Tα παιδιά αποτελούν μια ιδιαίτερη πληθυσμιακή ομάδα σε σχέση με τα προγράμματα άσκησης που μπορούν να ακολουθήσουν και τις βελτιώσεις που ενδέχεται να παρουσιάσουν από την εφαρμογή τους.
Στη παρούσα μελέτη προσδιορίζονται οι εξελικτικές φάσεις και τα ιδιαίτερα κινητικά τους χαρακτηριστικά από τη γέννηση του παιδιού ως την προ-εφηβεία, δηλαδή ως τα 12 περίπου χρόνια. Περιγράφονται οι στόχοι των προγραμμάτων άσκησης που εφαρμόζονται ανάλογα με την αναπτυξιακή φάση και ηλικία του παιδιού. Παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά της σωματικής ανάπτυξης των παιδιών ανάλογα με τα επίπεδα της φυσικής δραστηριότητας που ακολουθούν, οι θετικές αλλαγές που επέρχονται στις φυσιολογικές τους λειτουργίες από την εφαρμογή δομημένων προγραμμάτων άσκησης και το προφίλ υγείας και ανάπτυξης των αθλητών παιδικής ηλικίας. Τέλος προσδιορίζονται οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις της άσκησης κατά την παιδική ηλικία ως μέσο πρόληψης διαφόρων παθήσεων που μπορεί να εμφανιστούν σε μεγαλύτερη ηλικία. Συμπερασματικά τα προγράμματα άσκησης για παιδιά θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες ικανότητες και ανάγκες τους. Αφετέρου η ενθάρρυνση των παιδιών να διατηρούν αυξημένα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας ή να ασχολούνται συστηματικά με τον αθλητισμό, ανάλογα με τις φυσικές ικανότητες και τα χαρακτηριστικά τους, συμβάλει θετικά και καθοριστικά στη σωματική τους ανάπτυξη και στη διατήρηση καλής φυσικής κατάστασης.
Λέξεις – Κλειδιά: παιδική ηλικία, σωματική ανάπτυξη, προσαρμοσμένα προγράμματα άσκησης, παιδιά και αθλητισμός, ανθρωπομετρικοί δείκτες
Key – Words: childhood, physical maturation, adapted physical activity, children and athletics, anthropometric indicators
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η παιδική ηλικία είναι κατά κανόνα μια περίοδος συνεχούς εξέλιξης και γενικευμένων αλλαγών σε σωματικό, νοητικό και ψυχολογικό επίπεδο. Έτσι είναι κάποιες φορές δύσκολο να διασαφηνιστεί η συμβολή καθενός από τους διάφορους επιμέρους παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι και η άσκηση, στη γενικότερη ανάπτυξη των παιδιών. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι έχουν γίνει περιορισμένες έρευνες σχετικά με τη μακροπρόθεσμη συμβολή της άσκησης στη σωματική ανάπτυξη κατά την παιδική ηλικία. Όμως η παιδική ηλικία αποτελεί μια από τις κρισιμότερες εξελικτικές περιόδους κάθε ατόμου για να τεθούν οι βάσεις σε όλους τους τομείς υγείας και ανάπτυξης. Η άσκηση έχει να προσφέρει πολλά προς αυτή την κατεύθυνση.
Μέσα από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση, όπως αυτή παρουσιάζεται παρακάτω, φαίνεται ότι η άσκηση και γενικότερα το υψηλό επίπεδο φυσικής δραστηριότητας χρειάζεται να πρωταγωνιστεί στη καθημερινότητα των παιδιών, προκειμένου να αναπτυχθούν ισορροπημένα και αρμονικά. Την περίοδο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού ο Piaget, κορυφαίος παιδαγωγός της εποχής, διακήρυξε ότι τα παιδιά δεν αποτελούν μικρογραφία των ενηλίκων, γι’ αυτό η εκπαιδευτική παρέμβαση που θα τύχουν σε κάθε τομέα θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες ικανότητες και ανάγκες της ηλικίας, στην οποία βρίσκονται. Τα δεδομένα που προκύπτουν από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετικά με τη συμβολή της άσκησης στην ανάπτυξη των παιδιών φαίνεται να συμφωνούν με τις παραπάνω διαχρονικές όπως αποδεικνύεται απόψεις. Είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη οι φυσιολογικές παράμετροι που χαρακτηρίζουν κάθε φάση ανάπτυξης των παιδιών για το σχεδιασμό του κατάλληλου προγράμματος άσκησης, που θα συμβάλει θετικά στην ανάπτυξη τους, αλλά και δεν θα επιφέρει τελικά τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.
1. ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΕΦΗΒΕΙΑ
Από τη στιγμή της γέννησης και με το πέρασμα του χρόνου παρουσιάζονται πολύ σημαντικές βιολογικές αλλαγές στα παιδιά, που καθορίζουν από στάδιο σε στάδιο ανάπτυξης τα κινητικά τους χαρακτηριστικά. Σε γενικές γραμμές ο ρυθμός σωματικής ανάπτυξης (Cole και Cole, 2002) είναι μέγιστος κατά τους πρώτους μήνες μετά τη γέννηση, ενώ στην υπόλοιπη διάρκεια της βρεφικής και παιδικής ηλικίας μειώνεται σταδιακά. Η αύξηση του ύψους και του βάρους συνοδεύεται από αλλαγές στις αναλογίες του σώματος. Τα πόδια των βρεφών, όταν γεννιούνται, δεν είναι πολύ μακρύτερα από το κεφάλι τους (Cole et al, 2002). Κατά το 12ο μήνα της ζωής περίπου οι αλλαγές στις αναλογίες του σώματος φέρνουν πιο χαμηλά το κέντρο βάρους, διευκολύνοντας το παιδί να ισορροπήσει στα δυο πόδια και να αρχίσει να περπατά.
Καθώς μεγαλώνουν τα βρέφη, οι μύες και τα οστά, που χρειάζονται για να στηρίξουν τον αυξανόμενο όγκο και την κινητικότητα τους, αναπτύσσονται αντιστοίχως. Τα περισσότερα οστά των νεογέννητων (Cole et al, 2002) είναι σχετικά μαλακά και σκληραίνουν σταδιακά καθώς εναποτίθενται ανόργανες ουσίες στους μήνες που ακολουθούν της γέννησης. Τα οστά του χεριού και του καρπού είναι μεταξύ των πρώτων που οστεοποιούνται. Σκληραίνουν ως το τέλος του 1ου χρόνου, διευκολύνοντας το βρέφος να πιάνει αντικείμενα, να τα σηκώνει και να παίζει μαζί τους (Cole et al, 2002). Αν και οι άνθρωποι κατά τη γέννηση έχουν όλους τους μυϊκούς τους ιστούς, οι μύες τους αλλάζουν μήκος και πάχος κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και ως το τέλος της εφηβείας (Cole et al, 2002). Στη βρεφική ηλικία οι αυξήσεις της μυϊκής μάζας συνδέονται στενά με τη δυνατότητα του σώματος να στέκεται και να περπατά.
Η αισθητηριοκινητική ανάπτυξη του ανθρώπου από τη στιγμή της γέννησης διέρχεται από στάδια ωρίμανσης, μέχρις ότου αυτός αποκτήσει κινητικά την αυτονομία του. Γενικότερα από τη γέννηση ως την ηλικία των 2 ετών το νήπιο διέρχεται την περίοδο αισθητηριοκινητικής νόησης, όπου κυρίως εμφανίζει συντονισμό στις αισθητηριακές αντιλήψεις και απλές κινητικές συμπεριφορές (Cole et al, 2002). Κάθε νέο στάδιο μετακίνησης επιτρέπει στα παιδιά να κινούνται πιο γρήγορα και συνεπάγεται μια ποιοτική αλλαγή στο τρόπο συμπεριφοράς τους.
Το περπάτημα γίνεται εφικτό μόνον όταν όλες οι συνιστώσες δεξιότητες (όρθια θέση, αλλαγή βήματος, μετατόπιση βάρους, ικανότητα αξιολόγησης των αισθητηριακών πληροφοριών που προσλαμβάνονται κατά την κίνηση στο χώρο) έχουν αναπτυχθεί κι έχει το παιδί την ευκαιρία να τις εξασκήσει. Τα βρέφη κάνουν τα πρώτα τους ασταθή βήματα μετακινώντας ολόκληρο το σώμα τους προς τη μια και την άλλη πλευρά (Cole et al, 2002). Μετά τα πρώτα βήματα πρέπει να περάσουν πολλοί μήνες για να μπορέσουν να σκαρφαλώσουν, να κλοτσήσουν και να πηδήσουν με συντονισμένο τρόπο. Τα περισσότερα παιδιά δε μπορούν να ανεβοκατέβουν σκαλιά πριν την ηλικία των 17 μηνών, να κλοτσήσουν μια μπάλα προς τα εμπρός πριν την ηλικία των 20 μηνών και να πηδήξουν πριν την ηλικία των 24 μηνών περίπου (Cole et al, 2002). Μεταξύ 12 και 30 μηνών αυξάνει ο συντονισμός των λεπτών κινήσεων των χεριών (Cole et al, 2002). Το παιχνίδι και ιδιαίτερα το παιχνίδι μετακίνησης, που αφορά στην έντονη χρήση των μεγάλων μυϊκών ομάδων, όπως τρέξιμο, πήδημα, άλματα, και το παιχνίδι με αντικείμενα, που εστιάζει στην εξερεύνηση με τις αισθήσεις, όπως τράβηγμα – κούνημα αντικειμένων κ.ά., συμβάλει ουσιαστικά στη σωματική ανάπτυξη (Cole et al, 2002).
Στη διάρκεια της μέσης παιδικής ηλικίας εμφανίζεται αύξηση των κινητικών δεξιοτήτων, του συντονισμού, της ευκινησίας και της δύναμης. Τα παιδιά γίνονται πιο δυνατά και ευκίνητα και η ισορροπία τους βελτιώνεται.
Πιο συγκεκριμένα σε ηλικία 6/7-9/10 ετών (McArdle, Katch και Katch, 2001ֹ Κέλλης, 2003) περίπου το 23% του βάρους είναι μυϊκή μάζα, οι στηρικτικοί μύες είναι αδύναμοι, το επίπεδο τεστοστερόνης είναι χαμηλό, ο σκελετός εύκαμπτος και γενικότερα το νευρομυϊκό σύστημα αναπτύσσεται αργότερα από το υπόλοιπο σώμα, οπότε δεν υπάρχει καλή συνέργεια κίνησης Σε ηλικία 9/10-12/13 (McArdle, Katch και Katch, 2001ֹ Κέλλης, 2003) το ποσοστό των μυών είναι 25-28%, το επίπεδο τεστοστερόνης είναι χαμηλό, ο σκελετός εμφανίζεται ακόμα αδύναμος, παρουσιάζονται μυϊκές ανισορροπίες αλλά καλός μεσομυϊκός κι ενδομυϊκός συντονισμός και επαρκές επίπεδο κινητικότητας. Η κινητική ικανότητα είναι μεγαλύτερη στην παιδική ηλικία από ότι μετά την ηλικία των 10-12 ετών. Ο περιορισμός της κινητικότητας αφορά κυρίως στη μείωση των ελαστικών ινών, του αριθμού των κυττάρων και στην απώλεια βλενοπολυσακχαριτών και υγρών (McArdle et al, 2001). Ως προς τη μυϊκή δύναμη αυτή σχετίζεται με τη μυϊκή μάζα και το μέγεθος του σώματος και κυρίως με τη σεξουαλική ωρίμανση. Η υπερτροφία του μυός σχετίζεται με την παραγωγή της αρρενογόνου ορμόνης τεστοστερόνης (McArdle et al, 2001). Η μυϊκή δύναμη αυξάνει 5-10% το χρόνο ανεξάρτητα από την ανάπτυξη του αναστήματος (McArdle et al, 2001).
Η ικανότητα προσανατολισμού στο χώρο (Cole et al, 2002ֹ Κέλλης, 2003) βελτιώνεται σημαντικά μεταξύ 7-9 ετών και συνεχίζεται η ανάπτυξη της στη πρώιμη σχολική ηλικία. Η ικανότητα ισορροπίας (Κέλλης, 2003) είναι ανεπτυγμένη σε ικανοποιητικό επίπεδο στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, παρουσιάζει σημαντική βελτίωση κατά τη πρώιμη σχολική ηλικία, ενώ η ανάπτυξη της ολοκληρώνεται με το τέλος της όψιμης σχολικής ηλικίας. Να σημειωθεί ότι ως προς τη συγκεκριμένη ικανότητα δεν παρατηρούνται διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Η ικανότητα του ρυθμού (Κέλλης, 2003) είναι αναπτυγμένη σε ικανοποιητικό βαθμό στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, παρουσιάζει βελτίωση στη πρώιμη σχολική ηλικία και αναπτύσσεται μέχρι το τέλος της όψιμης σχολικής ηλικίας. Ως προς την ικανότητα ρυθμού παρατηρούνται διαφορές ανάμεσα στα δυο φύλα (Κέλλης, 2003).
Κατά γενικό κανόνα τα αγόρια και τα κορίτσια διαφέρουν στις σωματικές δεξιότητες. Όταν φτάσουν στην ηλικία των 5 ετών περίπου, τα αγόρια πηδούν λίγο πιο μακριά, τρέχουν λίγο πιο γρήγορα και πετούν τη μπάλα περίπου 1,5 μέτρο πιο μακριά από τα κορίτσια (Cole et al, 2002). Τα κορίτσια από την άλλη είναι συνήθως πιο ευκίνητα από τα αγόρια. Τα αγόρια είναι συνήθως πιο προηγμένα στις κινητικές ικανότητες που απαιτούν σωματική δύναμη, ενώ τα κορίτσια είναι συχνά εξαιρετικά στις λεπτές κινητικές δεξιότητες, όπως ζωγραφική και γράψιμο, ή σε αδρές κινητικές δεξιότητες που συνδυάζουν ισορροπία και κίνηση των ποδιών (Cole et al, 2002). Τα αγόρια (McArdle et al, 2001ֹ Cole et al, 2002 ֹ Κέλλης, 2003) έχουν ελαφρώς μεγαλύτερη μυϊκή μάζα από τα κορίτσια και είναι ελαφρώς πιο μεγαλόσωμα ως την ηλικία των 10.5 ετών περίπου, οπότε τα κορίτσια τους ξεπερνούν για λίγα χρόνια. Οι προαναφερόμενες διαφορές μεταξύ των δυο φύλων δεν επαρκούν για να εξηγήσουν την υπεροχή των αγοριών σε πολλές κινητικές δεξιότητες στη μέση παιδική ηλικία. Ίσως εκτός των άλλων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση διαφορών μεταξύ τους και το γεγονός ότι τα αγόρια ενθαρρύνονται κοινωνικά περισσότερο από τα κορίτσια να ασχολούνται με διάφορα αθλήματα (Cole et al, 2002).
Τέλος θα ήταν σημαντικό να αναφερθούν στοιχεία που χαρακτηρίζουν το μεταβολισμό και την ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος των παιδιών. Έτσι όσον αφορά στο μεταβολισμό και στην αντοχή (McArdle et al, 2001ֹ Κέλλης, 2003) σε ηλικία 6/7-9/10 ετών εμφανίζεται υψηλή καρδιακή συχνότητα, αρχίζει ευνοϊκή αερόβια μεταβολική προσαρμογή, αλλά μη ευνοϊκή αναερόβια. Σε ηλικία 9/10-12/13 εμφανίζονται ακόμη μη ευνοϊκές αναερόβιες διαδικασίες με αυξημένη έκκριση κατεχολαμινών. Τέλος σε ηλικία 12/13-14/16 συμβαίνουν ευνοϊκές αερόβιες διαδικασίες και σταδιακά καλύτερες αναερόβιες διαδικασίες. Γενικότερα τα παιδιά έχουν χαμηλότερες επιδόσεις στις δοκιμασίες βραχυχρόνιας αναερόβιας ισχύος σε σύγκριση με τους εφήβους και τους νεαρούς ενήλικες, γεγονός που μπορεί να οφείλεται (McArdle et al, 2001): α) στις μικρότερες συγκεντρώσεις γλυκογόνου στους μυς των παιδιών και τους χαμηλότερους ρυθμούς χρησιμοποίησης του, β) σε χαμηλότερα αποθέματα CP, γ) χαμηλότερη δραστικότητα των αναερόβιων ενζύμων (φωσφοφρουκτοκινάση), δ) σε μειωμένη ικανότητα επιστράτευσης κινητικών μονάδων, ε) σε χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης. Επιπλέον οι επιδόσεις των παιδιών κατά την αναερόβια άσκηση μπορεί να περιορίζονται και από τη χαμηλότερη ελάχιστη μυϊκή τους ισχύ σε σχέση με τη μάζα του σώματος πάντα σε σύγκριση με τους ενήλικες (McArdle et al, 2001). Τα αποτελέσματα ερευνών που έγιναν σχετικά με τη βελτίωση της αναερόβιας ικανότητας στην ηλικία ανάπτυξης είναι αντικρουόμενα (McArdle et al, 2001).
Όσον αφορά στη μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου που εκφράζεται σε λίτρα ανά λεπτό, αυτή κυμαίνεται από περίπου 1.0 L/min στα 6 χρόνια της ηλικίας μέχρι περίπου τα 3.2 L/min στα 16 χρόνια (McArdle et al, 2001). Ο μέσος όρος αυτής στα κορίτσια κορυφώνεται περίπου στα 14 χρόνια κι από εκεί κι ύστερα φθίνει (McArdle et al, 2001). Όταν οι τιμές εκφράζονται ανάλογα με τη σωματική μάζα, η VO2 max στα αγόρια 6-16 ετών παραμένει σταθερή περίπου στα 53 ml/kg/min, ενώ στα κορίτσια με την ηλικία μειώνεται από 52 ml/kg/min στα 6 χρόνια σε 40.5ml/kg/min στην ηλικία των 16 χρόνων. Αυτό μπορεί να οφείλεται στη μεγαλύτερη συσσώρευση σωματικού λίπους στα κορίτσια, καθώς αυτά μεγαλώνουν (McArdle et al, 2001).
Τέλος ως προς το κεντρικό νευρικό σύστημα (McArdle et al, 2001ֹ Κέλλης, 2003) σε ηλικία 6/7-9/10 ετών εμφανίζεται ικανοποιητικό επίπεδο κινητικού συντονισμού, ταχύτητας αντίδρασης και συχνότητας. Σε ηλικία 9/10-12/13 ολοκληρώνεται η ωρίμανση του εγκεφάλου, παρουσιάζεται πολύ καλός κινητικός συντονισμός, γρήγορες αντιδράσεις και υψηλές συχνότητες.
2. ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ
Οι κινητικές ικανότητες (Κέλλης, 2003) δεν παρουσιάζουν τις ίδιες δυνατότητες μέσω της προπόνησης κατά τη διάρκεια της αναπτυξιακής φάσης. Η αναερόβια αντοχή και η μέγιστη δύναμη δεν εμφανίζουν ευνοϊκές συνθήκες βελτίωσης τους μέχρι την είσοδο του ατόμου στην εφηβεία σε αντίθεση με την ευκαμψία ή τις συντονιστικές ικανότητες που αναπτύσσονται κυρίως στην παιδική ηλικία (Κέλλης, 2003). Σε σχέση με τους ενδογενείς παράγοντες ωρίμανσης, το άτομο διέρχεται κατά την ανάπτυξη ορισμένες χρονικές φάσεις πολύ ευαίσθητες, κατά τις οποίες οι διαδικασίες ωρίμανσης είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για προσαρμογές προερχόμενες από ειδικά εξωτερικά ερεθίσματα. Είναι πολύ πιθανό όταν δε δοθούν τα ερεθίσματα κατά τη διάρκεια των ευαίσθητων αυτών φάσεων, οι αντίστοιχες προσαρμογές να είναι ασθενέστερες (Κέλλης, 2003). Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι σε άλλες χρονικές περιόδους δεν είναι εφικτές προσαρμογές σε ανάλογα ερεθίσματα, μόνο που τότε οι προσαρμογές ίσως είναι αρκετά μικρότερες (Κέλλης, 2003).
Η ευαίσθητη φάση ανάπτυξης του νευρομυϊκού συντονισμού διαρκεί από την ηλικία των 3 – 12/13 ετών (Κέλλης, 2003). Ειδικότερα η περίοδος 8 – 11 ετών είναι ίσως η καταλληλότερη φάση ανάπτυξης του συντονισμού και δε πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ αγοριών και κοριτσιών (McArdle et al, 2001). Η ευαίσθητη φάση ανάπτυξης των κινητικών δεξιοτήτων ξεκινά από την ηλικία των 7 ετών και διαρκεί ως την εφηβεία. Η ευαίσθητη φάση ανάπτυξης της ευκαμψίας, παθητικής και ενεργητικής, διαρκεί από 3 – 12/13 ετών. Η ευαίσθητη φάση ανάπτυξης της ταχύτητας είναι από 10 – 14 ετών για τα κορίτσια και 10 – 15 ετών για τα αγόρια, της ταχυδύναμης ξεκινά από την ηλικία των 10 ετών και της μέγιστης δύναμης από την ηλικία των 11 – 12 ετών. Για την αντοχή δεν υπάρχει ευαίσθητη φάση, όμως η άσκηση ανάπτυξης της αερόβιας αντοχής μπορεί να ξεκινήσει από την ηλικία των 7 ετών και της αναερόβιας από την ηλικία των 11 – 12 ετών. Επίσης η περίοδος 11 – 13 ετών είναι ίσως η ευνοϊκότερη για προπόνηση στη γενική αντοχή (McArdle et al, 2001), όπου συμβαίνει γρήγορη αύξηση του ύψους και των οργάνων του κυκλοφορικού και αναπνευστικού συστήματος, ενώ ο τύπος προπόνησης πρέπει να είναι ίδιος για αγόρια και κορίτσια.
3. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΑΣΚΗΣΗΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Σύμφωνα με το American College of Sports Medicine (Roberts, 1992) τα παιδιά χρειάζεται να ασχολούνται 20 – 30 λεπτά ημερησίως με άσκηση, προκειμένου να αναπτύξουν και να διατηρήσουν καλή υγεία και ευεξία. Ανάλογα με τη φυσική κατάσταση του παιδιού κρίνονται τα χαρακτηριστικά του προγράμματος άσκησης (McArdle et al., 2001). Σημαντική είναι η εφαρμογή εξατομικευμένων προγραμμάτων άσκησης αντιστάσεων ανάλογα με τη ψυχοφυσική κατάσταση, τα ενδιαφέροντα, προηγούμενες εμπειρίες και στόχους του παιδιού, ώστε τα μακροχρόνια προγράμματα άσκησης να είναι αποτελεσματικά (Roberts, 1992ֹ Roberts, 2002). Κατά την εφαρμογή ενός οποιουδήποτε προγράμματος άσκησης για παιδιά είναι απαραίτητο να ακολουθούνται συγκεκριμένες αρχές κατά την εφαρμογή του, οι οποίες είναι (Roberts, 2002): 1) προθέρμανση, 2) η άσκηση στην αρχή γίνεται με τις μεγάλες μυϊκές ομάδες, 3) αργή εκτέλεση, με άνεση και σταθερότητα, 4) σταθερή αναπνοή, 5) σταθερός ρυθμός, 6) ξεκούραση μεταξύ των σετ, 7) αποθεραπεία, 8) καταγραφή του ρυθμού προόδου, 9) μη αποθάρρυνση του παιχνιδιού κατά την προπόνηση, 10) υπενθύμιση των παιδιών ότι συναγωνίζονται τον εαυτό τους, όχι τους άλλους, 11) ιατρικός έλεγχος πριν την ενασχόληση του παιδιού με άσκηση και τακτικός ιατρικός επανέλεγχος.
Όπως παρατηρείται στη καθημερινότητα (Roberts, 1992), τα παιδιά τυπικά συμμετέχουν σε σύντομες υψηλής ενέργειας ασκήσεις. Κατά την ενασχόληση όμως των παιδιών με κάθε είδος άσκησης χρειάζεται αφενός η ένταση να ξεκινά από χαμηλά επίπεδα και σταδιακά να προοδεύει, αφετέρου να ενθαρρυνθούν τα παιδιά προς την εκτέλεση ασκήσεων για τις μεγάλες μυϊκές ομάδες. Όσον αφορά στην αερόβια άσκηση, αυτή κρίνεται πολύ ωφέλιμη για τα παιδιά είτε κατά το μάθημα φυσικής αγωγής στο σχολείο είτε στον ελεύθερο χρόνο τους και η διάρκεια της εξαρτάται από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και την ένταση της συνεδρίας (Roberts, 1992). Επίσης είναι καλό να συμμετέχουν σε ποικιλία δραστηριοτήτων, που αφορούν σε επαναλαμβανόμενες κινήσεις προς μια αντίθετη δύναμη (Roberts, 1992). Ειδικότερα για την άσκηση ενδυνάμωσης, δηλαδή άσκηση όπου γίνεται χρήση μεθόδων αντίστασης που αυξάνουν την ικανότητα παραγωγής ή αντίστασης σε δύναμη και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ελεύθερα βάρη, το σωματικό βάρος, μηχανήματα ή η προώθηση αντίστασης από άλλον ώστε να επιτευχθεί ο στόχος, (Anderson, S.J., Bernard, A., Griesemer, A., Bar-Or, O., 2001) αυτή αποτελεί κοινό συστατικό των σπορ και προγραμμάτων φυσικής ευεξίας για νεαρά άτομα. Συγκεκριμένες ασκήσεις μαθαίνονται αρχικά χωρίς επιβάρυνση και με την κατάκτηση της σωστής εκτέλεσης τους προστίθεται επιβάρυνση (Anderson et al., 2001ֹ McArdle et al., 2001). Οι ασκήσεις πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις μυϊκές ομάδες και να εκτελούνται σε όλο το εύρος κινητικότητας κάθε άρθρωσης. Όταν 8 – 15 επαναλήψεις μπορούν να εκτελεστούν, είναι λογικό να προστεθούν βάρη σταδιακά (Anderson et al., 2001). Η άρση βαρών πρέπει να ξεκινά από 1/2 – 1 κιλού βάρη και να γίνεται εκτέλεση ποικιλίας ασκήσεων άνω και κάτω άκρων. Πλάγιες άρσεις μπορούν να εκτελεστούν ισομετρικά με καλλισθενικές (McArdle et al., 2001).Επίσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν μηχανήματα άσκησης, μόνον όμως αν έχουν σχεδιαστεί έτσι, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια από τα παιδιά. Στην περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, μπορούν εξίσου να ωφεληθούν από την χειρονακτική άσκηση αντιστάσεων με τη συνεργασία ενός ακόμη ατόμου ή και ατομικά (McArdle et al., 2001ֹ Roberts, 1992). Γενικότερα είναι σημαντική η συμμετοχή των παιδιών ηλικίας 6 – 17 ετών σε έντονη άσκηση 3 – 4 φορές την εβδομάδα για 20 λεπτά ή περισσότερο ανάλογα με τις φυσικές δυνατότητες τους (Anderson et al., 2001ֹ Roberts, 1992) και να προστίθενται ολοένα περισσότερα βάρη ή επαναλήψεις όσο βελτιώνεται η δύναμη. Δεν υπάρχει επιπρόσθετο κέρδος, όταν η άσκηση γίνεται περισσότερο από 4 φορές εβδομαδιαία. Τα παιδιά που θέλουν να βελτιώσουν την εκτέλεση στα σπορ θα ωφεληθούν γενικά, αν εξασκούν και τελειοποιούν τις δεξιότητες του σπορ παρά από άσκηση αντίστασης. Αν ο στόχος είναι τα μακροπρόθεσμα οφέλη στην υγεία, η άσκηση ενδυνάμωσης πρέπει να συνδυάζεται με αερόβιο πρόγραμμα άσκησης (Anderson et al., 2001). Ο σημαντικότερος σκοπός όμως της άσκησης αντιστάσεων για παιδιά (Roberts, 2002) είναι η εφαρμογή των κατάλληλων κατά περίπτωση τύπων άσκησης αντιστάσεων, η εκμάθηση ασφαλούς τρόπου άρσης ελαφρών βαρών, η κατανόηση ότι η άσκηση αντιστάσεων είναι ένα μόνο συστατικό ενός ολοκληρωμένου προγράμματος ευεξίας και των συστατικών της εξειδίκευσης, φορτίου, προόδου κι εναλλαγής καθώς εκτελούν άσκηση αντιστάσεων.
3.1. ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ
Κατά την εφαρμογή προγραμμάτων άσκησης σε παιδιά είναι απαραίτητο να ακολουθούνται δυο βασικοί κανόνες, που αφορούν γενικότερα σε όλον τον ασκούμενο πληθυσμό: ο ιατρικός έλεγχος πριν την άσκηση και η προθέρμανση και αποθεραπεία κατά την άσκηση. Ο ιατρικός έλεγχος κι επανέλεγχος σε τακτά χρονικά διαστήματα κρίνεται αναγκαίος, προκειμένου να αξιολογηθεί η κατάσταση υγείας και η δυνατότητα ασφαλούς συμμετοχής των παιδιών σε πρόγραμμα άσκησης. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά, όπου ελλείψει ιατρικού ελέγχου, παιδιά παρουσίασαν σοβαρά προβλήματα υγείας ή οδηγήθηκαν ακόμη και στο θάνατο, εξαιτίας ποικίλων διαταραχών υγείας που παρουσίαζαν εν αγνοία των κηδεμόνων και των γυμναστών τους στη διάρκεια άσκησης (Anderson, 2001ֹ Roberts, 2002). Όσον αφορά στη προθέρμανση, χάρη σε αυτήν ο ευαίσθητος οργανισμός των παιδιών προετοιμάζεται κατάλληλα κι έτσι μειώνονται οι πιθανότητες τραυματισμών, εύκολης κόπωσης, παρουσίασης άτυπων σωματικών ενοχλημάτων, που αφενός θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τους, αφετέρου μπορούν να αποτελέσουν πιθανό παράγοντα αποθάρρυνσης του παιδιού για ενασχόληση με την άσκηση (Anderson, 2001ֹ Roberts, 2002). Για τους ίδιους λόγους σημαντική είναι και η αποθεραπεία που ακολουθείται στο τέλος της άσκησης.
Στα παιδιά η ένταση των ασκήσεων πρέπει να καταγράφεται προσεχτικά και να σκιαγραφείται η αξιολόγηση της προόδου σε σταθερή βάση. Η συστηματική αναερόβια προπόνηση στα παιδιά είναι απαγορευτική, διότι δε παρουσιάζουν ακόμη τη κατάλληλη φυσική ωρίμανση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, για να ανταποκριθούν σε αυτό το είδος άσκησης, οπότε διακυβεύεται η ομαλή περαιτέρω φυσιολογική τους ανάπτυξη (Anderson, 2001ֹ Roberts, 2002). Στην περίπτωση εφαρμογής προγράμματος άσκησης αντιστάσεων, αυτό πρέπει να διεξάγεται πάντα υπό επίβλεψη. Ένα πρόγραμμα άσκησης ενδυνάμωσης μπορεί να είναι ασφαλές και αποτελεσματικό, αν παρθούν προφυλάξεις και εφαρμοστούν κατάλληλες τεχνικές. Είναι σημαντικό στα παιδιά να αποφεύγονται η άρση βαρών, το body building και οι μέγιστες άρσεις, μέχρις ότου φτάσουν στη φυσική και σκελετική ωρίμανση, διαφορετικά ελλοχεύουν κίνδυνοι για την ισορροπημένη σωματική ανάπτυξη τους (Anderson, 2001ֹ Roberts, 2002). Γενικότερα οι κίνδυνοι από τη συστηματική προπόνηση αφορούν στη φυσιολογία, τη ψυχολογία και την ορθοπεδική. Οι ορθοπεδικοί κίνδυνοι μπορούν να προκύψουν από την επίδραση στην ανάπτυξη των κινητικών οργάνων, τα τραύματα από ατυχήματα και τις υπερφορτώσεις (Anderson, 2001ֹRoberts, 2002).
4. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ & ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει ποικίλες έρευνες σχετικά με τη συμβολή της άσκησης στην ανάπτυξη των παιδιών, οι οποίες παρουσιάζονται παρακάτω. Όπως φαίνεται, διάφορα είδη άσκησης, όταν εφαρμοστούν με βάση τους όρους που προβλέπονται για την ασφάλεια των παιδιών, επιδρούν ευεργετικά στη σωματική τους ωρίμανση. Μάλιστα σύμφωνα με την US General Services Administration, Consumer Information Center (Wallace, 1998) τα ευεργετικά οφέλη που έχουν τα παιδιά από τη συμμετοχή τους σε οργανωμένα σπορ μπορούν να διαρκέσουν ακόμα και για μια ολόκληρη ζωή, χωρίς απαραίτητα να ασχοληθούν με τον αθλητισμό σε επαγγελματικό επίπεδο. Διότι κατά την ενασχόληση με την άσκηση τα παιδιά αποκτούν μεγαλύτερη ευεξία, αυτοέλεγχο, καρτερικότητα και κοινωνικές δεξιότητες. Επίσης όταν στην προεφηβική ηλικία ακολουθεί το παιδί προπόνηση δύναμης, όπου εφαρμόζονται οι αρχές της προοδευτικής αντίστασης και της εξειδίκευσης, παρατηρείται βελτίωση της μυϊκής δύναμης πέρα από τα αναμενόμενα επίπεδα της κανονικής ανάπτυξης (Anderson, 2001ֹ Wallace, 1998), χωρίς την πρόκληση μυϊκής υπερτροφίας. Αυτά τα οφέλη συνεισφέρουν στη νευρομυϊκή ”μάθηση”, κατά την οποία η προπόνηση αυξάνει των αριθμό των κινητικών νευρώνων που θα πυροδοτηθούν σε κάθε μυϊκή συστολή (Anderson, 2001). Ιδιαίτερα μέσα από την ενασχόληση των παιδιών με άσκηση αντιστάσεων (Roberts, 1992) παρατηρείται ανάπτυξη της μυϊκής δύναμης, της ελαστικότητας, της φυσικής εκτέλεσης, της σωματικής σύνθεσης, της καρδιοαναπνευστικής ευεξίας και διατήρηση ισορροπημένης αρτηριακής πίεσης. Γενικότερα η άσκηση ενδυνάμωσης υποβοηθά τη μυϊκή μεγέθυνση που κανονικά συμβαίνει με την εφηβική ωρίμανση σε αγόρια και κορίτσια (Anderson, 2001ֹ Wallace, 1998).
4.1. ΕΠΙΠΕΔΟ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΦΙΛ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Διάφορες έρευνες έχουν γίνει, προκειμένου να προσδιοριστεί η σχέση που μπορεί να έχει το επίπεδο καθημερινής φυσικής δραστηριότητας με την σωματική ανάπτυξη και τη γενικότερη καλή κατάσταση υγείας των παιδιών. Έτσι οι DuRant et al. (1993) μελέτησαν τις σχέσεις μεταξύ δεικτών φυσικής δραστηριότητας, φυσικής ευεξίας και σωματικών χαρακτηριστικών με τα επίπεδα λιπιδίων και λιποπρωτεϊνών σε νεαρά παιδιά. Στην έρευνα συμμετείχαν 123 παιδιά 4 – 5 ετών και χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα SCAN του Galveston (Μελέτης της Παιδικής Δραστηριότητας και Διατροφής). Έγιναν μετρήσεις ως προς τα σωματικά χαρακτηριστικά, τον καρδιακό ρυθμό σε ανάπαυση και στη διάρκεια της μέρας, τους δείκτες της καρδιοαναπνευστικής ευεξίας και των επιπέδων λιπιδίων και λιποπρωτεϊνών σε ηλικίες 3 ή 4 ετών (μελέτη έτους 1) και σε ηλικίες 4 ή 5 ετών (μελέτη έτους 2). Επίσης συγκρίθηκε η φυσική δραστηριότητα των παιδιών μεταξύ των ετών μελέτης 1 και 2 με τη κλίμακα CARS. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα στο έτος 1 οι αναλογίες μέσης / ισχίου ήταν αντιστρόφως ανάλογες με τη συνολική χοληστερόλη του ορού αίματος και των επιπέδων λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας και με το μέσο όρο επιπέδων φυσικής δραστηριότητας. Το σύνολο 7 μετρήσεων δέρματος – πτυχώσεων ήταν αντιστρόφως ανάλογο με το επίπεδο της HDL. Ο καρδιακός ρυθμός σε ανάπαυση, η αναλογία μέσης / ισχίου και η πτώση του καρδιακού ρυθμού σε άσκηση κατά τη διάρκεια αξιολόγησης της ευεξίας σχετίζονταν με το 19.5% των περιπτώσεων όπου παρουσιάστηκε διαταραχή στην συγκέντρωση της HDL2. Υψηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας αυτών των παιδιών ήταν σχετικά με υψηλότερα επίπεδα ευεξίας. Η αναλογία μέσης / ισχίου του έτους 1 και το σύνολο των 7 μετρήσεων δέρματος – πτυχώσεων του έτους 2 ήταν θετικώς σχετικά με τις αναλογίες LDL / HDL και της TSC / HDL. Συμπερασματικά υψηλότερα επίπεδα καρδιοαναπνευστικής ευεξίας και χαμηλότερα επίπεδα παχυσαρκίας είχαν άμεση σχέση με πιο ικανοποιητικά επίπεδα λιπιδίων και λιποπρωτεϊνών στα συγκεκριμένα παιδιά. Η φυσική δραστηριότητα φάνηκε να έχει έμμεση σχέση με τις τιμές των λιπιδίων και των λιποπρωτεϊνών μέσω της σχέσης της με υψηλότερα επίπεδα ευεξίας και χαμηλότερα επίπεδα παχυσαρκίας.
Αντίθετα στην έρευνα των Saris, W.H., Binkhorst, R.A., Cramwinckel, A.B., van der Veen-Hezemans, A.M., van Waesberghe, F. (1979), οι οποίοι μελέτησαν μια ομάδα παιδιών 4 – 6 ετών και μια ομάδα παιδιών 8 – 12 ετών ως προς την ικανότητα φυσικής εκτέλεσης, τη καθημερινή φυσική δραστηριότητα, τα σωματικά χαρακτηριστικά, τα λιπίδια του αίματος και το καθημερινό διαιτολόγιο, δε βρέθηκαν διαφορές στα λιπίδια του αίματος μεταξύ των παιδιών με χαμηλό και υψηλό επίπεδο φυσικής δραστηριότητας. Ωστόσο στη συγκεκριμένη έρευνα φάνηκε ότι παιδιά που έχουν καθημερινά υψηλό επίπεδο φυσικής δραστηριότητας και τρώνε περισσότερο κατάλληλες τροφές έχουν και μεγαλύτερη ικανότητα φυσικής εκτέλεσης (W170). Επίσης στην ομάδα παιδιών ηλικίας 8 – 12 ετών φάνηκε ότι όσα παρουσίασαν χαμηλή ικανότητα φυσικής εκτέλεσης ήταν παχύτερα από εκείνα με υψηλή ικανότητα εκτέλεσης, όμως ανάλογα στοιχεία δε βρέθηκαν στην ομάδα των νεότερων παιδιών.
Σε ανάλογα συμπεράσματα σχετικά με το ρόλο της αυξημένης φυσικής δραστηριότητας στη διατήρηση καλής υγείας στα παιδιά κατέληξαν μέσα από έρευνα τους και οι Matsui, I., Nambu, S., & Baba, S. (1998), οι οποίοι μελέτησαν τα λιπίδια, την ινσουλίνη νηστείας (IRI), τη διατροφή και τη φυσική δραστηριότητα σε 1330 παιδιά τριών ηλικιακών ομάδων (6 – 7, 9 – 10, 12 – 13 ετών). Τα επίπεδα συνολικής χοληστερόλης (TC) και της HDL-C ήταν θετικώς σχετικές, ενώ η HDL-C και η TG ήταν αρνητικώς σχετικές σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Η IRI ήταν θετικώς σχετική με τη σύνθεση σωματικής μάζας (ΒΜΙ) και τη πυκνότητα των δερματικών πτυχώσεων των τρικεφάλων στις ηλικίες 9 – 10 και 12 – 13, όμως δε βρέθηκε σημαντική συσχέτιση με την αναλογία μέσης / ισχίου. Στις ηλικίες 12 – 13 ετών η IRI ήταν θετικώς σχετική με την TC και την TG και αρνητικώς σχετική με την HDL-C. Στα παιδιά με υψηλή IRI (πάνω από 11.4 microU / mL) ηλικίας 12 – 13 ετών η διατροφή με βάση υψηλή ποσότητα λίπους (αναλογία λίπους – ενέργειας πάνω από 30%) και η χαμηλή φυσική δραστηριότητα (σκορ φυσικής δραστηριότητας κάτω από 10 πόντους) ήταν πιο συχνά και ο μέσος όρος επιπέδων δερματικών πτυχώσεων τρικεφάλων ήταν υψηλότερα. Η θετική σχέση μεταξύ TC και HDL-C δεν ήταν σημαντική σε παιδιά με υψηλή IRI. Οι ερευνητές κατέληξαν ότι η πλούσια σε λίπη διατροφή, η χαμηλή φυσική δραστηριότητα και η συσσώρευση σωματικού λίπους επηρέασε το επίπεδο της IRI, που ήταν στενά σχετικό με τα επίπεδα λιπιδίων.
4.2. ΠΡΟΦΙΛ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΘΛΗΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
Το ερευνητικό ενδιαφέρον, όπως προκύπτει από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση, φαίνεται ότι εστιάζεται και στη σωματική ανάπτυξη και υγεία παιδιών που ασχολούνται συστηματικά με διάφορα είδη αθλημάτων. Έτσι σε έρευνα των Falk et al (2003) στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν 25 αθλήτριες ακροβατικής γυμναστικής και 21 κολυμβήτριες, ενώ στην ομάδα ελέγχου συμμετείχαν 21 κορίτσια παρόμοιας ηλικίας, που δε συμμετείχαν σε κανονική φυσική δραστηριότητα για περισσότερο από 2 φορές την εβδομάδα. Όλες οι συμμετέχουσες έπρεπε να βρίσκονται στα αρχικά στάδια (1 και 2) σεξουαλικής ανάπτυξης της προεφηβείας ανάλογα με την ηβική τριχοφυϊα. Έγιναν μετρήσεις βάρους, ύψους και πάχους δερματικών πτυχώσεων. Οι αθλήτριες ακροβατικής γυμναστικής φάνηκε ότι είχαν σημαντικά μικρότερο ύψος και βάρος από τις κολυμβήτριες και τις συμμετέχουσες στην ομάδα ελέγχου, όμως είχαν παρόμοια σωματική σύσταση με αυτές. Οι αθλήτριες ακροβατικής γυμναστικής είχαν επίσης υψηλότερες τιμές στο μη κυρίαρχο χέρι από τις κολυμβήτριες και τις συμμετέχουσες στην ομάδα ελέγχου. Οι τιμές για το κάτω μέρος του ποδιού ήταν παρόμοιες στις αθλήτριες ακροβατικής γυμναστικής και τις κολυμβήτριες, αλλά σημαντικά υψηλότερες από τις συμμετέχουσες στην ομάδα ελέγχου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των μετρήσεων που έγιναν, οι ερευνητές κατέληξαν ότι φυσική άσκηση είτε έντονων κρούσεων είτε χωρίς κρούσεις βελτιώνει τα χαρακτηριστικά των οστών σε προέφηβες και νεαρές έφηβες κοπέλες. Οι υψηλότερες τιμές που εμφανίστηκαν στις μετρήσεις του κάτω μέρους των ποδιών στις κολυμβήτριες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι αθλήματα που απαιτούν υψηλή μυϊκή πίεση στο οστό μπορεί να βελτιώνουν τα χαρακτηριστικά των οστών σε νεαρές αθλήτριες.
Από την άλλη οι Bencke, J., Damsgaard, R., Saekmose, A., Jergensen, P., Jorgensen, K., Klausen, K. (2002) διερεύνησαν σε σχετική μελέτη τα πιθανά αποτελέσματα της εξειδίκευσης στη μυϊκή και αναερόβια δύναμη παιδιών που ασχολούνται συστηματικά με διαφορετικά αθλήματα σε διαφορετικά επίπεδα απόδοσης. Το ερευνητικό τους δείγμα αποτέλεσαν 185 αγόρια και κορίτσια από τη Δανία που ασχολούνταν με την κολύμβηση, την αντισφαίριση, το χάντμπολ και τη γυμναστική. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε 2 ομάδες, την ομάδα των ελίτ και την ομάδα των μη ελίτ αθλητών. Έγιναν μετρήσεις ως προς το ύψος, τη μάζα σώματος, το ποσοστό ινσουλίνης θεωρούμενης ως παράγοντας ανάπτυξης, την αναερόβια δύναμη, την εκρηκτική δύναμη των κάτω άκρων και τη δύναμη των βραχιόνων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στο ίδιο σπορ ως προς το βάρος και το ύψος για παιδιά παρόμοιας ηλικίας ούτε και ανάμεσα στα σπορ. Ως προς την αναερόβια δύναμη και την εκρηκτική δύναμη των κάτω άκρων δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των αθλητών που ασχολούνταν με το ίδιο σπορ. Αντίθετα όταν οι ικανότητες αυτές αξιολογήθηκαν μεταξύ αθλητών διαφορετικών αθλημάτων εμφανίστηκαν σημαντικές διαφορές. Ως προς τη δύναμη των βραχιόνων υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των 2 φύλων στη γυμναστική και μεταξύ των ομάδων ελίτ και μη ελίτ αθλητών στη κολύμβηση. Όμως δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ φύλου κι επιπέδου άθλησης στη δύναμη βραχιόνων ούτε μεταξύ των σπορ. Οι γυμναστές ήταν οι ελαφρύτεροι και κοντύτεροι όλων, είχαν εκρηκτικότερη μυϊκή απόδοση με υψηλότερα άλματα SJ και CMJ και καλύτερες αναλογίες από όλους τους άλλους ελίτ αθλητές. Γενικά στο συγκεκριμένο σπορ φάνηκε ότι επηρεάζεται περισσότερο η νευρομυϊκή δραστηριότητα συντονισμού. Η αναερόβια δύναμη φάνηκε να έχει άμεση σχέση με το μέγεθος του σώματος, αφού οι αθλητές χάντμπολ και κολύμβησης, που παρουσίασαν τα υψηλότερα ποσοστά αναερόβιας δύναμης είχαν και το μεγαλύτερο σωματότυπο, κάτι που αποτελεί πλεονέκτημα σε αυτά τα σπορ. Τελικά φάνηκε ότι η αναερόβια δύναμη σχετίζεται με το μέγεθος των μυών περισσότερο απ΄ότι με την κατάρτιση και η απόδοση αναερόβιου έργου μπορεί να εξαρτηθεί περισσότερο από τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν τα ATP και CrP που είναι σε υψηλό βαθμό σχετικά με το μέγεθος των μυών.
4.3. Η ΘΕΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η παιδική ηλικία είναι μια περίοδος συνεχούς εξέλιξης και διάφοροι παράγοντες, μεταξύ των οποίων και η άσκηση, συμμετέχουν και επηρεάζουν σημαντικά την πορεία και ποιότητα αναπόφευκτων φυσιολογικών αλλαγών που συμβαίνουν. Το ερευνητικό ενδιαφέρον έχει εστιαστεί εκτός των άλλων και στη μελέτη του θετικού ρόλου που μπορεί να έχει η άσκηση στην επιθυμητή φυσική και σωματική ανάπτυξη και την αποτροπή κάποιων παραγόντων κινδύνου για την υγεία των παιδιών. Για παράδειγμα σε σχετικές με την επίδραση της άσκησης με αντιστάσεις έρευνες (Roberts, 2002) φαίνεται ότι, παρά την πεποίθηση προηγούμενων ετών, κατά την παιδική και προεφηβική ηλικία αυτή επιδρά πολύ θετικά στην αναπτυσσόμενη μυϊκή δύναμη και αντοχή. Μεταξύ των θετικών επιδράσεων του συγκεκριμένου είδους άσκησης εντοπίζονται επίσης: α) πρόληψη καρδιαγγειακών παθήσεων, β) μείωση κι έλεγχος της υψηλής αρτηριακής πίεσης και παιδικής παχυσαρκίας, γ) βελτίωση των βασικών κινητικών δεξιοτήτων, δ) πιθανή αποτροπή τραυματισμών, ε) βελτίωση της αυτοπεποίθησης κι αυτοεικόνας, ζ) πρώιμη ανάπτυξη καλής στάσης σώματος, η) μεγαλύτερη ευκολία και αποτελεσματικότητα στην εκτέλεση κινητικών και αθλητικών καθηκόντων, θ) καλύτερη εκτέλεση διεθνών τεστ ευεξίας, ι) πρώιμη ανάπτυξη συγχρονισμού και ισορροπίας, κ) καθιέρωση της ευεξίας ως ενδιαφέρον όλης της ζωής, λ) βελτίωση ελαστικότητας, μ) βελτιώσεις στη σωματική σύνθεση.
Δυστυχώς όμως τα τελευταία χρόνια οι κοινωνικές συνθήκες έχουν διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε τα παιδιά να καταγίνονται με διάφορες δραστηριότητες άσχετες με την άσκηση. Έτσι τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας ή άσκησης των παιδιών σήμερα είναι πολύ περιορισμένα (Roberts, 2002), γεγονός ιδιαίτερα αρνητικό για την ισορροπημένη φυσική και σωματική τους ανάπτυξη. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο απειλητική, αν σκεφτεί κανείς τα αυξημένα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας, που επίσης παρατηρούνται τελευταία. Η έλλειψη επαρκούς επιπέδου φυσικής δραστηριότητας σε συνδυασμό με την παχυσαρκία είναι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις και διαβήτη (Roberts, 1992ֹ Roberts, 2002). Σε σχέση με τα προαναφερόμενα, οι Donnelly et al. (1996) διεξήγαγαν έρευνα με σκοπό τη μείωση της παχυσαρκίας και βελτίωση της φυσικής και μεταβολικής ευεξίας σε παιδιά του Δημοτικού. Συνομήλικοι από την 3η και 5η τάξη του Δημοτικού δύο σχολικών περιφερειών στη Νεμπράσκα συμμετείχαν σε ένα διετές πρόγραμμα αυξημένης φυσικής δραστηριότητας και τροποποιημένου διαιτολογίου κατά τη διάρκεια παραμονής των παιδιών στο σχολείο. Η συλλογή δεδομένων για την αερόβια ικανότητα, τη σωματική σύνθεση, τα στοιχεία του αίματος, τη διατροφή, την ενεργειακή κατανάλωση και τη φυσική δραστηριότητα πραγματοποιούνταν στην αρχή και το τέλος κάθε χρονιάς. Η ομάδα παρέμβασης δέχτηκε επαρκή φυσική δραστηριότητα, εξειδικευμένη διατροφική εκπαίδευση και δίαιτα φτωχότερη σε λίπη και νάτριο. Η ομάδα ελέγχου συνέχισε να έχει το σχολικό γεύμα και το πρόγραμμα ομαδικών αθλητικών δραστηριοτήτων, που είχε πριν την έναρξη της παρέμβασης. Στο 2ο χρόνο, τα γεύματα της ερευνητικής ομάδας είχαν σημαντικά χαμηλότερη ενέργεια (9%), λίπη (25%), νάτριο (21%) και περισσότερες φυτικές ίνες (17%). Επίσης οι μετρήσεις 24ωρης ενεργειακής πρόσληψης για την ερευνητική ομάδα και την ομάδα ελέγχου έδειξαν σημαντικές διαφορές μόνο για το νάτριο. Η φυσική δραστηριότητα στην τάξη ήταν 6% μεγαλύτερη για την ερευνητική ομάδα σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (ρ<0.05), αλλά η φυσική δραστηριότητα εκτός σχολείου ήταν περίπου 16% χαμηλότερη για την ερευνητική ομάδα σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (ρ<0.05). Το σωματικό βάρος και λίπος δεν διέφεραν μεταξύ των ομάδων για κανονικού βάρους ή για παχύσαρκα παιδιά. Δε βρέθηκαν διαφορές για τις τιμές της χοληστερόλης, της ινσουλίνης και της γλυκόζης. Επίσης η HDL ήταν σημαντικά υψηλότερη και η χοληστερόλη/HDL ήταν σημαντικά μικρότερη για την ερευνητική ομάδα σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (ρ<0.05). Συμπερασματικά η έλλειψη διαφορών μεταξύ ερευνητικής ομάδας και ομάδας ελέγχου ίσως οφείλεται σε λανθασμένη ενεργειακή κατανάλωση και περιορισμό της φυσικής δραστηριότητας έξω από το σχολείο.
Η άσκηση επιδρά πολύ θετικά και στην ανάπτυξη των οστών των παιδιών. Ο Miller, K.E. (2003) ανέφερε ότι σύμφωνα με έρευνες των τελευταίων ετών η φυσική άσκηση κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία αυξάνει τη συγκέντρωση μετάλλων στα οστά και το ανώτατο σημείο οστικής μάζας. Η αυξημένη συγκέντρωση μετάλλων στα οστά και η οστική μάζα φαίνονται μεγαλύτερες σε παιδιά και εφήβους που συμμετέχουν σε υψηλής κρούσης σπορ. Μικρότερη αύξηση παρουσιάζεται μεταξύ εκείνων που ασχολούνται με χαμηλής κρούσης σπορ, όπως η κολύμβηση. Κάποιοι άλλοι ερευνητές (Kontulainen et al., 2002) επιχείρησαν να επεκτείνουν τις παρατηρήσεις σχετικά με τη θετική επίδραση της άσκησης στα οστά κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, διερευνώντας τη μακροπρόθεσμη διατήρηση τους, ακόμη και μετά τη μείωση ή τη παύση της δραστηριότητας. Στην έρευνα τους αξιολογήθηκε αφενός η συμβολή ενός 9μηνου παρεμβατικού προγράμματος άσκησης στην απόδοση, αφετέρου τα οφέλη στην οστική πυκνότητα σε αναπτυσσόμενα κορίτσια και η διατήρηση αυτών μετά το πέρας της άσκησης. Συμμετείχαν 99 κορίτσια με μ.ό. ηλικίας τα 12.5 έτη (+/-1.5), εκ των οποίων οι 50 αποτέλεσαν την ερευνητική ομάδα και οι υπόλοιπες 49 την ομάδα ελέγχου. Έγιναν μετρήσεις ως προς την οστική πυκνότητα (BMC) και σύγκριση σε 3 παραμέτρους απόδοσης: α) στάση μετά από μακρύ άλμα, β) δύναμη εκτάσεων των ποδιών, γ) παλίνδρομο τρέξιμο. Το 9μηνο πρόγραμμα, που ακολούθησε η ερευνητική ομάδα, περιλάμβανε εβδομαδιαία 2 προπονητικές μονάδες διάρκειας 50 λεπτών αερόβιας άσκησης με step, στις οποίες εκτελούνταν και επιπρόσθετα άλματα. Ο αριθμός των αλμάτων ήταν συνεχώς αυξανόμενος και στο τελευταίο τρίμηνο περιλάμβανε 150 άλματα με τα δυο πόδια και 50 με το ένα σε step ύψους 30 cm. Η έρευνα έδειξε βελτίωση 5% στην οστική πυκνότητα της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και του μηριαίου οστού. Επίσης βελτίωση 6.4% στο στατικό άλμα, που υποδηλώνει την ισχυροποίηση του μυοσκελετικού συστήματος λόγω της συγκεκριμένης άσκησης. Τα οφέλη φάνηκε ότι διατηρήθηκαν σε επανέλεγχο που έγινε 6 μήνες μετά την ολοκλήρωση του παρεμβατικού προγράμματος.
Οι Rowland, T.W., Boyajian, A. (1995) μέσα από βιβλιογραφική μελέτη διαπίστωσαν ότι παρά την πεποίθηση, που επικρατούσε παλαιότερα, ότι μικρή ή καθόλου βελτίωση της μέγιστης αερόβιας ισχύος αναμένεται να παρουσιάσουν τα παιδιά μετά από άσκηση, μετά από έρευνες των τελευταίων ετών φάνηκε ότι είναι δυνατό να επέλθουν βελτιώσεις 10 – 14% της VO2 max, αν χρησιμοποιηθεί η κατάλληλη συχνότητα, ένταση και διάρκεια. Στην έρευνα τους συμμετείχαν 48 μαθητές από 10.9 – 12.8 ετών. Εφαρμόστηκε πρόγραμμα άσκησης αντοχής 12 εβδομάδων με 3 συνεδρίες εβδομαδιαία διάρκειας 20 – 30 λεπτών. Η άσκηση αφορούσε σε τρέξιμο, αερόβιο χορό, ανέβασμα σκάλας, άλματα, ντρίπλες / πάσες στο μπάσκετ, περπάτημα / τρέξιμο σε εξωτερικό χώρο. Η ένταση έπρεπε να είναι τέτοια, ώστε ο καρδιακός ρυθμός κατά την άσκηση να είναι της τάξης των 160 – 170 παλμών το λεπτό. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυξήθηκε η VO2 max κατά 6.5%, σε 11 παιδιά αυξήθηκε η μέγιστη αερόβια ισχύς <3%, παρουσιάστηκε μείωση του καρδιακού ρυθμού από 152 σε 148 παλμούς το λεπτό και σημαντική βελτίωση στην υπομέγιστη οικονομία περπατήματος και στο χρόνο βαδίσματος / τρεξίματος στο διάδρομο. Η μέγιστη καρδιακή συχνότητα και η αναλογία εκπνεόμενου αέρα δεν άλλαξαν. Συμπερασματικά η μέγιστη αερόβια ισχύς μπορεί αποτελεσματικά να αυξηθεί με άσκηση αντοχής στα παιδιά. Η χαμηλή ανταπόκριση επιβεβαίωσε παλαιότερες απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες η αερόβια ικανότητα είναι μικρότερη στη παιδική ηλικία σε σύγκριση με νεαρούς ενήλικες. Παρομοίως η διακύμανση στις τιμές της VO2 max σε πληθυσμό ασκούμενων παιδιών μπορεί να είναι μικρότερη απ’ ότι σε ενήλικες. Δεν παρατηρήθηκαν φυλετικές διαφορές ως προς την αερόβια ανταπόκριση σε άσκηση αντοχής.
Οι Nottin, A. et al (2002) μελέτησαν την επίδραση της προπόνησης αντοχής στους ρυθμιστικούς μηχανισμούς, που ευθύνονται για τον τύπο του όγκου παλμού κατά τη διάρκεια εκτέλεσης προοδευτικά αυξανόμενης άσκησης μέχρις εξαντλήσεως σε παιδιά προεφηβικής ηλικίας. Το δείγμα αποτελέσαν 10 αγόρια ηλικίας 11.2 έτη (+/- 1.0), με προπονητική ηλικία τα 2 έτη και συχνότητα προπόνησης 2 προπονητικές μονάδες την εβδομάδα και 13 μη προπονημένα αγόρια με χρονολογική ηλικία τα 11.6 έτη (+/- 0.6). Εφαρμόστηκε πρωτόκολλο μέγιστης άσκησης με δοκιμασία κόπωσης σε κυκλοεργόμετρο. Έγιναν μετρήσεις ως προς την αρτηριακή πίεση, το καρδιακό ρυθμό σε ηρεμία, το ύψος, το βάρος, το σωματικό λίπος, τη ροή του εισπνεόμενου αέρα και τη καρδιακή συχνότητα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δυο ομάδες ως προς τη μάζα σώματος, το ύψος, το ποσοστό της λιπώδους σωματικής μάζας. Η VO2 max ήταν πιο υψηλή, όπως αναμενόταν, στα προπονημένα παιδιά απ’ ότι στα απροπόνητα. Δεν υπήρξαν διαφορές στη μέγιστη (Α-ω) Ο2 ανάμεσα σε αθλητές αντοχής και στα παιδιά που δεν ασκούνταν. Οι μηχανισμοί οι οποίοι ευθύνονται για τις μεταβολές στον δείκτη του όγκου παλμού SV-I στη διάρκεια προοδευτικά αυξανόμενης άσκησης μέχρις εξαντλήσεως ήταν παρόμοιοι για τα προπονημένα και τα απροπόνητα παιδιά. Οι υψηλότερες μέγιστες τιμές της SV-I στα προπονημένα παιδιά ήταν αποτέλεσμα κυρίως των υψηλότερων τιμών ηρεμίας. Άρα οι φυσιολογικές μεταβλητές, που επηρεάζουν τον όγκο παλμού ηρεμίας, ήταν καθοριστικοί στη βελτίωση του μέγιστου δείκτη καρδιακής παροχής Q-I και επομένως της VO2 max στα προπονημένα παιδιά. Οι δείκτες τελοδιαστολικής και τελοσυστολικής διάστασης ηρεμίας ήταν υψηλότεροι στα προπονημένα παιδιά, ενώ δε συνέβη το ίδιο για τη SVR και τη LVSF. Ο υψηλότερος μέγιστος δείκτης όγκου παλμού ήταν αποτέλεσμα του υψηλότερου προφορτίου ηρεμίας, αφού δε βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στη συνολική συσταλτικότητα του μυοκαρδίου, όπως και στο μεταφορτίο. Συμπερασματικά δε σημειώθηκαν διαφορές στις καρδιαγγειακές προσαρμογές στη διάρκεια προοδευτικά αυξανόμενης έντασης άσκησης μέχρις εξαντλήσεως μεταξύ προπονημένων και μη παιδιών. Επίσης οι τύποι του όγκου παλμού όπως και οι μηχανισμοί, που ευθύνονται για τον SV, ήταν παρόμοιοι και στις δυο ομάδες. Τέλος ο δείκτης SV-I ήταν υψηλότερος στην ηρεμία και κατά τη διάρκεια υπομέγιστης και μέγιστης άσκησης.
5. Η ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΩΣ ΜΕΣΟ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΠΟΙΚΙΛΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ
Όπως προαναφέρθηκε, τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί σημαντική μείωση τόσο του ποσοστού των παιδιών που ασχολούνται με την άσκηση, όσο και του επιπέδου φυσικής δραστηριότητας που παρουσιάζουν τα παιδιά στο σύνολο τους. Η υποκινητικότητα αποτελεί σημαντικό παράγοντα εκδήλωσης ποικίλων παθήσεων και συμβάλει στην αυξανόμενη εμφάνιση νοσηρότητας των ατόμων από την παιδική τους ακόμη ηλικία. Μελέτες που έχουν γίνει στην Αμερική (Roberts, 1992) έχουν φέρει στο φως σημαντικά στοιχεία σχετικά με το προφίλ φυσικής κατάστασης και δραστηριότητας των παιδιών, που οδηγούν σε απογοητευτικά συμπεράσματα, όπως: 1) περίπου το 40% των παιδιών μεταξύ 5 – 8 ετών παρουσιάζουν χαρακτηριστικά – παράγοντες κινδύνου καρδιοπαθειών, όπως παχυσαρκία, υπέρταση και υψηλή χοληστερίνη, 2) τα παιδιά σήμερα κατά την ανάπτυξη τους γίνονται παχύτερα και οι συνήθειες που θα τους οδηγούσαν σε φυσική ευεξία έχουν χειροτερέψει, απ’ ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’60, 3) η μυϊκή δύναμη και αντοχή των παιδιών είναι φτωχή, 4) το 32% παιδιών της 4ης Δημοτικού παρακολουθούν περισσότερο από 6 ώρες ημερησίως τηλεόραση, ένα ακόμη στοιχείο που καταδεικνύει τον καθιστικό τρόπο ζωής, που ακολουθούν τα παιδιά.
Η κατάσταση θα μπορούσε να αλλάξει, κι είναι απαραίτητο να συμβεί αυτό, αν γίνει συνείδηση όλων ότι η φυσική δραστηριότητα σε μικρή ηλικία μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη χρόνιων παθήσεων κατά τη διάρκεια της ζωής. Τα φυσικώς δραστήρια παιδιά έχουν λιγότερες χρόνιες καταστάσεις υγείας, έχουν μικρότερο κίνδυνο νοσηρότητας πριν την ωρίμανση ή θανάτου από τα παιδιά με καθιστικό τρόπο ζωής (Roberts, 1992). Συγκεκριμένα ο καθιστικός τρόπος ζωής έχει σημαντικό κίνδυνο ανάπτυξης καρδιοπαθειών, παχυσαρκίας, διαβήτη κι άλλων χρόνιων παθήσεων κατά την ενηλικίωση (Roberts, 2002). Η υπέρταση και η παχυσαρκία αυξάνονται και στα παιδιά. Η ικανότητα για άσκηση και η VO2 max μπορούν να αυξηθούν κατά τη παιδική ηλικία (Rowland et al.,1995). Παρ’ ότι τα παιδιά έχουν μικρότερες αναερόβιες ικανότητες από τους εφήβους και τους ενήλικες, η ικανότητα τους να αυξήσουν την αερόβια κι αναερόβια δύναμη βελτιώνεται όσο ωριμάζουν (Roberts, 1992ֹ Rowland et al., 1995). Επίσης οι αερόβιες ικανότητες είναι σημαντικά υψηλότερες στα δραστήρια παιδιά σε σχέση με αυτά που έχουν καθιστικό τρόπο ζωής (Rowland et al., 1995). Ο μέσος όρος αερόβιας βελτίωσης μετά από άσκηση είναι 8 – 10% ανάλογα με το είδος και την ένταση της άσκησης (Roberts, 1992ֹ Roberts, 2002ֹ Rowland et al., 1995).
Στην έρευνα των Falk et al (2003), για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αθλήματα που απαιτούν υψηλή πίεση στο οστό μπορεί να βελτιώσουν τα χαρακτηριστικά των οστών με τέτοιον τρόπο, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος ανάπτυξης οστεοπόρωσης στην κατοπινή ζωή και το ενδεχόμενο κατάγματος καθώς τα άτομα μεγαλώνουν. Γενικότερα όμως κάθε είδος άσκησης (Miller, 2003) επηρεάζει θετικά την οστική ανάπτυξη κατά τη παιδική ηλικία, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος οστεοπόρωσης αργότερα.
Ειδικότερα για τη πρόληψη των καρδιοπαθειών, η Craig, S.B. (1996) μετά από βιβλιογραφική μελέτη παρατήρησε ότι τα τελευταία χρόνια είναι κοινή πεποίθηση πως αυτή πρέπει να ξεκινά από την παιδική ηλικία. Η φυσική δραστηριότητα, οριζόμενη ως κάθε σωματική κίνηση που παράγεται από τους σκελετικούς μύες και καταλήγει σε παραγωγή ενέργειας, επιδρά στη διατήρηση καλής ισορροπίας των λιποπρωτεϊνών και της αρτηριακής πίεσης. Στους ενήλικες η φυσική δραστηριότητα σχετίζεται άμεσα με τη συγκέντρωση της HDL-C και αντιστρόφως ανάλογα με την αρτηριακή πίεση, ενώ στα παιδιά η σχέση της φυσικής δραστηριότητας με τις συγκεκριμένες παραμέτρους ποικίλουν. Στην έρευνα της επιχειρήθηκε η εκτίμηση της σχέσης μεταξύ φυσικής δραστηριότητας και HDL-C και LDL-C και της αρτηριακής πίεσης σε 49 κορίτσια πριν την έναρξη της εμμήνου ρύσεως της 4ης, 5ης και 6ης τάξης του Δημοτικού (μ.ό. ηλικίας τα 10.1 έτη). Μετρήθηκε η φυσική δραστηριότητα με προσωπική εβδομαδιαία αναφορά των κοριτσιών και ελέγχθηκαν η διατροφή, η σωματική σύνθεση και τα επίπεδα ορμονών για τυχόν επιδράσεις. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα η επίδραση της φυσικής δραστηριότητας στη συγκέντρωση της LDL-C παρουσίασε ποικιλία εξαρτώμενη από την ένταση της άσκησης και μπορούσε να είναι ανεξάρτητη από το ποσοστό σωματικού λίπους. Δε βρέθηκε αλληλεπίδραση μεταξύ επιπέδου ινσουλίνης στη νηστεία και φυσικής δραστηριότητας, που ανέφεραν οι ίδιες οι συμμετέχουσες ότι είχαν, όμως βρέθηκε αλληλεπίδραση μεταξύ ωρών συμμετοχής σε δραστηριότητα τουλάχιστον μέτριας έντασης και συγκέντρωσης LDL-C & apo B. Αυτό όμως δεν αποτέλεσε δείκτη πρόβλεψης της συγκέντρωσης της HDL-C, της συστολικής ή διαστολικής πίεσης με ή χωρίς εκτίμηση του ποσοστού σωματικού λίπους ή ποσοστού θερμίδων από το λίπος. Επίσης η αναλογία μέσης – ισχίου ήταν αρνητικώς σχετική με την αρτηριακή πίεση. Συμπερασματικά σύμφωνα με τα ευρήματα η συμμετοχή σε φυσική δραστηριότητα τουλάχιστον μέτριας έντασης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο στο μέλλον ανάπτυξης καρδιαγγειακών παθήσεων μέσω μιας αντίστροφης σχέσης με τα επίπεδα της LDL-C. Η ένταση της άσκησης ίσως είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας, που επιδρά στη LDL-C.
6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Όπως φαίνεται από διάφορες έρευνες, για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω, η θετική συμβολή της άσκησης στη διατήρηση και βελτίωση των όρων ισορροπημένης και υγιούς φυσικής ανάπτυξης των παιδιών είναι αναμφισβήτητη. Τα αυξημένα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας αφενός βελτιώνουν τη ψυχική, φυσική και σωματική κατάσταση κάθε παιδιού, αφετέρου λειτουργούν αποτρεπτικά στην πρόκληση διαταραχών, που πιθανά θα συνοδεύουν το παιδί σε ολόκληρη τη ζωή του. Η άσκηση φαίνεται ακόμη ότι συνεισφέρει ως μέσο πρόληψης στην αποτροπή εκδήλωσης κάποιων παθήσεων, που εμφανίζονται στη κατοπινή ζωή του ατόμου. Δημιουργείται γενικότερα το κατάλληλο υπόβαθρο, ώστε να αυξηθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό οι πιθανότητες να εξελιχθούν τα παιδιά σε υγιείς ενήλικες. Βέβαια όσο ευεργετική έχει αποδειχθεί ότι είναι η άσκηση, τόσο επικίνδυνη θα μπορούσε να γίνει, στην περίπτωση μη εφαρμογής όλων των αρχών άσκησης και μέτρων προφύλαξης που απαιτούνται για τον ευαίσθητο οργανισμό και το υπό ανάπτυξη ανώριμο ακόμη σώμα των παιδιών. Επομένως η άσκηση είναι απαραίτητη για τα παιδιά, αρκεί να σχεδιάζεται και να εφαρμόζεται με το σωστό τρόπο.
Παρά τα αποδεδειγμένα οφέλη της άσκησης και της αυξημένης φυσικής δραστηριότητας στη ζωή των παιδιών, η υποκινητικότητα, ο καθιστικός τρόπος ζωής, η ενασχόληση με δραστηριότητες άσχετες με την άσκηση πρωταγωνιστούν στη ζωή των παιδιών σήμερα. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν τα κατάλληλα κίνητρα ενασχόλησης των παιδιών με την άσκηση, ώστε να απολαύσουν τις ευεργετικές επιδράσεις της. Η αρχή θα μπορούσε να γίνει από τους ίδιους τους γονείς, που χρειάζεται να προτρέπουν τα παιδιά τους να ασχοληθούν με την άσκηση. Εκτός από τους γονείς, το σχολείο και γενικότερα η κοινότητα πρέπει να ενθαρρύνουν την ενασχόληση των παιδιών με την άσκηση δημιουργώντας και προσφέροντας τα κατάλληλα κίνητρα, προϋποθέσεις και ευκαιρίες προς αυτήν την κατεύθυνση. Το καλύτερο είδος άσκησης για ένα παιδί είναι αυτό που βρίσκει ενδιαφέρον και διασκεδαστικό. Διότι έτσι μόνο θα εκτιμήσει τη φυσική δραστηριότητα και δε θα πάψει να ασχολείται με αυτή δια βίου. Για να το ανακαλύψει, θα πρέπει το περιβάλλον, στο οποίο μεγαλώνει, να προωθεί τη δυνατότητα επαφής κι ασφαλούς ενασχόλησης με κάθε είδος φυσικής δραστηριότητας.
Βιβλιογραφία
Anderson, S.J., Bernard, A., Griesemer, A., Bar-Or, O. (2001). Strength Training by Children and Adolescents. Pediatrics, 6, 105-111
Bencke, J., Damsgaard, R., Saekmose, A., Jergensen, P., Jorgensen, K., Klausen, K. (2002). Anaerobic power and characteristics of muscles strength of 11 year old elite and no elite boys and girls athletes of gymnastics, handball, volleyball and swimming. Scandinavian Journal of Medicine & Science in Sports, 12, 171-178.
Cole, M., Cole, S.R. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών – Η αρχή της ζωής: εγκυμοσύνη, τοκετός, βρεφική ηλικία, Τόμος Α’. Μετάφραση: Μαρία Σόλμαν. Αθήνα, Εκδόσεις τυπωθήτω
Cole, M., Cole, S.R. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών -Γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και μέση παιδική ηλικία, Τόμος Β’. Μετάφραση: Μαρία Σόλμαν. Αθήνα, Εκδόσεις τυπωθήτω
Craig, S.B. (1996). The impact of physical activity on lipids, lipoproteins, and blood pressure on preadoloscent girls. Pediatrics, 9, 125-134
Donnelly, J.E., Jacobsen, D.J., Whatley, J.E., Hill, J.O., Swift, L.L., Cherrington, A., Polk, B., Tran, Z.V., Reed, G. (1996). Nutrition and physical activity program to attenuate obesity and promote physical and metabolic fitness in elementary school children. Obes Res, 4, 3, 229-43
DuRant, R.H., Baranowski, T., Rhodes, T., Gutin, B., Thompson, W.O., Carroll, R., Puhl, J., Greaves, K.A. (1993). Association among serum lipid and lipoprotein concentration and physical activity, physical fitness, and body composition in young children. J Pediatr, 123, 2, 185-92
Falk, B. et al (2003). Quantitative ultrasound of the tibia and radius in prepubertal and early-pubertal female athletes. Arch Pediatr Adolesc Med, 157, 139-143
Kohl, H.W. III (1998). Development of physical activity behaviors among children and adolescents – The Causes and Health Consequences of Obesity in Children and Adolescents. Pediatrics, 3, 76-86
Kontulainen, S.A., Kannus, P.A., Pasanen, M.E., Sievanen, H.T., Heinonen, A.O., Oja, P., Vuori, I. (2002). Does Previouw Participation in High-Impact Training Result in Residual Bone Gain in Growing Girls? International Journal of Sports Medicine, 23, 575-581
Κέλλης, Σ. (2003). Προπονητική – Σημειώσεις από τις παραδόσεις του μαθήματος. Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ.
Matsui, I., Nambu, S., Baba, S. (1998). Evaluation of fasting serum insulin levels among Japanese school-age children. J Nutr Sci Vitaminol, 44, 6, 819-28
McArdle, W.D., Katch, F.I., Katch, V.L. (2001). Φυσιολογία της Άσκησης, Τόμος Ι. Επιστημονική επιμέλεια: Κλεισούρας, Β.. Αθήνα, Ιατρικές Εκδόσεις Π. Χ. Πασχαλίδης
McArdle, W.D., Katch, F.I., Katch, V.L. (2001). Φυσιολογία της Άσκησης, Τόμος ΙΙ. Επιστημονική επιμέλεια: Κλεισούρας, Β.. Αθήνα, Ιατρικές Εκδόσεις Π. Χ. Πασχαλίδης
Miller, K.E. (2003). Evaluation of bone mass in young female athletes. American Family Physician, 1, 24-30
Nottin, A., Vinet, F., Stecken, L., N’ Guyen, F., Ouinissi, F., Lecoq, M., Obert, P. (2002). Central and peripheral cardiovascular adaptations to exercise in endurance – trained children. Acta Physiol Scand, 175, 85-92
Roberts, S.O. (1992). Child’s play: physical activity at an early age may help prevent chronic illness over a lifetime – Sixth Annual Youth Fitness Section. American Fitness, 7, 56-61
Roberts, S.O. (2002). A strong start: strength and resistance training guidelines for children and adolescents. American Fitness, 20, 1, 45-51
Rowland, T.W., Boyajian, A. (1995). Aerobic response to endurance exercise training in children. Pediatrics, 10, 90-96
Saris, W.H., Binkhorst, R.A., Cramwinckel, A.B., van der Veen-Hezemans, A.M., van Waesberghe, F. (1979). Evaluation of somatic effects of a health education program for schoolchildren. With special reference to physical activity, nutrition, body composition, and blood lipids. Bibl Nutr Dieta, 27, 77-84
Wallace, M.A. (1998). Organized sports increase children’s fitness and self-esteem. AORN Journal, 6,68-70
Γεωργία Θ. Παπατσιακμάκη, Ειδική Παιδαγωγός
Ιούνιος, 2005