Έρευνα που παρουσιάζεται από το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΛΙΝΥΑΕ)
– Πίνακες
– Διαγράμματα
Το 2000, απασχολούνταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση 159 εκατομμύρια άτομα, από τα οποία 83% ήταν μισθωτοί και 17% αυτοαπασχολούμενοι.
Το 2000, το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωσης των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας πραγματοποίησε την τρίτη του ευρωπαϊκή έρευνα, με ερωτήσεις που έθεσε σε 21.500 εργαζόμενους μέσω προσωπικών συνεντεύξεων, σχετικά με τις συνθήκες εργασίας τους (1.500 σε κάθε κράτος μέλος εκτός από το Λουξεμβούργο στο οποίο ερωτήθηκαν 500 εργαζόμενοι). Οι δύο προηγούμενες έρευνες διενεργήθηκαν το 1990 (ΕΕ των 12) και το 1995 (ΕΕ των 15).
Ως εκ τούτου, τα συμπεράσματα που ακολουθούν έχουν ως βάση συνθήκες εργασίες τις οποίες ανέφεραν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι.
Η έρευνα του 2000 αποκαλύπτει ότι:
Τα πλέον συνήθη προβλήματα που σχετίζονται με την εργασία είναι:
ραχιαλγία (αναφέρθηκε από το 33% των εργαζομένων)
άγχος (28%)
μυαλγία (αυχένας και ώμοι) (23%)
επαγγελματική εξουθένωση (23%).
Τα προβλήματα αυτά υγείας, τα οποία αυξάνονται, συσχετίζονται με πιο αντίξοες συνθήκες εργασίας.
Η έκθεση σε διάφορα είδη φυσικού περιβάλλοντος που προκαλούν άγχος και σωματική καταπόνηση (θόρυβος, κραδασμοί, επικίνδυνες ουσίες, θερμότητα, ψύχος, κ.λπ.) καθώς και ο πλημμελής σχεδιασμός (μεταφορά βαρέων φορτίων και επίπονες στάσεις του σώματος), παραμένουν σύνηθες φαινόμενο.
Παρατηρείται συνεχιζόμενη εντατικοποίηση της εργασίας – αυτός ήταν ήδη ένας από τους κύριους παράγοντες που προέκυπτε από τις προηγούμενες έρευνες.
Ο έλεγχος που ο εργαζόμενος ασκεί στην εργασία του αυξήθηκε σημαντικά στις αρχές της δεκαετίας του 90, όμως παρουσίασε επιβράδυνση από το 1995. Το ένα τρίτο των εργαζόμενων δηλώνου ότι ελέγχουν σε μικρό βαθμό ή καθόλου την εργασία που εκτελούν.
Η φύση της εργασίας μεταβάλλεται: καθίσταται ολοένα και περισσότερο προσανατολισμένη προς τον πελάτη και προς την τεχνολογία των πληροφοριών.
Η ευελιξία είναι διαδεδομένη σε όλους τους τομείς εργασίας:
χρόνος εργασίας:a “επί 24ώρου βάσεως” εργασία με κυμαινόμενα ωράρια
εκτεταμένη χρήση της μερικής απασχόλησης (17% των εργαζόμενων)
οργάνωση της εργασίας: a πολλαπλές δεξιότητες και ομαδική εργασία
αυτενέργεια
αγορά εργασίας:a αυξανόμενη χρησιμοποίηση των έκτακτων εργαζόμενων
Ωστόσο, παραμένουν τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά της οργάνωσης της εργασίας (εξακολουθεί να είναι συνήθης η επαναλαμβανόμενη και μονότονη εργασία).
Η ευελιξία δεν συμβάλλει πάντοτε στο να υπάρχουν καλές συνθήκες εργασίας.
Ο διαχωρισμός και οι διακρίσεις μεταξύ των φύλων εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα συνήθεις και επιζήμιες για τις γυναίκες.
Οι έκτακτοι εργαζόμενοι (μισθωτοί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και εργαζόμενοι μέσω γραφείων ευρέσεως εργασίας), εξακολουθούν να δηλώνουν ότι εκτίθενται σε μεγαλύτερο βαθμό σε κινδύνους απ΄ ότι οι μόνιμοι εργαζόμενοι.
ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ
Η αντίληψη των εργαζόμενων ότι εκτίθενται σε κινδύνους όσον αφορά την υγεία και την ασφάλειά τους λόγω της εργασίας που εκτελούν, βελτιώθηκε κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας (όπως φαίνεται στο διάγραμμα 1).
Ωστόσο, ένα αυξανόμενο ποσοστό εργαζόμενων δήλωσαν προβλήματα που σχετίζονται με την εργασία (βλέπε διάγραμμα 2). Οι μυοσκελετικές παθήσεις (ραχιαλγίες και μυαλγίες, ειδικότερα στον αυχένα και στους ώμους) παρουσιάζουν αύξηση, όπως επίσης και η γενική κόπωση. Το άγχος παραμένει στο ίδιο επίπεδο (28%). Υπάρχει στενός συσχετισμός μεταξύ άγχους και μυοσκελετικών παθήσεων και χαρακτηριστικών της οργάνωσης της εργασίας όπως η επαναλαμβανόμενη εργασία και ο ρυθμός της εργασίας. (βλέπε πίνακα 1).
ΕΚΘΕΣΗ ΣΕ ΦΥΣΙΚΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ
Διάφορα είδη φυσικού περιβάλλοντος που προκαλούν άγχος και σωματική καταπόνηση (θόρυβος, μολυσμένος αέρας, ζέστη, κρύο, κραδασμοί), μεταφορά βαρέων φορτίων και η εργασία κατά την οποία το σώμα λαμβάνει επίπονες ή κοπιώδεις είναι το ίδιο συνήθη φαινόμενα το 2000 όπως ήταν το 1990 και το 1995 (βλέπε διάγραμμα 3). Το ποσοστό των εργαζομένων που εκτίθενται σε αυτούς τους κινδύνους παραμένει υψηλό.
Το 2000, όπως και σε προηγούμενες έρευνες, οι άνδρες εκτίθενται περισσότερο από τις γυναίκες σε όλους αυτούς τους κινδύνους με εξαίρεση τις επίπονες και κοπιώδεις στάσεις του σώματος, στην περίπτωση των οποίων τα ποσοστά είναι παρόμοια.
Οι μη μόνιμοι εργαζόμενοι (έκτακτοι εργαζόμενοι από γραφεία ευρέσεως εργασίας και μισθωτοί με σύμβαση ορισμένου χρόνου) εκτίθενται σε μεγαλύτερο βαθμό σε κινδύνους, όπως βαρέα φορτία και επίπονες στάσεις του σώματος, απ’ ότι οι μόνιμοι εργαζόμενοι (βλέπε διάγραμμα 10).
ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Η επαναλαμβανόμενη εργασία εξακολουθεί ακόμη να είναι διαδεδομένη. Το 1995, το 57% των εργαζόμενων είχαν δηλώσει ότι κάνουν επαναλαμβανόμενες κινήσεις (το 33% από τους οποίους σε μόνιμη βάση). Το 2000, το ποσοστό παραμένει παρόμοιο (57%), με ελαφρά μείωση (31%) εκείνων που το πράττουν σε μόνιμη βάση.
Η ερώτηση σχετικά με επαναλαμβανόμενα καθήκοντα έχει αλλάξει το 2000 και, κατά συνέπεια, είναι δύσκολο να αξιολογηθούν οι τάσεις. Το 2000, το 32% των εργαζόμενων δήλωσαν ότι εκτελούν επαναλαμβανόμενα καθήκοντα μικρότερης διάρκειας από 10 λεπτά και το 22% μικρότερης διάρκειας από 1 λεπτό.
Η επαναλαμβανόμενη εργασία συσχετίζεται στενά με μυοσκελετικές παθήσεις (βλέπε πίνακα 1).
ΕΝΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Η ένταση της εργασίας αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, σε μεγαλύτερο βαθμό μεταξύ 1990 και 1995 παρά μεταξύ 1995 και 2000.
Το 2000, περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους δήλωσαν ότι εργάζονταν με ταχύ ρυθμό και με πιεστικές προθεσμίες κατά τη διάρκεια τουλάχιστον του ενός τετάρτου του χρόνου εργασίας τους (βλέπε διάγραμμα 4). Επιπλέον, το 21% του συνόλου των εργαζόμενων δήλωσαν ότι δεν διαθέτουν αρκετό χρόνο για να εκτελέσουν την εργασία τους.
Η ένταση της εργασίας συσχετίζεται στενά με προβλήματα υγείας και ατυχήματα στην εργασία (βλέπε πίνακες 2 και 3).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΟ ΡΥΘΜΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Μεταξύ 1995 και 2000, ο ρυθμός της εργασίας ήταν, σε αυξανόμενο βαθμό, απόρροια “περιοριστικών παραγόντων της αγοράς” (εξωτερικές απαιτήσεις των πελατών, επιβατών, χρηστών, ασθενών, κ.λπ.) καθώς και της εργασίας που εκτελείται από συνάδελφους. Αντιθέτως, οι “βιομηχανικοί περιοριστικοί παράγοντες” (όπως οι ρυθμοί παραγωγής και η αυτόματη ταχύτητα μηχανής ή κίνησης ενός προϊόντος) ή οι “γραφειοκρατικοί περιοριστικοί παράγοντες” (όπως ο άμεσος έλεγχος από τον προϊστάμενο), έχουν καταστεί λιγότερο συνήθεις (βλέπε διάγραμμα 5).
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ)
Μολονότι μεταξύ 1990 και 1995 το ποσοστό των εργαζόμενων που μπορούσαν να ελέγξουν το ρυθμό της εργασίας που εκτελούσαν αυξήθηκε σημαντικά (από 64% σε 72% του συνόλου των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των αυτοαπασχολούμενων, ή από 59% σε 68% για τους μισθωτούς), το ποσοστό αυτό έχει σταθεροποιηθεί στην περίοδο μεταξύ 1995 και 2000 (διάγραμμα 6).
Αυξήθηκε επίσης το ποσοστό των εργαζόμενων που μπορούσαν να ελέγξουν προσωπικώς τις μεθόδους εργασίας τους, από 60% (56% για τους μισθωτούς) το 1990 σε 70% (67% για τους μισθωτούς) το 1995 και ακριβώς το ίδιο επίπεδο το 2000.
Το ποσοστό των εργαζόμενων που έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τη σειρά με την οποία θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους παραμένει το ίδιο το 1995 και το 2000, δηλαδή 64% (60% για τους μισθωτούς).
Οι μέσοι αυτοί όροι κρύβουν, ορισμένες φορές, μεγάλες διαφορές. Για παράδειγμα, εξετάζοντας αυτούς τους μέσους όρους από άποψη επαγγελμάτων, μεταξύ 1995 και 2000 μπορούμε να παρατηρήσουμε μείωση του ελέγχου που μπορούν να ασκήσουν στην εργασία που εκτελούν από τους χειριστές εργοστασιακών μηχανημάτων και μηχανών και από τους εργαζόμενους στον τομέα των υπηρεσιών καθώς και, όσον αφορά τους τομείς, από τους εργαζόμενους στις μεταφορές και στις επικοινωνίες.
Οι δυνατότητες που είχαν οι εργαζόμενοι να αποφασίζουν πότε θα διακόπτουν την εργασία τους ή θα λαμβάνουν άδεια διακοπών μειώθηκαν μεταξύ του 1995 (63% και 57%) και του 2000 (61% και 56%).
Το 44% των εργαζόμενων ασκεί επιρροή στο χρόνο εργασίας τους• οι αυτοαπασχολούμενοι (84%) ασκούν μεγαλύτερο έλεγχο σε σύγκριση με τους μισθωτούς (36%) και οι άνδρες (47%) μεγαλύτερο σε σύγκριση με τις γυναίκες (41%). Οι μισθωτοί με μόνιμη απασχόληση (38%) ασκούν μεγαλύτερο έλεγχο σε σύγκριση με εκείνους με σύμβαση ορισμένου χρόνου (29%) και τους έκτακτους μέσω γραφείων ευρέσεως εργασίας (23%). Ο έλεγχος βελτιώνεται με επαγγελματικές δεξιότητες.
ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Το ποσοστό των ατόμων που εργάζονται (τουλάχιστον περιστασιακά) με ηλεκτρονικούς υπολογιστές έχει αυξηθεί από 39% το 1995 σε 41% το 2000. Η πρόοδος αυτή είναι μεγαλύτερη όσον αφορά τους αυτοαπασχολούμενους, ωστόσο, αυτοί εξακολουθούν να μην χρησιμοποιούν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στο βαθμό που τους χρησιμοποιούν οι μισθωτοί (33% έναντι 43%).
Η τηλεργασία δεν αποτελεί πλέον εξαίρεση το 2000. Τηλεργασία σε βάση πλήρους απασχόλησης ή σχεδόν πλήρους απασχόλησης εκτελεί μόλις το 1% του συνολικού πληθυσμού και αυτή επικεντρώνεται σε εργασίες που εκτελούνται στις επαγγελματικές κατηγορίες που διακρίνονται από υψηλές δεξιότητες και στους τομείς της χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης και των ακινήτων.
ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ, ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Το 33 % των μισθωτών παρακολούθησε μαθήματα κατάρτισης που τους παρέσχε ο εργοδότης τους στην περίοδο μεταξύ του Μαρτίου 1999 και του Μαρτίου 2000, σε σύγκριση με το 32% το 1995. Οι έκτακτοι εργαζόμενοι μέσω γραφείων ευρέσεως εργασίας φαίνεται να πλησιάζουν τους μόνιμους εργαζόμενους.
Οι μέσοι αυτοί όροι κρύβουν αντίθετες τάσεις μεταξύ χωρών, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 7. Η ακριβής φύση της κατάρτισης που παρασχέθηκε δεν είναι γνωστή και, ως εκ τούτου, οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών πρέπει να γίνονται με επιφύλαξη.
Το 8% των εργαζόμενων θεωρούν τις απαιτήσεις της εργασίας τους πολύ υψηλές για τα προσόντα τους (7% το 1995) και το ίδιο ποσοστό πολύ χαμηλές (11% το 1995), ενώ το 89% δήλωσαν ότι μπορούν να έχουν βοήθεια από συναδέλφους (το ίδιο ποσοστό όπως και το 1995).
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Γενικώς, οι δείκτες παρέμειναν σταθεροί για ένα χρονικό διάστημα όσον αφορά τα καθήκοντα που πρέπει να εκτελούν οι εργαζόμενοι (επίλυση προβλημάτων, έλεγχος ποιότητας) ή την πολυπλοκότητά τους. Η μονότονη εργασία μειώνεται μολονότι αυτό δεν γίνεται με σταθμισμένο τρόπο όπως θα ανάμενε κανείς από την ανάπτυξη των δυνατοτήτων μάθησης στην εργασία.
ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Διάρκεια της εργασίας
Το ωράριο εργασίας χαρακτηρίζεται από ένα υψηλό ποσοστό εργαζόμενων με μειωμένο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας (16% των εργαζόμενων απασχολείται λιγότερο από 30 ώρες εβδομαδιαίως) ενώ υπάρχει επίσης ένα υψηλό ποσοστό εργαζομένων που εργάζονται επί ένα ιδιαίτερα μακρύ χρονικό διάστημα εβδομαδιαίως (το 16% του συνόλου των εργαζόμενων και το 14% των μισθωτών εργάζεται περισσότερο από 45 ώρες εβδομαδιαίως).
Μερική απασχόληση: Το 18% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι απασχολείται μερικώς, όμως αυτό έχει διαφορετική έννοια από χώρα σε χώρα. Η μερική απασχόληση παραμένει ένα γυναικείο φαινόμενο (32% των γυναικών, 6% των ανδρών) και είναι περισσότερο συνήθης σε ορισμένες χώρες (όπως οι Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο). Το 23% των μερικώς απασχολούμενων θα προτιμούσε να εργάζεται περισσότερο χρόνο.
Μετακίνηση σε καθημερινή βάση μεταξύ κατοικίας και εργασίας
Οι τάσεις όσον αφορά τη μετακίνηση σε καθημερινή βάση μεταξύ κατοικίας και εργασίας πρέπει να παρακολουθούνται στενά, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των εξελίξεων της μερικής απασχόλησης. Ο μέσος όρος του χρόνου καθημερινής μετακίνησης μεταξύ κατοικίας και εργασίας είναι 38 λεπτά, όμως μπορούν να παρατηρηθούν μεγάλες διαφορές τόσο σε επίπεδο μεμονωμένων ατόμων (το 18% των ερωτηθέντων δήλωσαν χρόνους καθημερινής μετακίνησης μεταξύ κατοικίας και εργασίας που υπερβαίνουν τα 60 λεπτά) όσο και μεταξύ χωρών (οι μακρύτεροι χρόνοι καθημερινής μετακίνησης μεταξύ κατοικίας και εργασίας αναφέρθηκαν στις Κάτω Χώρες).
Εργασία “επί 24ώρου βάσεως”
Οι τάσεις που παρατηρήθηκαν το 1995 διατηρούνται και χαρακτηρίζονται από το βαθμό της εργασίας σε βάρδιες (δηλώθηκε από το 20% των εργαζόμενων), της νυκτερινής εργασίας (19%) και της εργασίας το Σαββατοκύριακο (εργασία το Σάββατο: 52%, εργασία την Κυριακή: 27%). Αποκλίσεις μπορούν να παρατηρηθούν σε όλα αυτά τα πρότυπα του χρόνου εργασίας, κυρίως όσον αφορά τους αυτοαπασχολούμενους, αλλά, ως ένα βαθμό, αναφορικά και με τους μισθωτούς (βλέπε πίνακα 5).
Πρότυπα ελαστικού ωραρίου
Οι ώρες εργασίες δεν κατανέμονται μόνο σε όλες τις ημέρες της εβδομάδας, αλλά τα ωράρια εργασίας είναι επίσης κυμαινόμενα: 24% των εργαζόμενων δήλωσαν κυμαινόμενα εβδομαδιαία ωράρια εργασίας και 41% δήλωσαν κυμαινόμενα ημερήσια ωράρια εργασίας.
Για το 19% των εργαζόμενων, η ελαστικότητα του χρόνου εργασίας δεν εξυπηρετεί την εκπλήρωση των οικογενειακών και κοινωνικών υποχρεώσεων.
ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ
– Ο διαχωρισμός των φύλων εξακολουθεί να υφίσταται σε μεγάλο βαθμό. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι οι άνδρες και οι γυναίκες δεν εκτελούν την ίδια εργασία (περισσότεροι άνδρες απ’ ότι γυναίκες εκτελούν διευθυντική εργασία και εργασία επαγγελματία), αλλά και εντός της αυτής κατηγορίας εργασίας, οι άνδρες κατέχουν, γενικώς, περισσότερες υψηλόβαθμες θέσεις.
– Οι ανισότητες μεταξύ των φύλων είναι επίσης σαφείς όταν εξετάσουμε το ύψος του εισοδήματος στο πλαίσιο ίδιων κατηγοριών εργασίας (συνέπεια του προαναφερόμενου διαχωρισμού) και όσον αφορά τον έλεγχο επί του χρόνου εργασίας (πίνακας 6).
– Τέλος, ο διπλός φόρτος εργασίας παραμένει σημαντικό χαρακτηριστικό της εργασίας των γυναικών, όπως φαίνεται στον πίνακα 7.
ΕΚΤΑΚΤΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ
Η έκτακτη εργασία παραμένει βασικό χαρακτηριστικό της απασχόλησης (10% των μισθωτών εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και 2% με προσωρινές συμβάσεις μέσω γραφείων εργασίας) και μόνο οι μισοί από τους μισθωτούς που καταλαμβάνουν νέες θέσεις εργασίας έχουν συμβάσεις αορίστου χρόνου (βλέπε διάγραμμα 9). Από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1995 προέκυψε σαφώς ότι η έκτακτη εργασία (μισθωτοί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και εργαζόμενοι με προσωρινές συμβάσεις μέσω γραφείων εργασίας) συνδέονταν με άσχημες συνθήκες εργασίας. Το ίδιο ισχύει και το 2000 (βλέπε διαγράμματα 10 και 11).
ΒΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ
Η βία και η παρενόχληση στο χώρο εργασίας, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενες έρευνες; παραμένουν βασικά θέματα (βλέπε διάγραμμα 12). Οι διαφορές μεταξύ χωρών είναι σημαντικές (από 4% έως 15% όσον αφορά το θέμα του εκφοβισμού) και πιθανώς αντικατοπτρίζουν διαφορετικές ευαισθησίες καθώς και το γεγονός ότι τα ζητήματα αυτά αποτελούν (ή δεν αποτελούν) θέμα δημόσιας συζήτησης. Κατά συνέπεια, μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι σε ορισμένες χώρες τα ζητήματα αυτά δεν αναφέρονται επαρκώς.
Τελευταία ενημέρωση: 8 Μαϊου 2001