Ο υπουργός Παιδείας, αυθημερόν στις 29 Ιουνίου 2000, συγκρότησε δυο Ομάδες Εργασίας. Έργο της πρώτης ήταν η επεξεργασία του άρθρου 2 του νόμου 2817/14-3-2000, που αφορά τα Κέντρα Διάγνωσης
Αξιολόγησης και Υποστήριξης και η παράδοση στις 15 Αυγούστου όπως είχε την υποχρέωση, των πορισμάτων της στον υπουργό για να εκδώσει τα προεδρικά διατάγματα και τις υπουργικές αποφάσεις.
Η δεύτερη Ομάδα Εργασίας επιφορτίστηκε με τη μελέτη του κεφαλαίου Α’ του Ν. 2817/2000 με τίτλο: «Εκπαίδευση των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες», το οποίο περιλαμβάνει πέντε άρθρα. Μέχρι τις 15 Ιουλίου όφειλε να ετοιμάσει μεγάλο αριθμό προεδρικών διαταγμάτων, υπουργικών ερμηνευτικών αποφάσεων κ.λ.π. που θα διευκόλυναν την εφαρμογή του νέου νόμου.
Σε αυτές τις ομάδες εργασίας του ΥΠΕΠΕ δεν κλήθηκαν εκπρόσωποι του ΠΕΣΕΑ, της ΔΟΕ, της ΟΛΜΕ αλλά συγκροτήθηκαν από στενό κύκλο στελεχών του υπουργείου τα οποία δεν «ψηφίζονται» στον χώρο της Ειδικής Αγωγής.
Καταγράφουμε ταυτόχρονα το γεγονός ότι μπήκαμε στο Σεπτεμβρίου και οι δύο ομάδες εργασίας δεν κατάφεραν να συνεδριάσουν ακόμη. Κι η νομιμότητα ύπαρξής τους απαιτεί νέα υπουργική εντολή με νέες προθεσμίες.
Οι διαβεβαιώσεις από την Διεύθυνση Ειδικής Αγωγής του ΥΠΕΠΘ και το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου προς τον Πανελλήνιο Επιστημονικό σύλλογο Ειδικής Αγωγής (ΠΕΣΕΑ) ότι τα ΚΔΑΥ «δεν θα λειτουργήσουν αλλά θα προχωρήσουμε σε έρευνες για αυτά» και «με το διάλογο θα λύσουμε όσα προβλήμαατα…» δεν μπορούν να κουκουλώσουν και να αποκρύψουν το φαινόμενο του σχολικού αποκλεισμού το οποίο αναπτύσσεται από τους πρώτους μήνες μετάβασης των παιδιών στην πρώτη τάξη του γυμνασίου όταν ολοκληρώνουν τη φοίτησή τους στα δημοτικά σχολεία.
Οι αιτίες του σχολικού αποκλεισμού
Από μελέτες και ερευνητικά στοιχεία που κατατέθηκαν σε επιστημονικά συνέδρια του Πανελληνίου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής (ΠΕΣΕΑ) και αφορούσαν τις εκδηλώσεις σχολικής διαρροής στο μικροσύστημα της ειδικής αγωγής την τελευταία πενταετία διαπιστώθηκαν τα εξής:
Σημαντικό τμήμα του μαθητικού πληθυσμού που εγκαταλείπει το σχολείο αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, τα οποία οφείλονται κυρίως: α) στη ψυχοσωματική ανάπτυξη που συνοδεύεται από πολλές δυσλειτουργίες στον οργανισμό και τον ψυχικό κόσμο των παιδιών προκαλώντας τους πολλές ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, β) στην αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να τα «ενσωματώσει» στις σχολικές μονάδες και γ) την έλλειψη επεξεργασμένων αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών που θα συνέβαλλαν αποτελεσματικά, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, στην αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών αναγκών δεκάδων χιλιάδων παιδιών.
Η ελληνική βιβλιογραφία, οι συνδικαλιστικοί και οι πολιτικοί φορείς αναγνωρίζουν ότι ο σχολικός αποκλεισμός αναπτύσσεται στις φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας κι οφείλεται σε οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους. Επίσης, ισχυρίζονται ότι οι κρατικοί μηχανισμοί με την άσκηση νομοθετικών, πολιτικών και κοινωνικών εξουσιαστικών λειτουργιών καλλιεργούν κυρίαρχους παιδαγωγικούς κώδικες στα σχολεία που διευκολύνουν τη σχολική διαρροή.
Εμείς, σήμερα από το χώρο της ειδικής αγωγής προσθέτουμε ένα ακόμη δομικό στοιχείο του σχολικού αποκλεισμού που πολλές φορές από μόνο του ως αυθύπαρκτη αιτία οδηγεί στη σχολική έξοδο χιλιάδες παιδιά.
Στα χέρια της θρησκείας και των ιδιωτών
Το υπουργείο Παιδείας, από το 1995, ισχυρίζεται ότι στόχος του με τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις είναι να ενσωματώσει 200.000-220.000 παιδιά με ειδικές ανάγκες στα δημόσια σχολεία τερματίζοντας έτσι τη σχολική διαρροή. Τα ίδια ισχυρίστηκε στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής ο πρώην υφυπουργός Παιδείας Ι. Ανθόπουλος όταν συζητιόταν ο Ν. 2817/2000.
Κατά το σχολικό έτος 1998-1999 φοιτούσαν συνολικά στις Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης 13.593 παιδιά. Χωρίς σημαντικές αυξομειώσεις θα διατηρηθεί ο ίδιος μικρός αριθμός παιδιών στις ΣΜΕΑ για τα επόμενα τρία χρόνια.
Φαίνεται ότι η έλλειψη πολιτικής βούλησης που συνόδευσε τις διατάξεις του νόμου 1566/1985 που αφορούσαν την ειδική αγωγή θα είναι το βασικό χαρακτηριστικό του νέου Ν. 2817/2000.
Οι δημόσιες σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής, από το 1990 μέχρι σήμερα δέχονται ένα πολύ μικρό ποσοστό παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Τα πρώτα πέντε έτη (1990-1995) το ποσοστό κυμαίνοντας γύρω στο 7% με 7,5% κι από το 1995 μέχρι το 2000 είχε μια φθίνουσα πορεία που κινούνται ανάμεσα στο 6% με 6,3%. Κανένας κρατικός ή ιδιωτικός φορέας δεν ερεύνησε ποτέ που βρίσκεται το μεγάλο ποσοστό του 93% των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
Από στοιχεία που φτάνουν στον Πανελλήνιο Επιστημονικό Σύλλογο Ειδικής Αγωγής γνωρίζουμε ότι απροσδιόριστος αριθμός παιδιών βρίσκεται: α)Σε ειδικά επαγγελματικά εργαστήρια που λειτουργούν σαν Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και τα στηρίζουν οργανώσεις ατόμων με Ειδικές Ανάγκες ή Σωματεία Γονέων ΑμΕΑ.
β) Σε Ιδρύματα, που έχουν το χαρακτήρα Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και είναι υπό την εποπτεία του υπουργείου Υγείας-Πρόνοιας. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα γνωστά ΠΙΚΠΑ και τα περισσότερα δεν προσφέρουν καθόλου εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Δεν λειτουργούν καθόλου νηπιαγωγεία ή σχολεία ή επαγγελματικά εργαστήρια.
γ) Σε θρησκευτικά Ιδρύματα, που βρίσκονται υπό την αιγίδα της επίσημης Ορθόδοξης Εκκλησίας.
δ) Σε ιδρύματα, που έχουν το χαρακτήρα Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και τα διαχειρίζονται κύκλοι παρεκκλησιαστικών οργανώσεων.
ε) Σε Ιδιωτικά Κέντρα Ειδικής Αγωγής που τα τελευταία χρόνια αναπτύσσουν σχεδόν ανεξέλεγκτα έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα.
στ) Σε νοσηλευτικά ιδρύματα δημοσίου ή ιδιωτικού χαρακτήρα.
ζ) Ένας σημαντικός αριθμός παιδιών εγκαταλείπει το σχολείο και δεν έχει πρόσβαση ούτε στα δημόσια σχολεία ούτε στα ιδιωτικά σχολεία ούτε στα ιδρύματα. Η μεγάλη σχολική διαρροή συντελείται κυρίως στα γυμνάσια, γιατί ο θεσμός της ειδικής εκπαίδευσης και αγωγής είναι σχεδόν ανύπαρκτος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η διατυμπανιζόμενος θεσμός ενισχυτικής διδασκαλίας και των φροντιστηριακών μαθημάτων, που καθιερώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 απέτυχε, γιατί η διδασκαλία δεν γινόταν από εκπαιδευτικούς εξειδικευμένους στην ειδική παιδαγωγική και την αντιμετώπιση των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών. Όταν το ΥΠΕΠΘ χρησιμοποίησε αυτό τον θεσμό αφενός για να δελεάσει τους γονείς με χαμηλά εισοδήματα που αδυνατούσαν να στείλουν το παιδί τους σε ιδιωτικό φροντιστήριο, και αφετέρου για να δώσει στους εκπαιδευτικούς τη δυνατότητα να αυξήσουν τους καθηλωμένους μισθούς, δεν ενδιαφερόταν για τα παιδιά που έχρηζαν ειδικής εκπαιδευτικής στήριξης. Για αυτό απαιτείται η ενισχυτική διδασκαλία να μελετηθεί και να αναπτυχθεί στην κατεύθυνση προσφοράς της από δασκάλους και καθηγητές ειδικής αγωγής, με μετεκπαίδευση και μεταπτυχιακές σπουδές.
Αρχίζει ο Γολγοθάς
Τη Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου περίπου δύο χιλιάδες παιδιά που θα πάνε στην πρώτη τάξη γυμνασίου θα ζήσουν το δικό τους «Γολγοθά». Ένα «Γολγοθά» που θα τον μοιραστούν μόνο με τους γονείς τους. Από αυτά: άλλα είναι αναγκασμένα να μείνουν στα Ειδικά Δημοτικά Σχολεία μέχρι την ηλικία των 14 ετών, άλλα ψάχνουν Ειδικά γυμνάσια ή Ειδικές Επαγγελματικές Σχολές για να εγγραφούν και μαθαίνουν ότι δεν υπάρχουν στην νομαρχία που διαμένουν ή σε γειτονικές νομαρχίες, άλλα θα εγγράφονται σε κάποιο γυμνάσιο της χώρας και μέσα σε ένα κλίμα παιδαγωγικής εγκατάλειψης και άγνοιας για τα προβλήματα που τα βασανίζουν θα εγκαταλείψουν το σχολείο. Όσα είναι τυχερά, κι οι γονείς τους επιμένουν, μπορούν να ανακαλύψουν κάποιο «ίδρυμα» να τα δεχτεί επ’ αμοιβή με την καταβολή διδάκτρων.
Από στατιστικά στοιχεία του ΥΠΕΠΘ πληροφορούμαστε ότι το σχολικό έτος 1998-1999 στις ΣΜΕΑ της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης φοιτούσαν συνολικά 13.055 παιδιά ενώ στις ΣΜΕΑ της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μόλις έφταναν τους 538 μαθητές. Και στο νόμο 1566/85 και στο νέο νόμο 2517/2000 προβλεπόταν η ίδρυση ειδικών γυμνασίων, ειδικών λυκείων, ειδικών τάξεων-τμημάτων και τεχνική επαγγελματικά εκπαιδευτήρια ειδικής αγωγής. Μπήκαμε στο σχολικό έτος 2000-2001 και πάνω από 90% των νομαρχιών της χώρας δεν έχουν σχολειά ειδικής αγωγής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Αξιοσημείωτη είναι η θέση του ΠΕΣΕΑ, που στηρίζεται στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και των οικογενειών τους, σύμφωνα με την οποία οι σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής, λειτουργούν όλες ανεξαιρέτως συστεγαζόμενες με γενικά σχολεία και οι διευθυντές- σύλλογοι διδασκόντων είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν συστηματικά προγράμματα ενσωμάτωσης των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες προσαρμόζοντας τις σχολικές συνθήκες και την παιδαγωγική πράξη στις ανάγκες και τις δυνατότητες των παιδιών.
Μπαλώνοντας τις «τρύπες του όζοντος»
Στο 3ο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο Ειδικής Αγωγής του ΠΕΣΕΑ, που διοργανώθηκε στις 10 και 11 Ιουνίου 2000 στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, με θέμα: «Προγράμματα σπουδών στις σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής για τη στήριξη των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες», εκφράστηκε η αδήριτη ανάγκη διαμόρφωσης προγραμμάτων σπουδών για τα ΑμΕΑ που θα στηρίζονται στις επιστήμες της αγωγής και στην ιδεολογία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα στηρίζουν τις σύγχρονες διδακτικές μεθόδους και θα προσδιορίζουν τα διδακτικά μέσα με την παροχή κάθε υλικοτεχνικού προϊόντος.
Το ελληνικό κράτος και οι ελληνικές κυβερνήσεις, από το 1981 με το Ν. 1143 για την Ειδική Αγωγή στη συνέχει με το Ν. 2817/2000 δεν αποσαφήνισαν τις πολιτικές τους αποφάσεις και προθέσεις: για το πρόβλημα του σχολικού αποκλεισμού και για την έλλειψη προγραμμάτων σπουδών στις σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής. Αυτές οι θεσμικές και πολιτικές αδυναμίες προκαλούν αλυσιδωτά στο εκπαιδευτικό σύστημα και στο μικροσύστημα της ειδικής αγωγής πολλές μορφές αποκλεισμού, που οδηγούν στη χολική διαρροή χιλιάδες παιδιά προκαλώντας και διαιωνίζοντας τεράστια κοινωνικά προβλήματα.
Φαίνεται ότι το υπουργείο Παιδείας ανάλωσε ακόμη ένα καλοκαίρι να μπαλώνει τις «τρύπες του όζοντας» στην παιδεία που άνοιξαν το 1997 με τον Ν. 2525, τον Ν. 2640/1998, τον Ν. 2643/1998 και τον Ν.2817/2000. Η άρνηση της ηγεσίας του ΥΠΕΠΘ να δεχτεί συζήτηση με την ΟΛΜΕ για τον σχολικό αποκλεισμό στο Λύκειο είναι πολιτική επιλογή που εφαρμόζεται εις βάρος της ΔΟΕ, εις βάρος του επιστημονικού συλλόγου ΠΕΣΕΑ, εις βάρος κάθε κοινωνικού και πολιτικού φορέα.
ΠΑΙΔΕΙΑ 10 Σεπτεμβρίόυ 2000