Αεροπορικές ιστορίες χαράς και ντροπής

Το ταξίδι ήταν υπέροχο. Αρχικά, είχα κάποια ανασφάλεια. Κακώς, η κυρία Ρίτα, «η καλύτερη ταξιδιωτική πράκτορας» είχε πει ο Φύλλης, είχε φροντίσει για όλα. Είχα, εξάλλου, μιλήσει κι ο ίδιος απευθείας με τη Singapore Airlines.

Αναχωρήσαμε με τον πατέρα μου στις 12 Ιανουαρίου, φέτος (2004), από το καινούργιο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος». Προορισμός η Μελβούρνη.
Η αναχώρηση ήταν απλή: δώσαμε τα πράγματα στο check-in, έφτασα με το ηλεκτροκίνητο αμαξίδιό μου από τη «φυσούνα» (χλιδή!) ως την πόρτα του αεροπλάνου, με μετέφεραν στην καρέκλα διαδρόμου (aisle) και από εκεί στη θέση μου, όλα καλά. Ο πατέρας μου ανέλαβε να αποσυναρμολογήσει το ηλεκτροκίνητο αναπηρικό αμαξίδιο, ώστε να μεταφερθεί ξεχωριστά ο ηλεκτρικός μηχανισμός από το κάθισμα. Θα το χρειαζόμουν ξανά κατά την τρίωρη παραμονή μου στο αεροδρόμιο της Σιγκαπούρης.
Προσγειωθήκαμε στις 6:30 το πρωί, τοπική ώρα. Βγήκα από το αεροπλάνο καθισμένος στο aisle, με μετέφεραν (με προσοχή και σεβασμό που σκόρπισαν τις όποιες φοβίες μου) στο δικό μου κάθισμα και κάποιοι υπάλληλοι με οδήγησαν από τη φυσούνα (τι ωραία ανακάλυψη!) στο αεροδρόμιο. «Περιμένετε» μου είπαν, ενώ ερχόταν κι ο πατέρας μου, «εδώ για το μηχανισμό». Αργούσαν και ανησύχησα. Σε λίγο, μία υπάλληλος του αεροδρομίου ή της εταιρείας ήρθε και κάθησε δίπλα μου• δεν ήξερε τίποτα, απλώς την είχαν στείλει να με βοηθά και να με προσέχει (είναι προφανώς επικίνδυνο να κάθομαι στο αμαξίδιο χωρίς το μηχανισμό). Πέρασε καμιά ώρα ώσπου να οριστικοποιηθεί η απάντηση: ο μηχανισμός είχε φορτωθεί για Μελβούρνη (το σφάλμα ήταν ή του πατέρα μου ή της εταιρείας) και ήταν αδύνατο να βγει στη Σιγκαπούρη. Τι κάνουμε τώρα, ρώτησα τον υπάλληλο που μου ανακοίνωσε τα προηγούμενα.
«Μην ανησυχείτε, θα είμαι εγώ μαζί σας. Θέλετε να παραμείνετε στη δική σας καρέκλα ή σε μία δική μας;» «Σε δική σας», απάντησα κι εξαφανίστηκε. Γύρισε σε λίγο με μια αναπηρική (τροχήλατη) καρέκλα, με μετέφερε με τη βοήθεια της άλλης υπαλλήλου (ακόμα κοντά μου ήταν αυτή όπως και ο πατέρας μου που… κοιτούσε), διάβασε το εισιτήριο και την κάρτα επιβίβασής μου για Μελβούρνη στις 9:55 και άρχισε να με πηγαίνει (εγώ λόγω της τετραπληγίας μου δεν μπορώ να την κινήσω).
Το αεροδρόμιο της Σιγκαπούρης είναι Πολύ Μεγάλο. Έχει κυλιόμενους διαδρόμους για την ανετότερη και ταχύτερη διακίνηση των ταξιδιωτών. Από αυτούς πήγε ο… πατέρας μου. Σε όλη την τεράστια απόσταση, ο υπάλληλος κι εγώ δεν τους χρησιμοποιήσαμε καθόλου. Περάσαμε από τα καταστήματα κλπ. και φτάσαμε σε ένα χώρο αναμονής, όπου μας πρόσφερε δροσερό νερό. Μας άφησε για πέντε (5’) λεπτά και πήγε και κανόνισε τα εισιτήρια, τις κάρτες επιβίβασης, σε ποια θύρα (έχει πολλές!) θα έπρεπε να κατευθυνθούμε για την πτήση μας. Θέλαμε να κάνουμε συνάλλαγμα και να τηλεφωνήσουμε στην Ελλάδα. Μας πήγε στο ανταλλακτήριο, του δώσαμε 20 Ευρώ, μας τα άλλαξε σε τοπικά δολάρια. Μετά, μας αγόρασε μια τηλεκάρτα, μας πήγε στο τηλέφωνο και, αφού μίλησε με κάποιον (στο τηλ.) για το πώς να τηλεφωνήσει στην Ελλάδα, κάλεσε ο ίδιος το νούμερο. Η μεγάλη στιγμή πλησίαζε• είχαμε 11 ώρες να καπνίσουμε. Μας οδήγησε στο καπνιστήριο (αλλιώς, θάλαμος αερίων). Με άφησε μέσα και έφυγε ώσπου να καπνίσω.
Ο πατέρας μου με έσπρωξε (για πρώτη του φορά στη Σιγκαπούρη) ως την έξοδο του καπνιστηρίου. Από απέναντι ερχόταν ο υπάλληλος. Μιλήσαμε λίγο, είχαμε πλέον χαλαρώσει. Μας οδήγησε στα καφέ και εστιατόρια. «Τι θέλετε να φάτε, να πιείτε, θέλετε καφέ;, τα έξοδα δικά μας», πρόσφερε. Αρνηθήκαμε ευγενικά• όλο τρώγαμε και πίναμε στο αεροπλάνο (κι είχαμε και οχτώ (8) ώρες πτήσης μπροστά μας). Τέλος, περάσαμε τον έλεγχο και περιμέναμε άλλα 5 λεπτά για να με παραλάβει άλλος υπάλληλος και να με οδηγήσει από τη φυσούνα στο αεροπλάνο. Μεταφορά στο aisle, στη θέση, ήρθε κι ο πατέρας, καλό ταξίδι.
Κατά τις 8-8:30 το βράδυ (τοπική ώρα) προσγειωθήκαμε στη Μελβούρνη. Χαρά και ανακούφιση• μια μέρα στον αέρα είχε περάσει. Οι φίλοι μου μας περίμεναν απ’ έξω.
Τέλειωσαν οι αγώνες στη χερσόνησο Μόρνινγκτον (Επίσημο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ιστιοπλοΐας της ISAF-IFDS), πήγαμε οδικώς με τον Κρις και την Τζάκυ στο Σύδνεϋ κάνοντας ενδιάμεσα στάσεις• τρεις μέρες ταξίδι. Άλλη μια βδομάδα εκεί, έφτασε κι η ώρα της αναχώρησης. Ήταν 5 Φεβρουαρίου. Συναισθήματα ανάμεικτα: άφηνα τους φίλους μου και την υπέροχη φιλοξενία τους• γυρνούσα στον τόπο μου, τον τόπο του πολιτισμού, έτσι ένοιωθα.
Στο αεροδρόμιο πήγα με το χειροκίνητο αμαξίδιο• έδωσα το ηλεκτροκίνητο κατευθείαν για Ελλάδα. Μετά το check-in βγήκαμε για καφέ και τσιγάρο (το Γενάρη είναι, φυσικά, καλοκαίρι στην Αυστραλία). Πέρασε η ώρα, φόρεσα πουκάμισο και πήρα το μπουφάν στο χέρι (άμυνα στον επιθετικό κλιματισμό των αεροπλάνων), ήμουν συνεπής στο ραντεβού μου στη θέση που μου είχαν υποδείξει. Το αμαξίδιο το κινούσε ο πατέρας-συνοδός μου.
Μια «μεγάλων διαστάσεων» υπάλληλος έφθασε σε λίγο. Συγκατατέθηκε με την παράκληση της Τζάκυ να μας ακολουθήσει για να τελειώσει εκεί το γύρισμα της βιντεοκασέτας που μου τραβούσε κατά την διαμονή μου στην Αυστραλία. Σταματούσαμε στη διαδρομή σύμφωνα με τις υποδείξεις τής «κάμερα-γούμαν». Ο πατέρας ακολουθούσε κι αυτός. Πριν τον έλεγχο των διαβατηρίων η υπάλληλος σταμάτησε, μας υπέδειξε να χαιρετήσουμε τους φίλους μας, η Τζάκυ μου εγχείρησε την κασέτα. Με πήγε μέχρι την είσοδο του αεροπλάνου, αφού φυσικά περίμενε μαζί μας για τον έλεγχο των διαβατηρίων, με παρέδωσε στους ανθρώπους του αεροπλάνου, στις 17:10 απογειωνόμασταν.
Το ταξίδι κουραστικό• δεν είχα κοιμηθεί αρκετά την προηγούμενη νύχτα• τόσο το τρέξιμο για να προλάβω να πάρω μαζί μου όσο πιο πολλή Αυστραλία μπορούσα. Δέκα παρά δέκα το βράδυ (τοπική ώρα) στο αεροδρόμιο της Σιγκαπούρης. Με το δικό μου χειροκίνητο αμαξίδιο πλέον, τα λάθη είχαν αποφευχθεί.
Με ρώτησαν αν θέλω κάποιον υπάλληλο να με σπρώχνει ή προτιμούσα μόνοι με τον πατέρα μου. Ζήτησα υπάλληλο. Εκείνος με οδήγησε στον κεντρικό χώρο αναμονής, πήρε την κάρτα επιβίβασης και μου κόλλησε ένα στρογγυλό αυτοκόλλητο στον αριστερό ώμο, πάνω στο οποίο σημείωσε κάποια στοιχεία. «Θα περιμένετε εδώ 5 λεπτά», μου είπε. Πήγαμε για τσιγάρο, επιστρέψαμε στην ώρα μας.
Κάποιος άλλος υπάλληλος πλησίασε κρατώντας ένα χαρτί και κοιτώντας τούς αριστερούς ώμους όσων βρίσκονταν στο χώρο εκείνον. Με εντόπισε, μου συστήθηκε, με συνόδευσε… σπρώχνοντας. Δοκίμασε την παλιά τηλεκάρτα• το υπόλοιπό της δεν έφτανε για κλήση στην Ελλάδα. Συνάλλαγμα, νέα κάρτα, τα γνωστά (πλέον). Όλα με τη βοήθεια του υπαλλήλου. Ζεστό καπουτσίνο (τον πήραμε στο καπνιστήριο-θάλαμο αερίων), ήρθε η ώρα να φύγουμε.
Περάσαμε τον έλεγχο, περιμέναμε στην πόρτα της φυσούνας, δόθηκε το σύνθημα, έφτασα στη θέση μου. Η 11ωρη πτήση ήταν ομαλή και κουραστική. Φτάσαμε στο Ελ. Βενιζέλος στις 6 Φεβρουαρίου, στις 7:00 η ώρα το πρωί. Βγήκαν όλοι οι επιβάτες, ήρθε κι η σειρά μου.
Ήρθαν δύο άνδρες και μια υπάλληλος της Singapore Airlines. «Πώς να τον πιάσουμε;», ρώτησε ο ένας τον άλλον. Ευτυχώς που ήξερα… ελληνικά και τους εξήγησα. «Δεν είναι ανοιχτή η καρέκλα», παρατήρησα δείχνοντάς τους το aisle, που κρατούσε ο άλλος. «Καλά είναι», απάντησε αυτός αλλά σε λίγο «α, να ρε, έτσι ανοίγει», είπε και το ασφάλισε όπως έπρεπε. Είχε αρχίσει να απομακρύνεται η νοσταλγία μου για «τη χώρα που γέννησε τον πολιτισμό».
«Δεν γίνεται, πώς θα τον βγάλουμε;», ρώτησε εκείνος που θα κρατούσε τα πόδια μου κατά τη μεταφορά μου. Καθόμουν, βλέπετε, στη δεύτερη θέση από το διάδρομο• στην πρώτη δεν χωρούσαν τα πόδια μου λόγω ενός εξαρτήματος του αεροπλάνου που βρισκόταν κάτω από το μπροστινό κάθισμα.
Άρχισαν να με τραβάνε όπως τα αρνιά στο σφαγείο. Διαμαρτυρήθηκα: «πιο προσεκτικά δεν μπορείτε;». Με μετέφεραν στο… μισό aisle και με άφησαν παρά τις έντονες παρατηρήσεις μου ότι, «δεν κάθομαι καλά». Ήθελαν να πάρουν μια ανάσα οπότε, εγώ άδετος και λόγω της ανικανότητάς μου να στηρίζω τον κορμό τού σώματός μου (Τετραπληγία Α5 η κατάστασή μου), άρχισα να γέρνω στο πλάι. Φώναξα όσο μπορούσα αλλά η φωνή μου δεν είναι δυνατή (η Τετραπληγία φταίει).
Ευτυχώς που ήταν σηκωμένο το υποβραχιόνιο του ακριανού καθίσματος γιατί, όταν με έπιασαν, είχα ήδη ακουμπήσει το μαλακό κάθισμα με το… κεφάλι μου. «Σιγά, γύρισα το μισό κόσμο για να με σκοτώσετε στην πατρίδα μου;», διαμαρτυρήθηκα όσο πιο έντονα μπορούσα. «Μη φοβάστε, δεν πάθατε τίποτα», μου αντέτεινε ο υπάλληλος. «Α, ρε συ, έχει και ζώνη εδώ!», αναφώνησε ο ένας ενώ με έδενε πάνω στο aisle, και η κατάσταση άρχιζε πλέον να θυμίζει εκείνη των άλλων αεροδρομίων. Κάτι ψέλλισε η κοπέλα της Singapore Airlines, τέλος πάντων, προχωρήσαμε προς την έξοδο.
«Όχι από δω, απ’ την άλλη», είπε εκείνος που έσπρωχνε το aisle. Ήταν ανοιχτές και οι δύο πόρτες του αεροπλάνου (?). Μπήκαμε σε μία πλατφόρμα (με αυτήν, υποθέτω, μεταφέρουν εμπορεύματα και ανεφοδιάζουν τα αεροπλάνα), όπου με μετέφεραν στο δικό μου χειροκίνητο αμαξίδιο. Υπήρχαν άλλοι δύο άνθρωποι καθισμένοι σε τροχήλατες καρέκλες μέσα και έκανε πολύ κρύο.
«Πάμε!». Η πλατφόρμα άρχισε να απομακρύνεται. Η μία μεγάλη πόρτα έκλεισε, η άλλη παρέμεινε ανοιχτή. Ήταν πολύ ωραία η θέα στη διαδρομή αλλά είχα ξεπαγιάσει. «Γιατί δεν πήγε στη φυσούνα το αεροπλάνο;», ρώτησα τον υπάλληλο. «Μα τι λέτε! Έχουμε φυσούνα. Στη φυσούνα είναι!», η άμεση απάντηση του μεταφορέα (ας μην τον πω αχθοφόρο). «Και γιατί δεν πήγαμε από εκεί;». «Είχα τρεις καρέκλες», η απάντηση που τσακίζει κόκαλα. Ο άλλος, υποθέτω, οδηγούσε το όχημα με την πλατφόρμα.
Σταματήσαμε έξω από το αεροδρόμιο. Η πλατφόρμα χαμήλωσε μέχρι το επίπεδο του δρόμου. Το κρύο πολύ. Μπήκαμε στην παραλαβή των αποσκευών. Ήμουν πια έξω φρενών. «Κανείς σας δεν έχει το δικαίωμα να με κάνει να ντρέπομαι που είμαι Έλληνας», φώναζα με όση δύναμη είχα (όχι και πολλή).
Η κοπέλα της Singapore Airlines προσπάθησε να με ηρεμήσει. Η ευγένειά της, το απολογητικό της ύφος, οι απανωτές συγγνώμες που ζήτησε, είχαν αποτέλεσμα. «Μα, ξέρετε από πού έρχομαι;». «Ξέρω, ήμουν εδώ και στην αναχώρησή σας. Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε δικούς μας υπαλλήλους και μας εξυπηρετεί η ‘’Ολυμπιακή’’». «Είναι απαράδεκτο» της λέω. «Έχετε δίκιο. Δεν ξέρω τι να πω και τι θα κάνω το καλοκαίρι: περιμένω 22 καρέκλες την ημέρα!».
Πήραμε τις αποσκευές, η μητέρα κι ο αδελφός μου μας περίμεναν. Καθήσαμε για ζεστό καφέ με τσιγάρο (μετά από τόσον καιρό καπνίσματος στα κλεφτά). Ξαφνικά, κόντεψα να καώ• έπεσε το τσιγάρο από το στόμα μου, όταν είδα την τεράστια επιγραφή: «Καλωσήρθατε στο Νο 1 αεροδρόμιο στον κόσμο».

Παναγιώτης Τσίγκανος, Βιολόγου www.netlab.gr

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Οι κίνδυνοι όταν ταξιδεύεις αεροπορικώς με το αναπηρικό σου κάθισμα [Video]

Όταν είσαι ανταποκριτής του BBC αναγκάζεσαι να ταξιδεύεις συχνά με αεροπλάνο – το να πετάς, όμως, με αναπηρικό κάθισμα είναι μερικές φορές πιο δύσκολο απ’ όσο πρέπει. Όταν είσαι υποχρεωμένος να πετάς …

Υποβολή αιτήσεων συμμετοχής στο πρόγραμμα Κοινωνικού Τουρισμού, και Εκδρομών του ΟΓΑ/ ΛΑΕ, έτους 2012

Έγγραφο του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης παρέχει πληροφορίες για την υποβολή αιτήσεων συμμετοχής στο πρόγραμμα Κοινωνικού Τουρισμού, και Εκδρομών του ΟΓΑ/ΛΑΕ, για …

Προσβασιμότητα: ούτε τα αυτονόητα

Zugspitze: Η «κορυφή της Γερμανίας». Μια βουνοκορφή 2964 μέτρα ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας στις Βαυαρικές Άλπεις. Ένα μέρος μαγικό όπου μπροστά σου απλώνεται μια θάλασσα βουνών σε τέσσερις …

Θεραπευτικός Τουρισμός έτους 2011

Δημοσιεύθηκαν οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σχετικά με τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή των δικαιούχων στο πρόγραμμα Θεραπευτικού Τουρισμού 2011. Σημειώνεται …

ΙΚΑ: Μέχρι 27 Ιουνίου η εγγραφή στις κατασκηνώσεις

Μέχρι την 27η Ιουνίου μπορούν οι ενδιαφερόμενοι-ασφαλισμένοι του ΙΚΑ να εγγραφούν στις κατασκηνώσεις του κρατικού Προγράμματος για το καλοκαίρι του 2011. Η οργάνωση και η λειτουργία των κατασκηνώσεων …

Το ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΤΩΡΑ τριγυρίζει…

Από αυτή τη σελίδα θα σας παίρνουμε μαζί μας στα στέκια που ανακαλύπτουμε τριγυρίζοντας στην Αθήνα ή σε άλλα μέρη της Ελλάδας! Θέλουμε να διαπιστώσουμε πού και πώς οι επισκέπτες και οι καταναλωτές που …