Παρασκευή πρωί. Υπέροχη μέρα. Ο ήλιος λάμπει μέσα στο καταχείμωνο και αμέσως περνάει από το μυαλό μου να πάω μια βόλτα για ν’ αγοράσω κάτι που ήθελα μια και δεν πάω στην δουλειά λόγω άδειας.
Οπως αποδείχτηκε το λάθος μου ήταν μεγάλο, γιατί δεν έβαλα υπόψη μου την παράμετρο της παραπληγίας, την πιο σοβαρή και πρωτεύουσα όσον αφορά οποιαδήποτε δραστηριότητά μου.
Τέλος πάντων, ξεκινώ ο καλός σου και κατεβαίνω μ’ ένα φίλο στην αγορά του Πειραιά για να ρίξω μια ματιά. Μόλις φτάνω στην αγορά ψάχνω μέρος να παρκάρω, ΠΟΥΘΕΝΑ, ώστε να μπορέσω να κατεβώ με το καρότσι μου. Πάω σε ένα ιδιωτικό πάρκινκ, ΑΔΥΝΑΤΟ, οι θέσεις όλες κατειλημμένες.
Τι να κάνω, σκέφτομαι ότι στην Γλυφάδα είναι πιο ευαισθητοποιημένοι μια και έχει πάρει το μάτι μου κάποιες θέσεις στις οποίες υπάρχει το ΔΙΕΘΝΕΣ ΑΝΑΠΗΡΙΚΟ ΣΗΜΑ και ράμπες για το αναπηρικό μου αμαξίδιο. Ετσι ξεκινώ και μετά από μια ώρα σχεδόν, λόγω κίνησης, στο επίμαχο σημείο, το κέντρο της Γλυφάδας, τον ποθητό προορισμό μου.
Γεμάτος χαρά ψάχνω να βρω μια θέση αλλά προς μεγάλη μου λύπη διαπιστώνω ότι στις θέσεις με το αναπηρικό σήμα στάθμευσης έχουν κάνει πιάτσα οι ταξιτζήδες.
ΑΔΥΝΑΤΟ λέω, δεν μπορεί τόση πολύ ευαισθησία από το Δήμο και όλη αυτή η Δημοτική Αστυνομία η οποία δίνει κλήσεις, σωρηδόν, να μην έχει αντιληφθεί τους κυρίους, επαγγελματίες, που εκμεταλλεύονται οποιοδήποτε κενό χώρο;
Κι όμως ΔΥΝΑΤΟ και μάλιστα ΔΥΝΑΤΟΤΑΤΟ γιατί οι κύριοι οι οποίοι δίνουν τις προαναφερόμενες κλίσεις κοιτάζουν οπουδήποτε αλλού εκτός από εκείνο το σημείο, το επίμαχο σημείο, το μέρος όπου ένας άνθρωπος με παραπληγία ή κάποια σοβαρή αναπηρία θα παρκάρει για να ψωνίσει, να φάει, να κάνει τη βόλτα του. Εκείνη την ώρα μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι σκεφτόμενος τι μούρη πουλάνε όλοι αυτοί οι Αρχοντες της Τοπικής αυτοδιοίκησης με τη δήθεν ευαισθησία τους.
Ετσι μου ήρθε να βρω το σπίτι του δημάρχου και να παρκάρω μπροστά στην πόρτα του, να δούμε τότε θα ερχόταν ο γερανός να μου πάρει το αυτοκίνητο;
Μέσα στην απογοήτευση μου, μετά από δύο ώρες οδήγημα από την ώρα που ξεκίνησα, και έτοιμος να πάρω τον δρόμο του γυρισμού, βρίσκω μια θέση να παρκάρω, έστω και παράνομα, εφόσον δεν έχω την ποθητή κάρτα γι’ αυτές τις προνομιούχες θέσεις, ελπίζοντας ότι δε θα πάρω καμία κλήση και ότι γυρίσω σπίτι οδηγώντας και όχι με ταξί.
Κατεβαίνω, ψωνίζω με την ψυχή στο στόμα και γυρνάω άρον-άρον, φοβούμενος όλα τα παραπάνω. Ευτυχώς, όλα καλά, δε με πήρε χαμπάρι κανείς, μπαίνω στο αυτοκίνητο, πετάω το καρότσι μέσα και όπου φύγει-φύγει. Μη νομίσει κανείς ότι είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό εκείνη την ημέρα, εκείνη την ώρα, γιατί όποια μέρα και ώρα κι αν έχω πάει σ’ αυτά τα μέρη παρουσιάζεται το ίδιο φαινόμενο και γενικά επικρατεί η ίδια κατάσταση.
Επιτέλους, είναι καιρός να κάνουμε κάτι για να μπούν τα πράγματα στην θέση τους.
Βασίλης Δημητριάδης