ΑΠ 1379/2004
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αυτοκινητικό ατύχημα – Παραβάσεις ΚΟΚ – Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης – Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου – Διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα – Εφαρμοστέο δίκαιο – Αποζημίωση – Νόμισμα – Διαφυγόν κέρδος – Βλάβη σώματος ή υγείας – Αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης -.
Παράβαση διατάξεων ΚΟΚ. Σύγκρουση δίκυκλου μοτοποδηλάτου με ανασφάλιστη μοτοσυκλέτα, οφειλομένη, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, σε συντρέχουσα υπαιτιότητα των εμπλακέντων. Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης. Λόγος αναίρεσης κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, θεμελιώνεται στην περίπτωση κατά την οποία εσφαλμένα εφαρμόζεται διάταξη νεότερου νόμου αντί εκείνου ο οποίος πράγματι ίσχυε κατά το χρόνο του βιοτικού συμβάντος, με την προϋπόθεση όμως ότι, το σφάλμα της μείζονος προτάσεως έχει επίπτωση και στο διατακτικό της απόφασης. Ο τραυματισθείς από υπαιτιότητα τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες των γονέων του για την αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται ν’ απαιτήσει από τον υπόχρεο ως αποζημίωση, τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτον που για το σκοπό αυτό θα προσλάμβανε, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν καταβάλει κανένα τέτοιο ποσό στους γονείς του, οι οποίοι με προσωπική τους θυσία, σε βάρος των λοιπών απασχολήσεών τους, περιποιούνται το τραυματισμένο τέκνο τους. Πρόσθετη αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμορφώσεως επιδικάζεται, αν η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως μόνιμες, κυρίως, καταστάσεις επηρεάζουν δυσμενώς την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική του εξέλιξη του παθόντος. Νόμιμο το αίτημα περί καταβολής ποσού για απώλεια εισοδημάτων στο διάστημα κατά το οποίο λόγω νοσηλείας της, κατέστη αδύνατο να συνεχίσει η παθούσα την εργασία της. Η σχέση που δημιουργείται με την διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και άρα, ως χρήμα, για τον υπολογισμό της ζημίας και την καταβολή της αποζημιώσεως, νοείται το εθνικό νόμισμα, με αυτό δε πρέπει, όχι μόνο να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική ή η αποθετική ζημιά εκείνου που αδικήθηκε. Κατά συνέπεια, δεν είναι νόμιμο το αίτημα της αγωγής, όταν ζητείται καταψήφιση του εναγομένου σε δραχμές μεν, αλλά με βάση την ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο εξοφλήσεως ή κατά το χρόνο συντάξεως ή καταθέσεως ή επιδόσεως της αγωγής. Ορθά απορρίφθηκε αίτημα περί καταβολής εφάπαξ, λόγω της ιδιομορφίας της περιπτώσεως της παθούσας και των αυξημένων αναγκών διατροφής και της ανικανότητάς της προς εργασία, του ισάξιου σε δραχμές ποσού DΜ, κατά το χρόνο της πληρωμής, το οποίο θα απολέσει μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων σε διάστημα 5ετίας.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 1379/2004
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Ανάργυρο Πλατή, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Κυριτσάκη και Αχιλλέα Νταφούλη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Νοεμβρίου 2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας – αναιρεσίβλητης: Ρ.S. κατοίκου Γερμανίας, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Γραφανάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος: Ν.Π.Ι.Δ., με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μανουσάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20 Ιουλίου 2000 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας-αναιρεσίβλητης και την από 20 Ιουλίου 2000 αγωγή του φορέα κοινωνικής ασφάλισης «Β.», που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3068/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4741/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα- αναιρεσίβλητη με την από 17-7-2003 αίτησή της και το αναιρεσίβλητο-αναιρεσείον με την από 26 Ιανουαρίου 2004 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κυριτσάκης, ανάγνωσε τις από 6 Οκτωβρίου 2004 εκθέσεις του, με τις οποίες εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή των κρινόμενων αιτήσεων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσεσιβλήτου – αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της από 26-1-2004 αίτησης και την απόρριψη της από 17-7-2003 (αντίθετης) αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η από 17.7.2003 αίτηση της Ρ.S. κατά του αναιρεσίβλητου ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ και η από 26.1.2004 αίτηση του τελευταίου κατά της αναιρεσίβλητης Ρ.S. στρεφόμενες κατά την αυτής (υπ’ αρίθ. 4741/2003) αποφάσεως του εφετείου Αθηνών, της οποίας ζητείται η αναίρεση για τους αναφερόμενους σε κάθε μια από τις αιτήσεις λόγους, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (αρθρ. 246 ΚΠολΔ).
2. Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση για τη ζημία που προήλθε από παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπόχρεου προς αποζημίωση, είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και του επιζήμιου αποτελέσματος. Υπάρχει δε η αιτιώδης αυτή συνάφεια, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ.4 ΚΠολΔ) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η κρίση περί του ότι τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικά και αφηρημένα λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα, ότι η πράξη ή παράλειψη εκείνη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Αντίθετα, η περαιτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή παράλειψη εκείνη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (αρθρ. 561 παρ 1 ΚΠολΔ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 569 αριθ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς ή αντιφατικές σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ‘Ελλειψη δε ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας , κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς η αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 26/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, το εφετείο ανελέγκτως δέχθηκε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 21/7/1998 και περί ώρα 18:30, στο 3° χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού Μεγαλοχωρίου – Εμπορείου, στη Θήρα – Κυκλάδων, συγκρούσθηκαν το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ΥΕΑ-… δίκυκλο μοτοποδήλατο που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος (ως προς τον οποίο παραιτήθηκε του δικογράφου της η πρώτη ενάγουσα). Η σύγκρουση αυτή, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, κρίνεται ότι οφειλόταν σε συντρέχουσα υπαιτιότητα των εμπλακέντων στο συμβάν οδηγών, ενώ κατά τη γνώμη του μειοψηφούντος Εισηγητού, οφειλόταν σε αποκλειστική υπαιτιότητα ως άνω πρώτης οδηγού. Συγκεκριμένα, η συνυπαιτιότητα της οδηγού, που εκτιμάται ότι ανέρχεται σε ποσοστό 70%, συνίσταται στο ότι, από προφανή της αμέλειά της, ενώ βρισκόταν με το δίκυκλο όχημά της σε ισόπεδο κόμβο (στον οποίο η προτεραιότητα ρυθμίζεται με πινακίδες της Τροχαίας) και ειδικότερα στη συμβολή της επαρχιακής οδού Μεγαλοχωρίου – Ακρωτηρίου με την προαναφερθείσα οδό, εισήλθε στην τελευταία με το όχημά της, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ 3 Ν. 2696/1999, αν και στην πορεία της υπήρχε ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα Ρ2, περί υποχρεωτικής διακοπής αυτής, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία της επί της οδού Μεγαλοχωρίου Εμπορείου (έχουσα προτεραιότητα), κινούμενης μοτοσικλέτας, που οδηγούσε ο αρχικά πρώτος εναγόμενος και ήταν ανασφάλιστη. Η συνυπαιτιότητα του τελευταίου, που εκτιμάται ότι ανέρχεται σε ποσοστό 30%, συνίσταται στο ότι, αν και πλησίασε με το όχημά του στην προαναφερθείσα συμβολή των οδών και αντιλήφθηκε την ως άνω οδηγό να εισέρχεται σε αυτή, δεν οδηγούσε με σύνεση και δεν ρύθμισε την ταχύτητα της μοτοσικλέτας του, ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία της σε περίπτωση ανάγκης, κατά παράβαση των άρθρων 12 και 19 Ν. 2696/1999. Κατά την γνώμη του μειοψηφούντος μέλους, ουδεμία