Η άσκηση στη μέση ηλικία όχι μόνο διατηρεί το σωματικό βάρος σε χαμηλά επίπεδα και την καρδιά υγιή, αλλά μειώνει και τον κίνδυνο αναπτύξεως της νόσου του Άλτσχαϊμερ, κυρίως σε όσους διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να την εκδηλώσουν, αναφέρουν σουηδοί επιστήμονες.
Επιστήμονες από το Ίδρυμα Καρολίνσκα, στη Στοκχόλμη, διαπίστωσαν ότι οι μεσήλικες που αθλούνται τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα έχουν σχεδόν 60% λιγότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν άνοια σε σχέση με όσους διάγουν καθιστική ζωή.
«Είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει αυτή τη μακροπρόθεσμη σχέση μεταξύ άσκησης και άνοιας αργότερα στη ζωή», είπε η δρ Μιία Κιβιπέλτο, από το Ερευνητικό Κέντρο Γήρανσης του Καρολίνσκα.
Το μεγαλύτερο όφελος παρατηρήθηκε σε εθελοντές, οι οποίοι είχαν γενετική προδιάθεση για την ανάπτυξη άνοιας. «Φαίνεται ότι η άσκηση είχε ακόμη μεγαλύτερη επίδραση σε αυτούς που έφεραν το γονίδιο ευαισθησίας apoe4 – τον πλέον σημαντικό παράγοντα κινδύνου για τη νόσο του Άλτσχαϊμερ και τις άλλες μορφές άνοιας», σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «The Lancet Neurology».
Η νόσος του Άλτσχαϊμερ συνιστά την κύρια αιτία άνοιας στους ηλικιωμένους και πλήττει περίπου 12 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχει θεραπεία γι’ αυτή την εκφυλιστική νόσο του εγκεφάλου, που σταδιακά στερεί τη μνήμη και τη νοητική ικανότητα, ωστόσο υπάρχουν φάρμακα τα οποία μπορεί να επιβραδύνουν την εξέλιξή της στα αρχικά στάδια.
Η δρ Κιβιπέλτο και συνεργάτες της μελέτησαν τη νοητική υγεία περίπου 1.500 εθελοντών, ηλικίας 65 έως 79 ετών, των οποίων οι δραστηριότητες κατά τις ελεύθερες ώρες τους παρακολουθούνταν ανά πενταετία, από το 1972 έως το 1987.
Αφού επανεξέτασαν τα στοιχεία τους, το 1998, διαπίστωσαν ότι οι δραστήριοι εθελοντές, που γυμνάζονταν αρκετά σκληρά ώστε να ιδρώνουν και να επιταχύνεται η αναπνοή τους, παρουσίαζαν λιγότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν Άλτσχαϊμερ.
Η πεζοπορία και η ποδηλασία ήταν οι πλέον συνήθεις μορφές άσκησης κατά τη μελέτη.
Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν πώς ακριβώς ελαττώνει η άσκηση τον κίνδυνος άνοιας. Εικάζουν, όμως, ότι οφείλεται σε μια άμεση επίδραση στον εγκέφαλο και στο σύστημα μετάδοσης μηνυμάτων σε αυτόν, καθώς και στη βελτίωση της παροχής αίματος στον εγκέφαλο.
Πηγή: Reuters (Οκτώβριος 2005)