Tο 22% του ελληνικού πληθυσμού ζεί στα όρια της φτώχειας, ο ορισμός της οποίας καθορίζεται, από το ποσοστό του πληθυσμού που εμφανίζει εισόδημα κάτω από το 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος,
σύμφωνα με έκθεση για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στις χώρες μέλη της ΕΕ, που εκπονήθηκε με ευθύνη της ελληνίδας Επιτρόπου κ. Αννας Διαμαντοπούλου και έδωσε στη δημοσιότητα από τις Βρυξέλλες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Τα χαμηλότερα ποσοστά φτώχειας παρατηρούνται στη Δανία με 8%, τη Φινλανδία με 9%, τη Σουηδία και το Λουξεμβούργο με 12%. Τα υψηλότερα στην Πορτογαλία με 23%, την Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία με 22% και την Ιρλανδία με 20%. Στους 15 η φτώχεια αγγίζει το 18% του πληθυσμού.
Οπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πάνω από 60 εκατ. ευρωπαίων πολιτών ζούν στα όρια της φτώχειας, εκ των οποίων 30 εκατ. ζούν “σε καθεστώς μακροχρόνιας φτώχειας”.
Σύμφωνα ακόμη με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι κατά κεφαλήν δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ και ανέρχονται σε 3.100 Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης (ΜΑΔ).
Τις υψηλότερες δαπάνες καταβάλλουν το Λουξεμβούργο με 9.200 ΜΑΔ και ακολουθούν η Δανία με 7.100 ΜΑΔ και η Ολλανδία με 6.800 ΜΑΔ, ενώ τις χαμηλότερες η Πορτογαλία με 3.050 ΜΑΔ και η Ελλάδα με 3.100 ΜΑΔ. Ο κοινοτικός μέσος όρος ανέρχεται σε 5.500 ΜΑΔ.
Εξάλλου, προκύπτει ότι η Ελλάδα δαπανά το 24% του εγχώριου ΑΕΠ για την κοινωνική προστασία. Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στη Σουηδία με 33% και τη Φινλανδία με 31% και τα χαμηλότερα στην Ιρλανδία με 17%, την Ισπανία με 22% την Πορτογαλία με 23% και την Ελλάδα με 24%.
Στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην πολιτική που ακολουθεί η χώρα μας για τον κοινωνικό αποκλεισμό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι «παρά την επιτυχή ένταξη στην ΟΝΕ και τις συνεχιζόμενες καλές επιδόσεις στον οικονομικό τομέα, η Ελλάδα εξακολουθεί να παρουσιάζει χαμηλά ποσοστά απασχόλησης και υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Υπογραμμίζεται ότι «το πρόβλημα του κοινωνικού αποκλεισμού εξακολουθεί να αποτελεί μια σημαντική πρόκληση με δεδομένα τα προβλήματα, που παρατηρούνται στην αγορά εργασίας και τις διαρθρωτικές αλλαγές, όπως τη μετεξέλιξη του πληθυσμού από αγροτικό σε αστικό, τη γήρανση του πληθυσμού και τα ισχυρά κύματα μετανάστευσης.
Συνολικά για την Ευρωπαϊκή Ενωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει τους εξής βασικούς κινδύνους, που, όπως υποστηρίζει, ενισχύουν την αύξηση της φτώχειας στους πληθυσμούς των 15:
– Μακροχρόνια ανεργία.
– Μακροχρόνια διαβίωση με σχετικά χαμηλό εισόδημα.
– Κακή ποιότητα της εργασίας.
– Ανεπαρκή επαγγελματικά προσόντα και πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου.
– Ασταθές οικογενειακό περιβάλλον.
– Αναπηρία και κακή υγεία των εργαζομένων, κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών και αλκοολισμός.
– Διαβίωση σε μειονεκτικές περιοχές.
– Ελλειψη στέγασης ή πρόχειρη στέγαση.
– Μετανάστευση, εθνικισμός και ρατσισμός.
Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει οκτώ βασικές προκλήσεις που, όπως εκτιμά, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι 15 στην προσπάθεια καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού:
– Η ανάπτυξη μιας αγοράς εργασίας στην οποία θα τίθεται ως προτεραιότητα η προώθηση της απασχόλησης ως δικαίωμα και ευκαιρία για όλους.
– Η παροχή εγγυήσεων για ένα ικανοποιητικό εισόδημα.
– Η αντιμετώπιση των προβλημάτων στην παιδεία.
– Η διατήρηση της οικογενειακής αλληλεγγύης και η προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών.
– Η διασφάλιση ικανοποιητικής στέγασης για όλους.
– Η παροχή εγγυήσεων για ισότιμη πρόσβαση και η ενίσχυση των επενδύσεων σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες (υγεία, μεταφορές, πρόνοια, πολιτισμός, ψυχαγωγία και εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας).
– Η βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών.
– Η αποκατάσταση της ισορροπίας, όπου παρατηρείται στέρηση βασικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Είναι η πρώτη φορά που η Επιτροπή συντάσσει έκθεση με αντικείμενο τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η έκθεση πρέπει πλέον να συμφωνηθεί μεταξύ Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Συμβουλίου και θα βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη της συνόδου κορυφής στο Λάκεν του Βελγίου το Δεκέμβριο του τρέχοντος έτους.
Η εν λόγω έκθεση περιγράφει την παρούσα κατάσταση και τις κύριες προκλήσεις στις πολιτικές κατά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ, χρησιμοποιώντας μια κοινή βάση κοινωνικών δεικτών και τεκμηριώνοντας ένα ευρύ φάσμα δράσης που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη.
Παρέχει την αφετηρία για την ενίσχυση πολιτικών και προγραμμάτων σε ολόκληρη την ΕΕ μέσω της συνεργασίας των κρατών μελών, ιδίως μέσω της ανταλλαγής ιδεών ορθής πρακτικής.
Η Ελληνίδα Επίτροπος Αννα Διαμαντοπούλου, αρμόδιο μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την απασχόληση και τις κοινωνικές υποθέσεις, ανέφερε κατά την παρουσίαση της έκθεσης τα εξής: “Ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι ένα ζήτημα που αφορά τους ανθρώπους. Πώς μπορεί άλλωστε να είναι διαφορετικά, όταν υπάρχουν 60 εκατ. άνθρωποι στην ΕΕ σήμερα που είναι φτωχοί ή διατρέχουν τον κίνδυνο της φτώχειας;
Αποτελεί όμως και οικονομικό ζήτημα καθώς και ζήτημα διακυβέρνησης. Οικονομικό ζήτημα, επειδή μόνο μια συνεκτική Ευρώπη μπορεί να αντλήσει από τους πλούσιους πόρους ανθρώπινου κεφαλαίου και ανθρώπινων δεξιοτήτων που επί του παρόντος αξιοποιούνται ελάχιστα. Ζήτημα διακυβέρνησης επειδή η ΕΕ εξακολουθεί να θεωρείται γενικά ότι επικεντρώνεται στα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων παρά στον απλό πολίτη.
Η έκθεση αυτή αποτελεί ένα σημαντικό βήμα, επειδή δείχνει ότι η ΕΕ διαθέτει τη συλλογική πολιτική βούληση να δράσει όχι μόνο στον οικονομικό τομέα αλλά και για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.”
Σε γενικές γραμμές η έκθεση βασίζεται σε μια ανάλυση των “εθνικών σχεδίων δράσης” για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού που εκπονήθηκαν από όλα τα κράτη μέλη για πρώτη φορά φέτος και τα οποία θα υποβάλλονται κάθε δύο έτη. Η έκθεση επιβεβαιώνει ότι η αντιμετώπιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού εξακολουθεί να αποτελεί μια σημαντική πρόκληση που αντιμετωπίζει η ΕΕ.
Το 18% (άνω των 60 εκατ.) του πληθυσμού της ΕΕ διατρέχει τον κίνδυνο της φτώχειας, ενώ περίπου οι μισοί από αυτούς διαβιούν υπό συνθήκες μακροχρόνιας φτώχειας. Τα παιδιά και οι νέοι, οι ηλικιωμένοι, οι άνεργοι και οι μονογονεϊκές οικογένειες διατρέχουν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο φτώχειας. Το ποσοστό σχετικής φτώχειας, αυτοί δηλαδή που ζουν κάτω από το κατώφλι του 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος, ποικίλλει σημαντικά στα κράτη μέλη, κυμαινόμενο από 8% στη Δανία έως 23% στην Πορτογαλία.
Η έκθεση προσδιορίζει οκτώ βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα κράτη μέλη σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Αυτές οι προκλήσεις – στόχοι είναι οι εξής:
– η ανάπτυξη μιας αγοράς εργασίας χωρίς αποκλεισμούς και η προώθηση της απασχόλησης ως δικαίωμα και ευκαιρία για όλους
– η εγγύηση επαρκούς εισοδήματος και πόρων για ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης
– η αντιμετώπιση του εκπαιδευτικού μειονεκτήματος
– η διατήρηση της οικογενειακής αλληλεγγύης και η προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών
– η εξασφάλιση ικανοποιητικής στέγασης για όλους
– η εγγύηση ισότιμης πρόσβασης και η επένδυση σε υψηλής ποιότητας δημόσιες υπηρεσίες (υπηρεσίες υγείας, υπηρεσίες μεταφορών, κοινωνικές υπηρεσίες, υπηρεσίες φροντίδας, πολιτιστικές υπηρεσίες, υπηρεσίες αναψυχής και νομικές υπηρεσίες)
– η βελτίωση της παροχής των υπηρεσιών
– η αναζωογόνηση των πολλαπλά υποβαθμισμένων περιοχών.
Η έκθεση επισημαίνει ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν υποβάλει τα κύρια χαρακτηριστικά των πολιτικών τους σύμφωνα με τους τέσσερις κοινούς στόχους που συμφωνήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Νίκαια: Να διευκολυνθεί η πρόσβαση στους πόρους, τα δικαιώματα, τα αγαθά και τις υπηρεσίες, να προβλεφθούν ο κίνδυνοι του αποκλεισμού, να βοηθηθούν τα πιο ευάλωτα άτομα, να κινητοποιηθούν όλοι οι αρμόδιοι φορείς.
Ωστόσο, η προσπάθεια που καταβάλλεται για την ανάπτυξη μιας στρατηγικής και ολοκληρωμένης προσέγγισης για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού μεσοπρόθεσμων έως μακροπρόθεσμων στόχων, ποικίλλει αρκετά στα κράτη μέλη. Η έκθεση που ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεχωρίζει ως ορθά παραδείγματα στρατηγικής προσέγγισης τα εθνικά σχέδια δράσης της Ολλανδίας, της Δανίας και της Γαλλίας.