Η εγκληματικότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες μειώνεται σταδιακά και, τώρα, βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1973. Αντίθετα με την τάση αυτή, οι Αμερικάνοι με αναπτυξιακές δυσκολίες δεν βιώνουν μεγαλύτερη ασφάλεια. Στην πραγματικότητα, πρόσφατη έρευνα και ανέκδοτες εμπειρίες εκείνων που εργάζονται με ανθρώπους με αναπτυξιακές δυσκολίες υποδηλώνουν ότι ο πληθυσμός αυτός κινδυνεύει περισσότερο να γίνει θύμα βίας και κακομεταχείρισης.
Μια πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε ότι περισσότερες από το 70% των γυναικών με αναπτυξιακές δυσκολίες κακοποιούνται σεξουαλικά στη ζωή τους, γεγονός που σημαίνει ένα ποσοστό κατά 50% υψηλότερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό (Sobsey and Doe 1991).
Σε γενικές γραμμές, ένας άνθρωπος με αναπτυξιακές δυσκολίες είναι ο οποιοσδήποτε έχει νοητικό πρόβλημα που του παρουσιάστηκε από μόνο του προτού εκείνος συμπληρώσει τα 22 του χρόνια, συνήθως συνεχίζεται επ’ αόριστον κι έχει ως αποτέλεσμα το σημαντικό περιορισμό λειτουργίας τριών ή περισσοτέρων βασικών δραστηριοτήτων της ζωής (π.χ. αυτοεξυπηρέτηση, ομιλία, μάθηση, κίνηση, ικανότητα για ανεξάρτητη διαβίωση). Οι κύριες κατηγορίες αναπτυξιακών δυσκολιών είναι ο αυτισμός, η εγκεφαλική παράλυση, η επιληψία κι η νοητική υστέρηση. Οι άνθρωποι αυτοί αποκαλούνται και «νοητικά καθυστερημένοι», «διανοητικά ανάπηροι», «αναπτυξιακά καθυστερημένοι» ή «άτομα με βαριά μαθησιακή ανικανότητα». Υπολογίζεται ότι αποτελούν το 3-5% του αμερικάνικου πληθυσμού (La Plante and Carison 1996).
Ψηλά επίπεδα εγκληματικότητας σε βάρος ανθρώπων με αναπηρίες
Ενώ τα επιστημονικά στοιχεία είναι ανεπαρκή, παραμένουν σημαντικά και σταθερά. Έρευνες από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία και τη Μ. Βρετανία συνεχώς επιβεβαιώνουν ψηλά επίπεδα βίας και κακομεταχείρισης στη ζωή των ανθρώπων με αναπηρίες. Ο Sobsey κι οι συνεργάτες του μελέτησαν τη διαθέσιμη βιβλιογραφία και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο καλύτερος συντηρητικός υπολογισμός υποδεικνύει ότι οι άνθρωποι με αναπτυξιακές δυσκολίες έχουν 4-10 φορές περισσότερες πιθανότητες να πέσουν θύματα εγκληματικότητας από ότι οι άνθρωποι χωρίς αναπηρίες (Wilson and Brewer 1992).
Η Αυστραλιανή Στατιστική Υπηρεσία μοίρασε ένα κατάλληλα διαμορφωμένο ερωτηματολόγιο του Θύματα Εγκληματικότητας σε ένα δείγμα ενηλίκων με νοητική υστέρηση και βρήκε ότι οι διαφορές στα επίπεδα εγκληματικότητας ήταν πιο έντονες ως προς την κακοποίηση (2,9 φορές μεγαλύτερη), τη σεξουαλική κακοποίηση (10,7 φορές μεγαλύτερη) και τη ληστεία (12,7 φορές μεγαλύτερη). Μόνον η κλοπή αυτοκινήτου ήταν σε χαμηλότερα επίπεδα για τους ανθρώπους με αναπηρίες κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν ελάχιστοι εκείνοι που διέθεταν αυτοκίνητο. Η παραπάνω έρευνα έδειξε, επίσης, ότι οι καταγγελίες που έγιναν ήταν ελάχιστες: 40% των κακοποιήσεων ενάντια σε ανθρώπους με ελαφριά νοητική υστέρηση και 71% των κακοποιήσεων ενάντια σε ανθρώπους με βαριά νοητική υστέρηση δεν καταγγέλθηκαν στην αστυνομία (Wilson and Brewer 1992).
Είναι πιθανόν να συμβαίνουν συχνότερα και συγκεκριμένα οικονομικά αδικήματα. Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι με νοητική υστέρηση εξαρτώνται από τις κρατικές επιχορηγήσεις, για να συντηρηθούν. Συχνά, τα προνοιακά επιδόματα παραλαμβάνονται από τρίτους. Μια έρευνα της Διοίκησης Κοινωνικής Ασφάλισης έδειξε ότι υπήρχαν προβλήματα στο 20% των περιπτώσεων, στις οποίες πληρεξούσιοι κατηγορήθηκαν για φόνο, κλοπή και «δουλεμπόριο», όπου οι δικαιούχοι πουλήθηκαν από διαχειριστή σε διαχειριστή (Luckasson 1992).
Επιπλέον, έρευνες έδειξαν ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα επαναλαμβανόμενων εγκληματικών πράξεων. Οι Sobsey και Doe βρήκαν ότι το 83% του ερευνητικού δείγματος των γυναικών με νοητική υστέρηση είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά κι από αυτές το 50% περίπου επί 10 ή και περισσότερες φορές. Η επανάληψη είναι συχνή, επειδή ένα μεγάλο ποσοστό των δραστών είναι φροντιστές ή μέλη της οικογένειας κι επειδή ορισμένου τύπου αναπηρίες εμποδίζουν το θύμα να το καταγγείλει λεκτικά, να τρέξει μακριά ή να παλέψει με αυτόν που του επιτίθεται. (Sobsey και Doe 1991).
Έρευνα που έγινε για το Γραφείο Παιδικής Κακοποίησης και Αμέλειας, από τους Scott B. Crosse, Elyse Kaye και Alexander C. Ratnofsky (1993), αποκάλυψε ότι τα παιδιά με αναπηρίες έχουν 2,1 φορές περισσότερες πιθανότητες να υποστούν εγκληματική, σωματική κακομεταχείριση και 1,8 φορές περισσότερες πιθανότητες να δεχθούν σεξουαλική κακοποίηση από ότι τα παιδιά χωρίς αναπηρίες (Crosse, 1993). Μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι τα παιδιά με αναπηρίες παρουσιάζουν ορισμένα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς, όπως tantrums (εξήγ.: «νευρικό» ξέσπασμα) και ανυπακοή, που έχουν αρνητικό αντίκρισμα στους γονείς και τους φροντιστές, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να πέσουν θύματα κακοποίησης. Άλλοι υποστηρίζουν ότι πολλά παιδιά με αναπηρίες και οι οικογένειές τους παρουσιάζουν χαρακτηριστικά σχετικά με κακοποίηση σε πληθυσμούς χωρίς αναπηρίες, συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας, των μειωμένων ικανοτήτων και του γονεϊκού ιστορικού κακοποίησης (Sobsey 1994).
Η αποϊδρυματοποίηση μπορεί, επίσης, να έχει επιδράσει αρνητικά σε ορισμένους ανθρώπους με αναπηρίες, ρίχνοντας πολλούς στη φτώχεια και την ανασφάλεια του κοινωνικού περιβάλλοντος, όπου γίνονται εύκολοι στόχοι για τους εγκληματίες. (Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αναφέρουμε ότι τα επίπεδα βίας στα ιδρύματα είναι συχνά το ίδιο ψηλά ή και ψηλότερα από αυτά της ευρύτερης κοινωνίας).
Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία για το γεγονός πως η βία είναι για πολλούς αυτό που η Waxman αποκαλεί «η κρυμμένη αλήθεια για τη ζωή των ανθρώπων με αναπηρίες» (Barbara Waxman 1991:66).
Οι υποθέσεις, όπου τα θύματα έχουν νοητική αναπηρία, σπάνια ερευνώνται, γιατί οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται ότι δυσκολεύονται να γίνουν αξιόπιστοι μάρτυρες στο δικαστήριο. Αλλά τα γεγονότα δεν στηρίζουν αυτό το στερεότυπο. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι με αυτισμό και νοητική υστέρηση συχνά έχουν πολύ καλή μνήμη. Έρευνες απέδειξαν ότι οι άνθρωποι με αναπτυξιακές δυσκολίες, αφού είδαν βιντεοκασέτες ή σκηνοθετημένες εγκληματικές ιστορίες, ήταν το ίδιο ικανοί με τους ανθρώπους χωρίς αναπηρίες στο να θυμηθούν λεπτομέρειες των εγκλημάτων (Harry and Gudjonsson 1999). Η μαρτυρία τους είναι αρκετές φορές πιο βάσιμη, γιατί δεν είναι παραποιημένη. Παρόλα αυτά, τα θύματα με νοητική υστέρηση, συχνά, δεν επιτρέπεται να καταθέσουν στο δικαστήριο, γιατί η μαρτυρία τους αυτομάτως θεωρείται αβάσιμη.
Αυτό που μπερδεύει έναν άνθρωπο με αναπτυξιακές δυσκολίες είναι η επιθετική, πρόσωπο με πρόσωπο αντιπαράθεση. Οι επανειλημμένες ερωτήσεις τού προκαλούν άγχος και μετά από κάποια ώρα θα προσπαθήσει να καταπραΰνει τον εξεταστή του κι ίσως αλλάξει την ιστορία του, καταστρέφοντας έτσι την αξιοπιστία του. Επιπλέον, μια κι ο κατηγορούμενος είναι συχνά πολύ γνωστός του ενάγοντα, το να τον αντιμετωπίσει ανοιχτά στο δικαστήριο τού προκαλεί ανησυχία και φόβο.
Σε έναν άνθρωπο με νοητική υστέρηση, συχνά, δεν παρέχονται ειδικές διευκολύνσεις στο δικαστήριο, ώστε να βοηθηθεί στην κατάθεσή του. Συνήθως, δεν υπάρχουν συνήγοροι ή ειδικά εκπαιδευμένοι αστυνομικοί, δεν χρησιμοποιούνται βιντεοκασέτες ή κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, για να υποκαταστήσουν τη «ζωντανή» κατάθεση. Με λίγα λόγια, δεν λαμβάνονται ειδικά προστατευτικά μέτρα, για να εξυπηρετηθούν τα θύματα ή οι μάρτυρες με αναπτυξιακές δυσκολίες. Ειδικές διατάξεις έχουν προβλεφθεί σε μερικές χώρες, αλλά σε καμία από τις πενήντα δικές μας πολιτείες. Για παράδειγμα, στην Αγγλία επιβάλλεται η παρουσία ενός νόμιμου «συνηγόρου» κατά τη διάρκεια της ανάκρισης από την αστυνομία κάποιου ανθρώπου με νοητικά προβλήματα. Ο «συνήγορος» αυτός είναι συνήθως ένας κοντινός άνθρωπος του θύματος, που θα τον βοηθήσει να καταλάβει τι τον ρωτούν στη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας. Τα σκοτσέζικα δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν την εκκένωση της αίθουσας του δικαστηρίου από ακροατές, όταν ένας ενήλικος καταθέτει στοιχεία για βιασμό. Και κάνουν το ίδιο πολύ συχνά, όταν το θύμα έχει κάποια αναπηρία. Παρόμοιες διαδικασίες είναι τώρα συνηθισμένες στις ΗΠΑ, για να προστατευτούν οι καταθέσεις των ανηλίκων, μόνο που δεν εφαρμόζονται και σε ενήλικους με αναπηρίες. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ειδικές διαδικασίες που εφαρμόζονται για τις μηνύσεις και εκδικάσεις υποθέσεων παιδικής κακοποίησης πρέπει να εφαρμόζονται και γι’ αυτές τις υποθέσεις.
Όταν έχουμε καταδικαστικές αποφάσεις, οι ποινές για εγκληματικές ενέργειες σε βάρος ανθρώπων με αναπηρίες είναι πιο ελαφρές, ειδικά για τη σεξουαλική κακοποίηση (Laski 1992). Μερικές πιθανές εξηγήσεις για αυτό μπορεί να είναι οι παρακάτω: η δυσκολία να ερευνηθούν αυτές οι υποθέσεις, η έλλειψη ειδικής εκπαίδευσης στην αστυνομία για να τις χειριστεί και τα αρνητικά στερεότυπα που κυριαρχούν ενάντια σε αυτό τον πληθυσμό. Μερικοί πιστεύουν ότι, επειδή τα θύματα με αναπηρίες μπορεί να μην καταλαβαίνουν ακριβώς το τι τους συμβαίνει, ίσως να υποφέρουν λιγότερο. Οι άνθρωποι με νοητική υστέρηση και αναπτυξιακές δυσκολίες περιγράφονται συνήθως ως ανίκανοι να νιώσουν πόνο.
Οι κατηγορούμενοι που ασέλγησαν σε ανθρώπους με αναπηρίες εκλογικεύουν τη συμπεριφορά τους υποστηρίζοντας ότι τα θύματα δεν ένιωσαν πόνο και δεν υπέφεραν. Φυσικά, αυτό είναι παράλογο. Οι έρευνες δείχνουν ότι οι άνθρωποι με κάθε μορφής αναπηρία υποφέρουν εξίσου συναισθηματικά και ψυχολογικά και υφίστανται τις ίδιες κοινωνικές συνέπειες της κακοποίησης, όπως το οποιοδήποτε θύμα. Στην πραγματικότητα, κάποια στοιχεία υποδεικνύουν ότι το συναισθηματικό τραύμα των ανθρώπων με αναπηρίες είναι ακόμη πιο βαρύ και μεγαλύτερης διάρκειας (Baladerian 1991).
Πώς εξηγείται αυτή η υπερβολική τρωτότητα;
Η επιθυμία αποδοχής συχνά οδηγεί τους ανθρώπους με νοητικά προβλήματα να συναινούν σε συμπεριφορές που δεν τους αρέσουν ή δεν τις θέλουν, από φόβο ότι θα χάσουν την κοινωνική επαφή. Συχνά νιώθουν αδύναμοι να αποφύγουν επώδυνες και επιζήμιες εμπειρίες. Όταν ένας άνθρωπος είναι εξαρτημένος από κάποιον άλλο για φαγητό, ρούχα, στέγη και κοινωνική επαφή, η εξάρτηση αυτή τον αποτρέπει από το να αντισταθεί στην κακοποίηση. Πολλοί έχουν μικρή πρόσβαση σε διεξόδους (π.χ. μεταφορά στο αστυνομικό τμήμα) κι οι περισσότεροι δεν έχουν δεχθεί σεξουαλική εκπαίδευση (κατά περίεργο τρόπο οι μαθητές των «ειδικών σχολείων» δεν παρακολουθούν τα απαραίτητα μαθήματα σεξουαλικής εκπαίδευσης, όπως οι μαθητές χωρίς αναπηρίες).
Επιπλέον, τα θύματα με νοητικά προβλήματα έχουν συχνά έλλειψη λεξιλογίου, για να αναφέρουν τις κακοποιήσεις. Και αν ακόμα τις αναφέρουν, τα θύματα δεν γίνονται πιστευτά ή θεωρούνται φαντασιόπληκτα ή ότι παρερμήνευσαν αυτό που τους συνέβη. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι, εξαιτίας της δυσκολίας τους με την αφηρημένη σκέψη, οι περισσότεροι άνθρωποι με νοητικά προβλήματα απλά δεν μπορούν να φανταστούν ή να κατασκευάσουν ιστορίες.
Επίσης, οι εγκληματολόγοι γνωρίζουν ότι οι κίνδυνοι εγκληματικών ενεργειών σε βάρος διαφόρων ομάδων, π.χ. ανδρών, μη-λευκών ή αυτών με χαμηλό εισόδημα, αποδίδονται στις διαφορές του τρόπου ζωής ή των καθημερινών δραστηριοτήτων ρουτίνας που επαυξάνουν την έκθεσή τους σε επικίνδυνα μέρη και σε πιθανούς εγκληματίες. Με άλλα λόγια, οι δραστηριότητές μας, το πού ζούμε και το πώς κινούμαστε μέσα στην κοινωνία δημιουργούν την πιθανότητα για εγκληματικές ενέργειες σε βάρος μας. Με άλλα λόγια, οι εγκληματίες διαλέγουν στόχους που προσφέρουν τις μεγαλύτερες, καθαρές ανταμοιβές.
Όταν μια ομάδα επιλέγεται ως στόχος εγκλήματος συχνότερα από κάποια άλλη, συνήθως αυτό οφείλεται σε 3 λόγους: 1) τα μέλη της ομάδας είναι συχνότερα εκτεθειμένα σε πιθανούς εγκληματίες (εγγύτητα), 2) τα μέλη της ομάδας είναι πιο ελκυστικά ως στόχοι, γιατί αποφέρουν καλύτερη απόδοση στον εγκληματία (ανταμοιβή, π.χ. εύκολο σεξ) και 3) τα μέλη της ομάδας είναι πιο ευπρόσιτα ή λιγότερο προστατευμένα από πιθανά εγκλήματα (έλλειψη προφύλαξης ή πρόσβασης στη δικαιοσύνη). Οι άνθρωποι με αναπτυξιακές δυσκολίες, καθαρά, καλύπτουν και τους 3 παραπάνω λόγους. Επιπλέον, στην κοινωνία μας, υπάρχει μεγάλος συσχετισμός ανάμεσα στην αναπηρία και τη φτώχεια κι η φτώχεια συνδέεται με την εγκληματικότητα. Φτωχοί άνθρωποι με αναπηρίες που ζουν σε επικίνδυνες γειτονιές, βασισμένοι σε άλλους ή στα μέσα μαζικής μεταφοράς και εξαρτημένοι από ασυνείδητους «φίλους», διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο να πέσουν θύματα εγκληματικότητας.
Πολλοί τομείς του συστήματος της κατ’ οίκον εξυπηρέτησης βάζουν, επίσης, σε κίνδυνο τους ανθρώπους με αναπηρίες. Για παράδειγμα, μια έρευνα έδειξε ότι το 44% των επιτιθέμενων σε ανθρώπους με αναπηρίες έκαναν την αρχική επαφή με τα θύματά τους μέσα από το δίκτυο των ειδικών υπηρεσιών που απευθύνονται στους ανθρώπους με αναπηρίες (Sobsey and Doe 1991). Άλλα συστήματα εξυπηρέτησης ενοποιούν αυτούς που είναι ανήμποροι να προστατεύσουν τον εαυτό τους με εκείνους που είναι επικίνδυνοι για τους άλλους. Για παράδειγμα, η επαναταξινόμηση των ναρκομανών ως άτομα με ειδικές ανάγκες οδήγησε στο να επιδοτηθούν, ώστε να ζήσουν σε κέντρα για ανθρώπους με αναπηρίες. Παρόλο που δεν είναι όλοι οι ναρκομανείς εγκληματίες ούτε κι όλοι οι άνθρωποι με αναπηρίες τρωτοί, ο συνδυασμός των δύο ομάδων θεωρείται ότι δημιουργεί ένα περιβάλλον υψηλού κινδύνου (Green 1998).
Τί μπορεί να γίνει; Τί πρέπει να γίνει;
Το πλέον σημαντικό είναι να σπάσουμε τη σιωπή και να ενημερώσουμε γι’ αυτό το θέμα τα πιθανά θύματα, τις οικογένειές τους, τους φροντιστές ανθρώπων με αναπηρίες και τους εκπρόσωπους τού νόμου. Πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα, να γράψουμε γύρω από αυτό και να εκπαιδεύσουμε την κοινωνία. Τα θύματα με αναπηρίες είναι αληθινά αόρατα, συχνά ανήμπορα να διεκδικήσουν για τον εαυτό τους την παροχή υπηρεσιών και την ισονομία.
Είναι, επίσης, απαραίτητο να επισύρουμε την προσοχή γύρω από αυτό το πρόβλημα σε εθνικό επίπεδο. Πρόσφατα, το 1998, το Κογκρέσο ενέκρινε το Νόμο Συναίσθησης για τα Θύματα με Αναπηρίες (Crime Victims with Disabilities Act), τον πρώτο στην ιστορία της Αμερικής που ασχολείται με αυτό το θέμα. Ο νόμος αυτός υποχρέωσε την Εθνική Επιτροπή Έρευνας για Νόμους και Δικαιοσύνη να συστήσει επιτροπή έρευνας για τα θύματα με αναπτυξιακές δυσκολίες. Η επιτροπή, της οποίας προεδρεύω, θα συνοψίσει σε μια αναφορά προς το Κογκρέσο ό,τι είναι γνωστό γύρω από αυτό το θέμα και ό,τι είναι απαραίτητο να γίνει και θα το παραδώσει στις αρχές του 2000.
Παρόλα αυτά, δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε περισσότερα ερευνητικά αποτελέσματα. Τώρα, αξίζει να δώσουμε προτεραιότητα σε μια σειρά ενεργειών.
Είναι απαραίτητοι νέοι νόμοι που θα δίνουν δικαιώματα στα θύματα με αναπτυξιακές δυσκολίες για διακριτική νομική προστασία από κακοποίηση και για ειδικές διευκολύνσεις στο δικαστήριο, παρόμοιες με αυτές που ισχύουν για τα παιδιά. Επειδή το δικαστικό σύστημα δεν παρέχει πολλές (ή και καθόλου) ειδικές προστασίες ή δικαστικές διευκολύνσεις, οι νομικοί ξεκίνησαν να συζητούν μια νομική κίνηση υπέρ των θυμάτων με αναπηρίες, ισχυριζόμενοι ότι η ADA υποχρεώνει την αστυνομία να καλεί έναν «κατάλληλο ενήλικο», όταν ανακρίνει είτε ένα θύμα είτε έναν ύποπτο με αναπτυξιακές δυσκολίες. Αυτό είναι ανάλογο με τον κανονισμό της ADA, όπου ένας γνώστης της νοηματικής πρέπει να είναι πάντοτε παρών στη διάρκεια εξέτασης ανθρώπων με προβλήματα ακοής.
Στην Καλιφόρνια, ψηφίστηκαν πρόσφατα δύο νόμοι γύρω από αυτό το θέμα. Ο πρώτος, «σκληραίνει» τις ποινές όσων έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα σε βάρος ανθρώπων με αναπηρίες κι ο δεύτερος, επιτρέπει ειδικές εξυπηρετήσεις για κατάθεση στο δικαστήριο, π.χ. κατάθεση των θυμάτων από βιντεοκασέτα. Όμως, επειδή οι περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις δεν φτάνουν στα δικαστήρια κι επειδή τα περισσότερα από τα θύματα δεν γνωρίζουν αυτές τις διευκολύνσεις, είναι απαραίτητο να γίνουν πολλά ακόμα.
Είναι αναγκαίο να βάλουμε σε εφαρμογή την εκπαίδευση για ασφάλεια των ανθρώπων με αναπτυξιακές δυσκολίες. Πρέπει να οπλίσουμε αυτούς τους ανθρώπους με κάποιες από τις δεξιότητες που χρειάζονται για να αποφεύγουν, να αναγνωρίζουν και να αναφέρουν τις κακοποιήσεις, όταν τους συμβαίνουν. Υπάρχουν, τώρα, μερικά καλά προγράμματα προσωπικής ασφάλειας για την εκπαίδευση ανθρώπων με αναπηρίες. Απλά μαθήματα μπορεί να είναι πολύ σημαντικά, π.χ. το να πεις στα θύματα πως δεν πρέπει να πλυθούν μετά από ένα βιασμό. Πολλοί το κάνουν, γιατί νιώθουν βρώμικοι, αλλά έτσι ξεπλένουν τις φυσικές αποδείξεις που είναι ιδιαίτερα σημαντικές στις υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, ειδικά όταν αμφισβητείται η αξιοπιστία του θύματος.
Σοβαρή εκπαίδευση είναι απαραίτητη και για εκείνους που δουλεύουν με ανθρώπους με αναπηρίες. Επειδή τα θύματα σπάνια αναφέρουν τα αδικήματα σε βάρος τους, οι φροντιστές, τα μέλη της οικογένειάς τους και όσοι δουλεύουν με αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν τις ενδείξεις πιθανής σεξουαλικής επίθεσης ή κακοποίησης. Η πρώτη προειδοποίηση πιθανής κακοποίησης είναι η αλλαγή συμπεριφοράς του θύματος. Οποιαδήποτε δραματική αλλαγή στη συμπεριφορά του δεν πρέπει να εκλαμβάνεται, για παράδειγμα, ως παράλογη φοβία, αφηρημάδα ή αυξημένη επιθετικότητα, αλλά πρέπει να ερευνάται.
Επίσης, οι λειτουργοί του νόμου πρέπει να εκπαιδευτούν, μια κι οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν τις ιδιαίτερες ανάγκες των ανθρώπων με αναπηρίες. Διάφορες επαγγελματικές οργανώσεις έχουν συγκεντρώσει υλικό, για να βοηθήσουν στην εκπαίδευση. Για παράδειγμα, το Εθνικό Νομικό Κολέγιο εξέδωσε έναν εκπαιδευτικό οδηγό για δικαστές με τίτλο «Εναγόμενοι, Θύματα και Μάρτυρες με Νοητική Υστέρηση: Οδηγός για Δικαστές και Δικαστικούς Εκπαιδευτές». Παρόμοια, ο USA Arc (πρώην Ένωση για Πολίτες με Νοητική Υστέρηση), αναπροσάρμοσε το εκπαιδευτικό υλικό της Διεθνούς Εταιρίας Αρχηγών της Αστυνομίας για το πώς να επικοινωνούν με τους ανθρώπους με νοητική υστέρηση. Ένας εξαιρετικός ερευνητικός οδηγός κυκλοφόρησε, πρόσφατα, από τον Walter Coles, έναν έμπειρό ερευνητή σεξουαλικής κακοποίησης στον Καναδά. Ο οδηγός και το αντίστοιχο βίντεο «Επιτρεπτός στο Δικαστήριο: Εξετάζοντας Μάρτυρες που Ζουν με Αναπηρίες» δείχνουν ότι μπορεί να χρειάζεται περισσότερος χρόνος, αλλά είναι εφικτό το να ερευνώνται και να καταδικάζονται υποθέσεις όπου το θύμα έχει κάποια αναπηρία. Για περισσότερες πληροφορίες: http://www.abanet.org/irr/hr/winter00humanrights/www.lis.ab.ca/coles/.
Πρέπει να βελτιώσουμε την προσβασιμότητα των θυμάτων με αναπηρίες στις αρμόδιες υπηρεσίες, τη βοήθεια στο θύμα / μάρτυρα και την κατάλληλη συμβουλευτική για τα θύματα. Οι περισσότερες υπηρεσίες συμβουλευτικής για θύματα βιασμού ή κακοποίησης γυναικών δεν έχουν κατάλληλο πρόγραμμα και υπηρεσίες για ανθρώπους με αναπτυξιακές δυσκολίες. Για άλλη μια φορά, κάποια εξαιρετικά προγράμματα δέχτηκαν ανανέωση. Για παράδειγμα, ο Συνασπισμός του Wisconsin Ενάντια στη Σεξουαλική Κακοποίηση κυκλοφόρησε ένα εκπαιδευτικό εγχειρίδιο κι ένα βίντεο για τους φροντιστές και όσους δουλεύουν με θύματα με αναπηρίες. Για περισσότερες πληροφορίες: http://www.abanet.org/irr/hr/winter00humanrights/www.wcasa.org/.
Υπάρχει μεγάλη ανάγκη έρευνας γύρω από τη γενίκευση της εγκληματικότητας ενάντια στους ανθρώπους με αναπηρίες. Όπως σημειώνει η Ruth Luckasson, «δεν μπορούμε να προσδοκούμε πως το νομικό σύστημα θα ανταποκριθεί στην απαίτηση για βελτίωση της μεταχείρισης των θυμάτων με νοητική υστέρηση, εκτός κι αν αποδειχθεί η ανάγκη τού να το κάνει». (Luckasson 1992:212). Απλές αλλαγές των καθιερωμένων εντύπων εισαγωγής, των αστυνομικών αναφορών και άλλων συστημάτων περισυλλογής πληροφοριών θα βοηθούσαν τους ερευνητές και τους υπόλοιπους να τεκμηριώσουν το μέγεθος του προβλήματος. Χρειάζεται να κατανοήσουμε καλύτερα τους ποικίλους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με το «διωγμό» αυτών των ανθρώπων. Ειδικότερα, θέλουμε να καταλάβουμε περισσότερα για τα προσωπικά και αναπτυξιακά χαρακτηριστικά των θυμάτων και των δραστών, το γενικό πλαίσιο και το περιβάλλον όπου διαπράχθηκαν τα αδικήματα και τον αντίκτυπο (π.χ. σωματικό και ψυχολογικό) που είχαν στο θύμα. Είναι, επίσης, ανάγκη να μάθουμε μέχρι σε ποιο σημείο καταγγέλλονται αδικήματα διαφόρων μορφών, σε ποιον αναφέρονται, πώς χειρίζεται το δικαστικό σύστημα αυτές τις καταγγελίες, τι εμπόδια υπάρχουν ώστε να γίνει αποτελεσματική αναγνώριση, μήνυση και καταδίκη των δραστών και, τέλος, το πώς θα ξεπεραστούν τα παραπάνω εμπόδια.
Η κατανόηση σε βάθος της φύσης και των συσχετισμών του κινδύνου και των επικίνδυνων παραγόντων μπορεί να βοηθήσει τους αρμόδιους των υπηρεσιών, που σχεδιάζουν και εκτελούν προγράμματα, στο να εστιάσουν σε αυτά τα θέματα πιο αποτελεσματικά. Οι ειδικοί χρειάζεται να γνωρίζουν το πώς συμβαίνουν τα αδικήματα και το πώς επηρεάζουν τους ανθρώπους με αναπηρίες, ώστε να σχεδιάσουν εστιασμένες εκεί παρεμβάσεις και να διευθύνουν εκπαιδευτικά προγράμματα που να καλύπτουν όλο τον πληθυσμό.
Αυτές οι πληροφορίες θα είναι, επίσης, χρήσιμες στα θύματα και τις οικογένειές τους, που θα ενημερωθούν για τους παράγοντες υψηλού κινδύνου. Μια έρευνα του Louis Harris βρήκε ότι σχεδόν το 60% όλων των ανθρώπων με αναπηρίες δήλωσαν πως φοβούνταν ότι η αναπηρία τους τούς εξέθετε σε μεγάλο κίνδυνο και, σαν αποτέλεσμα, είχαν μειώσει τις εξωτερικές τους δραστηριότητες. (Harris 1986). Αυτό το είδος των πληροφοριών θα βοηθήσει τους ανθρώπους αυτούς στο να προστατέψουν τους εαυτούς τους οργανώνοντας έτσι τη ζωή τους, ώστε να αποφεύγουν άσκοπους κινδύνους.
Συμπέρασμα
Με πολλούς τρόπους, το «κίνημα» της διάπραξης αδικημάτων σε βάρος των ανθρώπων με αναπτυξιακές δυσκολίες είναι παρόμοιο με εκείνα που υπήρξαν τα τελευταία 20 χρόνια με άλλες ειδικές τάξεις τρωτών θυμάτων –αυτό της σεξουαλικής κακοποίησης, της κατ’ οίκον βίας ή της κακομεταχείρισης των ηλικιωμένων. Όσοι δουλεύουν σε αυτούς τους τομείς ζητούν ευρύτερη ενημέρωση, υπεράσπιση των θυμάτων και εκπαίδευση, κατάλληλες διευκολύνσεις στο δικαστήριο και συγκέντρωση πληροφοριών κι έρευνα. Σε καθέναν από αυτούς τους τομείς έχουμε κάνει τεράστια πρόοδο και, ενδεχομένως, θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη, με σεβασμό στα θύματα που ζουν σε συνθήκες αναπηρίας.
Επιπλέον, ακόμη περισσότερο από τις άλλες ομάδες θυμάτων, οι άνθρωποι με νοητική υστέρηση δεν έχουν ουσιαστικά καμία ικανότητα αυτοοργάνωσης και υπεράσπισης του εαυτού τους. Οπότε, η ευθύνη βαρύνει, ακόμη πιο πιεστικά, όσους από εμάς έχουμε τη δυνατότητα να τερματίσουμε τη σιωπή των θυμάτων με αναπτυξιακές δυσκολίες.
Η Joan Petersilia είναι καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Νομικής και Κοινωνικής Πολιτικής, στο τμήμα Κοινωνικής Οικολογίας, του Πανεπιστημίου California-Irvine. Έχει διατελέσει πρόεδρος της Αμερικάνικης Εταιρίας Εγκληματολογίας κι είναι αντιπρόεδρος της Επιτροπής Νόμων και Δικαιοσύνης του Εθνικού Ερευνητικού Συμβουλίου.
Joan Petersilia
Μετάφραση: Μαίρη Ζέη, email: zeizei007@gmail.com
References
Baladerian, N. 1991. ” Sexual Abuse of People with Developmental Disabilities,” Sexuality and Disability, Vol. 7, No. 3, pp. 323-35.
Crosse, S.B., E. Kaye, & A.C. Ratnofsky, 1993. A Report on the Maltreatment of Children with Disabilities. Washington, D.C.: Office on Child Abuse and Neglect.
Green, H. October 29, 1998. “Community Issues Call for Safety, ” Chicago Independent Bulletin, Vol. 27, p. 13. Harris, Louis and Associates. 1986. National Organization on Disability/Harris Survey of Americans with Disabilities,” Baltimore, Md.
Henry, L.A., and G.H. Gudjonsson. 1999. “Eyewitness Memory and Suggestibility in Children with Mental Retardation,” American Journal of Mental Retardation, Vol. 104, No. 6:491-508.
LaPlante, M.M., and D. Carlson. 1996. Disability in the United States: Prevalence and Causes, 1992. Based on the National Health Interview Survey, Disabilities Statistics Report (7). Washington, D.C.: National Institute on Disability and Rehabilitation Research.
Laski, F.J. 1992. “Sentencing the offender with mental retardation: Honoring the imperative for intermediate punishments and probation,” in The Criminal Justice System and Mental Retardation (R.W. Conley, R. Luckasson, and G.N. Bouthilet (eds.). Baltimore, Md.: Paul H. Brookes Publishing Co.
Luckasson, R. 1992. “People with Mental Retardation as Victims of Crime,” in The Criminal Justice System and Mental Retardation (R.W. Conley, R. Luckasson, and G.N. Bouthilet (eds.). Baltimore, Md.: Paul H. Brookes Publishing Co.
Sobsey, D. 1994. Violence and Abuse in the Lives of People with Disabilities. Baltimore, Md. Paul H. Brookes Publishing Co.
Sobsey, D., R. Lucardie, and S. Mansell. 1995. Violence & Disability: An Annotated Bibliography. Baltimore, Md.: Paul H. Brooes Publishing Co.
Sobsey, D. and T. Doe. 1991. “Patterns of Sexual Abuse and Assault,” Journal of Sexuality and Disability, Vol. 9, No. 3, pp. 243-59.
Waxman, B.F. 1991. “Hatred: The Unacknowledged Dimension in Violence Against Disabled People,” in Special Issue: Sexual Exploitation of People with Disabilities. Journal of Sexuality and Disability, Vol. 9, No. 3, pp. 185-99.
Wilson, C., and N. Brewer. 1992. “The Incidence of Criminal Victimization of Individuals with an Intellectual Disability,” Australian Psychologist, Vol. 27, pp 114-17.