Άρειος Πάγος 1502/2010: Παράνομη απόλυση εργαζομένου που είχε προβεί σε επίσχεση εργασίας

Kαταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος αυτού από τον εργαζόμενο με το σκεπτικό ότι η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών δεν οφειλόταν στη υπαιτιότητα ή δυστροπία της επιχείρησης, αλλά στην ιδιαίτερα δυσχερή οικονομική κατάσταση που είχε περιέλθει τη οποία και γνώριζε εκείνος. Παράνομη η μη καταβολή αποζημίωσης μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ανεξάρτητα εάν η συμπεριφορά του εργαζόμενου ήταν αντισυμβατική και η καταγγελία κρίθηκε παράνομη.

Παράνομη απόλυση εργαζομένου που είχε προβεί σε επίσχεση εργασίας. Kαταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος αυτού από τον εργαζόμενο με το σκεπτικό ότι η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών δεν οφειλόταν στη υπαιτιότητα ή δυστροπία της επιχείρησης, αλλά στην ιδιαίτερα δυσχερή οικονομική κατάσταση που είχε περιέλθει τη οποία και γνώριζε εκείνος. Παράνομη η μη καταβολή αποζημίωσης μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ανεξάρτητα εάν η συμπεριφορά του εργαζόμενου ήταν αντισυμβατική και η καταγγελία κρίθηκε παράνομη.

Αριθμός 1502/2010: ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ – Β1′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη και Νικόλαο Πάσσο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Δευτεροβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία “Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Αλμυρού”, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα. Δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.

Του αναιρεσιβλήτου:Ψ, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καραβίδα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-12-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 51/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 167/2009 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-5-2009 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσίβλητος όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κομνηνάκης διάβασε την από 6-9-2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βόλου …, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως με τις κάτω από αυτήν πράξεις καταθέσεως και ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, νόμιμα κα εμπρόθεσμα επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα, με την επιμέλεια του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση. Η αναιρεσείουσα, όμως, δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου στην πιο πάνω δικάσιμο, ούτε δικηγόρος της κατέθεσε δήλωση του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 § 2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτής.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 648 του ΑΚ ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της συμβάσεως, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν.

Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής συμβάσεως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο μισθωτής έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.

Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, όσο δεν καταβάλει δηλαδή τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Όμως, το δικαίωμα επισχέσεως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ.

Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για το οποίο θεσπίσθηκε.

Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Εξάλλου, από τα άρθρα 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία από τον εργοδότη σχέσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί στο μισθωτό η νόμιμη αποζημίωση, η οποία πρέπει να καταβάλλεται ασχέτως από το λόγο που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις (υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη, ανωτέρα βία).

Επομένως, ο εργοδότης οφείλει την αποζημίωση αυτή και όταν κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας για κάθε άλλη, εκτός των ανωτέρω περιπτώσεων, υπαίτια μη εκπλήρωση των από τη σύμβαση εργασίας υποχρεώσεων του μισθωτού. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά κρίση ανέλεγκτη, τα ακόλουθα: Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον …, στις 16-3-1987 μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων-εκκαλών προσλήφθηκε από την εναγομένη-εφεσίβλητη για να εργαστεί ως θερμαστής στο εργοστάσιο παστερίωσης γάλατος που διατηρεί και εκμεταλλεύεται η τελευταία στον ….

Η εναγομένη που ιδρύθηκε το έτος 1932, είναι δευτεροβάθμια συνεταιριστική οργάνωση και έχει ως μέλη 34 πρωτοβάθμιες συνεταιριστικές οργανώσεις της ευρύτερης περιοχής του …. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της επεκτάθηκε στην εμπορία προϊόντων, γεωργικών εφοδίων κλπ, λειτούργησε επιχειρήσεις σούπερ-μάρκετ, τυροκομείο κλπ, στις οποίες απασχολούσε περίπου 73 εργαζομένους. Το έτος 1993 παρουσίασε μεγάλο οικονομικό πρόβλημα , για την αντιμετώπιση του οποίου άρχισε η διαδικασία εξυγίανσης.

Τα χρέη της σε τράπεζες, οργανισμούς κοινής ωφέλειας, ασφαλιστικά ταμεία και πιστωτές, έφθασαν στο ποσό των 3.500.000.000 δραχμών.

Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών προέβη σε μείωση του προσωπικού, σε παύση ορισμένων δραστηριοτήτων, τη ρύθμιση των χρεών και την προσφορά κινήτρων στους εργαζομένους για πρόωρη συνταξιοδότηση κλπ, με αποτέλεσμα να μειώσει το χρέος σε 1.190.000.000 δραχμές. Η ως άνω οικονομική κατάσταση της εναγομένης ήταν γνωστή στους εργαζομένους και στην ευρύτερη περιοχή της …. Το εργοστάσιο παστερίωσης γάλατος, στο οποίο παρείχε τις υπηρεσίες του ο ενάγων, είχε οφειλές προς τους εργαζομένους και τρίτους, στους οποίους κατέβαλε έναντι των αποδοχών τους ανάλογα με τις οικονομικές της δυνατότητες. Κατέβαλε δε κάθε δυνατή προσπάθεια να είναι συνεπής και να μην οφείλει υπέρογκα ποσά στους εργαζομένους.

Στον ενάγοντα όφειλε από 1-1-2002 μέχρι 31-12-2002 ποσό 3.828,19 ευρώ και από 1-1-2004 μέχρι 31-12-2004 ποσό 7.007,64 ευρώ. Την 3-6-2005 ο ενάγων με γραπτή εξώδικη δήλωση γνωστοποίησε στην εναγομένη ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεση της εργασίας του, προκειμένου η τελευταία να του καταβάλει τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές, οι οποίες κατά τους ισχυρισμούς του ανέρχονταν στο ποσό των 14.000 ευρώ. Από τότε ο ενάγων έπαψε να παρέχει την εργασία του στην εναγομένη.

Την 8-6-2005 η εναγομένη με επιστολή της κάλεσε τον ενάγοντα να προσέλθει στην εργασία του, δηλώνοντάς του ότι θα του καταβάλει μέρος των οφειλόμενων αποδοχών, πλην όμως αυτός αρνήθηκε. Στη συνέχεια με την από 6-7-2005 επιστολή της του γνωστοποίησε την από 6-7-2005 απόφασή της περί επιβολής πειθαρχικής ποινής στέρησης αποδοχών 10 ημερών λόγω αδικαιολογήτου απουσίας του και τον κάλεσε να προσέλθει στην εργασία του, πλην όμως ο ενάγων αρνήθηκε.

Στις 19-8-2005 η εναγομένη έλαβε απόφαση, την οποία κοινοποίησε στον ενάγοντα, με την οποία τον καλούσε να της γνωστοποιήσει την πρόθεσή του για συνέχιση ή μη της εργασίας, πλην όμως ο ενάγων αρνήθηκε να προσέλθει σ’ αυτήν.

Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 8/10-10-2005 αποφάσεως που έλαβε το αρμόδιο όργανο της εναγομένης, η τελευταία την 10-11-2005 κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, χωρίς να του καταβάλει αποζημίωση, θεωρώντας ότι απουσίαζε αδικαιολόγητα από την εργασία του.

Κατ’ αρχάς ο ενάγων άσκησε νόμιμα το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, εφόσον είχε αξίωση από ληξιπρόθεσμες παροχές, πλην όμως αυτό υπερβαίνει τα όρια τα διαγραφόμενα στο άρθρο 281 ΑΚ, καθόσον η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του ενάγοντος, όπως και άλλων εργαζομένων, οφειλόταν όχι σε υπαιτιότητα ή δυστροπία της εναγομένης αλλά στην ιδιαίτερα δυσχερή οικονομική κατάσταση αυτής, γεγονός που ήταν γνωστό στον ενάγοντα.

Επιπλέον η εναγομένη κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για οικονομική ανάκαμψη ακόμη και με εκποίηση των ακινήτων της, προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους εργαζομένους και τρίτους.

Επομένως, ο ενάγων περιήλθε σε υπερημερία ως προς την προσφορά της εργασίας του και δεν δικαιούται τους αξιούμενους μισθούς υπερημερίας λόγω επισχέσεως εργασίας από 3-6-2005 έως 10-11-2005, δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ που πρότεινε η εναγομένη.

Περαιτέρω, η εναγομένη κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας, χωρίς να καταβάλει στον ενάγοντα τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, διότι κατά τους ισχυρισμούς της αυτός απουσίαζε αδικαιολόγητα από την εργασία του.

Όπως προαναφέρθηκε ο ενάγων έπαυσε από 3-6-2005 να παρέχει τις υπηρεσίες του στην εναγομένη ασκώντας νόμιμα το δικαίωμα επισχέσεως εργασίας. Επομένως, δεν ήταν αδικαιολόγητη η απουσία του. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά αυτή του ενάγοντος είναι αντισυμβατική, η εναγομένη δεν ισχυρίζεται, ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι έγινε από κακοβουλία, δηλαδή με σκοπό να εισπράξει τη νόμιμη αποζημίωση. Επομένως, εφόσον η εναγομένη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα την αποζημίωσή του, η καταγγελία είναι άκυρη και η εναγομένη περιήλθε σε υπερημερία δανειστή και οφείλει σ’ αυτόν τις νόμιμες αποδοχές του.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καταλήγει το Εφετείο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η καταγγελία είναι έγκυρη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων.

Ακολούθως, το Εφετείο δεχθέν την έφεση του αναιρεσιβλήτου εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δέχθηκε κατά ένα μέρος την ένδικη αγωγή (κατά το αίτημα της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος και της επιδικάσεως αποδοχών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 11-11-2005 έως 15-12-2005). Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, το οποίο δεν έχει δεχθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο αναιρεσίβλητος αποχώρησε από την υπηρεσία του, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Επομένως, ο περί του αντιθέτου, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος του αναιρετηρίου, κατά του πρώτο σκέλος του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Περαιτέρω, ο προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 15 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποτελεί κύρωση του εδαφίου α’ του άρθρου 309 του ιδίου Κώδικα, κατά το οποίο “αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε”, και προϋποθέτει ότι αμφότερες οι αποφάσεις, ήτοι τόσο η ανακαλούσα όσο και η ανακαλούμενη εκδόθηκαν από το αυτό δικαστήριο.

Συνεπώς, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του από τον αριθμό 15 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι το Εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του παρά το νόμο ανακάλεσε την πρωτόδικη εφεσιβληθείσα απόφαση, με την οποία είχε κριθεί έγκυρη η ανωτέρω καταγγελία, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι οι επικαλούμενες αποφάσεις δεν εκδόθηκαν από το αυτό δικαστήριο, αλλά η προσβαλλόμενη απόφαση εξαφάνισε την πρωτόδικη κατόπιν παραδοχής εφέσεως του αναιρεσιβλήτου.

Κατά τον αριθ. 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ “αναίρεση επιτρέπεται και αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις”. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεσή της ή να εμφανίζεται αβεβαιότητα ως προς τη διάπλαση ή διάγνωση που έλαβε χώρα. Αντίθετα, δεν ιδρύεται, όταν η αντίφαση βρίσκεται στις αιτιολογίες, εκτός αν επέχουν θέση διατακτικού, ούτε μεταξύ αιτιολογιών και διατακτικού.

Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλει ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 17 του ΚΠολΔ, διότι, ενώ δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας καταχρηστικά, ακολούθως δέχθηκε, αντιφατικά προς τα ανωτέρω, ότι η μη καταβολή αποζημίωσης απολύσεως από αυτήν συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας.

Και υπό την εκδοχή, ακόμη, ότι οι ανωτέρω αιτιολογίες συνοδεύονται από την ύπαρξη αντίστοιχων διατάξεων στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης, δεν είναι αυτές αντιφατικές, αφού αφορούν διαφορετικές αγωγικές βάσεις, δηλαδή απόρριψη, κατά παραδοχή ένστασης από το άρθρο 281 ΑΚ, της αγωγικής βάσης για μισθούς υπερημερίας κατά το (διαφορετικό μάλιστα) χρονικό διάστημα της επίσχεσης εργασίας από τον αναιρεσίβλητο αφενός και αφετέρου παραδοχή της αγωγικής βάσης περί ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αυτού και επιδίκασης αποδοχών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα μετά την καταγγελία της σύμβασης του αναιρεσιβλήτου.

Επομένως, ο περί του αντιθέτου πιο πάνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 7-5-2009 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 167/2009 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2010.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Απόδοση ποσοστού αναπηρίας σε παιδιά, μετά την παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη

Ο Συνήγορος του Πολίτη διαμεσολάβησε επιτυχώς σε δύο περιπτώσεις μη απόδοσης ποσοστού αναπηρίας σε παιδιά με συνέπεια την απώλεια επιδόματος αναπηρίας. Στη μία περίπτωση, χορηγήθηκε αναδρομικά επίδομα …

Επέκταση των παθήσεων για τις οποίες η διάρκεια αναπηρίας των ασφαλισμένων καθορίζεται επ' αόριστον

Αυτή είναι η υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β' 2906/18-11-2013) που καθορίζει τις παθήσεις για τις οποίες η διάρκεια της αναπηρίας των ασφαλισμένων καθορίζεται επ' αόριστον και οι ασφαλισμένοι δεν χρειάζεται …

Άρειος Πάγος: Δεν ισχύουν οι υπερωρίες και οι προσαυξήσεις για οικόσιτους βοηθούς

Οικόσιτοι Οικιακοί μισθωτοί. Η εργασιακή τους σχέση δεν διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για το χρόνο εργασίας των μισθωτών, για εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες, ημέρες αναπαύσεως, υπερεργασία και …

Εξαιρέσεις από το καθεστώς της διαθεσιμότητας

Εγκύκλιος τού υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης αναφέρει τις εξαιρέσεις από το καθεστώς της διαθεσιμότητας. Διαβάστε τί ισχύει για τους υπαλλήλους με αναπηρία και …

Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία και Προαιρετικό Πρωτόκολλο – Νόμος 4074/2012

Ο σκοπός της παρούσας Σύμβασης είναι η προαγωγή, προστασία και διασφάλιση της πλήρους και ισότιμης απόλαυσης όλων των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών από όλα τα ΑμεΑ και η …

Ν. 4144/2013: Παράταση αναπηρικής σύνταξης σε καθυστερήσεις ΚΕ.Π.Α. – Στο 25% οι ασφαλιστικές εισφορές εργοσήμου

Με τον συγκεκριμένο νόμο (ΦΕΚ Α' 88/18-04-2013) παρατείνεται η καταβολή των συντάξεων κατά 6 μήνες, όταν ο ασφαλισμένος βρίσκεται στη λίστα αναμονής των ΚΕΠΑ (άρθρο 66), ενώ αυξάνονται οι ασφαλιστικές …

Διευκόλυνση Ατόμων με Αναπηρία (ΑμεΑ) στις συναλλαγές τους με τις δημόσιες υπηρεσίες

Το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, προκειμένου να εξασφαλίζονται από τη Δημόσια Διοίκηση σε όλους τους πολίτες ίδιες δυνατότητες άσκησης των δικαιωμάτων τους, …

Οι δυσάρεστες εκπλήξεις της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για τους ΑμεΑ πάνω στο Ν.4093/2012

Επείγει να διαβάσετε τη νέα Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με θέμα «Ρυθμίσεις κατεπειγόντων θεμάτων του ν.4046/2012 και του ν.4093/2012» (ΦΕΚ Α' 229/19-11-2012) που έφερε δυσάρεστες αλλαγές για τους …

Κινητικότητα δημοσίων υπαλλήλων – Διαθεσιμότητα – Κατάργηση θέσεων ΙΔΑΧ – Εξαιρέσεις αναπήρων

Διαβάστε τις νέες ρυθμίσεις της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016. Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν.4046/2012 και του …