Κάθε μορφής αναπηρία είναι βέβαιο ότι δημιουργεί φοβερά αδιέξοδα σε όσους πλήττονται από αυτήν καθώς και στους οικείους τους. Είναι ευρύτερα γνωστό ότι άτομα τα οποία ανήκουν σ’ αυτό το κομμάτι του πληθυσμού, αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα και δυσκολίες. Μια από τις βασικότερες δυσκολίες είναι το να προσδιορίσουν και να επιλέξουν με ρεαλισμό τους στόχους στους οποίους επιθυμούν και μπορούν να φτάσουν. Χρειάζεται λοιπόν μια εξαιρετικά επίπονη προσπάθεια για να μην καταβληθεί κανείς ψυχικά, αναζητώντας λύσεις ώστε να ξεπεράσει αυτά τα αδιέξοδα.
Γι’ αυτό, προκειμένου να χαράξουμε μια αποτελεσματική πορεία συμβατή με τις δυνατότητές μας, είναι ανάγκη να οπλιστούμε με πολλή υπομονή, επιμονή και κυρίως δύναμη θέλησης.
Βέβαια, η δύναμη της θέλησης είναι ένα στοιχείο της προσωπικότητας που ο καθένας από μας πρέπει μεθοδικά να καλλιεργήσει. Κάτι τέτοιο, αναμφίβολα, ισχύει για όλους τους ανθρώπους, αφορά όμως ακόμα περισσότερο τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Κομμάτι του πληθυσμού στο οποίο, όπως πιστεύω, δεν ανήκουν μόνο όλοι οι ανάπηροι, ανεξάρτητα από τη μορφή της αναπηρίας τους, αλλά κι εκείνοι που αντιμετωπίζουν προβλήματα κοινωνικού αποκλεισμού για άλλους λόγους.
Τη μεγαλύτερη τροχοπέδη στην προσπάθεια των ατόμων με ειδικές ανάγκες να προσδιορίσουν και να επιλέξουν τους στόχους της πορείας τους, αποτελεί – κατά την προσωπική μου πάντα γνώμη – ο περιορισμός της ελευθερίας στις επιλογές τις οποίες μπορούν να κάνουν. Εκτός από τις δυσκολίες που κάθε άνθρωπος μπορεί να συναντήσει στην πορεία για την επίτευξη των στόχων του, αυτά τα άτομα αντιμετωπίζουν επιπλέον τους περιορισμούς που τους επιβάλλονται από την κατάστασή τους. Όμως και οι επιλογές των αναπήρων γενικότερα, έρχονται συνήθως σε σύγκρουση με την αμφισβήτηση και την προκατάληψη της κοινωνίας όσον αφορά τις δυνατότητές που αυτοί διαθέτουν. Μπορεί μια τέτοια πραγματικότητα να ισχύει για άλλους περισσότερο και γι’ άλλους λιγότερο, πλην όμως δεν παύει να υπάρχει. Τέτοιας φύσεως προβλήματα παρουσιάζονται καθημερινά είτε με άμεσο τρόπο στους κινητικά ανάπηρους, είτε με έμμεσο, σε αυτούς που έχοντας κάποια αναπηρία άλλης μορφής, βιώνουν την κοινωνική απόρριψη.
Σε σχέση τώρα με τη δύναμη της θέλησης για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, είναι ίσως αναγκαίο να προσθέσουμε ότι συχνά αυτή δεν αρκεί για να αισθανθεί κανείς ικανοποιημένος από τις επιλογές του. Στην ψυχοσύνθεση του ανάπηρου, πολλές φορές κυριαρχεί το ερώτημα αν, κάτω από κανονικές συνθήκες, θα επέλεγε την ίδια πορεία, ή κάποια άλλη, διαφορετική από αυτή που έχει τώρα επιλέξει. Και κάτι τέτοιο είναι απολύτως θεμιτό. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η κάμψη που προκαλείται στο ηθικό μας από τέτοια διλήμματα, κυρίως απορρέει από τα αρνητικά συναισθήματα που κατακλύζουν την ύπαρξή μας. Αυτά τα συναισθήματα μπορεί να αφορούν τη σχέση είτε με τον εαυτό μας είτε με τους άλλους.
Ακόμα όμως και αν λάβουμε υπόψη μας το ενδεχόμενο που μόλις αναφέραμε, συνδέοντάς το με όλα τα άλλα που ειπώθηκαν, καταλήγουμε σε δύο θέσεις, τις οποίες τα άτομα με ειδικές ανάγκες θα μπορούσαν να έχουν κατά νου, προκειμένου ν’ αποφεύγουν την ψυχική κατάπτωση. Οι συγκεκριμένες θέσεις λοιπόν αφορούν αρχικά την ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε οι ίδιοι τις δυνατότητές μας και να πιστεύουμε σ’ αυτές – έστω και αν είναι περιορισμένες – και στη συνέχεια, να αποφεύγουμε να αξιολογούμε αρνητικά τα δικά μας επιτεύγματα συγκρίνοντάς τα με αυτά των άλλων.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στο ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η συμβολή της πολιτείας και των υπολοίπων μελών της κοινωνίας προκειμένου τα άτομα με ειδικές ανάγκες να διευκολυνθούν στην επίτευξη των στόχων τους. Αναμφίβολα, είναι αναγκαίο οι συγκεκριμένοι παράγοντες να υιοθετήσουν απέναντι στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ανάπηροι μια στάση θετικότερη από εκείνη που έχουν σήμερα. Πέρα όμως από αυτό, είναι γνωστό πως ακόμα και μεταξύ των ανθρώπων που πάσχουν από νοητική υστέρηση για παράδειγμα, υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι έχουν μια ήπια μορφή αυτής της αναπηρίας και τυχαίνει να διαθέτουν ειδικές ικανότητες, δηλαδή δεξιότητες, που όμως από μόνοι τους δεν μπορούν ν’ αξιοποιήσουν. Η συμβολή λοιπόν των παραγόντων που προαναφέραμε, ίσως να δημιουργούσε τις προϋποθέσεις ώστε και αυτά τα άτομα να μην περιθωριοποιούνται. Άλλωστε, τα θετικά αποτελέσματα που έχει μια τέτοια συμβολή για το σύνολο της κοινωνίας, τα γνωρίζουμε από περιπτώσεις πολλών άλλων χωρών του Δυτικού Κόσμου και όχι μόνο.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω πως καιρός είναι να καταλάβουμε, και εμείς οι ίδιοι αλλά και όλοι οι άλλοι, ότι η ύπαρξη μιας οποιασδήποτε αναπηρίας δεν μας καθιστά, σε καμία περίπτωση, “περιθωριακούς” με την ευρύτερη έννοια αυτού του όρου.
Παναγιώτης Σκούρτης
13/12/03