Δικαίωμα στην πορνεία;
Η εικόνα της πόρνης στις σύγχρονες κοινωνίες είναι στερεότυπη: πρόκειται για ένα ανθρώπινο ον που έχει καταστεί άβουλο αντικείμενο, ένα απλό σκεύος. Το απόλυτο θύμα. Ομως αυτή η αντίληψη αμφισβητείται από όσους επιχειρούν να αντιμετωπίσουν την πόρνη ως υποκείμενο δικαιωμάτων.
Οι νέες αυτές ιδέες δοκιμάζονται σε κινήματα που εξαπλώνονται στην Ευρώπη.
Οχι, δεν πρόκειται για την ξαδέρφη της «Φωτεινής της Νύχτας». Το κόμικς που διαλέξαμε για εικονογράφηση του σημερινού «Ιού» προορίζεται για τις ίδιες τις πόρνες και συνιστά μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος ενημέρωσης και ενδυνάμωσης των γυναικών, κυρίως μεταναστριών, που δίχως χαρτιά, δικαιώματα και ιατρική φροντίδα υφίστανται την πιο απάνθρωπη εκμετάλλευση στους δρόμους των ευρωπαϊκών πόλεων – εν προκειμένω της Ιταλίας.
Αιρετική η ιδέα, θα μπορούσε -και όχι πολύ άδικα- να κατηγορηθεί ότι αναπαράγει το τρέχον στερεότυπο της πόρνης, καθώς και ότι δεν αποφεύγει τον πατερναλιστικό διδακτισμό που ελλοχεύει σε κάθε «έξωθεν» παρέμβαση στα ζητήματα της πορνείας.
Αλλά ας μη βιαστούμε να προχωρήσουμε σε συμπεράσματα: τη στιγμή αυτή δοκιμάζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο νέες στρατηγικές που ανατρέπουν τις παλιές ατελέσφορες συνταγές και προτείνουν φρέσκες μεθόδους για την προσέγγιση των γυναικών που εμπλέκονται στις σύγχρονες εκδοχές της πορνείας.
Με τις νέες αυτές στρατηγικές ήρθαμε σε άμεση επαφή στα Γιάννενα, καλεσμένοι του Κέντρου Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων Ιωαννίνων (Κ.Α.Θ.Β.Ι.), το οποίο συμμετέχει σε ένα πιλοτικό πρόγραμμα με στόχο τον αγώνα κατά του κοινωνικού αποκλεισμού των γυναικών που ασκούν -ή εξαναγκάζονται να ασκήσουν- την πορνεία (πρόγραμμα Transnet).
Σε ένα διήμερο εργαστήριο (19-20 Μαΐου), μέλη των δικτύων που έχουν αναλάβει το πρόγραμμα (Ιταλία, Ολλανδία, Ελλάδα), αλλά και εκπρόσωποι μη κυβερνητικών οργανώσεων από τις χώρες προέλευσης των γυναικών (Αλβανία, Πολωνία, Ρωσία και Ρουμανία), συζήτησαν τα πρώτα τους πορίσματα και αντάλλαξαν πληροφορίες για τις δυσκολίες που συναντούν στη δουλειά τους και τις τακτικές που υιοθετούν για το ξεπέρασμά τους.
Κοινό γλωσσάρι
Δεν έχει νόημα να επιμείνουμε στο κατά κάποιον τρόπο γραφειοκρατικό σκέλος της υπόθεσης, απαριθμώντας οργανώσεις και εξηγώντας τις μεταξύ τους δικτυώσεις. Εκείνο που μας φαίνεται πιο ενδιαφέρον είναι να σταθούμε στις απόψεις τις οποίες, απ’ ό,τι αντιληφθήκαμε, συμμερίζεται σήμερα ένα ευρύ φάσμα φορέων ασχολούμενων με την πορνεία, ανάμεσά τους και η πλειονότητα των οργανώσεων που εκπροσωπήθηκαν στο εργαστήριο των Ιωαννίνων.
Και να ξεκινήσουμε με το πρόβλημα της ορολογίας: Απαραίτητη προϋπόθεση για μια νέα προσέγγιση του ζητήματος θεωρείται η συμφωνία σε ένα κοινό γλωσσάρι που θα αποτελέσει την απαραίτητη ενιαία βάση κατανόησης και δράσης. Λέξεις και ορισμοί που θα περιλαμβάνονται στο γλωσσάρι αυτό δεν θα ακολουθούν τα λεξικά, κι έτσι δεν θα κουβαλούν το βαρύ ηθικολογικό φορτίο και τις δυσάρεστες συνδηλώσεις που συνοδεύουν ανέκαθεν το «λεξιλόγιο» της πορνείας.
Για τη συγκρότησή του θα επιλεγούν ουδέτερες λέξεις και περιγραφικοί ορισμοί που θα επιχειρήσουν να πάρουν σοβαρά υπόψη τους την κουλτούρα των εμπλεκόμενων γυναικών, τα βιώματά τους και τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιες προσλαμβάνουν αυτό που τους συμβαίνει.
Δύσκολος και φιλόδοξος ο στόχος, υποδεικνύει ωστόσο ότι υπάρχει η θέληση για ένα ριζικό αναστοχασμό πάνω στο ζήτημα. Σε ορισμένα σημεία, οι σύγχρονες αυτές απόψεις θυμίζουν το παλιό φιλελεύθερο καταργητικό σύστημα, με το οποίο πολεμήθηκε κάποτε ο κρατικός διακανονισμός της πορνείας.
Η αντιμετώπιση της πορνείας ως κοινωνικού (και όχι ως αστυνομικού ή/και ιατρικού) ζητήματος και η άρνηση της ρύθμισης και της καταστολής της παραπέμπουν πράγματι σε ορισμένες από τις βασικές αρχές των καταργητών. Με μια ουσιώδη, όμως, διαφορά: ανεξάρτητα από τις άλλες, συχνά αγεφύρωτες διαφωνίες τους, οι παραδοσιακές προσεγγίσεις της πορνείας αντιμετώπιζαν τις πόρνες σαν αντικείμενα προς διευθέτηση, αναρμόδια να συμμετάσχουν στις συζητήσεις για τη χάραξη των πολιτικών που θα ρύθμιζαν τις τύχες τους.
Σήμερα, η συμμετοχή των ίδιων των γυναικών θεωρείται αναγκαίος όρος για τη συγκρότηση των δικτύων που ασχολούνται με την πορνεία. Και απ’ ό,τι φαίνεται, δεν πρόκειται για μια ανέξοδη δήλωση καλών προθέσεων: τόσο στην Ολλανδία, όσο και στην Ιταλία, γυναίκες που είναι ή υπήρξαν πόρνες αναλαμβάνουν μεγάλο βάρος της δουλειάς, δίνοντας τη σφραγίδα τους στις επεξεργασίες και τις πρακτικές των δικτύων.
Στο κλίμα αυτό, το αίτημα για απόλυτη αποποινικοποίηση της πορνείας αποκτά, αναπάντεχες διαστάσεις. Συνεπάγεται για παράδειγμα την προσπάθεια για έξοδο της πόρνης από τη θέση του άβουλου θύματος και τη «μεταμόρφωσή» της σε υποκείμενο δικαιωμάτων.
Μεταμορφώσεις
Κι αυτό γιατί η ακραία θυματοποίηση της πόρνης -και στο σημείο αυτό φαίνεται να διαμορφώνεται μια αρκετά ευρεία συναίνεση- θεωρείται πλέον σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την ηθική καταδίκη και το στιγματισμό της, στάσεις που οδηγούν αναπότρεπτα στον κοινωνικό της αποκλεισμό.
«Αποποινικοποίηση της πορνείας, αποσύνδεσή της από το χώρο του εγκλήματος», διαβάζουμε σε πρόσφατη ανακοίνωση της δραστήριας ιταλικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα των Πορνών, «δεν σημαίνει απλώς και μόνο αναγνώριση της ελευθερίας στη διάθεση του σώματός μας, το δικαίωμα δηλαδή στο σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό, αλλά σημαίνει και να τολμήσουμε να αντιστρέψουμε τους όρους της συζήτησης και να επικεντρώσουμε για παράδειγμα την προσοχή μας στον πελάτη, εξετάζοντας την πολιτική οικονομία της συγκεκριμένης ζήτησης».
Μοιάζει εξωφρενική η συσχέτιση της πορνείας με την ελεύθερη διάθεση του σώματος και το σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό των ατόμων, θα τη συναντήσουμε ωστόσο συχνά στα κείμενα οργανώσεων αυτού του τύπου. Εξίσου συχνά θα συναντήσουμε και τον όρο εργάτρια (ή εργάτης) του σεξ να αντικαθιστά παμπάλαιους όρους όπως πόρνη, ιερόδουλος, εκδιδόμενο άτομο κ.ο.κ.
Είναι προφανής, πιστεύουμε, η προσπάθεια να αφαιρεθεί από το λόγο για την πορνεία η ηθικολογική του διάσταση, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον θετικό σε μια διαφορετική πρόσληψη του ζητήματος που θα διευκολύνει τις απόπειρες για την κοινωνική ενσωμάτωση της πόρνης.
Είναι αλήθεια πως οι αντιλήψεις αυτές έρχονται να δοκιμαστούν σκληρά από την πραγματικότητα των πολλών και ποικίλων εκδοχών καταναγκασμού που υφίστανται οι γυναίκες των ανατολικών χωρών όταν καταλήγουν πόρνες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Μολαταύτα, οι στρατηγικές παρέμβασης που δοκιμάζονται και στην περίπτωση αυτών των γυναικών είναι παρόμοιες με εκείνες που αφορούν τις εγχώριες «εργάτριες του σεξ», τις γυναίκες που «επιλέγουν την πορνεία ως προσωρινή ή μονιμότερη επαγγελματική απασχόληση».
Διαφορετικές είναι οπωσδήποτε οι προτεραιότητες, καθώς οι αλλοδαπές πόρνες που φτάνουν σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα είναι εντελώς αβοήθητες, γεγονός που τις καθιστά έρμαια στα χέρια ασύδοτων εγκληματικών δικτύων: αγνοούν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής, δεν έχουν ιδέα για την ισχύουσα νομοθεσία και, ως παράνομες και χωρίς χαρτιά, δεν έχουν καμία δυνατότητα πρόσβασης στις υγειονομικές υπηρεσίες.
Ούτως ή άλλως, οι γυναίκες αυτές δεν υπάγονται στις νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την πορνεία, αλλά σε ρυθμίσεις σχετικές με την παράνομη μετανάστευση, οι οποίες συνήθως δεν προβλέπουν ειδικές διατάξεις για την αποτελεσματική προστασία τους σε περίπτωση που είτε συλληφθούν είτε προσφύγουν οικειοθελώς στη βοήθεια των κατά τόπους αρχών.
Στο ζήτημα αυτό, οι ευρωπαϊκές νομοθεσίες εμφανίζουν μεταξύ τους τεράστιες αποκλίσεις, δυσχεραίνοντας σοβαρά την ενιαία αντιμετώπιση του προβλήματος. Τις περισσότερες, πάντως, φορές η τελική στάση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι κοινή: εκείνο που εντέλει επιδιώκουν είναι να απαλλαγούν από τις αλλοδαπές πόρνες, ακόμη κι αν γνωρίζουν ότι το ζήτημα δεν λύνεται με μερικές θεαματικές απελάσεις.
Υποκείμενα δικαιωμάτων
Ιδού πώς συνοψίζει τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Tampep (Διεθνικό Πρόγραμμα Πρόληψης του AIDS και των Σεξουαλικά Μεταδιδόμενων Νοσημάτων για τις Μετανάστριες Πόρνες στην Ευρώπη): Διεθνές πλέον φαινόμενο, η πορνεία συνδέεται με τη ραγδαία ανάπτυξη και τις ποικίλες εκφάνσεις της σύγχρονης βιομηχανίας του σεξ, την ταυτόχρονη παρουσία εγχώριων και αλλοδαπών πορνών, τη μεγάλη κινητικότητα των τελευταίων και την άνευ προηγουμένου άνθηση εγκληματικών κυκλωμάτων που οργανώνουν και διευθύνουν τη βιομηχανία του σεξ.
Οι παραδοσιακές οπτικές στο πρόβλημα υπήρξαν πάντοτε κατασταλτικές, αφαιρώντας από τις εργάτριες του σεξ -αλλά και από τους πελάτες τους- την ιδιότητα του υποκειμένου και αποκλείοντάς τους από τις σχετικές πολιτικές ή/και νομοθετικές ρυθμίσεις.
Είναι γνωστός ο απόλυτος κοινωνικός αποκλεισμός των εργατριών του σεξ, καθώς και η αναποτελεσματικότητα των υπηρεσιών υγείας και ασφάλισης που τους παρέχονται σε ένα ακραία ελεγκτικό και καταπιεστικό πλαίσιο.
Το κλίμα αυτό επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις συνθήκες ζωής των εκδιδόμενων αλλοδαπών, οι οποίες, εκτός όλων των υπολοίπων, έχουν να αντιμετωπίσουν και την περιοριστική μεταναστευτική νομοθεσία που τις αποκλείει και από τις ελάχιστες παροχές που δικαιούνται οι γηγενείς πόρνες.
Ετσι, επιβάλλονται ειδικές στρατηγικές προσέγγισης των γυναικών αυτών, προκειμένου να τους γίνουν γνωστά -και να διεκδικηθούν από κοινού- τα απολύτως αγνοημένα δικαιώματά τους. Στο σημείο αυτό, η ανάλυση του Tampep προσεγγίζει τη λογική που συναντήσαμε προηγουμένως στα κείμενα της ιταλικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα των Πορνών.
Η μαζική είσοδος των γυναικών από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ισχυρίζονται οι υπεύθυνοι του προγράμματος, επιβάλλει την αντιμετώπισή τους ως σημαντικού τμήματος της σύγχρονης οικονομικής μετανάστευσης.
Είναι λάθος να τις θεωρούμε εκ προοιμίου θύματα εμπορίας και άβουλα πιόνια στα χέρια των εγκληματικών κυκλωμάτων, γιατί η αντίληψη αυτή οδηγεί αναπότρεπτα σε πρακτικές καταστολής (συλλήψεις και απελάσεις) και δεν προσπαθεί να σκεφτεί ρεαλιστικές λύσεις για τα άμεσα και πιεστικά προβλήματα των ίδιων των γυναικών.
Η προσέγγιση αυτή δεν αμφισβητεί την ύπαρξη της καταναγκαστικής πορνείας. Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι οι ισχύουσες νομοθεσίες κατά της εμπορίας γυναικών δεν στοχεύουν στο πραγματικό ξήλωμα των κυκλωμάτων του οργανωμένου εγκλήματος και, κυρίως, δεν προσφέρουν την οφειλόμενη βοήθεια, ασφάλεια και προστασία στις γυναίκες που επιχειρούν να γλιτώσουν από τα νύχια των εκμεταλλευτών τους.
Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει η δράση των δικτύων που αναφέραμε στην αρχή αυτού του κειμένου: ομάδες ειδικευμένων ατόμων (γιατροί και υγειονομικό προσωπικό, γυναίκες που υπήρξαν πόρνες, εκπρόσωποι τοπικών, εθνικών και ευρωπαϊκών φορέων κ.ο.κ.) πλησιάζουν τις αλλοδαπές γυναίκες στο δρόμο και δοκιμάζουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους.
Νομική κάλυψη
Στόχος τους να τις ενημερώσουν για τα δικαιώματά τους, να τις ενδυναμώσουν έναντι των προαγωγών τους, να τους προσφέρουν ιατρική και νομική κάλυψη και να τις ενισχύσουν, εφόσον αυτή είναι η επιθυμία τους, να εγκαταλείψουν την πορνεία. Ενημερωτικά φυλλάδια στη γλώσσα των γυναικών παρέχουν, συχνά εικονογραφημένες, ιατρικές συμβουλές, και κυρίως τρόπους προφύλαξης από το AIDS, απλές νομικές πληροφορίες και χρήσιμες οδηγίες για την αποφυγή των κινδύνων του δρόμου.
Το πλέγμα των παροχών συμπληρώνουν πρόχειρα ιατρεία και συμβουλευτικοί σταθμοί, όπου κανείς δεν πρόκειται να εξετάσει αν η αλλοδαπή γυναίκα διαθέτει νόμιμα χαρτιά ή όχι.
Οσες επιφυλάξεις κι αν διατυπωθούν ως προς τη θεωρητική στήριξη των πρακτικών αυτών, είναι βέβαιο ότι βρισκόμαστε μπροστά σε νέους δρόμους αντιμετώπισης της πορνείας που, αν μη τι άλλο, επιχειρούν να προσεγγίσουν την πόρνη ως υποκείμενο δικαιωμάτων και όχι σαν πρόβλημα προς ρύθμιση.
Είναι νωρίς να μιλήσουμε για αποτελέσματα, ακόμη κι αν το πρόγραμμα Tampep υποστηρίζει ότι οι ομάδες του μέσα στα πέντε τελευταία χρόνια ήρθαν σε επαφή με 50.000 αλλοδαπές πόρνες στην Ολλανδία, την Ιταλία, την Αυστρία και τη Γερμανία. Ούτως ή άλλως, τα περισσότερα σχετικά προγράμματα βρίσκονται ακόμη στην πιλοτική τους φάση.
Πρέπει να περιμένουμε για τα αποτελέσματα. Οπως πρέπει να περιμένουμε και για τα αποτελέσματα από την εφαρμογή ενός άκρως αμφιλεγόμενου νόμου που δοκιμάζεται τα τελευταία δύο χρόνια στη Σουηδία.
Στον αντίποδα της (αντιαπαγορευτικής) λογικής που περιγράψαμε παραπάνω, ο σουηδικός νόμος τιμωρεί ως ποινικό αδίκημα την αγορά των υπηρεσιών μιας πόρνης, ποινικοποιεί με άλλα λόγια τη ζήτηση της πορνείας.
Ελευθεροτυπία, 10/6/2001