ΜΕΓΑΛΗ οικονομική στενότητα και σημαντικά ποσοστά επισφάλειας σε ό,τι αφορά το διαθέσιμο εισόδημα, ειδικά για τις γυναίκες και τα άτομα μεγάλης ηλικίας είχε καταγράψει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία με τη λήξη του πρώτου έτους κυκλοφορίας του ευρώ.
Αδυναμία πληρωμής πάγιων υποχρεώσεων (ενοικίου ρεύματος κοινοχρήστων ρεύματος) δήλωναν το 2003, 1,24 εκ. νοικοκυριά ποσοστό που αντιστοιχεί στο 37% του συνόλου των 3,35 εκ. των ελληνικών νοικοκυριών περίπου ενώ το 46% δηλαδή περίπου 1,5 εκ. δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν καμία έκτακτη αλλά αναγκαία δαπάνη.
Τα δυσοίωνα αυτά συμπεράσματα από τη σχετική έρευνα της ΕΣΥΕ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών που έγινε το 2003 με βάση τα εισοδήματα του 2002 και δημοσιοποιήθηκε χθες δεν σταματούν εδώ. Το 52% των νοικοκυριών (περίπου 1,67 εκ.) δήλωνε επίσης ότι δεν μπορεί να διαθέσει χρήματα ούτε για μια εβδομάδα διακοπών ενώ το 19% δηλαδή περίπου 700.000 νοικοκυριά δεν διαθέτουν τα χρήματα να εξασφαλίσουν επαρκή θέρμανση.
Στην ίδια έρευνα σημειώνεται ότι το εισόδημα που υπολογίζεται προκύπτει χωρίς να συνυπολογίζονται εισοδήματα που προκύπτουν εμμέσως από την ιδιοκατοίκηση τις παροχές σε είδος και την ιδιοκατανάλωση. Ωστόσο παρά το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης η έρευνα σημειώνει ότι το 22 % των νοικοκυριών δηλώνουν ότι διαβιούν σε σκοτεινά δωμάτια και δεν έχουν λουτρό και εσωτερική τουαλέτα το 2% και 4% των νοικοκυριών, αντίστοιχα.
Οικονομική επισφάλεια
Ένα δεύτερο αντικείμενο μελέτης της έρευνας είναι ο κίνδυνος φτώχειας (οικονομική επισφάλεια) δηλαδή τις πιθανότητες μείωσης του εισοδήματος κάτω από το όριο της φτώχειας σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ελληνικών νοικοκυριών.
Η επισφάλεια αυτή υπολογίζεται από δείκτες. Συγκεκριμένα: η επίδραση των κοινωνικών μεταβιβάσεων (επιδομάτων, κοινωνικής πρόνοιας η οποία όπως αποδεικνύεται βαίνει μειούμενη το 2003 αφού το ποσοστό κοινωνικής επισφάλειας έφτασε το 21% από 20% που ήταν το 2002. Χωρίς να υπολογίζονται οι κοινωνικές μεταβιβάσεις το ποσοστό κινδύνου οικονομικής επισφάλειας ανέρχεται σε 32,2%, ενώ όταν περιλαμβάνονται οι συντάξεις σε 22,3%.
Ένας δεύτερος δείκτης αφορά το ποσοστό κατά το οποίο εκτιμάται ότι θα μειωθεί το διαθέσιμο εισόδημα σε περίπτωση βίαιης αλλαγή των συνθηκών εισοδήματος του νοικοκυριού.
Ο κίνδυνος οικονομικής επισφάλειας, υπολογιζόμενος με εναλλακτικές διαχωριστικές γραμμές των 40%, 50% και 70% του συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος ανέρχεται σε ποσοστό 9,7%, 14,2% και 28,8% αντίστοιχα.
Το ποσοστό κινδύνου οικονομικής επισφάλειας κινείται σε σταθερά επίπεδα από το 1994 και κυμαίνεται μεταξύ 1994 και 2003, σε ποσοστά μεταξύ 20 και 22%. Το ποσοστό κινδύνου οικονομικής επισφάλειας είναι υψηλότερο στις γυναίκες (21,6%) σε σχέση με τους άνδρες (20,4%). Το γεγονός εκτός από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας των γυναικών εξηγείται και από το γεγονός ότι όπως αποδεικνύεται οι αμοιβές των μισθωτών ανδρών υπερτερούν των αντιστοίχων των γυναικών κατά 11%.
Ο κίνδυνος οικονομικής επισφάλειας για παιδιά ηλικίας 0-15 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε ποσοστό 23,1%.
Ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών υπολογίζεται σε ποσοστό 28,1%, ενώ των ατόμων ηλικίας 16 έως 24 ετών σε ποσοστό 25,2%.
Οι εργαζόμενοι κινδυνεύουν λιγότερο από τους ανέργους και τους μη οικονομικά ενεργούς (συνταξιούχοι, νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό οικονομικής επισφάλειας των εργαζομένων ανέρχεται σε 14,2%, ενώ των μη εργαζομένων σε 26,2%.
Φτώχεια
Εξετάζοντας στη συνέχεια τα ποσοστά της φτώχειας ορίζεται ως «κατώφλι της φτώχειας» ένα ετήσιο ποσό των 4.741,12 ευρώ ανά άτομο και σε 9.9956,35 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικους και δυο εξαρτώμενα παιδιά η έρευνα διαπιστώνει:
Ο δείκτης S80/S20 που εξετάζει το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού και το συγκρίνει με το 20% του φτωχότερου ανέρχεται στο 6,6. Με άλλα λόγια τα «ρετιρέ» των εισοδημάτων είναι κατά μέσο όρο 6,6 φορές μεγαλύτερα από τα «υπόγεια» των εισοδημάτων.
Σημαντικό επίσης είναι και το συμπέρασμα της έρευνας ότι οι «έλληνες φτωχοί» σε ένα ποσοστό 30,5% έχουν ετήσιο εισόδημα κάτω από το 70% του ορίου της φτώχειας δηλαδή ζουν με ένα ποσό της τάξης των 3300 ευρώ αν είναι μόνοι τους ή 6600 για μια τετραμελή οικογένεια με δύο ανήλικα παιδιά.
Όπως τονίζεται το βάθος (χάσμα) της φτώχειας, το οποίο αναφέρεται στην εισοδηματική κατάσταση των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας ανέρχεται στο 30,5%, που σημαίνει ότι πάνω από το 50% των φτωχών κατέχουν εισόδημα μεγαλύτερο από το 69,5% του ορίου της φτώχειας.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ
Σάββατο, 25 Ιουνίου 2005