Για πολλά χρόνια, έχει γίνει σημάδι συνηθισμένης αβρότητας και πνευματικής ακαμψίας να σημειώνονται περιπτώσεις όπου ο ρατσισμός, ο σεξισμός ή η ταξική προκατάληψη γίνονται θέμα συζήτησης.
Κι όμως, υπάρχει μια παράξενη σιωπή όταν τίθεται το ζήτημα της αναπηρίας, η σιωπή επίσης είναι ακόμη πιο περίεργη αφού τόσο μεγάλο μέρος της κριτικής έχει αφιερωθεί στο ζήτημα του σώματος, της κοινωνικής δομής περί σεξουαλικότητας και φύλου.
Εναλλακτικοί άνθρωποι παίρνουν μέρος σ’ αυτές τις συζητήσεις : ομοφυλόφιλοι, λεσβίες, ερμαφρόδιτοι, εγκληματίες, γιατροί κ.λ.π. Πίσω όμως από τις φιγούρες αυτές της υπέρβασης και της παρέκκλισης, καραδοκεί μια πιο υπερβατική και πιο παρεκκλιτική φιγούρα: το ανάπηρο κορμί.
LENNARD G. DAVIS, ” Επιβάλλοντας την κανονικότητα”
”Ποια είναι η σχέση μεταξύ της γλώσσας και του εαυτού, ή μεταξύ της ιστορίας ζωής κάποιου και το αντικείμενο της ιστορίας ”.
Η προσωπική αφήγηση είναι θέμα του να αντιλαμβάνεσαι την αφήγηση που ήδη ζούμε και στην οποία συνολικά και ατομικά, αποτελούμε την συνέχεια της ιστορίας… Η προσωπική αφήγηση είναι μια ερμηνευτική δραστηριότητα, όχι απλά ένα καθρέφτισμα του παρελθόντος… Το παρελθόν δεν είναι κάτι που τελείωσε, κάτι οριστικό, αλλά κάτι που διαρκώς επαναπροσδιορίζεται στο παρόν.
Antony P. Kaby, ” Αφήγηση και εαυτός”
Ενώ οι δηλώσεις αυτές μπορεί να φαίνονται άσχετες μεταξύ τους, οριοθετούν την εξερεύνηση, την συζήτηση της κριτικής θεωρίας και της επίδρασής της στην προσωπική αφήγηση της ταινίας του Norman Kunc ”η άλλη πλευρά της θεραπείας”.
Η πρόθεσή μου είναι να ανακρίνω το ”θεωρητικό σώμα” με το ”συγκεκριμένο σώμα” του Norman, ελπίζοντας πως θα δώσουν αμοιβαίες πληροφορίες.
Η δήλωση του Lennard Davis είναι προκλητική, και αποτελεί άμεση πρόκληση για τους θεωρητικούς να συμπεριλάβουν το ”περισσότερο υπερβατικό και παρεκκλίσεων” ανάπηρο σώμα στην συζήτησή τους. Η αναπηρία, λέει, είναι μέρος μιας ιστορικά δομημένης συζήτησης, μια ιδεολογία του να θεωρείς το σώμα υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Την ίδια στιγμή, πολλές ακαδημαικές σκοπιές αναγνωρίζουν την σημασία των αφηγήσεων για την δημιουργία μιας πιο βαθιάς κατανόησης του εαυτού μας και του κόσμου μας. Η προσωπική αφήγηση ή η καταγραφή ζωής είναι μια μαθησιακή πλευρά, από την οποία μπορούμε να μάθουμε να παίρνουμε στοιχεία για τη ζωή μας και για τον κόσμο. Ατομικά και συλλογικά, μπορεί να ερμηνευτούν ως αντιστεκόμενες αφηγήσεις που αποκαλύπτουν διαχωριστικές τάσεις που επικρατούν στην κουλτούρα μας. Όπως λέει η Donna Haraway, οι υποστηρικτές του φεμινιστικού κινήματος” χρειάζονται ένα ευρύ φάσμα επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να μεταφραστούν γνώσεις μεταξύ πολύ διαφορετικών -και δυναμικά διαφοροποιημένων κοινωνιών. Χρειαζόμαστε την δύναμη μοντέρνων κριτικών θεωριών σχετικά με το πώς δημιουργούνται οι έννοιες και τα σώματα, όχι για να τα απαρνηθούμε, αλλά για να ζήσουμε με έννοιες και σώματα που έχουν ελπίδες για το μέλλον”. (Haraway, 1991:187)
ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΣΩΜΑ
Θα ‘πρεπε να ξεκινήσω λέγοντας πως ο Norman Kunc είναι αδελφός μου. Η ”αναπηρία” του υπήρξε κομμάτι της ζωής μου, από την στιγμή της γέννησής του, όταν έλλειψη οξυγόνου στον εγκέφαλό του, στη διάρκεια μιας δύσκολης γέννας, προκάλεσε την εγκεφαλική του παράλυση. Ήμουν 11 χρονών όταν γεννήθηκε ο Norman, μια μεγάλη αδερφή – μικρή μητέρα για τον ανάπηρο και πολυαγαπημένο μου μικρότερο αδελφό. Πέρασα μια μετάλλαξη από εκείνη την ώρα πριν 42 χρόνια, μια διαδικασία του να μαθαίνω μέσω ή μαζί με τον Norman, και σταδιακά να αντιλαμβάνομαι κατά πόσο είμαστε όλοι διαφορετικοί ως προς τις δυνατότητες μας. Το να δούμε τους εαυτούς μας σαν άτομα με διαφορετικές ικανότητες είναι ένα άλμα αντίληψης, ένα άλμα που έμαθα με τον καιρό.
Είναι μια αντίληψη που οριοθετεί το γήπεδο και μας ωθεί να αντιληφθούμε και να γίνουμε πιο διαλλακτικοί, σκεπτόμενοι τι σημαίνει ο όρος ”ανάπηρος”, ιδίως αν αναλογιστεί κάποιος πως υπάρχουν ίσως 10 με 20 εκατομμύρια νοητικά ”υγιείς” ”άνθρωποι” στον κόσμο με σοβαρές σωματικές, αντιληπτικές ή σχετικές με την υγεία αναπηρίες.
”Μια από τις δραστηριότητες για να αναπτύξει επίγνωση των θεμάτων περί αναπηρίας, είναι η απόπειρα να αντιστρέψεις την ηγεμονία του κανονικού, και να καλλιεργήσεις εναλλακτικούς τρόπους σκέψης για το μη κανονικό σώμα”. ( Davis: 49). Το βίντεο του Norman αντικατοπτρίζει έναν τρόπο απόπειρας, αυτής της δραστηριότητας, και μου έχει δώσει την πλήρη του συγκατάθεση να εξετάσω την εμπειρία του ”σώματός του” σε σχέση με το ”θεωρητικό σώμα ” κειμένων.
Στο βίντεο αυτό, ο Norman Kunc, περιγράφοντας μια συνάντηση με Καναδούς νευρολόγους, περιγράφει την επίδραση της φυσιοθεραπείας και της αποκατάστασης στο ”ανάπηρο” σώμα του. Η σημείωση ”ιστορία” είναι σημαντική γι’ αυτόν, και έχει ξαναδιαβάσει την δική του πολλές φορές. Ο Norman γεννήθηκε το 1957 με εγκεφαλική παράλυση, και στην παιδική του ηλικία και τις αρχές της εφηβείας του, η αποκατάστασή του συμπεριλάμβανε φυσιοθεραπεία, εργασιοθεραπεία και λογοθεραπεία Το υποκρύπτον μήνυμα που λάμβανε στην αποκατάστασή του ήταν πως ήταν ελλιπής και μη κανονικός, και για να γίνει ”άξιο” άτομο, θα’ πρεπε να ξεπεράσει την αναπηρία του, κι αυτό τον οδήγησε, όπως το περιγράφει ο Norm σε ”πόλεμο με το ίδιο του το κορμί”. Παρακολουθούσε δημόσιο σχολείο για ανάπηρα παιδιά, αλλά στην ηλικία των 13, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να ξεπεράσει την υποβαθμισμένη του εικόνα, πηγαίνοντας σε κανονικό σχολείο, έκανε αίτηση και έγινε δεκτός, αλλά λέει πως ο πόλεμος δεν τελείωσε μ’ αυτή την μεταφορά, μόνο το πεδίο μάχης άλλαξε. Λέει ιστορίες ότι κρυβόταν στο μπάνιο για να φάει γλυκά, τα οποία ήταν πολύ μαλακά και λόγω της σπαστικότητάς του ήταν δύσκολο να τα φάει στην καφετέρια, για ραντεβού που κρατούσε σημειώσεις των στιγμών εκείνων που η αναπηρία του γινόταν εμφανής, και σημείωνε τις ”επιδόσεις” του ώστε να βεβαιωθεί αν θα τηλεφωνούσε ξανά στην κοπέλα για χορούς στο πανεπιστήμιο όπου έπεφτε και έριχνε διάφορα πράγματα ταυτόχρονα.
Λέει πως υπήρχαν δύο στιγμές- κλειδιά στη ζωή του που τον βοήθησαν να δει την αναπηρία του με διαφορετικό τρόπο. Η πρώτη ήταν στα μέσα της εφηβείας του, όταν αποφάσισε πως δεν θα έκανε εγχείρηση, για να τον τοποθετήσουν έναν νευρολογικό ηλεκτρικό βηματοδότη για να ελαττωθεί η σπαστικότητά του. Η δεύτερη ήταν στο πανεπιστήμιο, ενώ κουβέντιαζε με τον καθηγητή του και τους συμφοιτητές του σε μια pub, όπου ο καθηγητής του μιμήθηκε τη φωνή του. Ο Νορμ σοκαρίστηκε και ρώτησε το καθηγητή του γιατί έκανε κάτι τέτοιο. Ο καθηγητής του απάντησε: “Γιατί έτσι μιλάς”. Ο Νόρμ απάντησε πως στην παράσταση του άξιζε βραβείο και το να μιμηθεί την ομιλία του τον υποτιμούσε. Ο καθηγητής του απάντησε ρωτώντας τον: “Νορμ, γιατί προσπαθείς να είσαι μη ανάπηρος;”
Ποτέ δεν είχε κάνει κάποιος αυτήν την ερώτηση στον Νορμαν, και λέει πως τον οδήγησε σε εντελώς διαφορετικό τρόπο σκέψης. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, ο Νορμαν άρχισε να βλέπει ότι η εγκεφαλική παράλυση τον έκανε διαφορετικό όχι όμως ελλιπή. Μια διαδικασία απελευθέρωσης ξεκίνησε όταν, για παράδειγμα, την φορά που έπεσε στην πίστα χορού, την είδε όχι ως διακοπή, αλλά ως μέρος του χορού. Άρχισε να βλέπει πως η αναπηρία του τον έκανε μέρος μιας ομάδας που ήταν κοινωνικά δομημένη, και επίσης άρχισε να αντιλαμβάνεται την ανάγκη της κοινωνίας για τελειότητα και κανονικότητα, ως κοινωνική καταπίεση. Ο πόλεμος τώρα δεν ήταν ενάντια στην εγκεφαλική παράλυση, αλλά ενάντια στην κοινωνική καταπίεση και την προκατάληψη. Με αυτήν την κατανόηση, ο Νόρμ και το σώμα του έσφιξαν τα χέρια, και κηρύχθηκε μια συμμαχία. Μια νέα διάσταση της δημόσιας δικαιοσύνης έγινε τώρα ο στόχος του.
Με αυτήν την νέα αντιμετώπιση, προέκυψαν νέες ερωτήσεις που απαιτούσαν νέα στάση. Αν η κοινωνία τον υποτιμούσε λόγω της διαφορετικότητας του, οι προσπάθειες να γίνει κανονικός θα ενίσχυαν τον ρατσισμό, και θα έδιναν μεγαλύτερη ισχύ στην προκατάληψη. Κατανόησε πως η αποκατάσταση ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την καταπίεση και πως ένα άμεσα αποτέλεσμα της κοινωνικής και πολιτιστικής δέσμευσης μας απέναντι στην “κανονικότητα” ως πλευρά της “τελειότητας” ήταν τα δεδομένα της ικανότητας, της εμφάνισης και της συμπεριφοράς που αποτελούν κριτήρια για το αποδεκτό/ επιτρεπτό. Αν δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα, είσαι κατώτερος. Επιπλέον, λέει ο Νορμ, η αποκατάσταση ορίζεται και αποτελείται από δικά μας πολιτιστικά στοιχεία και τα κίνητρα δεν είναι αλτρουιστικά, αλλά βασισμένα σε μια κουλτούρα που έχει εμμονή με μια ανάγκη να ελαχιστοποιηθεί η αναπηρία. Οι επαγγελματίες της αποκατάστασης κάνουν προσπάθειες να βελτιώσουν την “ποιότητα ζωής” κάνοντας ένα άτομο να “λειτουργεί” καλύτερα. Ο Νορμ διαφωνεί, λέγοντας ότι δεν είναι “η καλύτερη λειτουργία” που βελτιώνει την ποιότητα ζωής κάποιου, αλλά οι σχέσεις, το αίσθημα του να ανήκεις, το να περνάς καλά, το να συνεισφέρεις και σε κάποιον βαθμό, οι προσωπικές μάχες. Περιγράφει πως οι απομονωμένες σωματικές δραστηριότητες τον οδήγησαν σε έλλειψη φιλίας, καθώς η θεραπευτική τους επικέντρωση αγνόησε την έννοια της διασκέδασης και του παιχνιδιού -το κολύμπι έγινε θεραπεία αγνόησε τη έννοια της διασκέδασης και του παιχνιδιού- το κολύμπι έγινε θεραπεία στο νερό, έγινε εργοθεραπεία, η τέχνη έγινε θεραπεία μέσω της τέχνης, το να έχεις ένα κατοικίδιο ζώο, έγινε θεραπεία μέσω αγγίγματος και η μουσική έγινε μουσικοθεραπεία. Κάθε δραστηριότητα αποσκοπούσε στο να κάνει “καλύτερα” τον Νόρμαν υπογραμμίζοντας την αντίληψη ότι δεν ήταν αρκετά καλός, επαρκής, ότι δεν ήταν κανονικός. Ούτε ο ύπνος δεν αποτελούσε διάλειμμα, καθώς έπρεπε να κοιμάται με ένα σιδερένιο βραχιόλι περασμένο στο πόδι του.
ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΟΡΜΙ
Το ανάπηρο κορμί είναι ένας εφιάλτης για τις συζητήσεις των θεωριών, καθώς η συζήτηση αυτή περιορίστηκε από την προτίμηση της οικείας κουλτούρας. Το σώμα γίνεται αντιληπτό ως ένα μέλος που καθορίζει τον σκοπό, που παίρνει την κουλτούρα και τις ρίζες της για να τα θεωρήσει. Ο εφιάλτης αυτού του (ανάπηρου) σώματος είναι που μεταλλάχθηκε, που χτύπησε από ασθένεια, που εξασθένησε…. Αντί να αντιμετωπίσουν αυτό το καταστραμμένο θέαμα, οι κριτικοί στρέφονται στην έννοια της σεξουαλικότητας, στην λάμψη του σώματος ως θέμα, στην ετερογλωσσία των κειμένων, στην ορολογία των σχιζοφρενών. Σχεδόν ποτέ όμως στο σώμα των διαφορετικών ικανοτήτων.
Leonard J. Davis “Επιβάλλοντας την κανονικότητα”
Το ανάπηρο κορμί ή το κορμί με διαφορετικές ικανότητες απουσίαζε από μεγάλες θεωρητικές αναζητήσεις σχετικά με το σώμα. Γιατί; Μήπως γιατί, όπως υπονοεί ο Leonard Davis, δεν θεωρείται σικ, σέξι ή της μόδας; Είναι το ανάπηρο κορμί υπερβολικά υπερβατικό ή παρεκκλίνον; Ξεπερνά τα όρια αυτού που θεωρείται αποδεκτό να υπερβεί ή να παρεκκλίνει; Υπάρχουν θεωρητικά όρια; Προκαλεί στο μυαλό του θεατή τον φόβο του αφύσικου, με την φροϋδική έννοια, με την συνηθισμένη αποστροφή για το μη οικείο διαφορετικό; Δεν ενοχλεί και δεν προκαλεί το ανάπηρο κορμί σκέψεις σχετικά με το κλασικό κορμί και δεν γκρεμίζει την ιδέα ενός οργανωμένου σώματος σύμφωνα με τις θεωρίες των Deleuze και Guattari; Δεν είναι το ανάπηρο κορμί το μεγαλύτερο αντικείμενο εκμετάλλευσης, από την επιθυμία των ιατρικών επιτευγμάτων να οργανώσουν το σώμα με έναν συγκεκριμένο τρόπο; Δεν είναι το πιο πειθαρχημένο σώμα στα περιεχόμενα της θεωρίας του Foucault για την πειθαρχία, στην οποία το σώμα στρέφεται προς μια ικανότητα που πρέπει να αυξηθεί μέσω της ίδιας της πειθαρχίας; Αυτά είναι μόνο λίγα από τα θέματα που θα μπορούσαν να προκύψουν σε θεωρητικά πλαίσια, και δεν θα αποπειραθώ να τα απαντήσω όλα. Είναι προετοιμασμένα, εκ προθέσεως, να υπογραμμίσουν την σχέση μεταξύ του ανάπηρου σώματος και της θεωρητικής συζήτησης, καθώς και την ανάγκη να αντικαταστήσει η γλώσσα την σιωπή σχετικά με τους ανάπηρους, τους πιο περιθωριοποιημένους από όλους όσους είναι στο περιθώριο.
Πρώτα όμως, θα αναφερθώ στο ίδιο το σώμα, και στην οντολογία του σώματος σύμφωνα με την Elizabeth Grosz, ώστε να ξεκινήσω με το σώμα και μέσα στο σώμα.
Στο “Ζώντα κορμιά: Φαινομενολογία και η σάρκα” η Elizabeth Grosz αναφέρει την δουλειά του Merleau-Ponty στην συζήτηση της περί σωματικής φαινομενολογίας. Λέει πως ο Merleau-Ponty προσπαθεί να κατανοήσει την σχέση μεταξύ της αντίληψης και της φύσης και μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού. Επαναπροσανατολίζει την παράδοση της ερώτησης “πως είναι δυνατόν να υπάρχει ολόκληρος κόσμος για ένα αντικείμενο;” Τοποθετώντας την υποκειμενικότητα όχι στο μυαλό και στην αντίληψη, αλλά στο σώμα. Υποστηρίζει πως το μυαλό και το σώμα δεν είναι ξεχωριστές οντότητες, αλλά άρρηκτα συνδεδεμένες και ότι το μυαλό βασίζεται σε σωματικές και αισθητικές σχέσεις. Το σώμα, σύμφωνα με τον Merleau-Ponty, είναι ένα φαινόμενο που ζει ο όποιος ζει σε αυτό το (στο σώμα), και αυτό είναι η τοποθεσία που τοποθετεί κάποιον στον κόσμο και δίνει την δυνατότητα για σχέσεις μεταξύ του ατόμου και άλλων υποκειμένων ή αντικειμένων. Κατανοούμε και γνωρίζουμε το σώμα μας, ζώντας μέσα σε αυτό. Είναι αντικείμενο και ζούσα πραγματικότητα για το άτομο, και ένα υποκείμενο για τους άλλους, χωρίς ποτέ να είναι απλά υποκείμενο ή αντικείμενο. Ο Merleau-Ponty λέει είναι “απονομή- έννοιας” και είναι “η ύπαρξη μου στον κόσμο, και ως τέτοια, είναι το μέσον μέσω του οποίου όλες οι πληροφορίες και οι γνώσεις γίνονται αποδεκτές και τα νοήματα γενικεύονται”. Αυτή η άποψη συγκλίνει με τον Leonard Davis, ο οποίος λέει πως το σώμα δεν είναι μόνο σωματικό αντικείμενο, αλλά είναι και “ένας τρόπος να οργανώσεις μέσω των αισθήσεων την ποικιλία και τις στάσεις της σωματικής ύπαρξης καθώς ενσωματώνονται στην ύπαρξη μέσω ενός πιο εκτενούς κοινωνικού/ πολιτικού καλουπιού”.
Ο Νορμαν γεννήθηκε σε ένα σώμα που είχε διαφορετικές ή περιορισμένες ικανότητες ανάλογα με τον τρόπο που το αντιμετωπίζει κανείς. Η ταυτότητα του τοποθετούν στο σώμα του, όπως το ζούσε. Η αντικειμενική εμπειρία του σώματός του άλλαξε σε σύγκριση με τους “πιο ικανούς σωματικά” άλλους που αντιμετώπιζαν το σώμα του ως ανάπηρο ή ελλιπές σε σχέση με τα πιο “ικανά” δικά τους σώματα.
Ο Henry Rubin λέει πως ο Sartre επίσης αποδίδει μεγάλη έμφαση στο σώμα, ως τρόπο
Και εκθέτει τρία επίπεδα της σωματικής οντολογίας: το πρώτο επίπεδο είναι το σώμα- για το ίδιο το σώμα, μια άποψη για το άτομο που ζει μέσα σε αυτό. Το δεύτερο επίπεδο είναι το σώμα -για τους άλλους, ένα σώμα που είναι αντικείμενο και όργανο για τους άλλους, μια σωματική πραγματικότητα που αγγίζουν οι άλλοι. Το τρίτο επίπεδο είναι το αποξενωμένο σώμα όπου κάποιος εξαναγκάζεται να λάβει υπ’ όψιν του την άποψη του άλλου, σχετικά με το σώμα του, ώστε να είναι “ζωντανοί και διαρκώς γνώστης του σώματός του, όχι όπως είναι για αυτόν, αλλά όπως είναι για τον άλλο”. Θεωρώ πως το τρίτο επίπεδο είναι αυτό στο οποίο λειτουργούσε ο Νόρμαν μέχρι να αλλάξει αντιμετώπιση. Στο βίντεο, ο Νορμαν θυμάται μια “στιγμή” από την παιδική του φυσικοθεραπεία σε ένα δωμάτιο με “περίεργα” μηχανήματα, καθρέπτες και μια σκάλα στον τοίχο. Όταν η θεραπεύτρια του ζήτησε να ανέβει τις σκάλες, εκείνος της απάντησε: “μα γιατί; Οι σκάλες δεν οδηγούν πουθενά”. Κι εκείνη αποκρίθηκε: “θέλεις να περπατάς καλύτερα, έτσι δεν είναι;” Ο Νόρμαν απάντησε καταφατικά, αλλά επίσης λέει πως έμαθε εκείνη τη στιγμή ότι δεν ήταν καλό πράγμα να είσαι ανάπηρος και πως έπρεπε να ελαχιστοποιήσει την αναπηρία του και να λειτουργήσει όσο πιο κανονικά του επέτρεπαν οι ικανότητές του. Είδε το εαυτό του στα μάτια του άλλου (της θεραπεύτριας) ως ελλιπή και μη κανονικό. Το μήνυμα που εκλάμβανε στην διάρκεια της θεραπείας του ήταν πως έπρεπε να ξεπεράσει την αναπηρία του ώστε να θεωρηθεί άξιο άτομο. Είδε με τον άλλο τρόπο το κορμί του. Η αλλαγή στην αντίληψη τον οδήγησε σε συνδυασμό του πρώτου και του δεύτερου επίπεδου κατανόησης του σώματος. Δεν ζούσε πια σε ένα σώμα για τους άλλους, αλλά ζούσε σε ένα σώμα για αυτό, για τον εαυτό του και για τους άλλους. Η αποξένωση δημιούργησε έναν εσωτερικό “πόλεμο”, ώσπου η αντίληψη αυτή οδήγησε σε μια εσωτερική αναζήτηση του να είναι μέσα στο σώμα του και να είναι μέσα στον κόσμο. Ξαφνικά, είδε την αναπηρία του ως χαρακτηριστικό όπως το ύψος ή το βάρος ή το γένος του και ένοιωσε ως μέρος της κανονικής διαφορετικότητας στην ανθρώπινη κοινωνία.
Ο Grosz αναφέρει αυτά που θεωρεί ως τα 3 κρίσιμα σημεία του Merlau-Ponty, τα οποία θα ήθελα να αναλογιστώ σε σχέση με την εμπειρία του Norman και της αφήγησής του. Πρώτα- πρώτα ο Merlau-Ponty λέει πως παρόλο που η εμπειρία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη προβληματική πηγή της αλήθειας, δεν είναι εκτός των κοινωνικών, πολιτικών, ιστορικών και πολιτιστικών δυνάμεων, και παίζει κάποιον ρόλο και στην περιγραφή και στην αντίληψη των κοινωνικοπολιτικών αξιών. Θεωρεί πολύ σημαντική την εμπειρία, και την συσχετίζει με την φιλοσοφία και την παραγωγή της γνώσης. Η αφήγηση του Νορμαν, είναι όπως όλες οι αφηγήσεις, μια διηγηματική δραστηριότητα που επαναπροσδιορίζει το παρελθόν στο παρόν. Οι αφηγήσεις εμπειριών ζωής είναι πάντα μερικές, κριτικές γνώσεις για να χρησιμοποιήσω τους ορισμούς της Donna Haraway, αλλά παράλληλα είναι και όψεις γνωστικές που μας βοηθούν να κατανοήσουμε την περιπλοκότητα του κόσμου, και με ποιόν τρόπο είμαστε εμείς τοποθετημένοι σε αυτόν. Η εμπειρία της σωματικής ικανότητας ήταν άμεσα σχετική με τη φιλοσοφία και την παραγωγή της γνώσης που ενημέρωνε τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές αρχές να “φτιάξουν” ή να αποκαταστήσουν τον Νόρμαν καθώς και άλλα “ανάπηρα” σώματα. Ο Νόρμαν οικουμενικοποίησε την κριτική του άλλου πάνω στο σώμα του και ουσιαστικά αποδέχτηκε τις κοινωνικές αξίες ώστε να γίνουν οι πράξεις του πιο κανονικές και το σώμα/ εαυτός του περισσότερο κοινωνικά αποδεκτός. Πάντως, στην πορεία της αφήγησής του ο Νόρμαν μιλά για κατηγορικές αλλαγές που επήλθαν στην αντίληψή του για τον εαυτό του, οι οποίες οδήγησαν σε έναν νέο τρόπο αντιμετώπισης της αναπηρίας ως κοινωνική δομή. Από κοινωνικοπολιτικής άποψης, αφήγηση των εμπειριών του Νόρμαν μπορεί να θεωρηθεί ως αντίσταση και μετατροπή των κοινωνικοπολιτικών αξιών. Ο Merlau-Ponty τοποθετεί την εμπειρία ανάμεσα στο μυαλό και στο σώμα. “Η εμπειρία μπορεί να γίνει κατανοητή ανάμεσα στο σώμα και στο μυαλό -ή μέσω αυτών- στην ζωτική συνύπαρξή τους”. Ο Νόρμαν δημιουργεί μια νέα ερμηνεία από τις εμπειρίες του, που βασίζεται στην ζωτική συνύπαρξη του μυαλού του και του σώματός του.
Ο θεωρητικός της αφήγησης Anthony Paul Kerby λέει πως υπάρχει “μια αλυσίδα ανάμεσα στην κατανόηση του εαυτού και στην αφήγηση -πως τα άτομα κερδίζουν τουλάχιστον ένα μέρος από τα εννοούμενα μέσω της αφήγησης του παρελθόντος τους”. Πάντως, το νόημα είναι μια ερμηνεία και όπως η κατανόηση είναι μια συνεχής διαδικασία. Η συνέχεια των ιστοριών της ζωής μας φτιάχνουν την ταυτότητά μας, η οποία επαναπροσδιορίζεται ή μεταλλάσσεται καθώς ολοκληρώνουμε τις εμπειρίες μας. Η αφήγηση η ιστορία του Νόρμαν είναι η ύπαρξη του στον κόσμο. Προσδιορίζει τον εαυτό του και τις αξίες του και παρέχει νέες δυνατότητες αντιμετώπισης του εαυτού του και αυτών που τον βλέπουν “ο λόγος φέρνει αυτή τη σχέση μεταξύ εμού και του εαυτού μου, και μεταξύ του εαυτού μου και των άλλων”.
Στην “άλλη πλευρά της θεραπείας” η αφήγηση του Νόρμαν είναι οπτική και ακουστική. Οι “κανονικοί” άνθρωποι που βλέπουν τον Νόρμαν, θα συμφωνούσε και ο Davis, τον βλέπουν μέσω δυο οπτικών γωνιών -λειτουργία και εμφάνιση. Ο θεατής βλέπει τα όρια του Νόρμαν -το περίεργο περπάτημα, τις σπαστικές κινήσεις, την κοπιαστική ομιλία. Σου λέει επιπλέον πως πρέπει να είναι προσεκτικός για να μην του φύγουν σάλια. Ο Νόρμαν παρουσιάζεται στην οπτική αντίληψη του θεατή ως ανάπηρο άτομο. Ο Davis λέει: “η αναπηρία είναι μια συγκεκριμένη στιγμή. Η δύναμη του να κοιτάς επίμονα είναι το να ελέγχεις, να περιορίζεις και να εξετάζεις πως ένα άτομο έρχεται στο προσκήνιο. Παράλληλα με το έντονο βλέμμα έρχονται και δυνατές συναισθηματικές αποκρίσεις. Οι αποκρίσεις αυτές μπορεί να συμπεριλαμβάνουν τρόπο, φόβο, λύπηση, συμπάθεια και αποφυγή. Ο Davis περιγράφει την γενική ιδέα του Bakhtin σχετικά με το αλλόκοτο στον Μεσαίωνα, το οποίο αποκαλύφθηκε στην παρουσίαση του σώματος στην μη ιδανική του μορφή. Το αλλόκοτο, για τον Bakhtin συνδεόταν με τους συνηθισμένους ανθρώπους, με μία κουλτούρα που κατά την καιρούς έφερνε τα πάνω-κάτω στην εδραιωμένη σειρά των πραγμάτων, μέσω του πανηγυριού και των πανηγυρικών εκφράσεων. Γιγάντιες φιγούρες, αναφορές στην φυγή, αντεστραμμένη πολιτική δύναμη, όλα ήταν εκφάνσεις του αλλόκοτου -μια αισθητική που τελειωτικά είχε τοποθετηθεί από ουμανιστικές έννοιες της τάξης, της κανονικότητας και φυσικά της δύναμη στην διάρκεια της εκδήλωσης.
Ο Davis διαφωνεί και λέει πως η διαδικασία επέτυχε να ελευθερώσει τα αληθινά σώματα από το αλλόκοτο και πως υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή ανάμεσα στο αλλόκοτο και τους ανάπηρους. Ο θεατής της ταινίας του Νόρμαν, μπορεί να τον έβλεπε ως ενοχλητική ύπαρξη στο οπτικό του πεδίο, και να αντιδρούσε με τρόπο, λύπηση ή συγκατάβαση. Ή ο θεατής θα μπορούσε να τον δει ως άτομο με διαφορετικές ικανότητες και ως πλήρως ολοκληρωμένο αντικείμενο που προκαλεί τις πολιτικές αξίως των ικανοτήτων. Θα έλεγα πως ο θεατής περνά από την πρώτη στην δεύτερη φάση, ακούγοντας και βλέποντας την αφήγηση του Νόρμαν, εν μέρει επειδή πρόκειται περί οπτικής παρουσίας. Φτάνουμε σε σημείο να γνωρίζουμε τον Νόρμαν, και να τον νοιώθουμε οικεία. Ο θεατής νοιώθει εμπάθεια σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, καθώς ο Νόρμαν περνάει από το Unheimlich στο Heimlich, στο πεδίο παρατήρησης. Ο γερμανικός όρος Heimlich είναι διφορούμενος. Σημαίνει κάτι το οποίο είναι οικείο και αποδεκτό, και επίσης κάτι που μένει κρυμμένο και εκτός οπτικού πεδίου. Μέσω γλωσσικής χρήσης, έφτασε να σημαίνει κάτι που είναι του σπιτιού, κάτι με το οποίο κάποιος νοιώθει πολύ οικεία, μόνο σπίτι του. Unheimlich σημαίνει ακριβώς το αντίθετο και οδηγεί στην εμπειρία της έννοιας του Freud σχετικά με τους ανίκανους. Ο Freud λέει πως ότι βιώνεται ως ανικανότητα μπορεί να ανιχνευθεί σε κάτι οικείο που έχει απωθηθεί. “αυτή η ανικανότητα στην πραγματικότητα δεν είναι κάτι νέο ή ξένο, αλλά κάτι που είναι οικείο και έχει εδραιωθεί στο παρελθόν στο μυαλό κάποιου, κα αποξενώθηκε μέσω της διαδικασίας της απώθησης”. Ίσως το ανάπηρο κορμί να μας προκαλεί τον νευρωτικό φόβο της δικής μας διάβρωσης λόγω γήρατος, ατυχήματος ή αρρώστιας.
Αν οι ανάπηροι αντιμετωπίζονται ως unheimlich οι άλλοι που δεν μας είναι οικείοι και δεν ζούμε μαζί τους στο σπίτι μας, γιατί μας φαίνονται έτσι; Μήπως η δομή της κουλτούρας μας των ικανοτήτων θεωρεί τους ανθρώπους με διαφορετικές ικανότητες, αναπήρους;
Δεν έχουμε όλοι μας διαφορετικές ικανότητες και ανικανότητες νοητικά, συναισθηματικά, σωματικά; Είμαι ιδιαίτερα αργός στα μαθηματικά, αλλά είναι χαρακτηρισμένος με μαθησιακές δυσκολίες; Έκανα υστερεκτομή και μου λείπει έτσι ένα κομμάτι από το σώμα μου, θεωρούμαι κάτι σαν άτομο με σωματική δυσκολία; Άλλοι είναι κωφοί και τυφλοί και χαρακτηρίζονται ανάπηροι. Φαίνεται πως υπάρχουν δεδομένα για την λειτουργική ικανότητα κάποιου, σύμφωνα με την οποία μπορεί να είναι χαρακτηρισμένος και να μην ορίζεται ως ανάπηρος. Ο Davis υποστηρίζει πως υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στο να είσαι χαρακτηρισμένος και να είσαι ανάπηρος, μια ποσοστικοποίηση του ανθρώπινου σώματος που θέτει τα δεδομένα για το ποιος είναι και ποιος δεν είναι ανάπηρος. Λέει πως καθώς σκεπτόμαστε την αναπηρία, πρέπει να αναλογιστούμε και “την αναπηρία της σκέψης”.
Οι περισσότερες δομές σχετικά με την αναπηρία, λαμβάνουν ως δεδομένο ότι το άτομο με αναπηρίες υπό κάποια έννοια είναι περισσότερο κατεστραμμένο καθώς ο παρατηρητής δεν είναι κατεστραμμένος. Επιπλέον, υποτίθεται πως η κοινωνία γενικότερα είναι κανονική, πως λειτουργεί με κανόνες και δεν έχει καταστραφεί. Η στάση όμως ενός μη κατεστραμμένου παρατηρητή, ο οποίος είναι μέρος μιας μη κατεστραμμένης κοινωνίας, πρέπει να αμφισβητηθεί.
Σε μια συνέντευξη που παρουσιάστηκε στο περιοδικό “Σωματικές αναπηρίες” ο Νόρμαν αντιδρά στις αβάσιμες υποθέσεις που έχουν κάνει άνθρωποι εξαιτίας της αναπηρίας του. Στα αεροδρόμια, συχνά άνθρωποι νομίζουν πως έχει νοητική αναπηρία, και έτσι του φέρονται σαν σε παιδί. Λέει πως οι άνθρωποι κάποιες φορές υποθέτουν πως οι άνθρωποι με αναπηρίες δεν είναι σεξουαλικοί, ότι πρέπει να ζουν στην δυστυχία και στην έλλειψη πληρότητας, ότι πρέπει να είναι μοναχικοί ή δυστυχισμένοι. Λέει πως η πραγματικότητα συνίσταται σε ένα μικρό μέρος της ζωής του που διογκώνεται και γίνεται ένα μεγάλο μέρος κι έτσι πολλοί άνθρωποι τον αντιμετωπίζουν ως 9/10 αναπηρία και 1/10 άτομο. Στο βίντεο, ο Νόρμαν περιγράφει ένα περιστατικό σε ένα αεροδρόμιο.
Αυτό που χρειάζομαι σε ένα αεροδρόμιο είναι 2 ή 3 λεπτά πριν την επιβίβαση, ώστε να ανέβω στο αεροπλάνο, να τακτοποιήσω τις αποσκευές μου και να βολευτώ. Αυτό είναι όλο. Για παράδειγμα, πριν από 2 χρόνια περίπου, μια υπάλληλος του αεροδρομίου ήρθε και μου είπε: “περιμένετε κάποια πτήση;” Και εγώ είπα: “δεν είναι εδώ στάση λεωφορείου;” Κι αυτή συνέχισε: “που πηγαίνετε;” Εγώ της είπα: “γιατί θέλετε να μάθετε;” Αυτή είπε: “μπορώ να δω το εισιτήριό σας;” “όχι βέβαια” απάντησα. Και αυτή εξακολούθησε: “που πηγαίνετε;” Της είπα ότι τα είχαμε πει αυτά, κι έτσι συνεχίστηκε ο διάλογος. Στο τέλος της είπα: “Εντάξει, αν πρέπει να ξέρεις, είμαι δικηγόρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πηγαίνω στην Ottawa για μια υπόθεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό που κάνεις, αλήθεια, μπορεί να θεωρηθεί παρενόχληση. Θα σου πρότεινα να με αφήσεις ήσυχο, αλλιώς θα μιλήσω με τον υπεύθυνό σου”.
Ο Νόρμαν λέει πως το πεδίο αποκατάστασης για τους ανθρώπους με αναπηρίες είναι ότι ακριβώς είναι η βιομηχανία διαίτης για τις γυναίκες: “Ζούμε σε μια κοινωνία που εξιδανικεύει μια πολύ καλλιτεχνική έννοια της τελειότητας του σώματος. Αυτή η αντίληψη του κανονικού σώματος τυραννά τις πιο πολλές, αν όχι όλες, τις γυναίκες στην κουλτούρα μας, έτσι ώστε πάρα πολλές γυναίκες μεγαλώνουν πιστεύοντας πως τα σώματά τους είναι ελλιπή κατά κάποιον τρόπο. Το θέμα εδώ, είναι ότι θέλω να αναλογιστούν οι επαγγελματίες τον συνολικό παραλληλισμό της δίαιτας με την αποκατάσταση”.
Σε έναν πολιτισμό που το κανονικό σώμα εξιδανικεύεται, όλα τα μέλη του πληθυσμού θα υστερούν λίγο ή πολύ. Ο Davis πως η αντίληψη των κανόνων εισήχθη στις ευρωπαϊκές γλώσσες στην περίοδο 1840-1860. Προέκυψε από την λέξη “ιδανικός”, καθώς το ιδανικό κορμί ήταν εκείνο των θεών που ήταν δυνατόν να αποκτηθεί από τους θνητούς.
Το αλλόκοτο, λέει, ήταν αντιστρόφως σχετικό με την έννοια του ιδανικού ως χαρακτηριστικό των κοινών ανθρώπων “το αλλόκοτο διαπότισε τον πολιτισμό και καθόρισε τους κανόνες, καθώς το ανάπηρο σώμα, μια ύστερη αντίληψη, σχηματίστηκε ως ορισμός που εξαιρούνται από τον πολιτισμό, την κοινωνία, τους κανόνες”. Ο κανόνας είναι το ανώτερο, και πρέπει να διαφοροποιηθεί από το ιδανικό. Η ιδέα της προόδου περιλαμβάνει την ιδέα τελειοποίησης του ανθρώπινου σώματος, έτσι ώστε μια νέα έννοια του ιδανικού, πραγματοποιείται διαρκώς, και μπορούν όλοι οι άνθρωποι να την επιτύχουν.
Σε αντίδραση με την ιδέα αυτή περί κανονικού σώματος είναι η αντίληψη του Bakhtin σχετικά με το αλλόκοτο που υποβιβάζει τις πολιτικές και κοινωνικές ιεραρχίες μέσω του εορτασμού της ποιότητας της ζωής από τον υπερβατικό λαό “οι αλλόκοτες μορφές διατηρούν την περίεργη φύση τους, η οποία είναι διαφορετική από το προσχεδιασμένο και το ολοκληρωμένο…Έρχονται σε αντίθεση με τις κλασσικές ολοκληρωμένες εικόνες του ανθρώπου που απαλλάχθηκε από τα σημάδια της γέννησης και της εξέλιξης.
Το αλλόκοτο σώμα του Bakhtin είναι μια θετική πλευρά της γονιμότητας και της ανάπτυξης και της εγκατάλειψης. Είναι δημοφιλές, ουτοπικό, χαρμόσυνο και υποτιμά αυτό που θεωρείται ιδανικό, πνευματικό και αφηρημένο. Το γέλιο ήταν ουσιαστικό στον μεσαίωνα γιατί υποτιμούσε τον φόβο. “Το γέλιο στον μεσαίωνα παρουσιάζει ένα στοιχείο νίκης απέναντι στο αφύσικο, στο ιερό, στον θάνατο”. Επίσης σήμαινε την ήττα της δύναμης, των ανωτέρων τάξεων, αυτών που καταπίεζαν και απαγόρευαν”.
Στο κομμάτι αυτό από την θεωρία του Bakhtin για το αλλόκοτο, θα πρόσθετα ότι και ο Νόρμαν, γιορτάζει τις ζωτικές ποιότητες του “περίεργου, σπαστικού με σάλια” εαυτού του, και αυτό αποτελεί αντίσταση στο ολοκληρωμένο, καθαρό, κανονικό “πρέπει” των ικανοτήτων και στην συμμετοχή στην κοινωνικοπολιτική ιεραρχία. Το χιούμορ που χαρακτηρίζει τα αφηγηματικά του διαλείμματα, προκαλεί και υποτιμά τα κοινωνικοπολιτικά και πολιτιστικά πιστεύω, καθώς και τις στάσεις που έχουν ενσωματωθεί στις παραδόσεις μας που καταπιέζουν και απαγορεύουν τα “ανάπηρα” άτομα. Η χρήση του χιούμορ, αποτελεί επίσης μια “ελευθερία” για το ακροατήριο, ίσως ένα μικρό διάλειμμα κάθαρσης. Ένα παράδειγμα είναι όταν ο Νόρμαν περιγράφει ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, όπου ο ίδιος βγαίνει από το αυτοκίνητό του παραπατώντας προς εκείνον που τον χτύπησε με το αυτοκίνητό του και του λέει: “Κοίτα τι έκανες τώρα. Με έκανες σακάτη για μια ζωή”. Ένα άλλο παράδειγμα είναι όταν περιγράφει ένα ραντεβού του σε ένα πολυτελές εστιατόριο. Του σερβίρουν μπιζέλια και περιγράφει πόσο δύσκολο του είναι να τα φάει καθώς και το δίλημμά του: Αν προσπαθήσω να τα πιάσω με πιρούνι, πέφτουν. Αν τα πιάσεις με κουτάλι φαίνεσαι βλάκας. Αν τα λιώσω, θα σκεφτεί αυτή: τι αηδία! Έτσι, φτάνω τα μπιζέλια στη μέση απόσταση από το στόμα μου και τινάζομαι απότομα, στέλνοντας μπιζέλια σε όλο το τραπέζι, και στα διπλανά τραπέζια. Ο Νόρμαν λέει πως άκουσε έναν από τους κυρίους που καθόταν στο διπλανό τραπέζι: “Dave, από πού ήρθαν όλα αυτά τα μπιζέλια;”
Το ακροατήριο ξεσπά σε γέλια. Ακόμη και τα μπιζέλια είναι εκτός ελέγχου και διαταραγμένα, ξεπερνώντας τα όρια του πιάτου και του τραπεζιού, πετώντας παντού. Αυτό θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως καρνιβαλικό λαϊκό χιούμορ, με την έννοια του Bakhtin.
Αν η αναπηρία είναι μέρος μιας ιστορικά δομημένης συζήτησης, μια ιδεολογία του να θεωρείς το σώμα υπό συγκεκριμένες ιστορικές περιστάσεις, νομίζω πως είναι σημαντικό να κοιτάξουμε πίσω στον 18ο και 19ο αιώνα και την ανατολή του καπιταλισμού. Υπό τον καπιταλισμό, η αναπηρία έγινε παθογόνα, επειδή οι ανάπηροι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του ατομικού ημερομισθίου. Δημιούργησε νέα προβλήματα για την κοινωνική τάξη και τον δημόσιο έλεγχο και υπήρξε ανάγκη να βρεθούν νέοι τρόποι να αντιμετωπισθούν αυτά τα προβλήματα.
Ανάμεσα σε αυτά τα προβλήματα, το “σώμα” -το σώμα των ατόμων και το σώμα των πληθυσμών- παρουσιάζεται ως φορέας νέων μεταβλητών, όχι μονάχα ανάμεσα στο άτομο και στην ομάδα, τον υπάκουο και τον δύστροπο, τον πλούσιο και τον φτωχό, τον υγιή και τον άρρωστο, τον δυνατό και τον αδύναμο, αλλά επίσης και ανάμεσα στον περισσότερο και τον λιγότερο ευχάριστο, τον περισσότερο ή λιγότερο αποδοτικό για επικερδείς επενδύσεις, εκείνους με μεγαλύτερες ΄μικρότερες πιθανότητες επιβίωσης, τον θάνατο και τη νόσο, και με περισσότερη ή λιγότερη ικανότητα να εκπαιδευτούν με ωφέλιμο τρόπο. (Foucault 1980-172).
Τα ικανά στο σώμα και στο μυαλό άτομα, οργανώθηκαν και δουλεύτηκαν με τις νέες μεθόδους πειθαρχίας που επέβαλε η δουλειά εργοστασίου. Οργανώθηκε επίσης και η αντίθεση -οι ανάπηροι που εξαιρέθηκαν. ”Η διαδικασία αυτή της εξαίρεσης επιτεύχθηκε με την επικέντρωση στο σώμα, των ατόμων και των πληθυσμών, και με την άνοδο του καπιταλισμού, η κυρίως ομάδα που επικεντρώθηκε στο σώμα, ήταν το ιατρικό επάγγελμα (Oliver 47). Οι οικονομικοί και κοινωνικοί τομείς μπορούν να ιδωθούν ως μέρος του σχεδίου να ελέγξουν και να κάνουν κανονικό το σώμα. Για τον (Foucault)), η οργανωμένη επαγγελματική δραστηριότητα της ψυχιατρικής, έγινε πραγματικότητα, όταν η τρέλα μετατράπηκε σε παθολογία ομοιοτήτων, και όσοι ανήκαν στην κατηγορία εξαιρούνταν. Θα ήθελα να το ερευνήσω αυτό σε σχέση με την αναπηρία, μαζί και με την θεωρία του Foucault, περί ”πειθαρχίας” όπου το σώμα από την εμπειρία του ”κακοποιείται, καθοδηγείται, εξασκείται, υπακούει, αποκρίνεται, αποκτά δεξιότητες και ενδυναμώνεται ” (Foucault :136) και το πραγματικό σώμα από την εμπειρία του Norman.
Στο βίντεο, ο Norman δεν περιγράφει μόνο μια άσκηση φυσιοθεραπείας αλλά με έναν εθελοντή την παρουσιάζει. Ο Norm παίζει το ρόλο του φυσιοθεραπευτή και βάζει τον εθελοντή να γονατίσει στο πάτωμα με την πλάτη του σ’ αυτόν. Ο Norm λέει πως ήταν μικρό παιδί, γυμνός, εκτός από το εσώρουχό το, όταν δεχόταν τέτοιου είδους θεραπεία. Ο Norm έπρεπε να προσπαθήσει να παραμείνει γονατιστός, ενώ ο φυσιοθεραπευτής τον έσπρωχνε από την μια και από την άλλη πλευρά από πίσω του.
Η σκληρότητα της θεραπείας, η ανάγκη να πειθαρχήσει στο σώμα του, να το εκπαιδεύσει να ”λειτουργεί κανονικά” είναι εμφανή στην οπτική αυτή αναπαράσταση. Η ”στιγμή” αυτή μπορεί να ερμηνευτεί μέσω της θεωρίας του Foucault ως ακολούθως: Ο Norm εξαιρείται, είναι απομονωμένος από τα ικανά παιδιά σε ένα ειδικό δημόσιο σχολείο για ανάπηρα παιδιά, και έχει μια παθολογία, μια σωματική αναπηρία που πρέπει να αποκατασταθεί, να εξασκηθεί και να πειθαρχηθεί για να αυξήσει την ανταπόκριση ή την ικανότητα του σώματός του, ώστε να μπορέσει να λειτουργεί καλύτερα και να γίνει άξιο μέλος της κοινωνίας. Ο Norm ερμηνεύει αυτή τη στιγμή ως μορφή κακοποίησης και λέει: Αν το σκεφτείς από την ηλικία των 3 μέχρι τα 12 μου, τρεις φορές την εβδομάδα, γυναίκες μεγαλύτερες από μένα, με περισσότερη δύναμη, με περισσότερη εξουσία, με παίρνανε στο δωμάτιό τους, στον χώρο τους, στο γήπεδό τους. Έβγαζαν κάποια από τα ρούχα μου. Παρενέβαιναν στον προσωπικό μου χώρο. Με άρπαζαν και με άγγιζαν, εκμεταλλεύομενες το σώμα μου με τρόπους επίπονους- πονούσα. Κάποιες από τις ασκήσεις στην φυσιοθεραπεία ήταν επίπονες, κάποιες άλλες τρομακτικές. Για παράδειγμα, υπήρχε μια όπου γονατίζεις στο πάτωμα, ο θεραπευτής γονατίζει πίσω σου και σε σπρώχνει σε διαφορετικές κατευθύνσεις, μπροστά και στα πλάγια. Ο στόχος αυτής της δραστηριότητας είναι να βελτιωθούν τα αντανακλαστικά της ισορροπίας, αλλά το κάνω αυτό με μη ανάπηρα άτομα, ως εξάσκηση, θεωρούν ότι είναι εξαιρετικά τρομακτικό όταν κάποιος από πίσω τους τους σπρώχνει, ιδίως όταν ποτέ δεν γνωρίζουν προς τα ποια κατεύθυνση θα σπρωχθούν. Όταν ήμουν στο σχολείο, δεν ήξερα πως έχω άλλα περιθώρια εκτός του να το συνεχίσω. Για μένα είναι μια μορφή σεξουαλικής επίθεσης, παρόλο που δεν είχε σεξουαλικό χαρακτήρα. Είναι η δύναμη και η εξουσία που κατέχουν μερίδιο της κακοποίησης. Είναι πολύ σημαντικό να κατανοούν και να αντιλαμβάνονται οι επαγγελματίες την διαφορετικότητα της δύναμης που υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς και τα παιδιά με αναπηρίες που υποτίθεται πως εξυπηρετούν. (Giangreco:6)
O Norm συνεχίζει λέγοντας πως προφανώς ο θεραπευτής δεν έχει τον ίδιο σκοπό με ένα βιαστή, αλλά υποστηρίζει πως μπορεί να υπάρχει ομοιότητα στις πράξεις και στις συνέπειες. Μιλάει και για ένα άλλο περιστατικό στο βίντεο όταν δούλευε το μεταπτυχιακό του στην οικογενειακή θεραπεία. Στο κεφάλαιο περί θεραπείας μέσω σεξ, έπρεπε να κάνει ασκήσεις που περιλαμβάνουν άγγιγμα, και ανακάλυψε πως μισούσε το να τον αγγίζουν. Αργότερα, καθώς μελετούσε τις συνέπειες της διαταραχής μετά το τραύμα, ανέλυσε τα συμπτώματά του με τον καθηγητή του- μη αποδοχή αγγίγματος, έλλειψη εμπιστοσύνης, κλπ. – και αναρωτιόταν γιατί ταίριαζε σε εκείνες τις κατηγορίες. Τότε πρωτοαντιλήφθηκε την σχέση μεταξύ σεξουαλικής επίθεσης και φυσιοθεραπείας. Το σώμα του κρατούσε την ανάμνηση και οι ασκήσεις τον ξυπνούσαν.
Για να γυρίσω στον Foucault, και να ερμηνεύσω την εμπειρία φυσιοθεραπείας του Νόρμαν ως προσπάθεια πειθαρχίας για να κάνει το σώμα του να λειτουργεί καλύτερα, θα ήθελα να θέσω τα όρια της θεραπευτικής προσέγγισης. Ένα καλό παράδειγμα είναι η περιγραφή του Νόρμαν για το πώς έμαθε να περπατάει. Λέει πως πέρασε χρόνια θεραπείας μαθαίνοντας να περπατάει, καθώς κρατιόταν από μια μπάρα στον τοίχο. Όταν δεν ήταν στο δωμάτιο θεραπείας, περπατούσε στηριζόμενος στον τοίχο με το χέρι του. Μια μέρα, όταν ήταν 9 χρονών, καθόταν στο ποδήλατο του (με βοηθητικές ρόδες για ισορροπία) στην αυλή, και είδε έναν άντρα να πετάει χαρταετό στην αυλή του σχολείου πίσω από το σπίτι του. Ο άντρας τον ρώτησε αν ήθελε να πετάξει τον χαρταετό. Ο Νόρμαν οδήγησε με το ποδήλατο ως την αυλή του σχολείου, και στην διαδικασία του να πετάξει τον χαρταετό, συνειδητοποίησε πως περπατούσε.
Για να επιστρέψω στο ερώτημα: αν η αναπηρία είναι μέρος μιας ιστορικά δομημένης συζήτησης μια ιδεολογία του να σκέφτεσαι το σώμα υπό συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, τότε πως μπορεί να αναθεωρηθεί; Ο Lennard Davis λέει πως τα τελευταία χρόνια πολλές συζητήσεις και έρευνες έγιναν για να αναθεωρηθεί το σώμα – το γυναικείο, το μαύρο, το παράξενο σώμα. Το ανάπηρο κορμί μόνο ξεκίνησε να είναι περιεχόμενο αναθεώρησης. Στις πολιτιστικές επιστήμες, τα υπερβολικά σώματα ρομαντικοποιούνται, να το ανάπηρο σώμα δεν επιτρέπεται να συμμετάσχει στον “ερωτισμό της δύναμης, στην δύναμη του ερωτισμού, στην οικονομία της υπέρβασης”. Δεν υπάρχει καμία ρητορεία, λέει, σχετική με “αναπηρικά καθίσματα, μπαστούνια ή βραχιόλια για το πόδι”. (Davis:158)
Αυτό οδηγεί στο ερώτημα πως οι ανάπηροι, οι πιο περιθωριοποιημένοι από τους περιθωριοποιημένους, μπορούν να συμμετάσχουν στην συζήτηση, και τι μπορεί να γίνει για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Ο Davis λέει πως μπορούν να ληφθούν πολλά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ισχύουν για άλλες ομάδες:
“εντυπωσιακές αφηγήσεις, στίχοι, παρουσιάσεις της αναπηρίας στην λογοτεχνία, διδασκαλία της πολιτικής της αναπηρίας σε μαθήματα που σχετίζονται με πολιτικά και κοινωνικά θέματα, φιλότιμες προσπάθειες να συμπεριληφθούν άνθρωποι με αναπηρίες στα ΜΜΕ κλπ. Σημαντική θα ήταν επίσης η διδασκαλία της αναπηρίας στα πλαίσια του Αναλυτικού προγράμματος, ώστε να μην περιορίζεται το ζήτημα αυτό μόνο στις ειδικές τάξεις, . Αυτή η αντίληψη της ενσωμάτωσης έχει να κάνει με την αναμόρφωση των συμβολικών πολιτιστικών παραγωγών και της ιδεολογίας”. (Davis: 159)
Ο Davis ανέφερε τις εντυπωσιακές αφηγήσεις, ακριβώς αυτό δηλαδή που προσπάθησα να κάνω με την κριτική μου θεώρηση της αφήγησης του Νόρμαν. Η συνάφεια της γνώσης και της δύναμης που έκανε τους “αναπήρους” ως “άλλους” γίνεται αντικείμενο πρόκλησης στις προσωπικές αφηγήσεις. Οι αφηγήσεις είναι περίπλοκες και πλούσιες και αποκαλύπτουν την διαφορετική ταυτότητα των παραδόσεων στην κοινωνία των “αναπήρων”. Η αυτοβιογραφία είναι ένα επίπεδο στο οποίο οι άνθρωποι βιώνουν και αντιτίθενται στην καταπίεση. Θεωρώ πως η συγκεκριμενοποίηση, η προσωπική εμπειρία, κάνει τον αναγνώστη να αναλογιστεί την πολύ συγκεκριμένη κατάσταση του “ανάπηρου” συγγραφέα με περισσότερη εμπάθεια, καθώς αντιλαμβάνεται πιο άμεσα τι σημαίνει να είσαι ο “ανάπηρος άλλος”. Ενώ κάποιος οφείλει να γνωρίζει την ασάφεια που υπάρχει στο να γνωρίζει “αληθινά” πως νοιώθει κάποιος άλλος, η εμπάθεια είναι μια αμοιβαία, ανταποδοτική διαδικασία, η οποία είναι και ερμηνευτική και αντικειμενική. Η Lorraine Code αναφέρεται στην Simon de Beauvoir: “Είναι μόνο σαν κάτι παράξενο, απαγορευμένο, σαν κάτι ελεύθερο, που ο άλλος αποκαλύπτεται ως κάποιος άλλος. Και το να τον αγαπάς γνήσια, είναι να τον αγαπάς για αυτό το άλλο, και μέσα στην ελευθερία από την οποία δραπετεύει”. Η Code λέει: “Η εμπάθεια, στην καλύτερη περίπτωση διατηρεί και συνάμα αναζητά το “περίεργο”, σέβεται τα όρια μεταξύ του εαυτού και του άλλου που διαφυλάσσει η “απαγόρευση” δεν προσπαθεί να υπονομεύσει την “ελευθερία”. Η ασάφειά του, βρίσκεται στο να φτάνεις σε συμφωνία με την αρέσκεια του άλλου για τον εαυτό, και την αμείωτη παραξενιά, την ύπαρξη του άλλου”. (Code: 141)
Θα ήθελα να επιστρέψω στην αρχή του κειμένου μου, ελπίζοντας πως αυτές οι δηλώσεις έγιναν πιο ξεκάθαρες μέσω της έρευνας μου για το “θεωρητικό” σώμα, σε σχέση με το “συγκεκριμένο” σώμα του Νόρμαν. Πολλές ακαδημαϊκές αρχές αναγνωρίζουν τώρα την σημασία της αφήγησης για την παραγωγή μιας πιο συγκεκριμένης κατανόησης του εαυτού μας και του κόσμου μας. Η προσωπική αφήγηση είναι μια γνωστική διαδικασία, από την οποία μπορούμε να μάθουμε να δίνουμε σε μέρη της ζωής μας τόση σοβαρότητα, όση δίνουμε στις “επίσημες” αφηγήσεις για τους εαυτούς μας και τον κόσμο. Η αφήγηση του Νόρμαν παρέχει μια παραγωγή γνώσης τόσο για τον ίδιο, όσο και για κοινωνικά τραύματα που έζησε πίσω από τη μάσκα της φιλανθρωπίας. Επειδή είναι οπτική και ακουστική αφήγηση, ο θεατής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Νόρμαν, το οποίο θεωρώ πως παρέχει μια πιο εμπαθητική κατανόηση, που δεν παρέχεται μόνο μέσω της ανάλυσης. Ο Lennard Davis λέει: “Μόνο όταν το πέπλο απομακρύνεται από το πρόσωπο του μέσου όρου, μόνο όταν οι κρυμμένες πολιτικές και κοινωνικές πληγές αποκαλύπτονται πίσω από τη μάσκα της φιλανθρωπίας, μόνο όταν το επικίνδυνο περιβάλλον που σχεδιάστηκε για να είναι η ζώνη ασφαλείας του κανονικού, αποκαλύπτεται με όλες τις παγίδες του ότι δημιουργεί την αναπηρία -μόνο τότε θα αρχίσουμε να κοιτάμε και να νοιώθουμε ο ένας τον άλλο με όλη αυτήν την πλούσια ποικιλία και την διαφορετικότητα των σωμάτων μας, των μυαλών μας, της εξωτερικής μας εμφάνισης”. (Davis: 170)
Τα σχόλια του Davis για την εμπάθεια μπορούν να συσχετιστούν με αυτά που λέει η Donna Haraway για τους υποστηρικτές του φεμινιστικού κινήματος: “χρειαζόμαστε ένα ευρύ φάσμα επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένως της δυνατότητας μετάφρασης γνώσεων μεταξύ πολύ διαφορετικών -και δυναμικά διαφοροποιημένων- κοινωνιών. Χρειαζόμαστε την δύναμη μοντέρνων κριτικών θεωριών σχετικά με το πώς δημιουργούνται οι έννοιες και τα σώματα, όχι για να τα απαρνηθούμε, αλλά για να ζήσουμε με έννοιες και σώματα που έχουν ελπίδες για το μέλλον”.
Στην διάρκεια της ιστορίας, άνθρωποι με σωματικές και νοητικές αναπηρίες εγκαταλείφθησαν στην γέννα, αποκλείστηκαν από την κοινωνία, χρησιμοποιήθηκαν ως γελωτοποιοί στα δικαστήρια, πνίγηκαν και κάηκαν κατά την Ιερά Εξέταση, βασανίστηκαν στο όνομα χειρισμού της συμπεριφοράς, βιάστηκαν, κακοποιήθηκαν, πέθαναν με ευθανασία, δολοφονήθηκαν.
Τώρα για πρώτη φορά, άνθρωποι με αναπηρίες παίρνουν αυτό που τους ανήκει, ως ενεργοί πολίτες.
Ο κίνδυνος είναι πως θα ανταποκριθούμε με απόπειρες θεραπείας και με φιλανθρωπίες, αντί της ισότητας και του σεβασμού.
Έτσι, σας προσφέρουμε: ΕΝΑ CREDO ΓΙΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Μην βλέπεις την αναπηρία μου ως το πρόβλημα: αναγνώρισε πως η αναπηρία μου είναι συνεισφορά.
Μην βλέπεις την αναπηρία μου ως έλλειψη. Εσύ με βλέπεις ως αποκλίνων και αβοήθητο.
Μην προσπαθείς να με διορθώσεις, γιατί δεν έχω χαλάσει. Υποστήριξέ με.
Μπορώ να συνεισφέρω στην κοινωνία με τον τρόπο μου.
Μην με αντιμετωπίζεις σαν πελάτη σου. Είμαι ο συμπολίτης σου. Δες με σαν τον γείτονα σου.
Θυμήσου, κανείς μας δεν μπορεί να είναι επαρκής.
Μην προσπαθείς να αλλάξεις την συμπεριφορά μου. Κάθισε και άκου. Αυτό που ορίζεις ως ανάρμοστο, ίσως είναι η προσπάθεια μου να επικοινωνήσω μαζί σου με τον μοναδικό τρόπο που μπορώ.
Μην προσπαθείς να με αλλάξεις, δεν έχεις το δικαίωμα. Βοήθησέ με να μάθω αυτό που θέλω να ξέρω.
Μην κρύβεις την αβεβαιότητα σου πίσω από την “επαγγελματική” απόσταση.
Γίνε άνθρωπος που ακούει, και δεν προσπαθεί να μου πάρει την μάχη, προσπαθώντας να τα κάνει όλα καλύτερα.
Μην χρησιμοποιείς θεωρίες και στρατηγικές πάνω μου. Μείνε μαζί μου.
Και όταν διαφωνούμε μεταξύ μας, άσε να φανεί η προσωπική λάμψη.
Μην προσπαθεί να με ελέγχεις. Έχω το δικαίωμα στην δύναμή μου ως άτομο.
Αυτό που αποκαλείς μη- υποχωρητικότητα ή επιδέξιο χειρισμό, ίσως να είναι ο μόνος τρόπος για να μπορώ να έχω κάποιον έλεγχο της ζωής μου.
Μην μου μαθαίνεις να είμαι υπάκουος, ταπεινός και ευγενικός.
Χρειάζομαι να νοιώθω πως έχω το δικαίωμα να πω όχι, αν είναι για να προστατέψω τον εαυτό μου.
Μην είσαι φιλάνθρωπος απέναντί μου. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται ο κόσμος είναι ένας ακόμη Jerry Lewis.
Γίνε η ασπίδα μου ενάντια σε αυτούς που με εκμεταλλεύονται για να εξυπηρετήσουν δικά τους συμφέροντα.
Μην προσπαθείς να είσαι φίλος μου. Μου αξίζει κάτι παραπάνω. Γνώρισέ με. Ίσως γίνουμε φίλοι.
Μην με βοηθάς, ακόμη και αν σε κάνει να νοιώθεις καλά. Ρώτα με αν χρειάζομαι την βοήθειά σου.
Άσε με να σου δείξω πως μπορείς να με βοηθήσεις με τον καλύτερο τρόπο.
Μην με θαυμάζεις. Ο πόθος να ζήσεις μια πλήρη ζωή δεν δικαιολογεί την λατρεία.
Σεβάσου με, γιατί ο σεβασμός οδηγεί στην ισότητα.
Μην λές, μην διορθώνεις, μην καθοδηγείς. Άκου, υποστήριξε και ακολούθα.
Μην δουλεύεις πάνω μου. Δούλεψε μαζί μου.
Lee Creal. Απόδοση στα Ελληνικά: Μαρία Παπακώστα, Φοιτήτριας του τμήματος Νηπιαγωγών του ΑΠΘ. Τίτλος Πρωτότυπου: THE ” DISABILITY OF THINKING” THE DISABLED BODY.
Αφιερωμένο στην μνήμη της Tracey Latimer 1995 – Norman Kunc & Emma Van der Klift.
Norman Kunc & Emma Van der Klift
Axis Consultation & Training Ltd.
340 Machleary Street
Nanaimo, British Columbia, Canada V9R 2G9
Telephone: (250) 754-9939 Fax: (250) 754-9930
Email: normemma@normemma.com
December 30, 1998.
Copyright © Axis Consultation & Training Ltd. All Rights Reserved