Ο νέος ασφαλιστικός νόμος υπ’ αριθ. 3863 («Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» ΦΕΚ Α’ 115/15.07.2010), είναι πια γεγονός, και το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε είναι οι μελλοντικές διευκρινιστικές εγκύκλιοι για τη συμπλήρωση των κενών και την κατανόηση των ασαφειών που περικλείουν τα 76 άρθρα του.
Μετά τη διαβούλευση των νομοσχεδίων και τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν, σας παραθέτουμε πιο κάτω κάποια από τα βασικά σημεία του νέου νόμου που αφορούν στους πολίτες με αναπηρίες και στη σχέση τους με τους ασφαλιστικούς φορείς.
Στο Άρθρο 2 γίνεται αναφορά στη βασική σύνταξη, που καθιερώνεται από 1.1.2015 και εφεξής, και το ύψος της για το έτος 2010 καθορίζεται στα 360 ευρώ μηνιαίως για 12 μήνες και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 11 αυτού του νόμου. Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται στις περιπτώσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σε μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας, καθώς και στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου. Για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της βασικής σύνταξης (δηλ. 270 ευρώ), και για όσους έχουν ποσοστό από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής (δηλ. 180 ευρώ). Οι μειώσεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του Ν. 612/1977, καθώς και για τα πρόσωπα του 4ου εδαφίου της περίπτωσης α’ της παρ.1 των άρθρων 1 & 26 του Π.Δ. 169/2007.
Επίσης, σύμφωνα με το Άρθρο 3 (σχετικά με το αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων από 1.1.2011 και εφεξής), το άθροισμα των ποσών της βασικής και της αναλογικής σύνταξης λόγω γήρατος, για χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον 15 ετών ή λόγω αναπηρίας με ποσοστό 80% και άνω ή λόγω εργατικού ατυχήματος, δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε 15 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως καθορίζονται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του 2015, αναπροσαρμοζόμενο εφεξής κατά το ποσοστό αύξησης των συντάξεων. Το κατώτατο αυτό όριο μειώνεται σε κάθε περίπτωση που ο συνταξιούχος λαμβάνει σύνταξη μειωμένη λόγω γήρατος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου αυτού ή μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας.
Αντίστοιχα, στο Άρθρο 4 γίνεται αναφορά στο αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων πριν από την 1.1.2011. Πιο συγκεκριμένα, όσοι έχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο έως και 31.12.2010 και θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας μετά την 1.1.2015, δικαιούνται:
- Τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους έως 31.12.2010, το οποίο υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά και τις συντάξιμες αποδοχές ή ασφαλιστικές κατηγορίες ή τα οριζόμενα κατ’ έτος ποσά συντάξεων, όπως ισχύουν κατά το χρόνο συνταξιοδότησης και όπως προβλέπονται για κάθε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από γενικές ή καταστατικές διατάξεις που εξακολουθούν να ισχύουν.
- Τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2011 έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους.
Ειδικά για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο μέχρι 31.12.2014, το ετήσιο ποσοστό υπολογισμού της σύνταξης που αντιστοιχεί σε κάθε έτος ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2% των συντάξιμων αποδοχών ή των ασφαλιστικών κατηγοριών, όπως αυτές ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 25 του νόμου αυτού και της παρ. 7 του άρθρου μόνου του N. 3847/2010 («Επανακαθορισμός των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου»).
Για τη ρύθμιση θεμάτων διαδοχικής ασφάλισης (Άρθρο 5), σημειώνεται πως τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίσθηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς, δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό, στον οποίο ήταν ασφαλισμένα κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του 40 μήνες ή 1.000 ημέρες εκ των οποίων όμως 12 μήνες ή 300 ημέρες αντίστοιχα κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου.
Από 1.1.2011 στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δημιουργείται Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) για την εξασφάλιση της ενιαίας υγειονομικής κρίσης όσον αφορά στον καθορισμό του βαθμού αναπηρίας των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, καθώς και των ανασφάλιστων (Άρθρο 6).
Με το Άρθρο 7 εισάγεται ο Ενιαίος Κανονισμός Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας, κατά τον οποίο το ποσοστό αναπηρίας προκαθορίζεται για όλους τους ασφαλιστικούς φορείς και το Δημόσιο με εκατοστιαία αναλογία. Ο Ενιαίος Κανονισμός Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας εκδίδεται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (οπότε και καταργείται ο Κανονισμός Εκτίμησης Βαθμού Αναπηρίας, καθώς και ο πίνακας καθορισμού σε εκατοστιαία αναλογία του βαθμού μείωσης της ικανότητας για εργασία του άρθρου 33 του Ν. 1813/1988). Επιπλέον, καθορίζονται και οι παθήσεις για τις οποίες η διάρκεια της αναπηρίας των ασφαλισμένων καθορίζεται επ’ αόριστον, σύμφωνα με το άρθρο 16 του Ν. 3846/2010.
Σχετικά με την οριστικοποίηση της σύνταξης αναπηρίας των ασφαλισμένων από 1.1.1993 (Άρθρο 8) διευκρινίζεται πως το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας υφίσταται για όσο χρόνο ορίζεται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές, παρατείνεται δε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας είναι οριστικές για τις περιπτώσεις των ασθενειών που προβλέπονται από ρητή διάταξη, μπορεί δε να είναι οριστικές, εφόσον οι υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν ότι η ανικανότητα είναι μόνιμη. Οι προσωρινές συντάξεις λόγω αναπηρίας καθίστανται οριστικές, μετά και την τελική γνωμάτευση των αρμόδιων Υγειονομικών Επιτροπών εφόσον:
α) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης 7 ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε τρεις τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.
β) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης πέντε 5 ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.
Ο ασφαλισμένος δικαιούται συντάξεως αναπηρίας έστω και αν η πάθηση ή βλάβη ή εξασθένιση σωματική ή πνευματική είναι προγενέστερη της υπαγωγής του στην ασφάλιση εφόσον καθίσταται ανίκανος για την εργασία του λόγω ουσιώδους επιδείνωσης και πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι διατάξεις που αφορούν το φορέα στον οποίο ασφαλίζεται (Άρθρο 9).
Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και οι αναγνωριζόμενοι χρόνοι αναλύονται στο Άρθρο 10, ενώ σημειώνεται πως ο χρόνος κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος έλαβε σύνταξη αναπηρίας συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση των ελάχιστων προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος.
Οι ειδικοί όροι συνταξιοδότησης επιζώντων δικαιούχων αναφέρουν πως εάν ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων (Άρθρο 13), ενώ εάν ο θανών καταλείπει τέκνα ανάπηρα που δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις των φορέων που χορηγούν τη σύνταξη θανάτου, το υπόλοιπο της σύνταξης του επιζώντα των συζύγων, σε περίπτωση που καταβάλλεται μειωμένη, επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη.
Στο Άρθρο 16, περί απασχόλησης συνταξιούχων, σημειώνεται πως εάν οι συνταξιούχοι αναπηρίας φορέων κύριας ασφάλισης, αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται, και κερδίζουν, ανάλογα με το βαθμό της αναπηρίας τους, περισσότερα από όσα κερδίζει υγιής απασχολούμενος, σύμφωνα με τους γενικούς όρους αμοιβής, διακόπτεται η σύνταξή τους ή οι συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές.
Αναφορικά με την αμοιβή και παρακράτηση εισφορών περιστασιακά απασχολούμενων (Άρθρο 20), όπως οι εργαζόμενοι που παρέχουν κάθε μορφής φροντίδας σε ηλικιωμένα άτομα και σε άτομα με αναπηρίες, όσοι απασχολούνται για τη νοσηλευτική φροντίδα αρρώστων και τη βοήθεια σε άτομα με προβλήματα κινητικότητας (φυσικοθεραπεία, κινησιοθεραπεία, συνοδεία εκτός οικίας), κ.ά., ορίζεται πως για την καταβολή της αμοιβής τους από κάθε φυσικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τους, καθώς και των εισφορών (εργοδότη και εργαζόμενου) που αναλογούν, εκδίδεται ειδικό εργόσημο (από τους αρμόδιους φορείς κοινωνικής ασφάλισης), υπό τύπο πολύπτυχης επιταγής, συγκεκριμένης χρηματικής αξίας στην οποία περιλαμβάνεται το ποσό της αμοιβής του εργαζομένου και το ποσό της εισφοράς υπέρ του οικείου φορέα κοινωνικής ασφάλισης.
Τέλος, στο Άρθρο 40 επισημαίνεται πως από 1.1.2011 η καταβολή των συντάξεων του συνόλου των παροχών, των αποδοχών των υπαλλήλων και των λοιπών πληρωμών των ασφαλιστικών φορέων θα διενεργείται υποχρεωτικά με πίστωση λογαριασμών πληρωμών τράπεζας ή ΕΛ.ΤΑ., με δικαίωμα επιλογής από τον δικαιούχο.