Ο ιδιωτικός τομέας δραστηριοποιείται, το κράτος και η νομοθετική εξουσία όμως αργούν. Πριν από 10 χρόνια ο καταναλωτής με αναπηρία όταν ήθελε να αγοράσει κάποιο αναπηρικό κάθισμα, έπρεπε να το αγοράσει από το εξωτερικό.
Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων προτιμούσε για πελάτες τα νοσοκομεία και τα ιδρύματα. Ο μόνος τρόπος για να πληροφορηθεί ο πελάτης την ύπαρξη καταστημάτων πώλησης αναπηρικών καθισμάτων ήταν ορισμένοι γιατροί, κάποιοι λιγοστοί φυσικοθεραπευτές, μερικά ιδρύματα και οι σύλλογοι κινητικά αναπήρων.
Τα τελευταία χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων άλλαξε τακτική πωλήσεων, ενώ νέες μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις κάνουν καθημερινά την εμφάνισή τους.
Χαρακτηριστικό όλων των επιχειρήσεων είναι ο νέος τρόπος προσέγγισης των χειριστών αναπηρικών καθισμάτων ως πελατών και η εξυπηρέτηση των πελατών στο σπίτι τους.
Οι αλλαγές στην αγορά των προϊόντων αποκατάστασης προέκυψαν από τις αλλαγές που είχαν προηγηθεί σε θεσμικό και νομικό επίπεδο:
Η υπέρ των αναπήρων ασφαλιστική νομοθεσία είχε ως συνέπεια την αύξηση της ζήτησης αναπηρικών καθισμάτων και προϊόντων αποκατάστασης. Η αύξηση της ζήτησης είχε ως συνέπεια τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων πώλησης εξοπλισμού αποκατάστασης, ενώ η αύξηση της προσφοράς είχε ως συνέπεια την εκδήλωση ενδιαφέροντος από ομάδες του πληθυσμού οι οποίες μέχρι προ τινος δεν είχαν πρόσβαση στις παροχές των ασφαλιστικών ταμείων.
Οι έλληνες/ίδες με αναπηρίες -όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις- μπορούν να αισθάνονται τον απαγορευμένο καρπό του καταναλωτισμού: Μπορούν να είναι πελάτες και καταναλωτές, επειδή οι ίδιοι οι επιχειρηματίες, που πωλούν εξοπλισμό αποκατάστασης και αναπηρικά καθίσματα, τους προσεγγίζουν με ευγένεια, όπως προσεγγίζονται όλοι οι πελάτες και οι καταναλωτές.
Η πληθώρα επιχειρήσεων έδωσε στον αγοραστή με αναπηρία τη δυνατότητα επιλογής: τώρα ο ανάπηρος μπορεί να βγει για ψώνια στην αγορά. Μπορεί να ενημερώνεται τηλεφωνικά ή από τους ίδιους τους πωλητές. Μπορεί να ενημερώνεται ταχυδρομικώς για τα προϊόντα που πωλούν οι επιχειρήσεις.
Η συμμετοχή του ασφαλιστικού ταμείου στη δαπάνη για αγορά νέου αναπηρικού καθίσματος έχει πλέον νόημα αφού μπορεί να αγοράσει πλέον αναπηρικά καθίσματα και βοηθήματα που θα τον/την ωφελήσουν στην καθημερινή ζωή.
Το δόγμα όλων των διεθνών οργανισμών, που υιοθετήθηκε και από το περιοδικό ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΤΩΡΑ, φαίνεται να υλοποιείται: οι έλληνες/ίδες με αναπηρίες αποτελούν μία εν δυνάμει αγορά με αγοραστική ικανότητα.
Το πρόβλημα, βέβαια, που υπάρχει είναι η καταναλωτική συμπεριφορά των ελλήνων/ίδων με αναπηρίες:
Η ασφαλιστική νομοθεσία των παροχών σε είδος, μολονότι συνέβαλε στην ενίσχυση της αγοραστικής ικανότητας του πληθυσμού που ζεί κάτω από συνθήκες αναπηρίας, δεν είναι επαρκής.
Η γραφειοκρατική διάρθρωση των ασφαλιστικών ταμείων αποτελεί σημαντικό φυσικό εμπόδιο για τους ανθρώπους με αναπηρίες που θέλουν να καταναλώσουν αυτά που τα ασφαλιστικά ταμεία υποχρεούνται να τους χορηγήσουν. Οταν μάλιστα οι ασφαλισμένοι δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με τον τρόπο λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, τότε το εμπόδιο της γραφειοκρατίας γίνεται φόβος μεταφυσικός.
Οπως γίνεται αντιληπτό, η καταναλωτική συμπεριφορά των ελλήνων/ίδων με αναπηρίες παραμένει πρωτόγονη από το φόβο του τέρατος της γραφειοκρατίας. Αυτός ο πρωτογονισμός επιδρά στις πελατειακές σχέσεις των καταναλωτών με αναπηρίες με τα καταστήματα πώλησης εξοπλισμού αποκατάστασης, τα οποία έχουν καταγραφεί στη συνείδηση της πλειοψηφίας των ελλήνων/ίδων με αναπηρίες ως η νοητή προέκταση των ασφαλιστικών ταμείων.
Οι καταναλωτές με αναπηρίες αντί να προσδοκούν από τις επιχειρήσεις πώλησης μηχανολογικού εξοπλισμού αποκατάστασης την ανάπτυξη ανταλλακτικών σχέσεων και από τα ασφαλιστικά ταμεία την ταχεία εκπλήρωση των οικονομικών τους υποχρεώσεων, κάνουν το ακριβώς αντίθετο:
Προσεγγίζουν τους επιχειρηματίες εξοπλισμού αποκατάστασης σαν φιλανθρώπους και τα ασφαλιστικά ταμεία σαν τους χρηματοδότες.
Ελλείψει συγκεκριμένων αναπτυξιακών εμπορικών κανόνων, οι επιχειρήσεις πώλησης αναπηρικών καθισμάτων και εξοπλισμού αποκατάστασης βρίσκονται σε κατάσταση αγκύλωσης αφού δεν μπορούν να λειτουργήσουν σαν εμπορικές επιχειρήσεις ούτε να προγραμματίσουν την ανάπτυξή τους με όρους αυθεντικούς επιχειρηματικούς όπως συμβαίνει και με όλες τις άλλες τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η καχεξία της ασφαλιστικής πολιτικής οφείλεται στην ανικανότητα των νομοθετών να αντιληφθούν πως οι καταναλωτές με αναπηρίες και οι επιχειρήσεις πώλησης εξοπλισμού αποκατάστασης αποτελούν μέρη ενός εννιαίου κυκλώματος κατασκευής, εμπορίας, πώλησης, κατανάλωσης και χρήσης προϊόντων αποκατάστασης, το οποίο χρειάζεται να υποστηριχθεί.
Με αυτή την έννοια δεν αρκεί μόνο η ενίσχυση της αγοραστικής ικανότητας των καταναλωτών με αναπηρίες.
Απαιτείται η ενίσχυση όλων των μερών που απαρτίζουν το κύκλωμα κατασκευής, εμπορίας, πώλησης και κατανάλωσης προϊόντων αποκατάστασης. Απαιτούνται δηλαδή νόμοι για την ενίσχυση των επιχειρήσεων πώλησης εξοπλισμού αποκατάστασης και των καταναλωτών με αναπηρίες και περιορισμός της αρμοδιότητας των ασφαλιστικών ταμείων ως απλών ρυθμιστών.
Βασική προϋπόθεση για τη βελτίωση της αγοραστικής ικανότητας του πληθυσμού που ζεί κάτω από συνθήκες αναπηρίας είναι η αλλαγή της πολιτικής παροχών σε είδος τουλάχιστον για μία τετραετία.
Απαιτείται ακόμη η αλλαγή της ασφαλιστικής πολιτικής των παροχών σε είδος έτσι ώστε οι έλληνες/ίδες με αναπηρίες να εξοπλίζονται με τον απαραίτητο μηχανολογικό εξοπλισμό για να εξομοιώνονται οι ικανότητές τους με τις ικανότητες του ικανού σωματικά πληθυσμού.
Με απλά λόγια, η επιδίωξη μίας σύγχρονης ασφαλιστικής πολιτικής δεν είναι τόσο η αποζημίωση της αναπηρίας σε χρήμα όσο η ενίσχυση των περιορισμένων ικανοτήτων των ανθρώπων με αναπηρίες από εφαρμογές της τεχνολογίας ώστε
α) να μην αυξάνεται δραματικά το κόστος ζωής των ανθρώπων με αναπηρίες από τα επιπλέον έξοδα που προκύπτουν εξ αιτίας της αναπηρίας,
β) να μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι ασφαλισμένοι όλο το μηχανολογικό εξοπλισμό που έχουν ανάγκη ώστε να διατηρηθούν εντός του κυκλώματος παραγωγής-κατανάλωσης ως καταναλωτές και ως παραγωγοί.
Τα ασφαλιστικά ταμεία οφείλουν να ανακαλύψουν και να επεξεργαστούν το νέο τους ρυθμιστικό ρόλο. Η κοινωνική πολιτική αναγκαστικά πρέπει να αποτελέσει μηχανισμό ρύθμισης της λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας, αν πραγματικά η επιβίωση των ελλήνων/ίδων αποτελεί οικονομική ανάγκη και εθνική προτεραιότητα.
Η συγκρότηση μιας σύγχρονης κοινωνικής πολιτικής οφείλει να είναι προέκταση της οικονομικής πολιτικής και να συμβάλει στην ομαλοποίηση της αναπηρίας, ώστε να σταματήσει να θεωρείται ως ασφαλιστικός κίνδυνος και να ρυθμίσει τους όρους κάτω από τους οποίους οι πολίτες με χαρακτηριστικές ανικανότητες θα διατηρηθούν ενεργοί κατ’ αρχή ως καταναλωτές και δευτερευόντως ως παραγωγοί.
Το ζήτημα που προκύπτει για τους σχεδιαστές κοινωνικής και ασφαλιστικής πολιτικής είναι η κατευθύνσεις που θέλουν να λάβει αυτή η κατανάλωση. Αν λ.χ. οι σχεδιαστές πολιτικής ενδιαφέρονται για την ενίσχυση της καταναλωτικής ικανότητας του πληθυσμού που ζεί κάτω από συνθήκες αναπηρίας για πολιτική εκμετάλλευση λ.χ. σε προεκλογική περίοδο, τότε είναι πλέον βέβαιο πως θα προτιμήσουν την παραδοσιακή επιδοματική πολιτική.
Αν όμως οι σχεδιαστές πολιτικής επιδιώκουν μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη, τότε είναι βέβαιο ότι θα κατευθύνουν με νομοθετήματα την κατανάλωση του πληθυσμού που ζεί κάτω από συνθήκες αναπηρίας στην κατανάλωση-χρήση προϊόντων αποκατάστασης, ώστε να περιφρουρηθεί η χρηστική αξία της ασφαλιστικής πολιτικής, ενώ η κάλυψη όλων των άλλων καθημερινών ή διακοσμητικών αναγκών του πολίτη να εξαρτάται από τη διάθεσή του να εργαστεί.
Αν πράγματι οι σχεδιαστές πολιτικής ενδιαφέρονται να προστατεύσουν τη χρηστική αξία της κοινωνικής πολιτικής, τότε οφείλουν να κατευθύνουν την κατανάλωση δηλαδή
α) να διατηρηθεί η κοινωνική πολιτική των παροχών σε είδος και η συμμετοχή των ασφαλιστικών ταμείων στο σύνολο της δαπάνης για την αγορά αναπηρικών καθισμάτων, τεχνητών μελών, ναρθήκων, εξοπλισμού κατοικίας και ατομικής υγιεινής
β) να αλλάξουν το σύστημα αξιολόγησης των ανικανοτήτων, ταξινόμησης και τυποποίησης των αναπηριών και να καθοριστεί η αντικειμενική ανικανότητα
γ) να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την εξέλιξη της ασφαλιστικής νομοθεσίας η οποία να καθορίζει με σαφήνεια τις υποχρεώσεις των ασφαλιστικών ταμείων και να ενθαρρύνει την πρωτοβουλία των ασφαλισμένων.
δ) να χορηγούνται τα βοηθήματα με συνοπτικές διαδικασίες.