Yπαρκτός ο κίνδυνος περιθωριοποίησης ατόμων που δεν έχουν πρόσβαση
Tου Αλeξανδρου Γ. Ψυχογιου*
H ηλεκτρονική διακυβέρνηση –ή ηλεκτρονική διοίκηση– επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Η παραπάνω παραδοχή οδήγησε αρκετούς διοικητικούς επιστήμονες στη θέση ότι η ηλεκτρονική διακυβέρνηση μπορεί να θεωρηθεί ως ξεχωριστό διοικητικό κίνημα. Στο πλαίσιο αυτό, όπως κάθε αυτόνομο διοικητικό παράδειγμα, επιδέχεται μια σειρά από κριτικές. Η πλέον σημαντική από αυτές συνδέεται με την ουσιαστική χρήση της από τους πολίτες-πελάτες των δημοσίων οργανώσεων. Σύμφωνα με την κριτική αυτή –που πολλοί ονομάζουν ψηφιακή διάκριση της κοινωνίας– ενώ υπάρχουν αρκετοί χρήστες του Διαδικτύου που μπορούν εν δυνάμει να εξυπηρετηθούν ηλεκτρονικά από τη δημόσια διοίκηση, δεν είναι λίγοι εκείνοι που, εξαιτίας της έλλειψης γνώσης ή και πρόσβασης δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ψηφιακή τεχνολογία και επομένως να εξυπηρετηθούν το ίδιο γρήγορα και αποτελεσματικά. Είναι υπαρκτός, λοιπόν, ο κίνδυνος της περιθωριοποίησης των εν λόγω ατόμων μέσα σε μια ηλεκτρονική κοινωνία.
Η δεύτερη κριτική εστιάζεται στο ζήτημα της ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στο γεγονός ότι διαμέσου της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης υπάρχει αυξημένη δυνατότητα παρακολούθησης των χρηστών και πιθανής δημοσιοποίησης των ευαίσθητων προσωπικών τους δεδομένων. Η χρήση του Διαδικτύου και η επικοινωνία διαμέσου του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μπορούν δυνητικά να ανιχνευτούν και να καταγραφούν πολύ πιο εύκολα σε σύγκριση με τον παραδοσιακό τρόπο τηλεφωνικής και ταχυδρομικής επικοινωνίας. Επίσης, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις των hackers που απέδειξαν ότι το επίπεδο της ηλεκτρονικής ασφάλειας είναι ανεπαρκές.
Το τρίτο πεδίο κριτικής της ηλεκτρονικής διοίκησης σχετίζεται με την ίδια τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η παραδοσιακή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος απαιτεί σε μεγάλο βαθμό τη φυσική παρουσία και προσωπική επαφή του πολιτευόμενου με τον ψηφοφόρο. Μορφές όμως της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης τείνουν να αποδυναμώσουν αυτό τον χαρακτήρα της δημοκρατίας και να οδηγήσουν σε αλλαγές, τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και την εσωτερική λειτουργία των κυβερνήσεων. Οροι, όπως ηλεκτρονική δημοκρατία, ψηφιακή δημοκρατία και –σύμφωνα με μια πιο πρόσφατη εκδοχή– democracy.com, γίνονται όλο και πιο συνήθεις στην καθημερινή κοινωνικοπολιτική ρητορική. Για παράδειγμα δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν τη θεσμοθέτηση της ηλεκτρονικής ψήφου. Επίσης, τα περισσότερα σχεδόν κόμματα έχουν ιστοσελίδες, ενισχύοντας καθημερινά την ηλεκτρονική επικοινωνία με τους πολίτες – ψηφοφόρους τους. Με άλλα λόγια, την εποχή όπου η διοικητική ικανότητα των κυβερνήσεων έχει αυξηθεί λόγω της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών και της ηλεκτρονικής πληροφορίας, υπάρχει το ενδεχόμενο να αυξηθεί και να επιταχυνθεί η αποδόμηση της παραδοσιακής μορφής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε μια ηλεκτρονικά διαχειριζόμενη καταναλωτική δημοκρατία.
Το τελευταίο στάδιο κριτικής συνδέεται με τη καθεαυτή εφαρμογή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Τα προβλήματα εδώ σχετίζονται με την αντίδραση των δημοσίων υπαλλήλων στη χρήση των μεθόδων ηλεκτρονικής διοίκησης. Επιπλέον, δεν είναι λίγες οι κυβερνητικές πολιτικές που καταλήγουν στην εισαγωγή πληροφοριακών συστημάτων στις δημόσιες υπηρεσίες, τα οποία είτε έχουν πολύ μεγάλο κόστος είτε είναι τεχνολογικά ξεπερασμένα. Ενα ακόμα πρόβλημα είναι η συμβατότητα των ηλεκτρονικών συστημάτων μεταξύ των διαφόρων δημοσίων υπηρεσιών, η οποία πολλές φορές καθιστά αδύνατη την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους. Τέλος, πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι δυνατότητες του κυβερνοχώρου, που αποτελεί τον πυρήνα της εποχής της πληροφορίας, είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ αυτές που τού προσδίδουν οι προσπάθειες διοικητικής μεταρρύθμισης μέσω της ηλεκτρονικής διαχείρισης. Είναι αξιωματικά αποδεκτό ότι κάθε μοντέλο διοικητικής μεταρρύθμισης τροποποιείται στη διάρκεια της εφαρμογής του. Ετσι, οι διάφορες κυβερνητικές οργανώσεις πολλές φορές τείνουν να μορφοποιούν με τα δικά τους μέτρα και σταθμά τα ηλεκτρονικά πληροφοριακά συστήματα, αποδεσμεύοντάς τα από τις ουσιαστικές επαναστατικές δυνατότητές τους. Είναι εύλογο, λοιπόν, το ερώτημα για το κατά πόσο η ηλεκτρονική διακυβέρνηση αποτελεί και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα νέο και αυτόνομο διοικητικό παράδειγμα ή αποτελεί μέρος του διαχειρισιολογικού (managerialistic) μοντέλου της διοικητικής μεταρρύθμισης. Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα δεν είναι απλή. Κατ’ αρχάς φαίνεται ξεκάθαρα ότι η ατζέντα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης ταιριάζει σε μεγάλο βαθμό με την αντίστοιχη ατζέντα του νέου δημόσιου management. Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση μπορεί να διευκολύνει την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών αρχών του νέου δημόσιου management, όπως για παράδειγμα την ποιοτικότερη και ταχύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών. Υπό αυτήν την οπτική γωνία η ηλεκτρονική διακυβέρνηση φαντάζει περισσότερο ως ένα νέο στάδιο διοικητικής μεταρρύθμισης των δημοσίων διοικήσεων.
Από την άλλη μεριά, όμως, ένα νέο μοντέλο διοίκησης εξ ολόκληρου βασιζόμενο στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση είναι περισσότερο πιθανό στο απώτερο μέλλον. Είναι επίσης γεγονός ότι η εφαρμογή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης κάνει τα πρώτα της δειλά βήματα στον ελληνικό δημόσιο τομέα. Παρ’ όλα αυτά ο δρόμος δεν είναι απλωμένος με ροδοπέταλα. Αναμφισβήτητα, η αυξημένη οργανωσιακή αδράνεια της δημόσιας διοίκησης θα κάνει αρκετά δύσβατη την προσαρμογή των μεθόδων της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στα ελληνικά δεδομένα. Σαφέστατα, όμως, η οποιαδήποτε προσπάθεια προς την πλήρη εφαρμογή μεθόδων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης δεν πρέπει να συνεπάγεται την πιο ελλειμματική λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Η δημοκρατική διακυβέρνηση, ως πολιτική έννοια, πρέπει να παραμείνει η τέχνη του εφικτού. Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ως διαχειρισιολογική έννοια, οφείλει να κάνει το εφικτό πράξη.
* Ο κ. Αλέξανδρος Γ. Ψυχογιός είναι διοικητικός επιστήμων και λέκτορας στο City College – University of Sheffield, Department of Business Administration & Economics
Hμερομηνία : 21-01-06
Copyright: http://www.kathimerini.gr