ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟ Δ.Σ. ΤΗΣ ΟΛΜΕ
ΘΕΜΑ: «Ανάπηρος εκπαιδευτικός και Εγκύκλιος Μεταθέσεων»
Αξιότιμοι κυρίες/οι συνάδελφοι
Με την επιστολή μου αυτή επιθυμώ να κοινοποιήσω στο Δ.Σ. της ΟΛΜΕ ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που αφορά την ύπαρξή μου στον χώρο της εκπαίδευσης. Είμαι άτομο με δυσκολία όρασης (εγγεγραμμένος στα Μητρώα Τυφλών της Νομαρχίας Αθηνών, πάσχων από μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια). Από τον πρώτο χρόνο της θητείας μου στον χώρο της εκπαίδευσης (επιτυχών του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π 2002 με ημερομηνία πρόσληψης 3-9-2004. ΄ΠΕ 10 Κοινωνιολόγος) προσπάθησα να κάνω χρήση της εγκυκλίου μεταθέσεων και να μετατεθώ στον τόπο της μόνιμης κατοικίας μου (Δήμος Αθηναίων). Η οργανική μου θέση είναι στο 1ο Γενικό Λύκειο Σύρου. Δυστυχώς η αίτησή μου ως ειδική κατηγορία απερρίφθει διότι οι εγκύκλιος μεταθέσεων του ΥπΕΠΘ δεν περιλαμβάνει τους τυφλούς εκπαιδευτικούς ως ειδική κατηγορία. Κατόπιν τούτου προσέφυγα στα διοικητικά δικαστήρια και εκκρεμεί η εκδίκαση της προσφυγής μου στο ΣτΕ.
Η ταλαιπωρία που υφίσταμαι δεν έχει τέλος διότι φέτος με έκπληξη διαπίστωσα ότι αποσπώμαι σε πιο μακρινή περιοχή (Δ΄Αθήνας), ενώ είχα ως πρώτη προτίμηση στην αίτηση απόσπασης την Α΄Αθήνας. Το αίτημά μου αυτό γινόταν δεκτό τα προηγούμενα χρόνια και αποσπόμουν στην Α΄΄ Αθήνας. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η παρουσία μου στον χώρο της εκπαίδευσης θεωρώ ότι αντιβαίνει σε κάθε έννοια δικαίου. Νιώθω θυμό και απογοήτευση και με την επιστολή μου αυτή προσπαθώ να σταματήσω το επικείμενο σενάριο ότι, ένας άνθρωπος με πολύ σημαντική δυσκολία όρασης, ο οποίος χρησιμοποιεί λευκό μπαστούνι για να μετακινηθεί, γίνεται «γυρολόγος» στο πολεοδομικό συγκρότημα πρωτευούσης και βάζει σε κίνδυνο την σωματική του ακεραιότητα αλλάζοντας σχολεία από χρονιά σε χρονιά! Η υπαγωγή των ατόμων με σοβαρά προβλήματα όρασης στις ειδικές κατηγορίες είναι ένα δίκαιο αίτημα που επιτέλους πρέπει να ικανοποιηθεί.
Είναι προσωπική μου πεποίθηση και επιστημονική θέση(είμαι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου ειδίκευσης στον τομέα «Σπουδές της Αναπηρίας»-ΜΑ Disability Studies), ότι η αναπηρία πρέπει να σταματήσει να εκλαμβάνεται ως «προσωπική τραγωδία» αλλά να αντιμετωπίζεται ως ένα ζήτημα που πρωτίστως προσδιορίζεται από κοινωνικούς όρους και σαφείς πολιτικές πρακτικές. Οι τοποθετήσεις των ανάπηρων εκπαιδευτικών δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση αλλά ως μια ενιαία κατηγορία ανθρώπων που χρειάζονται συγκεκριμένες διατάξεις που να σχετίζονται με τις ανάγκες τους μέσα σε μια διευρυμένη πολιτική ενσωμάτωσης τους. Μέχρι τώρα η εγκύκλιος μεταθέσεων ορίζει έναν συγκεκριμένο αριθμό αναπηριών και χρόνιων παθήσεων ως ειδική κατηγορία. Η τύφλωση και η κώφωση δεν περιλαμβάνονται. Ενώ το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ακολουθώντας τις διακηρύξεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας έχει αποδεχτεί ως μέτρο υπαγωγής στην κατηγορία «άτομο με αναπηρία» τον προσδιορισμό της βλάβης με βάση το ποσοστό (67% και άνω) δυσλειτουργίας σε συγκεκριμένες λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος, το Υπουργείο Παιδείας περιορίζει τον προσδιορισμό των ανάπηρων εκπαιδευτικών ονομάζοντας μερικές μόνο αναπηρίες αγνοώντας παράλληλα κάποιες άλλες. Ο όρος αναπηρία, όσον αφορά τις νομοθετικές διατάξεις, περιορίζεται στην αναγνώριση των δυσλειτουργιών του ανάπηρου σώματος προτείνοντας κάποιες προνομιακές διατάξεις. Οι δυσλειτουργίες αυτές οδηγούν σε συγκεκριμένες ανάγκες και τεχνικών υποστήριξης. Από την στιγμή που τα άτομα που εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία δεν έχουν την απαιτούμενη υποστήριξη (σε θεσμικό και πρακτικό επίπεδο) δεν μπορούν να λογίζονται ως ισότιμα άτομα στον χώρο της εκπαίδευσης και της απασχόλησης. Για τον λόγο αυτό η διεθνής πρακτική σε θέματα αναπηρίας έχει προτείνει την εφαρμογή διαρθρωτικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των διακρίσεων εις βάρος των ανάπηρων ατόμων γεγονός που υπογραμμίζεται από τις εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας ότι τα άτομα με αναπηρίες υπερβαίνουν το 10% του πληθυσμού. Το ανάπηρο άτομο σύμφωνα με αυτές τις πρακτικές δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως βιολογική κατηγορία ετερότητας αλλά ως ένα άτομο που μπορεί να λειτουργήσει επαξίως σε γενικό ή ειδικό εκπαιδευτικό περιβάλλον, εφόσον λυθούν σημαντικά εμπόδια κοινωνικά προσδιορισμένα, όπως η ασφαλής πρόσβαση στην εργασία, τεχνική υποστήριξη κ.ά.
Το αποσπασματικό, χαοτικό και πολλές φορές αντιφατικό νομοθετικό πλαίσιο της Ελλάδας στον τομέα της αναπηρίας δεν βοηθά προς αυτήν την κατεύθυνση. Αντιθέτως δυσκολεύει την θέση των ανάπηρων ατόμων και γεννά ερωτηματικά για το κατά πόσο εξασφαλίζεται η συμπερίληψης των ανάπηρων ατόμων στην κοινωνία(inclusion). Στην Ελλάδα έχουν ακουστεί δυνατές «φωνές» για συμπερίληψη-κυρίως για τους ανάπηρους μαθητές και καθόλου για τους ανάπηρους εκπαιδευτικούς- αλλά δυστυχώς έχουν εφαρμοστεί αδύναμες πρακτικές που να εφαρμόζουν αυτήν την συμπερίληψη.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι με την επιστολή μου αυτή προσπαθώ, με αφορμή τις δικές μου ιδιότητες, του ανάπηρου ατόμου και του εκπαιδευτικού, να συμβάλω προς την δίκαιη αντιμετώπιση και επίλυση όχι μόνο του δικού μου αιτήματος αλλά στο να κινητοποιήσω έναν διάλογο για το πώς οι ανάπηροι εκπαιδευτικοί μπορούν να είναι παραγωγικοί στον χώρο της εργασίας τους. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου έχουν ανάλογης φύσεως προβλήματα. Ελπίζω και προσδοκώ ότι με την κινητοποίηση όλων μας μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε με έναν σαφή και ορθολογικό τρόπο και όχι με αποσπασματικές ενέργειες και ημίμετρα (αποσπάσεις, προσωρινές τοποθετήσεις και υποσχέσεις).
Με εκτίμηση
Λάζαρος Τεντόμας
ΠΕ 10 Κοινωνιολόγων
MA Disability Studies
Υπ. Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου
tentlaz@otenet.gr
Αθήνα 27 /6 /08