Στη εταιρεία των θεών κατασκευάζουν ανθρώπους και όχι θεούς. Τους θεούς πρέπει να τους αναζητήσεις μόνος σου.
Αν υπάρχει κάποιος ,να είσαι σίγουρος πως θα τον ανακαλύψεις γρήγορα. θα είναι κρυμμένος κάπου ανάμεσα στα δισεκατομμύρια παιχνίδια του και θα περιμένει. Πίσω από την γωνίτσα του, θα γελάει με κακία μέχρι να σε δει να περνάς από δίπλα του, και τότε θα σε χλευάσει για άλλη μια φορά. Αυτή είναι η τιμωρία σου επειδή προσπάθησες να του μοιάσεις. Επειδή αρνήθηκες να πιστέψεις πως δεν είσαι τίποτα άλλο παρά ένα παιχνίδι φτιαγμένο κατά παραγγελιά από την εταιρεία των θεών.
Δυο καλοφτιαγμένα χέρια και ένα γεροδεμένο κορμί είναι ότι χρειάζεται για να κατασκευάζεις πανοπλίες. Το σχέδιο το βρίσκεις έτοιμο. Ένα κιτρινισμένο χαρτί με όλες τις λεπτομέρειες για την κατασκευή, τυλιγμένο με προσοχή, περασμένο στον χοντρό λαιμό ενός αρουραίου που έρχεται από το επάνω πάτωμα. Εκεί προάγονται όσοι έχουν φαντασία. Οι υπόλοιποι είναι απλώς σκλάβοι που αν χρειαστεί θυσιάζουν και τον ύπνο τους προκείμενου να τελειώσουν σωστά τη δουλεία τους. Εγώ έχω ήδη βρει τον τρόπο να περνάω τη μέρα μου χωρίς να σκέφτομαι. Κάθε φορά που χτυπάω με δύναμη το σφυρί πάνω στο μέταλλο, ακουω τον ήχο από τα χτυπήματα και ηδονίζομαι .Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση για μένα. Όταν το σιδερό αρχίζει να παίρνει σχήμα, τότε είναι που αρχίζω να χαμογελάω. Ακόμα και ο πιο ταπεινός δούλος έχει το δικαίωμα να γελάει με το δημιούργημα του. Ένα βαρύ και ασήκωτο κατασκεύασμα, έτοιμο να φορεθεί από κάθε είδους πολεμιστές και ταξιδιώτες.
Ένας τέτοιος ταξιδιώτης ήμουν και εγώ όταν έφτασα εδώ , μόνο που εγώ δεν φορούσα σχεδόν τίποτα. Είχα στο κορμί μου τυλιγμένα μερικά κουρέλια και στο λαιμό μου κρεμασμένο ένα σταυρό. Μου τα πήραν όλα. Δυο φρουροί με φτερά στην πλάτη στεκόντουσαν ακριβώς έξω από την πύλη και με είδαν αμέσως να λυγίζω και να σωριάζομαι χάμω. Όταν ξύπνησα ξανά ,λίγα λεπτά αργότερα, συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν κρεμασμένος από το ταβάνι με το κεφάλι προς τα κάτω και με τα ποδιά δεμένα από ένα χοντρό σκοινί. Απέναντι μου διάβαζα ανάποδα μια πινακίδα που έλεγε:
« καλωσορίσατε στην εταιρεία των θεών». Κοίταξα γύρω μου και είδα ακόμα μερικά σώματα να αιωρούνται ρυθμικά, δεμένα σε σχοινιά σαν το δικό μου. Προς στιγμή νόμισα πως ήταν όλοι τους θεοί. Έπειτα συνειδητοποίησα πως μου έμοιαζαν παρά πολύ για να είναι ανώτεροι από εμένα. Όταν τους πρόσεξα καλύτερα, κατάλαβα πως όλοι τους είχαν ήδη ξεψυχήσει.
Από την άλλη άκρη του δωματίου ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος και η πόρτα άνοιξε με δύναμη. Δυο χοντρά πλάσματα με πουπουλένια φτερά και δόρατα στα χέρια με πλησίασαν αστραπιαία . «εσείς είστε οι θεοί;» ρώτησα με απορία. Δεν απάντησε κανένας από τους δυο. Σαν απάντηση μου δείξανε τα δόντια τους και με έφτυσαν. Ύστερα τράβηξαν με δύναμη τα υφάσματα που κρέμονταν από πάνω μου και με γύμνωσαν. Μου πήραν και το μικρό μου σταυρουδάκι. Ο πιο μαυριδερός από τους δυο, το έχωσε μέσα στο βρακί του και χαμογέλασε. Και οι δυο τους με κοίταξαν με περιφρόνηση και ύστερα εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας.
Στην επόμενη επίσκεψη τους με βρήκαν με τα μάτια κλειστά. Τα χέρια τους προσγειώθηκαν στο πρόσωπο μου και με ξύπνησαν Χωρίς να το καταλάβω, με άρπαξαν με βία ,ο ένας από τη μια και ο άλλος από την άλλη, έλυσαν τα σκοινιά και με άφησαν να σωριαστώ στο δάπεδο. Ξαπλωμένος όπως ήμουν , μου ζήτησαν να ορκιστώ πως θα γινόμουν ο σκλάβος τους. Εγώ απλώς μούγκρισα και εκείνοι άρχισαν την βρομοδουλειά τους. Ανοίγοντας μου τα ποδιά και κρατώντας με γέρα , έβγαλαν έξω ένα τεράστιο σπαθί και με μια κίνηση μου ξερίζωσαν τ’αρχιδια. Το αίμα που πετάχτηκε πιτσίλισε τα κατάλευκα φτερά τους. Πεθαμένος από τους πόνους, λιποθύμησα.
Ανάμεσα στα δόντια μου και κάτω από τη γλώσσα μου, ένοιωθα να γλιστράει κάτι μαλακό σαν από λάστιχο που ωμός είχε μια ξινή γεύση. Πεινούσα τόσο πολύ που το έβρισκα υπέροχο .Όταν επιτέλους έφαγα και την τελευταία μπουκιά, ρεύτηκα από ευχαρίστηση και εγίρα στον τοίχο.
«συγχαρητήρια μαλάκα , μόλις έφαγες τα αρχίδια σου!»,είπε η σκιά που στέκονταν από πάνω μου.
«θα γίνω σκλάβος σας»,είπα και ύστερα ξέρασα μπροστά στα ποδιά του. Από εκείνη τη μέρα άρχισα να φτιάχνω πανοπλίες για τα αφεντικά που μέχρι τώρα δεν έχω δει ποτέ μου. Οι ψίθυροι λενε πως αυτό το μέρος είναι γεμάτο αφεντικά. Εγώ δεν ξέρω πια τι να πιστέψω, όπως δεν ξέρω τι να πιστέψω και για τους θεούς. Η αλήθεια είναι πως την πίστη μου δεν την παρέδωσα ποτέ σε κανέναν. Ωστόσο, από την στιγμή που βρέθηκα εδώ, κάποιοι φρόντισαν να μου την κλέψουν με τη βία. Πως αλλιώς θα γινόμουν σκλάβος τους;
Από το παράθυρο απέναντι μου, βλέπω ήδη τον ήλιο να σκαει πανω στο τζάμι. Τα πουλιά πετούν αδιάφορα πανω απο το χορταρι και ποτε, ποτε σταματουν για να ριξουν μια κλεφτη ματια στις ασχολιες μας. Προσπαθουν με το ζορι να μας πεισουν πως ηρθε η ανοιξη. Όποτε τα βλεπω να φτερουγιζουν, θυμαμαι αμεσως ολους αυτους τους θεορατους φυλακες που πηγαινοερχονται πανω ,κατω με τα φτερα κολημενα στην πλατη. Τι τα χρειαζονται τα φτερα αφου δεν ξερουν να πετουν;
Μια φορα ενας απο αυτους στεκονταν διπλα μου και με παρακολουθουσε καθως εκανα τη δουλεια μου. Δεν αντεξα και τον ρωτησα: «γιατι εσεις που εχετε φτερα μενετε παντα καρφομενοι στη γη;».
Προς μεγαλη μου εκπληξη εκεινος αρχισε να γελαει. «Δεν το βλεπεις πως ημαστε πολυ χοντροι για να πεταξουμε;». Ειχε δικιο.Πως να απογειωθει κανεις με τετοιο βάρος;
Αυτό είναι αδικία, σκέφτηκα .Εκείνος γέλασε τότε δυνατότερα. Ο ίδιος το ήξερε καλύτερα από όλους πως τα φτερά του δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα σύμβολο , επινοημένο από κάποιους για να θυμίζει σε εμάς τους υπόλοιπους την αιώνια σκλαβιά μας.
Αν υπάρχει ένα πράγμα που κατάλαβα όλα αυτά τα χρόνια, αυτό είναι πως η ζωή είναι άδικη. Ένα σορό άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να βιώνουν κάθε μέρα την προσωπική τους ματαίωση και να φτιάχνουν έτσι την προσωπική τους ιστορια, ελπιζωντας μοναχα πως θα βγουν κάποτε ζωντανοι από αυτό το ξίδι. Ύστερα υπάρχουν και οι άλλοι , αυτοί που κατάφεραν να κάνουν υπομονή και πάντα εύρισκαν τον τρόπο να ταξιδεύουν. Για αυτούς τους ανθρώπους ξενυχτάω εγώ και οι σύντροφοι μου.
Είμαστε μια ολόκληρη φάρα . Καταδικασμένοι να δουλεύουμε πάντα για το χατίρι άγνωστων θεών που ούτε ξέρουμε αν υπάρχουν. Είμαστε αυτό που κανείς δεν θα ήθελε να είναι αλλά έχουμε πλούτη που ο καθένας θα ήθελε να αποκτήσει .Από όποια πλευρά και να το δει κανείς , είμαστε μοναδικοί.. Ακόμα και αν αυτή τη στιγμή δεν βρίσκουμε τη δύναμη να αντισταθούμε σε αυτό που συμβαίνει, κάποτε θα βρούμε το κουράγιο να φτιάξουμε εμείς οι ίδιοι την δικιά μας πανοπλία. Μόνο που η δικιά μας πανοπλία δεν θα είναι βαριά και σιδερένια. Θα είναι ανάλαφρη, φτιαγμένη από κουρέλια και σκουπίδια σαν αυτά που αφήνουν κάθε τόσο ξωπίσω τους οι βασιλιάδες αυτού του κόσμου. Κάθε βράδυ θα ξαπλώνουμε στο χώμα, πλάι στα αστέρια που πέφτουν από τον ουρανό και κάποια μέρα θα γίνουμε εμεις βασιλιάδες του εαυτού μας .
Αν κάνεις αρκετή ησυχία ,ίσως τότε καταφέρεις να ακούσεις το γέλιο μας. Ενα γελιο τοσο δυνατο που θα καταφερει να σκεπασει ακομα και τις καταρες του πιο προστυχου θεου.
Νικολας Περδικαρης. Δεκέμβριος 2001.