ΕφΛαμίας 249/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αυτοκινητικό ατύχημα – Μέριμνα για την υγεία των πολιτών – Βλάβη σώματος και υγείας – Aναπηρία ή παραμόρφωση – Χρηματική ικανοποίηση – Δεδικασμένο – Ενστάσεις – Ασφάλιση αυτοκινήτων – Ασφαλιστική σύμβαση – Κάτοχος αυτοκινήτου -.
Ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931 που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζομένου κατά την ΑΚ 931 ευλόγου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας και παραμορφώσεως αφενός, και αφετέρου την ηλικία του παθόντος. Η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητος του παθόντος προς εργασίας και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ολες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται ν’ ασκηθούν είτε σωρευτικώς είτε μεμονομένως, αφού πρόκειται περί αυτοτελών αξιώσεων και η θεμελίωση καθεμιάς από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών. Η τελεσίδικη πολιτικού δικαστηρίου απόφαση, δια της οποίας τούτο 1) ανεγνώρισε την έννομη σχέση αδικοπραξίας ή της προς αποζημίωση υποχρεώσεως, της απορρεούσης όχι υποκειμενικώς αλλ’ εκ της διακινδυνεύσεως για ζημίες εξ αυτοκινήτου και 2) εδέχθη αίτημα αποζημιώσεως (αναγνωριστικώς μόνο ή και καταψηφιστικώς) για κάποια ειδική ζημία, τελούσα σε αιτιώδη προς το ζημιογόνο γεγονός σύνδεσμο, αποτελεί δεδικασμένο ως προς το προδικαστικό ή παρεμπίπτον ζήτημα της καθ’ όλου αξιώσεως και της αντιστοίχου υποχρεώσεως προς αποζημίωση για κάθε δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, υπό την αυτή παρισταμένων ιδιότητα διεξαχθησομένη, αφορώσα δε σε ειδική εκ του αυτού ζημιογόνου γεγονότος ζημία, του δεσμευομένου εντεύθεν δικαστηρίου οφείλοντος να θεωρήσει την καθ’ όλου αξίωση προς αποζημίωση δεδομένη και να αποκρούσει κάθε περί αυτής αμφισβήτηση, εφόσον το νομικό καθεστώς δεν μετεβλήθη. Η καταχρηστική περί της συνυπαιτιότητος ένσταση, η μη υπαγομένη στην κατηγορία των μη στηριζομένων επί αυτοτελούς δικαιώματος, δυναμένου ν’ ασκηθεί και δια κυρίας αγωγής, σε μεταγενέστερη αγωγή, δια της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση μερικοτέρας αξιώσεως εξ αδικοπραξίας ή εξ αυτοκινητικού ατυχήματος, καλύπτεται εκ του δεδικασμένου, εάν η κυρία ενοχή εκ της αδικοπραξίας κλπ εκρίθη τελεσιδίκως, είτε προεβλήθη στην πρώτη περί της κυρίας ενοχής δίκη, είτε όχι, και θα αποκρούεται συνεπεία του δεδικασμένου ως απαράδεκτος. Η σύμβαση ασφαλίσεως καταρτίζεται με απλή συναίνεση των μερών, συντελείται από τον χρόνο αποδοχής της αιτήσεως για ασφάλιση από τον ασφαλιστή, η οποία μπορεί να υποδηλωθεί και σιωπηρά με την αποστολή του ασφαλιστηρίου στον αιτούντα και αποδεικνύεται με το ασφαλιστήριο, για το κύρος του οποίου αρκεί μόνο η υπογραφή του ασφαλιστή. Κατά το άρθρο 25 περ. 8 και 6 της Κ4/585/1978 αποφάσεως του Υπουργείου Εμπορίου (ΦΕΚ 795/5-4-1978), αποκλείεται από την ασφάλιση ζημία, όταν προξενείται σε χρόνο που ο οδηγός του οχήματος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών ή (και) από οδηγό που δεν έχει την προβλεπόμενη από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος, το οποίο οδηγεί, άδεια οδηγήσεως, χωρίς τα αίτια της ελλείψεως αυτής να ερευνώνται, περιλαμβανομένης εντεύθεν στον εκ της ασφαλίσεως αποκλεισμό τόσον της περιπτώσεως εκείνης κατά την οποία ο οδηγός δεν είχε ζητήσει να λάβει τέτοια άδεια, όσο και εκείνης κατά την οποία είχε μεν λάβει τέτοια άδεια, αλλά μεταγενεστέρως, για κάποιο νόμιμο λόγο, η άδεια ανεκλήθη ή έληξε η διάρκεια ισχύος της. Και ναι μεν οι διατάξεις αυτές είναι ανίσχυρες, ως ευρισκόμενες εκτός της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 6 παρ. 5 του Ν. 489/1976, αφού με αυτή δεν καθορίζεται κάποιος γενικός όρος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αλλά επιβάλλεται περιορισμός της ευθύνης του ασφαλιστή, όμως τέτοιες απαλλακτικές ρήτρες υπέρ του ασφαλιστή μπορούν να συμπεριληφθούν ως συμβατικοί όροι στην ασφαλιστική σύμβαση, οπότε ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται μεν από την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα τρίτο, έχει όμως δικαίωμα να ζητήσει από τον ασφαλισμένο ό,τι κατέβαλε στον ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη. Οι ως άνω ρήτρες μπορεί να συμπεριληφθούν στη σύμβαση ασφαλίσεως αυτοτελώς, δι’ ενσωματώσεως σ’ αυτή αυτουσίων των όρων, είτε δι’ αναφοράς στην, ως άνω, ΑΥΕ, ενώ ως επαρκής παραπομπή θεωρείται και η απλή αναφορά του αριθμού του ΦΕΚ, στο οποίο έχει δημοσιευθεί η εν λόγω ΑΥΕ, χωρίς πρόσθετη αναφορά των άρθρων της, αφού μέσω της παραπομ