Οι γυναίκες, οι οποίες μεγαλώνοντας χάνουν την ερωτική επιθυμία τους, ίσως δεν είναι θύματα των ορμονικών αλλαγών που υφίστανται, αλλά της εικόνας που έχουν για το σώμα τους, ανακοίνωσαν αμερικανοί επιστήμονες.
Η σχετική μελέτη έδειξε ότι όσο περισσότερο μια γυναίκα θεωρούσε ότι δεν είναι ελκυστική, τόσο περισσότερο μειωνόταν η ερωτική της επιθυμία ή δραστηριότητα με το πέρασμα του χρόνου, σύμφωνα με ερευνητική ομάδα από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πεννσυλβάνια.
«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι πιθανώς δεν έχει αξία η χορήγηση φαρμάκων μετά την εμμηνόπαυση με αποκλειστικό στόχο της θεραπείας την ανάκτηση της ερωτικής επιθυμίας, διότι τελικά οι αλλαγές που βιώνουν οι γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση δεν επιδρούν σημαντικά στη διάθεσή τους για ερωτική συνεύρεση», δήλωσε η δρ Πατρίσια Μπάρθαλοου Κοχ, αναπληρώτρια καθηγήτρια Βιοσυμπεριφορικής Υγείας και Γυναικείων Μελετών στο Πανεπιστήμιο, η οποία ηγήθηκε της μελέτης.
Η ομάδα της δρος Κοχ μελέτησε 307 γυναίκες, ηλικίας 35 έως 55 ετών. Το περίπου 21% εξ αυτών είπαν ότι ήσαν στην προεμμηνοπαυσική περίοδο, το 63,5% ότι έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν ορισμένες εμμηνοπαυσικές αλλαγές και το 15,5% ότι είχαν περάσει την εμμηνόπαυση.
Περίπου δύο στις δέκα γυναίκες δήλωσαν ότι δεν μπορούν να σκεφθούν ούτε ένα ελκυστικό χαρακτηριστικό στο σώμα τους – και ανέφεραν ότι διακατέχονται από μια γενικευμένη δυσαρέσκεια γι’ αυτό, έγραψαν οι ερευνητές στην «Επιθεώρηση Μελέτης του Σεξ». Οι γυναίκες ένιωθαν δυσαρέσκεια κυρίως για την κοιλιά, τους γοφούς, τους μηρούς και τις γάμπες τους.
Δύο στις τρεις γυναίκες είπαν ότι είτε είχαν μικρότερη επιθυμία για σεξ σε σχέση με 10 χρόνια νωρίτερα, είτε ότι είχαν αραιότερες ερωτικές επαφές. Ωστόσο, πρόσθεσαν ότι όταν έκαναν σεξ, το απολάμβαναν σε σημαντικό βαθμό, με το 72% από αυτές να υποστηρίζουν ότι είναι σωματικώς και συναισθηματικώς ικανοποιημένες από τις νυν ερωτικές σχέσεις τους.
«Η έως τώρα επιστημονική έρευνα για την πιθανή σχέση εικόνας του σώματος και γυναικείας ερωτικής επιθυμίας είναι ανεπαρκής. Αυτά τα νέα ευρήματα υποστηρίζουν την ύπαρξη κάποιας σχέσης μεταξύ των δύο, η οποία είναι απαραίτητο να διερευνηθεί περαιτέρω», δήλωσε η δρ Κοχ.
Πηγή: Reuters, Journal of Sex Research