H μείωση της θερμοκρασίας του σώματος των νεογέννητων μωρών, κατά τις έξι πρώτες ώρες μετά τη γέννησή τους, περιορίζει τις πιθανότητες αναπηρίας ή θανάτου σε όσα από αυτά παρουσίασαν έλλειψη οξυγόνου ή αίματος στον εγκέφαλο στη διάρκεια του τοκετού, αναφέρει η «Ιατρική Επιθεώρηση της Νέας Αγγλίας».
«Η πειραματική μείωση της θερμοκρασίας του σώματος στα νεογέννητα, προκειμένου να αποτραπούν βλάβες που οφείλονται σε έλλειψη οξυγόνου την ώρα της γέννησής τους, δίνει ενθαρρυντικά αποτελέσματα», δήλωσε ο δρ Ντουέϊν Αλεξάντερ, διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Υγείας των Παιδιών και Ανθρώπινης Ανάπτυξης (NICHHD), των ΗΠΑ, που χρηματοδότησε τη σχετική μελέτη.
Η μελέτη, με επικεφαλής τον δρα Σίθα Σανκαράν από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Γουέιν στο Ντιτρόιτ, έγινε σε 208 βρέφη, τα οποία είχαν παρουσιάσει κατά τον τοκετό ελλιπή οξυγόνωση και αιμάτωση του εγκεφάλου τους.
Η θερμοκρασία σε 102 από τα νεογέννητα μειώθηκε από τους 37 βαθμούς Κελσίου στους 33,5. Στη θερμοκρασία αυτή τα βρέφη παρέμειναν επί 72 ώρες – στη συνέχεια, οι ερευνητές άρχισαν να αυξάνουν σταδιακά την θερμοκρασία έως ότου την επανέφεραν στα φυσιολογικά επίπεδα. Αυτή η ομάδα των βρεφών υποβλήθηκε επίσης στην καθιερωμένη εντατική θεραπεία για υποθερμία, δηλαδή δέχτηκε υποστήριξη με οξυγόνο και ενδοφλέβια έγχυση ειδικών φαρμάκων.
Τα υπόλοιπα 106 νεογέννητα υποβλήθηκαν μόνο στη συνήθη εντατική θεραπεία για την ελλιπή αιμάτωση του εγκεφάλου.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, το 62% των παιδιών που δεν εισήλθαν σε κατάσταση υποθερμίας παρουσίασαν ελαφρά ή βαριά αναπηρία ή απεβίωσαν. Το αντίστοιχο ποσοστό για την ομάδα των βρεφών στην οποία χορηγήθηκε υποθερμική θεραπεία, έφτασε στο 44%.
Παλαιότερες μελέτες σε πειραματόζωα είχαν καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα.
Πηγή: Agence France-Presse, New England Journal of Medicine (October, 13)