός
μου δεν είχε αντιδράσει -εξάλλου, είχα παραλείψει να τον ρωτήσω.
Η εντολή στη μάνα (το… ξυπνητήρι μας) ήταν ρητή: ξύπνα με στις
8:30. Εκείνη με άφησε γιατί ήμουν ξενύχτης. Ξύπνησα στις 9:15. Θα μου
πήρε γύρω στα 4 λεπτά να σηκωθώ, πλυθώ, ντυθώ και να φύγω αφού πρώτα τη γαμωσταύρισα, βρόντηξα όλες τις πόρτες για την πρωινή γυμναστική μου,
και της άφησα το κράνος αμανάτι, αφού είχε την “ευγένεια” να μου το
φέρει. Καλά που δεν της το φόρεσα…
Κατά τις 2:30 είχα παραδώσει στη Δεληγιάννη στο Σ. Λαρίσης κι
έφευγα τρέχοντας να προλάβω. Η μάνα μου γκρίνιαζε ότι δεν με είχαν δει
καθόλου στις Διακοπές, ως γνωστόν, μάνα είναι μόνο μία (ουφ! ευτυχώς!)
κι ήθελα να την ευχαριστήσω, να ‘μαι στο τραπέζι. Η ιδέα: να έλθω από
Γαλατσίου-Βεΐκου-ΟΑΚΑ για να τρέξω. Δεν πρόλαβα…
Δυο μήνες σε κώμα, μια ζωή στραπάτσο, οκτώ (κι άλλοι τέσσερις
αργότερα) μήνες Γερμανία, εγχειρήσεις και κόντρα εγχειρήσεις, ένας
διαλυμένος (εικονικός, ωστόσο) γάμος, περάσαν τα χρόνια, τελικά βρήκα
τον εαυτό μου -του το χρωστούσα. Αυτή ήταν η επιτυχία μου, τα πτυχία και
τα άλλα δεν μου κάνουν για επιτυχίες.
Πολλές φορές, αναλογιζόμενος όσα έχω περάσει, αισθάνομαι τυχερός.
Πηγαίνοντας για Ιθάκη, ήταν μακρύς ο δρόμος (μεταξύ μας παραήταν
μακρύς), γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τώρα αναρωτιέμαι
μεγαλόφωνα για όλα: ποιος είμαι; τι γυρεύω; γιατί; Δεν φοβάμαι πια το
μέσα μου σκοτάδι.
Πρώτα, δεν φοβόμουν το έξω. Οχι της νύχτας, το άλλο, αυτό που
φοβάμαι τώρα. Το τραγούδι ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου, από μικρό παιδάκι:
“δώσ μου το χέρι σου”. Οι Νοστράδαμος πρέπει να το ‘λεγαν, πήγαινα στις
πρώτες τάξεις του δημοτικού. Αυτό λέω κι εγώ: δώσ’ το μου το γαμημένο!
Του κάκου, όσες φορές άπλωσα το ξερό μου, όλο κάτι φύκια πιάνω, γελάνε
οι Νεράιδες μαζί μου. Θυμάστε τη Στέλλα; Κι εγώ.
Πέρασαν 12 χρόνια -πολύς καιρός- για να σας γνωρίσω. Η επαφή μου με την αναπηρία ως τότε, δεν… Ηταν από τα τυχερά μου. Λες και, όσοι έχουν
υγιές σώμα, έχουν ανάπηρες σκέψεις. Μαίρη, Αντρέες (2 σε 1), Φερενίκη,
Λάζαρος. Και η Τίνα, πού ξεφύτρωσε. Κι εγώ πίσω από τη Σκιά. Υπομονή,
μαλάκα, υπομονή.
Εγώ γιορτάζω σήμερα! Τότε ήμουν 20…
Παναγιώτης.
ΥΓ. Τρομερό το ερώτημα, δεν είναι δικό μου: Αυτά τα “ωραία” που γράφω, τα γεννά η απογοήτευση, ή ο έρωτας που οδήγησε σ’ αυτήν;
ΥΓ2. Και του χρόνου.
Το κείμενο αυτό ήταν μια ηλεκτρονική επιστολή (email), που ανέσυρα από το αρχείο μου, δεν ξέρω γιατί. Γράφτηκε για την παρεούλα μας τότε, στις 28 Δεκεμβρίου 2000. Χρόνια πολλά.
Παναγιώτης Τσίγκανος.