Αμέσως μετά την έκδοση του προηγουμένου τεύχους του περιοδικού ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΤΩΡΑ έπεσαν στην αντίληψή μας πολλές περιπτώσεις ασφαλισμένων με αναπηρίες που βρήκαν πολλά και σημαντικά εμπόδια με το ασφαλιστικό τους ταμείο, όταν ζήτησαν να προμηθευτούν νέο αναπηρικό κάθισμα.
Η πρώτη περίπτωση αφορούσε μία μητέρα παιδιού με τετραπληγία από εγκεφαλική παράλυση. Η κυρία ήθελε να αγοράσει ένα καροτσάκι για το τετράχρονο παιδί της, για να μην το μεταφέρει στην αγκαλιά. Πήγε σε κάποια αντιπροσωπεία ξένης κατασκευάστριας εταιρείας, όπου βρήκε ένα αρκετά κομψό παιδικό καροτσάκι με δυνατότητα να αλλάζει το μέγεθος του όσο το παιδί της μεγαλώνει. Οι υπάλληλοι του ασφαλιστικού ταμείου της ζήτησαν να προσκομίσει την απόφαση του ΙΚΑ στην οποία αποδεικνύεται ότι πράγματι το παιδί της είναι παραπληγικό, ώστε το Ίδρυμα να καλύψει το Ίδρυμα το σύνολο της δαπάνης. Οι υπάλληλοι του ΙΚΑ απάντησαν πως, αν οι ίδιοι βρουν σε κάποιο άλλο κατάστημα πώλησης ορθοπεδικών άλλο φθηνότερο παιδικό καροτσάκι με τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά, τότε η μητέρα θα αναγκαστεί να προμηθευτεί καροστάκι, από άλλο κατάστημα που όπως φάνηκε ήταν ελληνικής κατασκευής και χωρίς δυνατότητα τροποποίησης του μεγέθους του όσο το παιδί μεγαλώνει.
Η δεύτερη περίπτωση αφορούσε κάποια 24χρονη με τετραπληγία, η οποία ζήτησε από το ΙΚΑ να χρηματοδοτήσει την αγορά ηλεκτροκίνητου αναπηρικού καθίσματος αξίας 3 εκατομμυρίων δρχ. Όπως ήταν αναμενόμενο οι υπάλληλοι του ΙΚΑ θεώρησαν ότι το ηλεκτροκίνητο κάθισμα είναι πολυτελείας και ισχυρίστηκαν πως το Ίδρυμα δε χρηματοδοτεί την αγορά πολυτελών ηλεκτροκίνητων αναπηρικών καθισμάτων. Εκτός τούτου είπαν στην 24χρονη πως έχει ηλεκτροκίνητο αναπηρικό κάθισμα το οποίο, αν και οχτώ χρόνων, εξακολουθεί να… κινείται.
Η αδράνεια των ασφαλισμένων
Και στις δύο περιπτώσεις οι ασφαλισμένες αισθάνθηκαν παγιδευμένες, δικαιολογημένα μεν, διότι το ΙΚΑ όφειλε να χρηματοδοτήσει τη δαπάνη χωρίς περιστροφές, αδικαιολόγητα δε, διότι και οι δύο ασφαλισμένες ζούνε στην Ελλάδα και γνωρίζουν πως στην Ελλάδα όλοι οι δημόσιοι οργανισμοί δε λειτουργούν ή στην καλύτερη περίπτωση υπολειτουργούν.
Και στις δύο περιπτώσεις οι ασφαλισμένες έκαναν ορισμένα σοβαρά λάθη. Το μεγαλύτερο λάθος ήταν ότι ακολούθησαν αυτό που οι ίδιες νόμισαν ότι είναι το τυπικό του ΙΚΑ:
Έδωσαν μεγάλη έμφαση σ’ αυτά που αναφέρονται στο παραπεμπτικό και νόμισαν ότι οι 3 γραμμές του παραπεμπτικού, στις οποίες περιγράφονται τα τεχνικά χαρακτηριστικά του παιδικού καροτσιού ή του αναπηρικού καθίσματος δεν αλλάζουν.
Η λύση
Η πραγματικότητα είναι άλλη. Όλα αλλάζουν, διότι οι απόψεις των υπαλλήλων αποκτούν νόημα μόνο όταν βρίσκονται στα πλαίσια της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Σε ό,τι αφορά τις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις η ασφαλιστική νομοθεσία είναι σαφής και βέβαια υπέρ των ασφαλισμένων με αναπηρίες.
Το ΙΚΑ υποχρεούται να χρηματοδοτεί την αγορά των αναπηρικών καθισμάτων. Καλύπτει δηλαδή το σύνολο της δαπάνης για την αγορά κάποιου χειροκίνητου ή ηλεκτροκίνητου αναπηρικού καθίσματος από τον ασφαλισμένο. Η ασφαλιστική νομοθεσία προβλέπει πως ο ασφαλισμένος δικαιούται να χρηματοδοτείται για την αγορά νέου αναπηρικού καθίσματος κάθε 2 ή 3 χρόνια ή όποτε συντρέχει κάποιος επίσης σοβαρός λόγος.
Συγκεκριμένα με απόφαση του Υπ. Κοιν. Υπηρεσιών και με αριθμό 416/3140 της 2/10 Σεπτ. 1976 (ΦΕΚ Β’ 1122) τροποποιήθηκε το άρθρο 28, παράγραφος 1 αναφέρει πως οι λόγοι για τους οποίους παρέχονται τα αναπηρικά καθίσματα καθώς και τα άλλα βοηθήματα υπό του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι “προς αποκατάστασιν της υγείας των δικαιούχων παροχών ή της επαγγελματικής ικανότητός των ή προς ανακούφισιν νοσηράς καταστάσεως”.
Και οι δύο περιπτώσεις λοιπόν, τόσο της μητέρας παιδιού με κινητική αναπηρία όσο και της 24χρονης με τετραπληγία, αποτελούν περιπτώσεις για τις οποίες το ΙΚΑ οφείλει να παρέχει αναπηρικά καθίσματα.
Η πρώτη περίπτωση αφορά την “ανακούφισιν νοσηράς καταστάσεως” επειδή
α) η λανθασμένη επιλογή παιδικού καροτσιού θα προκαλέσει “νοσηράν κατάστασιν” δηλαδή επιδείνωση της σκολίωσης, των σπασμών και των πόνων, καταστάσεις που πρέπει να προβλεφτούν, ειδικά όταν πρόκειται για παιδί,
β) η λανθασμένη επιλογή θα προκαλέσει “νοσηράς καταστάσεις” στην μητέρα, η οποία είναι επίσης ασφαλισμένη στο ΙΚΑ, εάν αναγκαστεί να σκουντά βαρύ καροτσάκι ή αν συνεχίζει να μεταφέρει το παιδί στην αγκαλιά.
Όποιο από τα παραπάνω και να συμβεί το ΙΚΑ θα κληθεί να πληρώσει την ανοησία του εκ των υστέρων. Διότι και τη σκολίωση ή τους πόνους του παιδιού θα πληρώσει, αλλά και τις επιπλοκές που θα δημιουργηθούν στη μητέρα, διότι και οι δύο είναι και θα είναι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ.
Το χειρότερο είναι ότι το ΙΚΑ αντί να επιτελέσει το σκοπό του δηλαδή να καλύψει απλούς ασφαλιστικούς κινδύνους θα δημιουργήσει νέους των οποίων το οικονομικό κόστος θα είναι μεγαλύτερο.
Η δεύτερη περίπτωση της 24χρονης με τετραπληγία είναι πιο απλή, διότι το “προς αποκατάστασιν της επαγγελματικής ικανότητός των”, που αναφέρει ο νόμος, είναι σαφές, ακόμη και όταν πρόκειται για δημοσίους υπαλλήλους. Η 24χρονη ζήτησε νέο αναπηρικό κάθισμα επειδή διορίστηκε στο δημόσιο, για να μπορεί να μεταφέρεται ανεξάρτητη από και προς την εργασία της, κάτι το οποίο ανέφερε στο ΙΚΑ.
Ωστόσο το ΙΚΑ σε μία κρίση ευφυίας του αρνήθηκε να της δώσει νέο αναπηρικό κάθισμα, επειδή της είχε δώσει πάλι πριν από… 8 χρόνια, θεωρώντας προφανώς πως το αναπηρικό κάθισμα που αγόρασε η ασφαλισμένη σε ηλικία 16 χρόνων είναι κατάλληλο και σήμερα.
Χωρίς αναπηρικό κάθισμα όμως η 24χρονη δε θα μπορεί να πηγαίνει στην εργασία, για την οποία αμείβεται, και το δημόσιο θα παγιδευτεί από τον εαυτό του, διότι σε τελευταία ανάλυση το δημόσιο ΙΚΑ δε στρέφεται μόνο εναντίον της ασφαλισμένης αλλά και εναντίον της ίδιας της δημόσιας υπηρεσίας στην οποία εργάζεται η 24χρονη, αφού η υπηρεσία θα υποστεί τις δαπάνες των μισθών μίας εργαζόμενης η οποία δεν εργάζεται αλλά αμείβεται.
Θέλουμε να πιστεύουμε πως αν οι ασφαλισμένες εξηγούσαν στους υπαλλήλους του ΙΚΑ τις συνέπειες της αρνήσεώς τους, θα είχαν πάρει τα αναπηρικά καθίσματά τους, έστω και με κάποια καθυστέρηση. Αντί όμως να υποστηρίξουν με ορθολογικά επιχειρήματα τα δικαιώματά τους, αντέδρασαν ως άνθρωποι: λυπήθηκαν, εξοργίστηκαν και απογοητεύθηκαν.
Δυστυχώς όμως τα συναισθήματα δεν έχουν θέση στις σχέσεις πολίτη-κράτους. Οι ασφαλισμένοι, όλοι οι ασφαλισμένοι, πρέπει να μάθουν πως να χρησιμοποιούν το νόμο προς το συμφέρον τους. Πρέπει να είναι σκληροί και εφευρετικοί, περισσότερο σκληροί από ό,τι είναι το κράτος, αν βέβαια θέλουν να επιβιώσουν.