Εισαγωγή
Ως νευρολογική στυτική δυσλειτουργία μπορεί να ορισθεί η αδυναμία επίτευξης και/ή διατήρησης στύσης για τη πραγματοποίηση ικανοποιητικής σεξουαλικής επαφής, λόγω νευρολογικής βλάβης ή δυσλειτουργίας. Αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα κεντρικής ή περιφερικής νευροπάθειας, ή ακόμα και τραυματικής βλάβης του νωτιαίου μυελού.
Παθοφυσιολογία της νευρογενούς στυτικής δυσλειτουργίας
Οι οδοί και οι μηχανισμοί ελέγχου της στυτικής λειτουργίας στο Κ.Ν.Σ. δεν είναι ακόμα πλήρως ξεκαθαρισμένοι. Υπάρχουν 2 νευρικές οδοί για την έναρξη της στύσης. Η ψυχογενής, που εμπεριέχει οπτικά ή ακουστικά δεδομένα ή φαντασιώσεις σχετιζόμενα με τον φλοιό του εγκεφάλου και η αντανακλαστική, που αφορά γεννητικά αισθητικά ερεθίσματα, που ενεργοποιούν αντανακλαστικά τον νωτιαίο μυελό. Πρόκειται για 2 διαφορετικές οδούς που επάγουν το ίδιο αποτέλεσμα.
Περιφερικά την ευόδωση της στύσης προάγει το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα, ενώ το συμπαθητικό έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, προκαλώντας χάλαση του πέους. Οι νευρικές απολήξεις του παρασυμπαθητικού και του συμπαθητικού ξεκινούν από το νωτιαίο μυελό, καταλήγουν στο πέος μέσω του πυελικού νευρικού πλέγματος και νευρώνουν τα αγγεία, που πορεύονται στα σηραγγώδη σώματα του πέους, που αποτελούν και τις βασικές μονάδες στύσης. Η αύξηση της ροής του αίματος, λόγω χαλάρωσης των αγγείων αυτών με τη νευρική επίδραση, προκαλεί διόγκωση του πέους. Ο αποκλεισμός του αίματος μέσα στο πέος δημιουργείται από τη πίεση των φλεβών αποχέτευσης από τα διογκωμένα αγγεία επάνω στον ισχυρό και ακλόνητο ινώδη χιτώνα, που καλύπτει εξωτερικά τα σηραγγώδη σώματα, με αποτέλεσμα σκληρή στύση (Φλεβοαποκλειστικός μηχανισμός). Εικόνα 1α και 1β .
Από τα παραπάνω γίνεται προφανές, ότι κάθε νευρολογική βλάβη μπορεί να επηρεάσει τη στύση σε ανάλογο βαθμό και τρόπο ανάλογα με το επίπεδο της, αφού προκαλεί διαταραχές στη ροή του αίματος μέσα στο πέος. Έτσι ο τραυματισμός του νωτιαίου μυελού πάνω από το Ι2-Ι4 νευροτόμιο έχει διαφορετική κλινική εκδήλωση σε σχέση με τραυματισμό του νωτιαίου μυελού σε χαμηλότερο επίπεδο ή σε επίπεδο περιφερικών νεύρων. Σημαντικό πρόβλημα απώλειας στύσης δημιουργείται συνήθως στη τελευταία περίπτωση, ενώ στις ανώτερες και στις κεντρικές βλάβες μπορεί να υπάρχει αυτόματη στύση, χωρίς σεξουαλικό ερεθισμό και απουσία στύσης κατά τη προσπάθεια της πράξης, διαταραχές οργασμού, εκσπερμάτισης κλπ. Ο τραυματισμός του πυελικού πλέγματος κατά την διάρκεια ριζικών πυελικών επεμβάσεων ή πυελικών κακώσεων αποτελεί μαζί με το σακχαρώδη διαβήτη τις συχνότερες αιτίες σοβαρής οργανικής στυτικής δυσλειτουργίας.
Αιτιολογία της νευρογενούς στυτικής δυσλειτουργίας
Η νευρολογική στυτική δυσλειτουργία μπορεί να προκληθεί από διάφορα αμιγή ή μη νευρολογικά αίτια, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η σκλήρυνση κατά πλάκας, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, νόσος Parkinson, κληρονομικές περιφερικές νευροπάθειες, δισχιδής ράχη, ριζική πυελική επέμβαση, τραυματισμός του νωτιαίου μυελού, κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου, αυτόνομες νευροπάθειες κλπ. Μπορεί παθοφυσιολογικά να ταξινομηθεί σε δύο κατηγορίες:
Α) Χρόνια πάθηση σαν επιπλοκή νευροπάθειας, νευρικής αποδιοργάνωσης ή νευρικής ανωμαλίας κατά την ανάπτυξη. (Π.χ Σακχαρώδης διαβήτης, νόσος Parkinson, σκλήρυνση κατά πλάκας, δισχιδής ράχη)
Β) Μετά τραυματισμό ή χειρουργική κάκωση (κατάγματα πυέλου, τραυματισμός νωτιαίου μυελού, κήλη μεσοσπονδύλιου δίσκου, μείζονες πυελικές επεμβάσεις)
Διάγνωση
Η διάγνωση στηρίζεται στο λεπτομερές ιστορικό και τη φυσική εξέταση.
Συνήθως υπάρχει ιστορικό, που θα οδηγήσει στη διάγνωση της νευρολογικής στυτικής δυσλειτουργίας. Η παρουσία ωστόσο, συγκεκριμένου ιστορικού δεν αποκλείει τη συνύπαρξη και άλλων καταστάσεων, που προκαλούν στυτική δυσλειτουργία και για αυτό το λόγο ο βασικός έλεγχος της πάθησης θα πρέπει να γίνεται πάντα. Από γενικές εξετάσεις, ένας πλήρης αιματολογικός και βιοχημικός έλεγχος, πρέπει να πραγματοποιούνται πάντοτε, καθώς και έλεγχος για την ακεραιότητα του καρδιαγγειακού συστήματος.
Σε περίπτωση δυσχέρειας διάκρισης της αιτίας της στυτικής δυσλειτουργίας, αιτήματος του ασθενούς, προγραμματισμού χειρουργικής αντιμετώπισης του προβλήματος και ιατρονομικού λόγου, μπορεί να απαιτείται η εφαρμογή και πιο εξειδικευμένων μορφών ελέγχου του προβλήματος, όπως είναι η καταγραφή της νυχτερινής στυτικής δραστηριότητας (nocturnal penile tumescence and rigidity, NPTR), που διακρίνει την οργανική από τη ψυχολογική αιτία της στυτικής δυσλειτουργίας Εικόνα 2, η έγχρωμη Doppler υπερηχοτομογραφία πέους μετά από προκλητή στύση με ένεση αγγειοδιασταλτικής ουσίας στο πέος (αλπροσταδίλη), που ελέγχει την ακεραιότητα της αρτηριακής παροχής και τη πιθανότητα φλεβικής διαφυγής.
Ο ανδρολόγος τέλος, πρέπει πάντα να γνωρίζει, ότι οποιαδήποτε και αν είναι η πρωταρχική αιτία της στυτικής δυσλειτουργίας, ο ψυχολογικός παράγοντας εμπλέκεται πάντοτε, προκαλώντας επιβάρυνση της κατάστασης, δυσκολία αποκατάστασης και ενίοτε απομόνωση και αποφυγή της σεξουαλικής πράξης.
Η παρουσία συγκεκριμένου νευρολογικού ιστορικού και η απουσία ή η ρύθμιση άλλων επιβαρυντικών παραγόντων της στύσης με παραμονή του προβλήματος, βάζουν τη διάγνωση της νευρογενούς στυτικής δυσλειτουργίας.
Πρόβλημα διάγνωσης μπορεί να υφίσταται, όταν δεν υπάρχει γνωστό νευρολογικό ιστορικό, ιδιαίτερα εάν δεν υπάρχουν ακόμη άλλες εμφανείς εκδηλώσεις νευρολογικής νόσου. Για το λόγο αυτό, όταν το ιστορικό δεν κατευθύνει κάπου τον ανδρολόγο, πρέπει να υπάρχει υψηλός δείκτης υποψίας συχνότερα βέβαια για αγγειακή νόσο, αλλά και για νευρολογική. Ο αποκλεισμός της ψυχογενούς και αγγειακής στυτικής δυσλειτουργίας σε ασθενή χωρίς ιδιαίτερο ιστορικό, καθιστά απαραίτητο το πλήρη νευρολογικό έλεγχο, τόσο κλινικά, όσο και εργαστηριακά.
Ποιότητα ζωής ασθενών με νευρολογική στυτική δυσλειτουργία
Τα άτομα με νευρολογική στυτική δυσλειτουργία συνήθως έχουν υποενεργό σεξουαλική συμπεριφορά, η οποία συχνά συνδέεται και με δυσαρέσκεια στη σχέση. Η πιο συχνή συμπτωματολογία των ασθενών με νευρολογική στυτική δυσλειτουργία συμπεριλαμβάνει ελαττωμένη libido, αλλοιωμένη αίσθηση στα γεννητικά όργανα και ελαττωμένη συχνότητα και ένταση των οργασμών. Δευτεροπαθώς οι ασθενείς μπορεί να έχουν αλλαγές στην αυτοεκτίμηση, στη διάθεση, θυμό, κατάθλιψη, φόβο σεξουαλικής απόρριψης από τη σύντροφό τους και φόβο απομόνωσης και εγκατάλειψης. Πολλές φορές σε ασθενείς με νευρολογική στυτική δυσλειτουργία συνυπάρχει και δυσλειτουργία του κατώτερου ουροποιητικού με συνέπεια τη μεγαλύτερη επιβάρυνση τους.
Θεραπευτικές επιλογές
Η θεραπεία ξεκινάει με τη λιγότερο επεμβατική θεραπεία και φθάνει μέχρι την χειρουργική αντιμετώπιση, συνήθως με την ακόλουθη σειρά:
Α) Από του στόματος θεραπεία (αναστολείς της 5 φωσφοδιεστεράσης)
Οι αναστολείς της 5 φωσφοδιεστεράσης είναι φάρμακα, που παρατείνουν το αποτέλεσμα της νευρικής διέγερσης του πέους, που είναι η αγγειοδιαστολή και άρα η στύση, υπό την προϋπόθεση, ότι η φυσιολογική οδός της στύσης λειτουργεί, τουλάχιστον μερικά, ώστε με τη παρουσία σεξουαλικής διέγερσης να ενισχύεται το υπάρχον ερέθισμα. Τα φάρμακα αυτά είναι η σιλδεναφίλη, η βαρδεναφίλη και η ταδαλαφίλη. Έτσι οι αναστολείς της 5 φωσφοδιεστεράσης μπορούν να βελτιώσουν τη στυτική δυσλειτουργία σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, σκλήρυνση κατά πλάκας και άλλες μορφές ατελούς νευρικής βλάβης, τουλάχιστον σε πρώιμα στάδια της νόσου. Σε πρόσφατη μελέτη από την Fowler και συνεργάτες η χορήγηση σιλδεναφίλης σε ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας βελτίωσε το δείκτη ποιότητας ζωής κατά 43% και τη ποιότητα των στύσεων κατά 89%, σε σχέση με 13% και 24% αντίστοιχα, στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Ωστόσο, καμιά συστηματική θεραπεία δεν μπορεί να διορθώσει σημαντικές οργανικές βλάβες των σηραγγωδών σωμάτων, της νεύρωσής τους ή της αγγείωσής τους . Για παράδειγμα στη ριζική προστατεκτομή, όπου οι παράμετρες της πρωτοπαθούς νόσου δεν επιτρέπουν τη διατήρηση των αγγειονευρωδών δεματίων, που πορεύονται παράλληλα με τον αδένα, η εκτομή αυτών, κατά την αφαίρεση του όγκου, συνοδεύεται από στυτική δυσλειτουργία, που ανταποκρίνεται κατά λιγότερο από 10% στη θεραπεία από το στόμα. Τέλος η χορήγηση των φαρμάκων αυτών αντενδείκνυται απόλυτα στους ασθενείς με στεφανιαία νόσο, ιδιαίτερα εάν λαμβάνουν νιτρώδη, γιατί μπορεί να προκληθεί κλινικά σημαντική υπόταση, που μπορεί να οδηγήσει σε μυοκαρδιακή ισχαιμία. Για παρόμοιους λόγους απαιτείται προσοχή με τη συγχορήγηση αντιυπερτασικών και ανταγωνιστών των α’ συμπαθητικών υποδοχέων, που χορηγούνται σε ασθενείς με υπερπλασία προστάτου.
Β) Συστήματα δημιουργίας αρνητικής πίεσης.
Πρόκειται για αντλίες δημιουργίας κενού που διατείνουν το πέος και προκαλούν είσοδο αίματος στα σηραγγώδη σώματα. Είναι εναλλακτική λύση σε ασθενείς στους οποίους έχει αποτύχει η από του στόματος θεραπεία αλλά δεν επιθυμούν περισσότερο επεμβατικές μεθόδους για τη δημιουργία στύσης. Σε ασθενείς με τραυματισμό του νωτιαίου μυελού, όπου η αισθητικότητα είναι ελαττωμένη, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται προσεκτικά, διότι μπορεί να επέλθουν ισχαιμικές αλλοιώσεις λόγω περιορισμού της αιματικής ροής. Η χρήση της συσκευής κενού μπορεί να είναι αρκετά αποτελεσματική, αλλά είναι σχετικά δύσχρηστη, γιατί απαιτεί προετοιμασία για την επαφή και συνεπώς δεν ενδείκνυται για νεώτερους ασθενείς, ιδιαίτερα, εάν δεν έχουν μόνιμη σχέση. Γενικά δε τυχαίνουν ευρείας αποδοχής στο κοινό των ελλήνων ασθενών.
Γ) Ενδοσηραγγώδης και Ενδοουρηθρική θεραπεία
Η ενδοσηραγγώδης και ενδοουρηθρική χορήγηση αγγειοδραστικών ουσιών χαρακτηρίζεται από την πρόκληση ασφαλούς, προβλέψιμης και αναστρέψιμης στύσης. Εικόνα 3 Η προσταγλανδίνη Ε1 (PGE1) προκαλεί χάλαση στα αγγεία του πέους, ανεξάρτητα από τον βαθμό λειτουργικότητας των νεύρων του πέους και έτσι προκαλεί στύση, χωρίς η νευρική λειτουργία να είναι απαραίτητα φυσιολογική. Χορηγείται, είτε με ενδοπεϊκές ενέσεις είτε με το ενδοουρηθρικό υπόθετο (MUSE), που, όμως δεν κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά. Η αποτελεσματικότητα της αλπροσταδίλης (PGE1) φθάνει το 73%. Οι κυριότερες επιπλοκές είναι η παρατεταμένη επώδυνη στύση (πριαπισμός), το πεϊκό άλγος και οι τοπικές επιπλοκές (εκχυμώσεις, ίνωση, σκλήρυνση και κάμψη του πέους). Ας σημειωθεί, ότι σε ασθενείς με κεντρικές νευρολογικές βλάβες, ή βλάβες πάνω από το ιερό κέντρο του νωτιαίου μυελού, η πρόκληση σοβαρού πριαπισμού με τη χρήση ενδοπεϊκών ενέσεων είναι πολύ συχνότερη από το γενικό πληθυσμό και εάν δεν αντιμετωπισθεί εγκαίρως, οδηγεί σε μόνιμη απώλεια στύσης. Επί αποτυχίας στη δράση της αλπροσταδίλης η χορήγηση Trimix (σε κάθε ml διαλύματος 29,4mg Παπαβερίνης, 0,98mg Φαιντολαμίνης, 9,8mg Αλπροσταδίλης) παρουσιάζει καλύτερα αποτελέσματα.
Το βασικό μειονέκτημα των ενδοσηραγγωδών ενέσεων είναι η προοδευτική δημιουργία αντίστασης στο φάρμακο, με συνέπεια τη διακοπή λειτουργίας του (plateau). Όταν αυτό αφορά νέα άτομα, αποτελεί σημαντικό πρόβλημα και οι ασθενείς αναγκάζονται να προχωρήσουν σε τοποθέτηση πεϊκής πρόθεσης. Ωστόσο, η παρατεταμένη χρήση των ενέσεων δημιουργεί ίνωση των σηραγγωδών, με συνέπεια δυσχερή ή ανεπιτυχή χειρουργική επέμβαση. Για το λόγο αυτό είναι σκόπιμο σε σχετικά νεώτερους ασθενείς με σοβαρής μορφής στυτική δυσλειτουργία, όπου η από του στόματος θεραπεία δεν αποδίδει και η βλάβη τους δεν είναι αναστρέψιμη, να αποφεύγεται η χρήση των ενδοσηραγγωδών ενέσεων και να προτείνεται απευθείας η τοποθέτηση πεϊκής πρόθεσης.
Δ) Πεϊκή πρόθεση
Η πεϊκή πρόθεση είναι ένα χειρουργικό εμφύτευμα, το οποίο έχει εξαιρετική αποτελεσματικότητα και η χρήση του μιμείται τη φυσιολογική αυθόρμητη στύση. Τρία είδη πεϊκών προθέσεων κυκλοφορούν στην ευρύτερη αγορά, οι υδραυλικές, οι ημιάκαμπτες και της μαλακής σιλικόνης. Οι υδραυλικές προθέσεις, που αποτελούν και το καλύτερο τεχνολογικό επίτευγμα, κυκλοφορούν σε προθέσεις δύο και τριών τμημάτων. Οι προθέσεις τριών τμημάτων αποτελούνται από δύο κυλίνδρους, που τοποθετούνται μέσα στα σηραγγώδη σώματα του πέους, ένα ρεζερβουάρ, που γεμίζει με φυσιολογικό ορό και τοποθετείται πίσω από την ηβική σύμφυση περνώντας μέσα από το δεξιό ή τον αριστερό βουβωνικό πόρο και μία βαλβίδα χειρισμού, που τοποθετείται μέσα στο όσχεο, Εικόνα 4, ενώ στις δύο τμημάτων τα ρεζερβουάρ είναι ενσωματωμένα στους κυλίνδρους. Οι ημιάκαμπτες προθέσεις είναι απλούστερες τεχνικά στη τοποθέτηση τους, αλλά αφενός διατηρούν το πέος μόνιμα σε στύση και αφετέρου είναι καλό να αποφεύγονται στους νευρολογικούς ασθενείς, γιατί συνοδεύονται από μεγαλύτερο κίνδυνο διάβρωσης των σηραγγωδών και εξόδου της πρόθεσης από τη διάτρηση.
Οι προθέσεις τριών τμημάτων λειτουργούν υδραυλικά. Ο ασθενής εφαρμόζοντας τη κατάλληλη πίεση στην ειδική «φούσκα» της αντλίας, που εμφυτεύται στο όσχεο, προκαλεί κίνηση του φυσιολογικού ορού, που υπάρχει στο ρεζερβουάρ της πρόθεσης, που εμφυτεύεται μπροστά από την ουροδόχο κύστη, στους κυλίνδρους της πρόθεσης, που έχουν εμφυτευτεί μέσα στα σηραγγώδη σώματα του πέους. Εικόνα 5. Έτσι προκαλείται σκληρή στύση απόλυτα ικανοποιητική για επαφή και με απόλυτα φυσιολογική αίσθηση ηδονής, οργασμού και εκσπερμάτιση, εφόσον βέβαια οι λειτουργίες αυτές διατηρούνται από τη πρωτοπαθή νευρολογική νόσο. Μετά το τέλος της επαφής η εφαρμογή πίεσης από τον ασθενή στο ανάλογο τμήμα της αντλίας προκαλεί αντίστροφη μετακίνηση του φυσιολογικού ορού και πτώση του πέους.
Η χειρουργική προσπέλαση για τη τοποθέτηση της πρόθεσης είναι τέτοια, ώστε αν συνυπάρχει ακράτεια ούρων από νευρολογική δυσλειτουργία του έξω σφιγκτήρα να είναι δυνατή από την ίδια οδό προσπέλασης να τοποθετηθεί και τεχνητός σφιγκτήρας. Από την ίδια αυτή τομή τοποθετούνται όλα τα τμήματα της πρόθεσης. Ο ασθενής νοσηλεύεται για 2 ημέρες υπό ισχυρή αντιβιοτική αγωγή και εν συνεχεία επανέρχεται σε 4 εβδομάδες για έναρξη χρήσης του εμφυτεύματος.
Η συχνότερη επιπλοκή της επέμβασης είναι η λοίμωξη, αφού το εμφύτευμα δεν αιματώνεται, ώστε τα αντιβιοτικά να φθάνουν στην εστία της λοίμωξης. Ωστόσο, το ποσοστό λοίμωξης ανέρχεται μόνο σε 1%-3% και έχει μειωθεί δραματικά με την εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων πρόληψης της λοίμωξης και τη κυκλοφορία ειδικών προθέσεων καλυμμένων με αντιβιοτικό στρώμα. Η μηχανική δυσλειτουργία μπορεί να είναι ένα άλλο πρόβλημα, που να απαιτεί αντικατάσταση του εμφυτεύματος. Ωστόσο σε πρόσφατη μελέτη η μηχανική επιβίωση των προθέσεων εντός δεκαετίας φθάνει το 81,3% και εξάλλου επί ανάγκης αντικατάστασης, αυτή γίνεται το σχεδόν το ίδιο εύκολα τεχνικά με την αρχική τοποθέτηση, ενώ το υλικό καλύπτεται από εφόρου ζωής εγγύηση. Το κόστος του υλικού, που θα μπορούσε να αποτελεί επίσης μειονέκτημα καλύπτεται για τη τεκμηριωμένη, ανθεκτική σε συντηρητικές μεθόδους στυτική δυσλειτουργία, πλήρως από τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία.
Οι υδραυλικές πεϊκές προθέσεις αποτελούν και τη καλύτερη λύση για το πρόβλημα της στυτικής δυσλειτουργίας στην ειδική ομάδα των νευρολογικών ασθενών με κακώσεις του νωτιαίου μυελού, γιατί εκτός του, ότι συνοδεύονται από υψηλά ποσοστά επιτυχίας και ικανοποίησης (82,6%), είναι ασφαλής και βιώσιμη λύση και έχουν το μικρότερο ποσοστό επιπλοκών (λοιμώξεις, διάτρηση των σηραγγωδών, μηχανική βλάβη) από τις ημιάκαμπτες προθέσεις. Ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα τους σε αυτούς τους ασθενείς είναι η καλύτερη αντιμετώπιση της ακράτειας τους, μια που η μέτρια διάταση των κυλίνδρων πιέζει την ουρήθρα μειώνοντας έτσι την ακράτεια και επίσης διευκολύνεται η χρήση πεοκαλύπτρας για τη παροχέτευση των ούρων, ιδιαίτερα στους ασθενείς με αντανακλαστική συστολή του πέους.
Η σύγκριση των τριών μεθόδων αντιμετώπισης της στυτικής δυσλειτουργίας (PDE 5 αναστολείς, ενδοσηραγγώδεις ενέσεις και υδραυλικές προθέσεις τριών τμημάτων) αναλύθηκε στη μελέτη των Rajpurkar και Dhabuwala. Η συνολική ικανοποίηση και τα scores της σεξουαλικής λειτουργίας, ήταν σημαντικά υψηλότερα στους ασθενείς, που τοποθετήθηκε η πρόθεση σε σχέση με τις άλλες ομάδες. Εικόνα 6.
Συμπερασματικά η νευρογενής στυτική δυσλειτουργία αποτελεί μία σημαντική επιβαρυντική παράμετρο στην ήδη επιβαρημένη ποιότητα ζωής των ασθενών, λόγω της πρωτοπαθούς νόσου. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπισθεί πλήρως και αποτελεσματικά, πράγμα σημαντικό, αφού η πραγματική αποκατάσταση των νευρολογικών ασθενών έχει περιορισμένες δυνατότητες. Έτσι, όπως η συνεργασία νευρολόγου και ουρολόγου μείωσε δραματικά τη νοσηρότητα και τη θνητότητα των ασθενών αυτών από ουρολογικές επιπλοκές, έτσι και η συνεργασία στο επίπεδο της στυτικής δυσλειτουργίας μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη ποιότητα ζωής τους.
1α)
1β)
Εικόνα 1α: Μετά από νευρική διέγερση η εισροή αίματος μέσα στους κόλπους του στυτικού ιστού, που υπάρχει μέσα στο κυλινδρικό σηραγγώδες σώμα του πέους, προκαλεί διόγκωση των κόλπων και άρα και των σηραγγωδών σωμάτων και άρα και του πέους και στύση. Ταυτόχρονα οι φλέβες, που αποχετεύουν το αίμα από το πέος συμπιέζονται πάνω στο σκληρό περίβλημα του σηραγγώδους σώματος και έτσι κλείνουν αποκλείοντας το αίμα στο πέος, ώστε να διατηρείται η στύση
Εικόνα 1β: Ο ίδιος μηχανισμός σε σχηματική παράσταση. Στην αριστερή εικόνα το κόκκινο είναι το αυξημένο εισρέον αίμα μετά τη διαστολή της αρτηρίας μέσα στο στυτικό ιστό, ενώ το μπλε το περιορισμένο λόγω πίεσης εξερχόμενο φλεβικό αίμα.
Εικόνα 2: Η συσκευή Rigiscan καταγράφει τις νυκτερινές στύσεις με τη βοήθεια των 2 δακτυλιδιών, που τοποθετούνται στο πέος κατά τον ύπνο. Η ανάλυση γίνεται από ηλεκτρονικό υπολογιστή και η σύγκριση με τις φυσιολογικές τιμές διαχωρίζει την οργανική από τη ψυχογενή στυτική δυσλειτουργία.
Εικόνα 3: Η ένεση ουσίας, που προκαλεί αγγειοδιαστολή απευθείας στο πέος, προκαλεί στύση, που δεν εξαρτάται από τη νευρική δράση. Ωστόσο, απαιτείται να γίνεται κάθε φορά, που ο ασθενής επιθυμεί στύση.
Εικόνα 4: Η πεϊκή πρόθεση αποτελείται από τους δύο κυλίνδρους, το σφαιρικό ρεζερβουάρ και την αντλία χειρισμού.
Εικόνα 5: Η πρόθεση εμφυτεύεται από μία μικρή τομή στη κάτω επιφάνεια του πέους και λειτουργεί υδραυλικά. Όταν επιθυμείται στύση, ο ασθενής πομπάρει τη «φούσκα» της αντλίας, που βρίσκεται στο όσχεο και ο ορός μετακινείται από το ρεζερβουάρ στους κυλίνδρους, προκαλώντας έτσι σκληρή στύση. Όταν ο ασθενής επιθυμεί να χαλαρώσει το πέος, πιέζει παρατεταμένα το κάτω ορθογώνιο τμήμα της αντλίας και έτσι ο ορός ακολουθεί αντίστροφη πορεία προς το ρεζερβουάρ.
Εικόνα 6: Στη παραπάνω μελέτη η συνολική ικανοποίηση και τα scores της σεξουαλικής λειτουργίας, ήταν σημαντικά υψηλότερα στους ασθενείς, που τοποθετήθηκε η πρόθεση σε σχέση με τις άλλες ομάδες ασθενών, που έλαβαν χάπια ή ενέσεις
Δρ. Ιωάννης Βακαλόπουλος
Χειρουργός Ουρολόγος
Λέκτορας Ουρολογίας Α.Π.Θ
Υπεύθυνος Ανδρολογικού Ιατρείου
Α’ Παν/κη Ουρολογική Κλινική Α.Π.Θ
Γ. Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Γ. Γεννηματάς»
Email: vakalj@otenet.gr