Στην αποτίμηση του Ιουλίου Βερν, με αφορμή τα εκατό χρόνια από το θάνατό του, συνέβαλε ένας από τους «φανατικούς του», ο συγγραφέας Μισέλ Τουρνιέ. Με άρθρο του που δημοσιεύτηκε στις 17 του περασμένου Μαρτίου, στο περιοδικό «Le Point», μας καλεί σε μια επανανάγνωση του μεγάλου κλασικού.
Φέτος, γιορτάζουμε την εκατοστή επέτειο από το θάνατό του Ιουλίου Βερν. Γεννήθηκε στη Νάντη, στις 8 Φεβρουαρίου 1828. Η ζωή του σημαδεύτηκε από απίθανα γεγονότα και παράξενες περιπέτειες. Είναι 11 ετών, όταν μπαρκάρει σαν μούτσος στο τρικάταρτο «Κοραλί», με προορισμό τις Ινδίες. Ο πατέρας του τον καταδιώκει, τον προλαβαίνει στο Παμπέφ, πληρώνει έναν νεαρό για να τον αντικαταστήσει και τον ξαναφέρνει στη Νάντη, ύστερα από ένα γερό χέρι ξύλο.
Αρνείται να διαδεχθεί τον πατέρα του στο δικηγορικό του γραφείο στη Νάντη και εγκαθίσταται στο Παρίσι την επαύριο της επανάστασης του 1848. Επιβιώνει δύσκολα, γράφοντας ελαφρές κωμωδίες και λιμπρέτα για όπερες, από τη θέση του ως «γραμματέα λυρικού θεάτρου». Το 1856 αρραβωνιάζεται την Ονορίν, μια νεαρή χήρα από την Αμιένη, την οποία παντρεύεται την επόμενη χρονιά. Μπαίνει στο Χρηματιστήριο του Παρισιού και εργάζεται εκεί επί μία δεκαετία.
Το 1854 δημοσιεύει το «Maitre Zacharius», το 1870 το «Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα», το 1873 το «Γύρο του κόσμου σε ογδόντα ημέρες» κ.λπ. Ερχονται η επιτυχία και το χρήμα. Διασχίζει τις θάλασσες με πολυτελείς θαλαμηγούς. Ομως η τύχη του αλλάζει το 1886, χρονιά κατά την οποία αρχίζει ό,τι ο ίδιος θα ονομάσει «η μαύρη σειρά της ζωής μου». Υποχρεώνεται να πουλήσει τη θαλαμηγό του, αλλά κυρίως, στις 9 Μαρτίου, για αδιευκρίνιστους λόγους, ο ανιψιός του Γκαστόν τον τραυματίζει σοβαρά, πυροβολώντας τον με το πιστόλι του. Ο Ιούλιος Βερν θα μείνει ανάπηρος ώς το τέλος της ζωής του. Ας σημειώσουμε ότι στη Νάντη θα γνωριστεί με έναν μαθητή λυκείου, τριάντα τέσσερα χρόνια μικρότερό του, που θα γίνει ο καλύτερος φίλος της ζωής του. Ονομάζεται Αριστίντ Μπριάν και οφείλει στον Βερν μια πολιτική επιρροή που θα τον στρέψει προς τα αριστερά, μολονότι ο ίδιος έχει μάλλον ακροδεξιές τάσεις.
Το λογοτεχνικό έργο του Ιουλίου Βερν είναι τεράστιο: 64 μυθιστορήματα, ποσοτικά ισοδύναμο προς το έργο του Μπαλζάκ -και η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο γίγαντες παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Η έμπνευσή του είναι αδιαμφισβήτητα γεωγραφική. Τροφοδοτείται από τη νεανική και ενθουσιώδη ανακάλυψη νέων και μακρινών χωρών. Αν θέλετε να μάθετε τα πάντα για την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, διαβάστε τα «Τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ». Ασφαλώς, οι ήρωές του είναι μονοδιάστατοι, εντελώς καλοί ή εντελώς κακοί, και τους κινούν τα πλέον συμβατικά ελατήρια. Ομως η γεωγραφία του είναι στοιχειωμένη. Οσο και να βρισκόμαστε στους αντίποδες της λογοτεχνίας των ενδόμυχων συναισθημάτων, η καρδιά δεν απουσιάζει από τον κόσμο του Βερν. Η καρδιά υπάρχει, ναι, αλλά βρίσκεται σε έναν πλανήτη, σε ένα βραχώδες νησί, στις αβύσσους της θάλασσας ή στα βάθη ενός ορυχείου. Στο έργο του κάθε τοπίο είναι στοιχειωμένο. Ο Νέμο στοιχειώνει τον ωκεανό, ο Σίλφαξ τα ορυχεία στις «Μέλαινες Ινδίες», ο Βάσλινγκ τους αρκτικούς πάγους κ.λπ. -και αυτοί οι φασματικοί χαρακτήρες κατέχουν έναν διπλό θησαυρό, που ονομάζεται ευτυχία και γνώση. Στην αναζήτηση αυτού του Γκράαλ είναι που μας προσκαλούν τα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν.
Για να ζήσουμε ευτυχείς, ας ζήσουμε κρυμμένοι
Είμαστε, κατ’ αρχάς, υποχρεωμένοι να ανακαλέσουμε το σταθερά επανερχόμενο θέμα του «κρυπτογράμματος». Κάποια μυθιστορήματα αρχίζουν με την ανακάλυψη ενός γραπτού ντοκουμέντου -ημιτελούς ή κωδικοποιημένου- του οποίου η αποκωδικοποίηση πρόκειται να παίξει αποφασιστικό ρόλο στη μυθοπλασία. Αναφερόμαστε προφανώς στα ακατανόητα γράμματα της “La Jangada” ή στο βιβλίο με τη ρουνική γραφή, που ανακαλύπτει στο Αμβούργο ο καθηγητής Οτο Λίντενμπροκ, και το οποίο πρόκειται να αποτελέσει την αφορμή για όλο το «Ταξίδι στο κέντρο της γης». Φαίνεται ότι αυτό το βιβλίο δίνει το κλειδί της εξερεύνησης του κέντρου της Γης: μόνο γλιστρώντας μέσα στον κρατήρα ενός ηφαιστείου που βρίσκεται στην Ισλανδία, μπορεί να βρεθεί κανείς στο Κέντρο της Γης. Θυμόμαστε επίσης ότι εκείνος ο Οτο Λίντενμπροκ κάτω από την εμφάνιση ενός χαρτοπόντικα κρύβει έναν παράτολμο άντρα που λατρεύει την περιπέτεια και είναι ικανός να υπερπηδήσει κάθε φυσικό εμπόδιο και να αντιμετωπίσει κάθε αναποδιά.
Το κύριο πρόβλημα που απασχολεί τα βιβλία του Βερν διαμορφώνεται με τους όρους μιας φιλοσοφικής απλότητας: με ποιον τρόπο ο ήρωας και κάτοχος της γνώσης θα κατορθώσει να γίνει κύριος της φύσης; Ας πάρουμε για παράδειγμα την αφορμή που θέτει σε κίνηση την περιπέτεια στα «Τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ». Είναι ένα μήνυμα γραμμένο σε τρεις γλώσσες, χωμένο σ’ ένα μπουκάλι που βρίσκουν οι ήρωες στο στομάχι μιας φάλαινας. Ομως η υγρασία έχει καταστρέψει ένα μέρος του κειμένου και στις τρεις εκδοχές του, πράγμα που προκαλεί αντικρουόμενες εικασίες για το πού βρίσκεται ο ναυαγός-αποστολέας του μηνύματος. Πρόκειται, με δυο λόγια, για την προσπάθεια αντιστοίχησης ενός αινιγματικού κειμένου με τη γεωγραφική πραγματικότητα.
Ας σημειώσουμε ότι αυτό το μυθιστορηματικό σχήμα βρίσκει το αξεπέραστο πρότυπό του στον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες. Στην πραγματικότητα, ποια είναι η κινητήριος δύναμη αυτού του μεγάλου κλασικού μυθιστορήματος; Ο Δον Κιχώτης έχει ένα κεφάλι παραγεμισμένο με ιπποτικές αφηγήσεις. Σιγά σιγά, του μπαίνει η ιδέα να επαληθεύσει στην πραγματική ζωή την αξία εκείνων των παλιών ιστοριών. Ετσι φοράει μια πανοπλία, εξοπλίζεται με ένα δόρυ και ξεκινάει καβάλα στο γέρικο άλογό του. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Ενα δονκιχωτικό εγχείρημα είναι και αυτό των περισσότερων ηρώων του Βερν, αρχίζοντας από τον Φιλέα Φογκ. Αυτός ο μανιακός της ακρίβειας έχει στην κατοχή του τα δρομολόγια όλων των τρένων και των πλοίων του κόσμου. Μπορεί επίσης να σχεδιάσει, χωρίς να βγει από τη βιβλιοθήκη του, έναν γύρο του κόσμου που θα διαρκούσε 80 ημέρες, 1.920 ώρες, 15.200 λεπτά. Μια a priori γνώση. «Θεωρητικά έχετε δίκιο», του λέει ένα μέλος της Λέσχης του, «αλλά πρακτικά;» Ο Φογκ θα θελήσει τότε να αντιπαραθέσει τη θεωρία του με την πράξη και την ίδια στιγμή να συγκρουστεί με όλες τις ανακρίβειες που ο εμπειρικός κόσμος επιβάλλει στην καθαρή σκέψη.
Ο ανταγωνισμός μεταφράζεται με δύο έννοιες που παραδόξως ορίζονται με δύο λέξεις στις αγγλοσαξονικές γλώσσες, αλλά με μία μόνο στις λατινικές γλώσσες. Η λέξη temps μεταφράζει στα γαλλικά την ώρα του ρολογιού, αλλά και το χρώμα του ουρανού. Στα αγγλικά λέμε time και weather. Στα γερμανικά zeit και wetter. Αυτός ο γύρος του κόσμου είναι ο αγώνας του time ενάντια στον weather (σ.μ. του χρόνου ενάντια στον καιρό), γιατί οι καθυστερήσεις των πλοίων και των τρένων οφείλονται κυρίως στην κακοκαιρία. Ας σημειώσουμε παρεμπιπτόντως αυτή τη διασκεδαστική λεπτομέρεια: Ο Ιούλιος Βερν επέλεξε να ονομάσει τον ήρωά του Fogg (ομίχλη, στα γαλλικά brouillard), ενώ ο υπηρέτης του Πασπαρτού, χάρη στον οποίο κερδίζει το στοίχημα, έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό του την debrouillardise, την καπατσοσύνη.
Αυτός ο αγώνας ενάντια στην κακοκαιρία παίρνει σε άλλα μυθιστορήματα του Βερν τις διαστάσεις εμμονής, που οδηγεί σε παράξενες εκκεντρικότητες. Για να ζήσουμε ευτυχείς, ας ζήσουμε κρυμμένοι, αυτή είναι η φιλοσοφία που διαπερνά τη βερνική περιπέτεια, κυρίως εκείνη του πλοιάρχου Νέμο στον διάσημο «Ναυτίλο» του. Ο «Ναυτίλος» είναι ένας αληθινός παράδεισος, ένα καταφύγιο από τα στοιχεία της φύσης, τους ανέμους, τις θύελλες, τις αντιξοότητες. «Αν όλα αποτελούν κίνδυνο στα, παραδομένα στις ιδιοτροπίες του ωκεανού, πλοία», εξηγεί ο Νέμο, «αν σ’ αυτή τη θάλασσα η πρώτη εντύπωση είναι το αίσθημα της αβύσσου… κάτω, όμως, και μέσα στον “Ναυτίλο” η ανθρώπινη καρδιά δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Δεν έχει να φοβηθεί παραμόρφωση, γιατί το διπλό σκάφος αυτού του πλοίου έχει στερεότητα σιδήρου. Δεν έχει κατάρτια για να τα κουράζει το κούνημα. Δεν έχει πανιά για να τ’ αρπάζει ο άνεμος, δεν έχει καζάνια για να τα σκάζει ο ατμός, δεν έχει να φοβηθεί πυρκαγιά, γιατί το μηχάνημα αυτό είναι κατασκευασμένο από ατσάλι και όχι από ξύλο, δεν έχει κάρβουνα, που εξαντλούνται, επειδή η κινητήρια δύναμή του είναι ο ηλεκτρισμός. Δεν έχει να φοβηθεί σύγκρουση, γιατί αυτό μονάχα πλέει στα βαθιά νερά, δεν έχει να λογαριαστεί με τρικυμίες, γιατί λίγα μέτρα κάτω από την επιφάνεια, βρίσκει απόλυτη γαλήνη». Τα βάθη του ωκεανού προσφέρουν σ’ εκείνον που θα συναινέσει να τα κατοικήσει όλες τις απολαύσεις που βρίσκουμε με πολύ μεγαλύτερη δυσκολία στην επιφάνεια της γης: περιπάτους, ψάρεμα, κυνήγι, υψηλή γαστρονομία, μεγαλειώδη θεάματα και κυρίως αναντικατάστατες επιστημονικές εμπειρίες. Ενα τεράστιο πιάνο επιτρέπει την επαφή με τα έργα του Ροσίνι, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, του Χάιντν, του Μέγερμπεερ, του Βάγκνερ, του Ομπέρ, του Γκουνό. «Οι μουσικοί αυτοί», προσθέτει ο Νέμο, «είναι σύγχρονοι με τον Ορφέα, γιατί οι χρονολογικές διαφορές σβήνουν στη μνήμη των πεθαμένων -κι εγώ πέθανα, όπως και όσοι από τους φίλους σας αναπαύονται έξι πόδια κάτω από τη γη».
Αν το να αναπαύεσαι έξι πόδια κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ισοδυναμεί με θάνατο, τι να πουν οι άνδρες και οι γυναίκες που μένουν μόνιμα σε βάθος 1.500 ποδών; Γιατί σε τέτοιο επίπεδο κατοικεί, μαζί με όλη του την οικογένεια, ο παλιός ανθρακωρύχος Σιμόν Φορ. Σ’ ένα εγκαταλειμμένο ορυχείο! Ο Ιούλιος Βερν αφήνει να περάσουν στις πρώτες σελίδες των «Μελαινών Ινδιών» όλη η τραγική ποίηση αυτών των καταραμένων τόπων. Οκτώ χρόνια πριν από το περίφημο «Ζερμινάλ» του Εμίλ Ζολά, γνωρίζει όλη τη συμβολική δύναμη των ορυχείων και την τρομερή επίδραση που ασκούν στη μοίρα των ανθρώπων που δουλεύουν εκεί. Ξαναβρίσκουμε κάτι από την ίδια ατμόσφαιρα στην αληθινή θλίψη που δείχνουν οι τελευταίοι ανθρακωρύχοι μας όταν κλείνουν οι στοές τους.
Υπάρχει ένα είδος μεγαλοφυούς τρέλας στον ειδυλλιακό πίνακα που κατασκευάζει ο Βερν: μια γαλήνια ζωή, σε θερμοκρασίες γλυκές και πάντοτε ίδιες, στη μέση ενός μεγαλειώδους τοπίου 300 μέτρα υπό τη γη. Αυτό το τοπίο έχει το φάντασμά του, τον κυνηγό μεθανίου, τον τρομερό Σίλφαξ, που πάντοτε συνοδεύεται από το πουλί της δυστυχίας, μια λευκή κουκουβάγια. Το λέω όπως το σκέφτομαι: λίγα είναι τα μυθιστορήματα στην ιστορία της λογοτεχνίας που αποπνέουν μια οραματική δύναμη παρόμοια με εκείνη των «Μελαινών Ινδιών».
ΤΟΥ ΜΙΣΕΛ ΤΟΥΡΝΙΕ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 03/06/2005