Το ζήτημα αν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ίδια η ζωή ενός προσώπου μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ζημία για το πρόσωπο αυτό καθώς και το αν είναι δυνατό να βλάπτει την προσωπικότητά του είναι ένα ζήτημα που δημιουργήθηκε πρόσφατα και που έχει άμεση σχέση με την ανάπτυξη της γενετικής τεχνολογίας.
Στη συνέχεια δεν θα μας απασχολήσει το ζήτημα κατά πόσο ο γιατρός ευθύνεται έναντι των γονέων και του τέκνου όταν από λάθος δικό του αποτυγχάνει η στειροποίηση1 με αποτέλεσμα να ακολουθεί ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη οπότε τίθεται ζήτημα ενδοσυμβατικής του ευθύνης έναντι του γονέα ή όταν προκαλείται κάποιο πρόβλημα στην υγεία του τέκνου, ευθύνη που στο ελληνικό δίκαιο μπορεί να θεμελιωθεί τόσο στη μη προσήκουσα εκπλήρωση των ενδοσυμβατικών του υποχρεώσεων απέναντι στους γονείς2 όσο και στις διατάξεις περί αδικοπραξιών έναντι των γονέων αλλά και έναντι του τέκνου3, ούτε το ζήτημα της ευθύνης του έναντι των γονέων σε περίπτωση μη σωστής ενημέρωσης των τελευταίων σχετικά με το ενδεχόμενο το κυοφορούμενο να γεννηθεί με προβλήματα υγείας κάτι που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ίδιων διατάξεων και ιδίως αυτών περί ενδοσυμβατικής ευθύνης (ευθύνη που σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τη θεωρούμε αυτονόητη). Αυτό που θα μας απασχολήσει στο σημείο αυτό είναι το κατά πόσο αυτή καθ’ εαυτή η γέννηση ατόμου με αναπηρίες εκ της φύσεως που απλώς δεν τις εντόπισε ο γιατρός κατά τον προγεννητικό έλεγχο μπορεί να συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του τέκνου ή να συνιστά ζημία εις βάρος του τελευταίου που θα πρέπει να αποκατασταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, στην περίπτωση που αν τα προβλήματα είχαν εντοπιστεί εγκαίρως και είχαν ενημερωθεί οι γονείς, θα είχαν αυτοί προχωρήσει σε άμβλωση (wrongful life). Θεωρούμε την ευθύνη του γιατρού δεδομένη με βάση όλες τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις στην περίπτωση που με την κατάλληλη αγωγή θα είχε ξεπεραστεί το πρόβλημα4 και θα μας απασχολήσει μόνο η περίπτωση κατά την οποία θα είχε επακολουθήσει με βεβαιότητα η έκτρωση, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση τίθεται το ζήτημα κατά πόσο υπάρχει ζημία του τέκνου αλλά και το ζήτημα κατά πόσο υπάρχει και κατά πόσο μπορεί να αποδειχθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ιατρικού σφάλματος και της όποιας ζημίας υπέστη το τέκνο – αν βέβαια δεχθούμε ότι υφίσταται αυτή.
Πρόκειται για το ζήτημα αν το άτομο έχει το δικαίωμα να γεννηθεί φυσιολογικό ή αλλιώς να μη γεννηθεί. Αρχικά, τα δικαστήρια της αλλοδαπής τα οποία κλήθηκαν να απαντήσουν στο ερώτημα αυτό, αρνούνταν να δεχθούν ότι η μη έλευση στη ζωή είναι προτιμότερη από τη βεβαρημένη με γενετικές ανωμαλίες ζωή και απέρριπταν τέτοιες αγωγές.5 Μόνο κάποιες αποφάσεις αμερικανικών δικαστηρίων είχαν δεχθεί ότι η υποχρέωση ενημέρωσης των γονέων αντανακλά στο τέκνο το οποίο αποκτά κάποια δικαιώματα αποζημίωσης, η οποία όμως έρχεται να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες διαβίωσής του και σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίστηκε ότι το τέκνο υπέστη ηθική βλάβη λόγω της έλευσής του στη ζωή.6 Το θέμα αυτό συζητήθηκε ευρέως όταν το Γαλλικό Ακυρωτικό έκρινε στην υπόθεση Nicolas Perruche ότι το παιδί που γεννήθηκε με προβλήματα υγείας λόγω της μη διάγνωσης των προβλημάτων αυτών από τους γιατρούς και της συνακόλουθης μη πραγματοποίησης άμβλωσης έχει αξίωση κατά του γιατρού για την προσβολή της προσωπικότητας την οποία υφίσταται επειδή είναι αναγκασμένο να ζει με τα προβλήματα αυτά.
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχουν εν συντομία ως εξής: Η μητέρα του Nicolas Perruche όταν ήταν στα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης της προσβλήθηκε από ερυθρά. Γνωρίζοντας τους κινδύνους που αυτό εγκυμονούσε για το έμβρυο, οι γονείς έκαναν προγεννητικό έλεγχο, γνωστοποιώντας στους γιατρούς ότι σε περίπτωση που το παιδί έχει κάποια αναπηρία σκοπεύουν να προχωρήσουν σε άμβλωση. Οι γιατροί τους διαβεβαίωσαν ότι σύμφωνα με τις εξετάσεις δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος αλλά όταν γεννήθηκε το παιδί διαπιστώθηκε ότι έπασχε από βαριά αναπηρία, η οποία θα μπορούσε να είχε διαγνωσθεί αν η εξέταση είχε γίνει με επιμέλεια. Οι γονείς προσέφυγαν στη δικαιοσύνη ζητώντας αποζημίωση τόσο για τους εαυτούς τους όσο και για λογαριασμό του τέκνου τους. Το Εφετείο του Παρισιού ακολουθώντας την πάγια έως τότε νομολογία δέχθηκε την αγωγή των γονέων, έκρινε όμως ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αναπηρίας του τέκνου και του σφάλματος κατά τον προγεννητικό έλεγχο. Το Γαλλικό Ακυρωτικό όμως αναίρεσε την απόφαση αυτή του Εφετείου και επιδίκασε αποζημίωση και υπέρ του τέκνου. Η απόφαση αυτή πυροδότησε πολλές συζητήσεις σε φιλοσοφικό, κοινωνικό αλλά και νομικό επίπεδο γύρω από αν το δικαίωμα στη ζωή σημαίνει δικαίωμα στην υγιή ζωή ή δικαίωμα στο θάνατο καθώς και γύρω από το δικαίωμα της γυναίκας να προβαίνει σε έκτρωση, ενώ μέρος της κριτικής στράφηκε κατά των δικαστών κρίνοντας ότι εφάρμοσαν το γράμμα του νόμου χωρίς να μπορούν να έρθουν σε επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα και έκανε λόγο για «τυραννία του νόμου», ενώ άλλοι κατέκριναν την απόφαση αυτή θεωρώντας ότι θίγει την προβλεπτικότητα του δικαίου και την αξιοπιστία των δικαστικών θεσμών.7
Σε νομικό επίπεδο, το κύριο ζήτημα είναι εάν και κατά πόσο υπάρχει στην εξεταζόμενη περίπτωση ζημία του ίδιου του τέκνου, δεδομένου ότι αν δεν είχε γίνει το ιατρικό λάθος θα είχε επακολουθήσει με βεβαιότητα η άμβλωση και το παιδί δεν θα είχε γεννηθεί, οπότε ούτως ή άλλως δεν θα είχε κανένα δικαίωμα αφού δεν γεννιόταν ζωντανό, καθώς και αν υπάρχει ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην παράλειψη του γιατρού και στη ζημία που υπέστη το τέκνο. Στο ερώτημα αν υπέστη προσβολή η προσωπικότητα του τέκνου, το Γαλλικό Ακυρωτικό έδωσε καταφατική απάντηση, κρίνοντας όμως ότι η προσβολή της προσωπικότητας του τέκνου δεν επήλθε από αυτή καθ’ εαυτή τη γέννησή του αλλά από τις δυσμενείς συνέπειες που είχε για το τέκνο η εκ των πραγμάτων υποχρέωσή του να ζήσει όλη του τη ζωή με την αναπηρία. Ορθά το δικαστήριο έκρινε ότι η ζημία του τέκνου δεν προήλθε από αυτή καθ’ εαυτή τη γέννησή του, αφού διαφορετικά θα υιοθετούσε έστω έμμεσα τη διάκριση ανάμεσα στη ζωή που αξίζει να ζει και στη ζωή που είναι λιγότερο άξια προς το ζην (και όχι ανάξια, δεδομένου ότι και πάλι δεν θα αναγνωριζόταν για παράδειγμα και δικαίωμα ανθρωποκτονίας ή ευθανασίας του συγκεκριμένου τέκνου). Έκρινε, με άλλα λόγια, το δικαστήριο ότι το έμβρυο είχε δικαίωμα να μην έρθει στη ζωή8 την οποία είναι υποχρεωμένο να ζήσει με την αναπηρία του και συνεπώς υφίσταται προσβολή στην προσωπικότητά του ακριβώς επειδή είναι καταδικασμένο να ζήσει με αυτή την αναπηρία. Το δικαστήριο δεν εξηγεί όμως το γιατί το να ζει κάποιος με αναπηρία συνιστά μεγαλύτερη ζημία από το να μη γεννηθεί καν – αφού θα έχει προηγηθεί η άμβλωση. Αναφορικά τώρα με τον αιτιώδη σύνδεσμο το δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη του τελευταίου ακριβώς επειδή ήταν βέβαιο ότι αν οι γονείς είχαν ενημερωθεί σωστά θα είχαν προχωρήσει στην άμβλωση, αφού είχαν προβεί σε αυτή την κατηγορηματική δήλωση προς τους γιατρούς από την πρώτη στιγμή9 και αφού ο νόμος επέτρεπε την άμβλωση στο συγκεκριμένο στάδιο της εγκυμοσύνης.10
Στο ερώτημα τι θα έπρεπε να αποφανθεί ελληνικό δικαστήριο αν αγόταν ενώπιόν του μια τέτοια υπόθεση, μία άποψη απαντά ότι το ελληνικό δίκαιο αναγνωρίζει το δικαίωμα του τέκνου στην άμβλωση όταν ο ποινικός νομοθέτης αίρει το αξιόποινο της άμβλωσης στην περίπτωση που έχουν διαπιστωθεί στον προγεννητικό έλεγχο ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου. Κατά την άποψη αυτή, η εν λόγω διάταξη έχει τεθεί προς το συμφέρον του τέκνου και από αυτή μπορούμε να συνάγουμε ότι το τέκνο έχει δικαίωμα στην άμβλωση και συνεπώς έχει δικαίωμα αποζημίωσης σε μια περίπτωση σαν αυτή που αντιμετώπισε το Γαλλικό Ακυρωτικό. Ορθότερη, ωστόσο, θεωρούμε την άποψη κατά την οποία η διάταξη αυτή του Ποινικού Κώδικα έχει σκοπό να απαλλάξει τους γονείς από την υποχρέωση να αποκτήσουν ένα τέκνο το οποίο θα πάσχει από σοβαρή ασθένεια και θα δυσχεράνει υπέρμετρα τη ζωή των υπολοίπων μελών της οικογενείας.11
Άποψη του γράφοντος είναι ότι μια αντίστοιχη αγωγή δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει σε περίπτωση που εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο. Αυτό συμβαίνει επειδή όπως είδαμε παραπάνω, το δικαίωμα στη ζωή, όπως αυτό προστατεύεται σήμερα από το άρθρο 5 παράγραφος 2 του Συντάγματος και από πλήθος διεθνών συμβάσεων,12 δεν σημαίνει και δικαίωμα στο θάνατο13 και συνεπώς δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι έχει κάποιος το δικαίωμα να μην γεννηθεί αν είναι βέβαιο ότι θα γεννηθεί με σοβαρά προβλήματα υγείας (πόσο μάλλον αν απλώς προβλέπεται αυτά να εμφανιστούν στο μέλλον). Το επιχείρημα αυτό όμως δεν θα αρκούσε για τον αποκλεισμό της αποδοχής ότι το τέκνο υπέστη ζημία από τη γέννησή του, δεδομένης της μεγάλης διαφοράς που υπάρχει μεταξύ του τερματισμού μιας υπάρχουσας ζωής και του θανάτου ενός εμβρύου το οποίο δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Δηλαδή το γεγονός ότι απαγορεύεται το μείζον (δηλαδή ότι δεν υπάρχει δικαίωμα του ανθρώπου στο θάνατο) δεν σημαίνει από μόνο του ότι απαγορεύεται το έλασσον (δηλαδή ότι δεν υπάρχει δικαίωμα του εμβρύου στην άμβλωση) αν και είναι φανερό ότι υπάρχει μεγάλη ομοιότητα στις δύο αυτές περιπτώσεις, σε βαθμό που η διαφορετική μεταχείρισή τους παρόλο που δεν πρέπει να αποκλειστεί εκ των προτέρων, είναι πάντως δυσχερώς υποστηρίξιμη. Πάντως, η μάλλον κρατούσα άποψη δέχεται ότι δεν υπάρχει δικαίωμα του εμβρύου να μη γεννηθεί.14
Σημαντικότερη ίσως είναι η ακόλουθη διαπίστωση. Αν δεχθούμε ότι είναι δυνατό η γέννηση τέκνου με ανίατη αναπηρία να συνιστά ζημία για το ίδιο το τέκνο, θα πρέπει να δεχθούμε ότι στην περίπτωση που γεννηθεί τέκνο με ανίατη ασθένεια και που οι γονείς δεν θέλησαν να προχωρήσουν σε άμβλωση παρά το γεγονός ότι γνώριζαν με βεβαιότητα ότι θα πάσχει από την ανίατη αυτή ασθένεια το τέκνο, τότε οι γονείς αυτοί υπέχουν αδικοπρακτική ευθύνη έναντι του τέκνου,15 αφού πληρούνται όλα τα στοιχεία του άρθρου 914 ΑΚ. Αυτό το συμπέρασμα δεν είναι μόνο ηθικά και κοινωνικά κατακριτέο αλλά και νομικά απαράδεκτο, δεδομένου ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου μοχλού πίεσης προς τους γονείς οι οποίοι δεν θέλουν, για ηθικούς έστω λόγους, να προχωρήσουν σε άμβλωση, θα ισοδυναμούσε όχι με μια έμμεση επιβολή αλλά πάντως με μια έμμεση ενθάρρυνση ευγονικής πολιτικής, (με κίνητρα βέβαια πολύ πιο αγαθά από εκείνα των ευγονικών πολιτικών του παρελθόντος, τα οποία όμως δεν αλλάζουν το γεγονός ότι θα βρισκόμασταν ενώπιον μιας έμμεσης νομοθετικής ενθάρρυνσης μιας ευγονικής πολιτικής) στην οποία είναι αντίθετο το ίδιο το Σύνταγμα στα άρθρα 2 και 516. Ίσως βέβαια σε μια τέτοια περίπτωση να οδηγηθούμε σε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα αν οι γονείς επικαλεστούν την θρησκευτική τους ελευθερία, δεδομένου ότι η χριστιανική τουλάχιστον θρησκεία είναι αντίθετη στην άμβλωση. Το πρόσθετο όμως αυτό επιχείρημα το οποίο έχουν οι γονείς και το οποίο ασφαλώς δεν έχουν οι γιατροί, είναι αμφίβολο αν θα είναι αποτελεσματικό, δεδομένου ότι η συμμόρφωση προς τις επιταγές της θρησκείας βρίσκει το όριό της εκεί που προσβάλλονται δικαιώματα άλλων. Αφού, λοιπόν σε μια τέτοια περίπτωση θα προσβάλλονταν τα έννομα συμφέροντα ενός τρίτου, του τέκνου, είναι αμφίβολο αν το επιχείρημα ότι η άμβλωση δεν συμβαδίζει με τις επιταγές της θρησκείας των γονέων αρκεί για να δεχθούμε ότι δεν υπέχουν ευθύνη. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση παραμένει η ,αντισυνταγματική βεβαίως, έμμεση ενθάρρυνση ευγονικής πολιτικής έναντι όσων δεν προχωρούν σε άμβλωση παρότι αυτή δεν απαγορεύεται από τη θρησκεία τους, αλλά για άλλους λόγους, όπως επειδή το θεωρούν ανήθικο, αφού το να θεωρεί κάποιος ανήθικο το νόμο δεν αρκεί για να τον παραβεί και να βλάψει έναν τρίτο.
Είναι, ακόμα φανερό ότι η παραδοχή μιας τέτοιας ευθύνης των γονέων θα προσέκρουε και στο άρθρο 21 παράγραφος 1 του Συντάγματος, αφού θα απαγόρευε ουσιαστικά να αποκτήσουν παιδιά ορισμένα άτομα, όπως οι φορείς ανίατων ασθενειών ή τα άτομα προχωρημένης σχετικά ηλικίας, αφού εξ’ ορισμού η πιθανότητα να γεννηθεί τέκνο με σοβαρές ή και ανίατες ασθένειες είναι πολύ μεγάλη17. Γίνεται, λοιπόν φανερό ότι η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του Αστικού Κώδικα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν συνιστά ζημία του τέκνου η γέννησή του με μια ανίατη ασθένεια, αν ο μόνος τρόπος αποφυγής του προβλήματος ήταν το να μεσολαβήσει η άμβλωση, αφού η παραδοχή του αντιθέτου οδηγεί σε άτοπα.
Ακόμα όμως και αν δεχθούμε ότι υπάρχει δικαίωμα του τέκνου να μη γεννηθεί και ότι η γέννησή του μπορεί να συνιστά ζημία για το ίδιο ή ότι η υποχρέωσή του να ζήσει με αναπηρία μπορεί να προσβάλει την προσωπικότητά του και πάλι είναι εξαιρετικά αμφίβολο το αν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ιατρικού σφάλματος και της ζημίας του τέκνου. Κατά πρώτον είναι βέβαιο ότι η βλάβη προέρχεται από τη φύση και όχι από το ιατρικό σφάλμα. Είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι αν στο ιατρικό σφάλμα οφείλεται η μη πραγματοποίηση της αμβλώσεως υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του σφάλματος και της ζημίας. Για να διαπιστωθεί αυτός ο αιτιώδης σύνδεσμος θα πρέπει να είναι απολύτως βέβαιο ότι οι γονείς18 θα προχωρούσαν στην άμβλωση αν γνώριζαν τον κίνδυνο να γεννηθεί ένα παιδί που θα πάσχει από ανίατη ασθένεια. Γιατί μόνο τότε υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του σφάλματος και της ζημίας. Δύσκολα όμως θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι σε μια συγκεκριμένη υπόθεση υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα ότι οι γονείς θα προχωρούσαν σε άμβλωση και πάντως κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί, όπως φάνηκε και από τη γαλλική νομική πραγματικότητα όπου κατ’ εξαίρεση κατέστη δυνατό να πειστεί το δικαστήριο για την ύπαρξη του αιτιώδους αυτού συνδέσμου αφού, σε αντίθεση με όλες τις περιπτώσεις που είχαν προηγουμένως αχθεί ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων, υπήρχε η βεβαιότητα ότι οι γονείς θα είχαν προχωρήσει στην άμβλωση αν είχαν ενημερωθεί σωστά για τους κινδύνους που εγκυμονούσαν. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι το βάρος της απόδειξης της ύπαρξης του αιτιώδους συνδέσμου φέρει το τέκνο και όχι ο γιατρός, αφού το αποδεικτέο ζήτημα δεν είναι η ύπαρξη της υπαιτιότητας19 του γιατρού ως προς την οποία και μόνο έχει θεσπιστεί αντιστροφή του βάρους απόδειξης από το άρθρο 8 του ν. 2251/1994.20
Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δικαίωμα του τέκνου να μη γεννηθεί αν είναι υποχρεωμένο να ζήσει με ανίατη ασθένεια ή αναπηρία και άρα και ζημία του αν γεννηθεί με τέτοιο πρόβλημα, το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί μόνο με άμβλωση, δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δεκτό ότι υφίσταται με βάση το ελληνικό δίκαιο, το οποίο αναγνωρίζει μόνο σχετικό δικαίωμα των γονέων προς αποζημίωση τόσο ενδοσυμβατικής όσο και εξωσυμβατικής, κάτι που θα επέτρεπε και την χρηματική τους ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που τους προξενεί το γεγονός ότι έχουν ένα ανάπηρο παιδί αλλά και για τα επιπρόσθετα έξοδα που θα υποχρεωθούν να κάνουν για αυτό. Δικαίωμα αποζημίωσης έχει βεβαίως και ο οποιοσδήποτε άλλος είναι κατά το νόμο υπόχρεος να διατρέφει το τέκνο στην περίπτωση που το τελευταίο αδυνατεί, εξαιτίας της αναπηρίας του, να φροντίσει τον εαυτό του. Συνεπώς το μειονέκτημα της λύσης αυτής το οποίο παρατηρείται σε άλλα δίκαια,21 ότι δηλαδή η υποχρέωση του γιατρού θα πάψει να υφίσταται όταν το τέκνο ενηλικιωθεί δεν υπάρχει στο ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι αν αυτό δεν μπορεί να εργαστεί κάποιο από τα οριζόμενα στο νόμο πρόσωπα θα το διατρέφει και αυτό το πρόσωπο θα έχει αξίωση κατά του γιατρού προς αποζημίωση. Επομένως θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποζημίωση δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να επιδικαστεί στο τέκνο, ιδίως αφού είναι βέβαιο ότι με τον ανωτέρω αναφερόμενο τρόπο θα καλύπτονται τα έξοδα διαβίωσής του καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Πάντως εάν γίνει δεκτή η αντίθετη άποψη, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί στην πράξη η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του ιατρικού σφάλματος και της ζημίας του τέκνου, αν και δεν αποκλείεται να αποδειχθεί αυτή η αιτιώδης συνάφεια, όπως συνέβη στην υπόθεση Perruche.
Δημητρακόπουλος Ν. Αλέξιος
****************
Υποσημειώσεις
1 Βλέπε όμως και σχετική απόφαση της ολομέλειας του γαλλικού ΣτΕ το οποίο δεν δέχθηκε ότι η γέννηση υγιούς τέκνου λόγω της αποτυχίας της προσπάθειας διακοπής της κύησης δεν συνιστά ζημία για τη μητέρα της οποίας την προσφυγή και απέρριψε. Το επιχείρημα του δικαστηρίου ήταν ότι η ίδια η γέννηση τέκνου είναι ένα ευχάριστο γεγονός και η χαρά της απόκτησης τέκνου δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από την οποιαδήποτε οικονομική επιβάρυνση αυτή συνεπάγεται και συνεπώς η μητέρα στην περίπτωση αυτή δεν υπέστη ζημία. Βλέπε σχετικά σε Ομπέση – Σαραϊδάρη Φιλομήλα «Ο προγεννητικός έλεγχος στο γαλλικό δίκαιο», Αρμ. 1999 (ΝΓ), σελ. 480-487, όπου σελ. 484. Άποψή μας όμως είναι ότι στην περίπτωση αυτή η μητέρα υπέστη ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των ενδοσυμβατικών υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου της, ζημία η οποία συνίσταται στα αυξημένα έξοδα στα οποία υποβάλλεται όντας πλέον υποχρεωμένη να φροντίσει και για τη διατροφή ενός ανεπιθύμητου τέκνου, έξοδα στα οποία δεν θα υποβαλλόταν σε περίπτωση που η στειροποίηση είχε επιχειρηθεί με την οφειλόμενη επιμέλεια. Είναι γεγονός ότι κατ’ αρχήν η απόκτηση τέκνου είναι σε κάθε περίπτωση ένα ευχάριστο γεγονός που πιθανώς να μην αντισταθμίζεται από το ότι η μητέρα θα είναι υποχρεωμένη να υποβληθεί σε κάποιες επιπλέον δαπάνες αλλά ίσως σε κάποιες περιπτώσεις (για παράδειγμα στην περίπτωση που η μητέρα δεν μπορεί να θρέψει το τέκνο) αυτό να μην ισχύει, οπότε η μητέρα αυτή θα έχει υποστεί ζημία και θα δικαιούται αποζημίωση.
2 Για το ζήτημα αυτό βλέπε σε Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη Ισμήνη Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, συμβολή στη διακρίβωση της αστικής ιατρικής ευθύνης, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1993, σελ. 415-417
3 Βλέπε σχετικά ο.π. σελ. 416-417
4 Εκτός και αν αποδειχθεί ότι και πάλι θα ακολουθούσε με βεβαιότητα η άμβλωση, όπως θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση που οι γονείς δεν θα μπορούσαν να αντέξουν το οικονομικό βάρος που θα είχε η πραγματοποίηση της ενδεδειγμένης θεραπείας. Είναι φανερό ότι, αν και θεωρητικά δυνατή, μια τέτοια ανταπόδειξη θα ήταν πρακτικά σχεδόν αδύνατη.
5 Ο.π. σελ. 427
6 Ο.π. σελ. 428
7 Βλέπε σχολιασμό της απόφασης αυτής του Γαλλικού Ακυρωτικού από τον Patrice Jourdain σε Le Dalloz 2001, σελ. 2326-2327
8 Αναφορικά με τον προβληματισμό αν με βάση το γαλλικό δίκαιο υπάρχει τέτοιο δικαίωμα αλλά και με ποια κριτήρια θα υπολογιστεί σε χρήμα η ζημιά αυτή βλέπε Jerry Sainte-Rose «Responsabilit? m?dicale, 10601 – L’ enfant n? handicap? peut demander la r?paration du pr?judice r?sultant de son handicap » σε Jurispudence 2001, σελ. 1833-1841, όπου σελ. 1840-1841
9 Ακριβώς η απαίτηση για έναν τέτοιο αιτιώδη σύνδεσμο είχε οδηγήσει τα γαλλικά δικαστήρια στην απόρριψη παρόμοιων αγωγών δεδομένου του ότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα ότι εάν και σε εκείνες της περιπτώσεις οι γονείς ήξεραν το πρόβλημα θα είχαν προχωρήσει στην έκτρωση. Βλέπε σχετικά και Patrice Jourdain ο.π. σελ. 2327
10 Είναι αυτονόητο ότι σε αντίθετη περίπτωση, αφού δεν θα επιτρεπόταν η άμβλωση δεν θα υπήρχε και ο αιτιώδης σύνδεσμος
11 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ανδρουλάκης, όταν προτείνει στο βιβλίο του Ποινικό Δίκαιο, Ειδικόν Μέρος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1974, σελ. 95 την εισαγωγή της «ευγονικής» αυτής ένδειξης ως λόγο άρσης του αξιοποίνου της αμβλώσεως, ότι θα πρέπει να αίρεται το άδικο σε μια τέτοια περίπτωση διότι «ουδεμία έννομος τάξις πρέπει να έχει την σκληρότητα όπως επιβάλλει και μάλιστα επί ποινή, εις ένα ή δύο ανθρώπους την επεχθεστάτην μοίρα της αποκτήσεως και ανατροφής ενός βαρέως ελαττωματικού τέκνου».
12 Με σπουδαιότερη από πρακτική πλευρά τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ
13 Βλέπε Δαγτόγλου Δ. Π. Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1991, σελ. 197
14 Χαρακτηριστικά αναφέρει η Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη Ισμήνη στο έργο της Η υποχρέωση ενημέρωσης…ο.π. σελ. 430 ότι «Ο άνθρωπος οφείλει να αποδεχθεί τη ζωή του όπως του την έδωσε η φύση και δεν έχει αξίωση από τους γονείς του ή το γιατρό να εμποδίσουν την έλευσή του στη ζωή, ή να την τερματίσουν».
15 Βλέπε και ο.π. σελ. 431
16 Βλέπε Δαγτόγλου Δ. Π. Συνταγματικό Δίκαιο… ο.π. σελ. 197
17 Ακόμα και αν μπορεί να υπάρχει αποφυγή των προβλημάτων αυτών με γενετική θεραπεία επί του εμβρύου, το πρόβλημα παραμένει για εκείνα τουλάχιστον τα άτομα τα οποία δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο οικονομικό κόστος ενός τέτοιου εγχειρήματος.
18 Κρίσιμη εν προκειμένω είναι η απόφαση της μητέρας και όχι του πατέρα, εκτός και αν το δικαστήριο εξετάζει τυχόν αγωγή αποζημίωσης του πατέρα έναντι των ιατρών. Έτσι και η Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη Ισμήνη Η υποχρέωση ενημέρωσης… ο.π. σελ. 421
19 Μολονότι το άρθρο 8 του ν. 2251/1994 δεν το αναφέρει ρητά, γίνεται δεκτό ότι και αυτή απαιτεί την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας. Βλέπε Καράκωστα Κ. Ιωάννη Προστασία του καταναλωτή…, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2002, σελ. 224
20 Η διενέργεια προγεννητικού ελέγχου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, αφού πρόκειται για υπηρεσία που προσφέρεται κατά τρόπο ανεξάρτητο, μέσα στα πλαίσια της επαγγελματικής δραστηριότητας του ιατρικού κέντρου και πρόκειται για ευθύνη από θετική ενέργεια (διενέργεια του προγεννητικού ελέγχου). Για τις 3 αυτές προϋποθέσεις εφαρμογής του ν. 2251/1994, βλέπε αναλυτικότερα ο.π. σελ. 218-221. Αυτονόητο είναι ότι οι γονείς, αλλά και το έμβρυο, ως αποδέκτες της παροχής υπηρεσιών υγείας, υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή κατά το άρθρο 1 του ν. 2251/1994.
21 Το μειονέκτημα αυτό υπάρχει και στο γαλλικό δίκαιο και ενδέχεται να διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στη συνείδηση των Γάλλων δικαστών.