Στις γραμμές που θ’ ακολουθήσουν και αφορούν την ψυχολογία του ανάπηρου και τη θέση του στην κοινωνία, θα ήθελα να τονίσω ότι όσα διατυπώνονται εδώ δεν αποτελούν παρά προσωπικές απόψεις.
Δεν γνωρίζω κατά πόσον οι απόψεις αυτές αντιπροσωπεύουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις των άλλων ατόμων που βρίσκονται στην ίδια ή σε παρόμοια με τη δική μου, κατάσταση.
Γενικά η αναπηρία δημιουργεί τα ίδια σχεδόν προβλήματα σε οποιαδήποτε περίοδο της ζωής μας κι αν παρουσιαστεί. Παρόλα αυτά, προσωπικά πιστεύω ότι το να γεννηθεί κανείς ανάπηρος είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στη ζωή του ανθρώπου. Η αντίληψή μου αυτή δεν σχετίζεται καθόλου με το γεγονός ότι ο καθένας από μας θεωρεί το προσωπικό του πρόβλημα σοβαρότερο από τα προβλήματα των άλλων. Γιατί βέβαια αυτό είναι κοινώς αποδεκτό. Και ασφαλώς καταλαβαίνω απόλυτα τα συναισθήματα που πρέπει να διακατέχουν τον άνθρωπο που βρίσκεται σε μειονεκτικότερη ίσως θέση από μένα. Θα ήταν λοιπόν εγωιστικό να χαρακτηρίσω την κινητική ανεπάρκεια ως το χειρότερο είδος αναπηρίας που υπάρχει. Η σκέψη όμως ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι που η θέση τους είναι μειονεκτικότερη από τη δική μου είναι μια λεπτομέρεια που μπορεί να βοηθά περισσότερο τους γύρω μου ν’ αντιμετωπίζουν θετικά την κατάστασή μου, παρά εμένα τον ίδιο για να σκεφτώ πιο αισιόδοξα το πρόβλημά μου. Το γεγονός ότι και εγώ προσωπικά δεν θα ήθελα ποτέ να βρισκόμουν στη θέση κάποιου άλλου με σοβαρότερη από εμένα αναπηρία, δεν αποτελεί για μένα ερέθισμα ικανό να μου δημιουργήσει αισιοδοξία.
Αρχίζοντας αυτό το κείμενο μίλησα γενικά για την ατυχία του “να γεννηθεί κανείς ανάπηρος” και δεν αναφέρθηκα ειδικά στις αναπηρίες που οφείλονται κυρίως στις κινητικές δυσκολίες. Αυτή η γενίκευση του θέματος δεν ήταν τυχαία. Γιατί, όσο φυσιολογική και αν είναι η μετέπειτα ζωή ενός ατόμου με οποιαδήποτε μορφή αναπηρίας, θα υπάρξουν πάντοτε κάποιες στιγμές που θα συμβεί κάποιο γεγονός στη ζωή του και θα ξεκινάει από το πρόβλημά του ή θα οφείλεται σ’ αυτό. Κάτι τέτοιο, ασφαλώς, θα τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Αυτή η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας λοιπόν είναι αναπόφευκτη, ανεξάρτητα από το είδος της αναπηρίας και άσχετα από το αν τελικά το άτομο θα έχει κατορθώσει στο μεταξύ να ξεπεράσει, ως ένα βαθμό, τις δυσκολίες και να παραβλέψει τους περιορισμούς που του επιβάλλει η κατάστασή του.
Αν όμως στους ανθρώπους με άλλου είδους αναπηρίες είναι ανάγκη να συμβεί κάποιο ιδιαίτερο γεγονός για να συνειδητοποιήσουν την ανεπάρκειά τους, όσοι βρίσκονται σε αναπηρία από τη στιγμή που γεννήθηκαν νοιώθουν αυτή την ανεπάρκεια αμέσως μόλις αρχίσουν να καταλαβαίνουν τον εαυτό τους. Το γεγονός πως ίσως να είναι πιο εύκολο γι’ αυτούς που έχουν γεννηθεί ανάπηροι να βιώνουν μια τέτοια πραγματικότητα απ’ ότι, για παράδειγμα, είναι για κάποιους που, όταν το πρόβλημά τους παρου-σιάζεται αργότερα, διακόπτει τον μέχρι τότε φυσιολογικό ρυθμό της ζωής τους, αυτό δεν μπορεί φυσικά να …παρηγορήσει τους εκ γενετής ανάπηρους και να βελτιώσει την ψυχολογική τους κατάσταση. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, κανένας λογικός άνθρωπος δεν νοιώθει καλλίτερα επειδή κάποιος άλλος αντιμε-τωπίζει ένα πρόβλημα πιθανόν σοβαρότερο από το δικό του. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είπα προηγου-μένως πως για τον κάθε ανάπηρο δεν έχει και τόση σημασία αν κάποιος ομοιοπαθής του βρίσκεται σε χειρότερη θέση από αυτόν, παρόλο που μπορεί κάλλιστα να συνειδητοποιεί, να κατανοεί απόλυτα και να συμμερίζεται την κατάσταση του άλλου.
Η οποιαδήποτε αναπηρία είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα. Την πραγματικότητα αυτή πολλά άτομα με κινητικές δυσκολίες τη βιώνουν από τη στιγμή που γίνεται αντιληπτό στους γύρω τους, και μέσω αυτών στους ίδιους, πως διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής, της συνειδητοποίησης δηλαδή του ότι δεν μπορείς να κάνεις εκείνο που για τους άλλους είναι απολύτως φυσικό – ιδιαίτερα σε άτομα στην περίπτωση των οποίων η κινητική αναπηρία δεν συνυπάρχει με νοη-τική στέρηση– είναι κάτι που σημαδεύει τους εκ γενετής ανάπηρους από πολύ μικρή ηλικία. Το αρνητι-κό συναίσθημα που μόλις περιγράψαμε πηγάζει από το γεγονός ότι το άτομο που βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση, ενώ ως παιδί προσπαθεί με λαχτάρα να κάνει εκείνο που κάνουν όλοι οι συνομήλικοί του, εντούτοις δεν καταφέρνει να τους μιμηθεί. Αυτό αποτελεί μια ήττα που ο εκ γενετής ανάπηρος ποτέ δεν πρόκειται να ξεπεράσει. Συνήθως, διατείνονται κάποιοι ότι με την ενηλικίωση το πλήγμα που έχει δημιουργηθεί θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί από τον ανάπηρο σύμφωνα με το σκεπτικό “τι είχες και τι έχασες”. Και βέβαια όσοι καταφεύγουν σε μια τέτοια προτροπή για την αντιμετώπιση του προβλήμα-τος είναι τελείως επιπόλαιοι και ενισχύουν το πρόβλημα – έστω και αν δεν έχουν αυτή την πρόθεση – αντί να το αποδυναμώνουν.
Σε αυτό το σημείο νομίζω ότι θα πρέπει να πω δυο λόγια για τη σημασία που μπορεί να έχει η λέξη α-ναπηρία για τον καθένα. Θέλω να τονίσω πως το να θεωρείται ένα άτομο ανάπηρο επειδή η αναπηρία του έχει διαπιστωθεί ιατρικά ή επειδή φαίνεται διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους και το να συνειδητοποιήσει το ίδιο το άτομο τα επακόλουθα μιας τέτοιας διαπίστωσης, είναι μια τελείως διαφορε-τική ιστορία Η απογοήτευση που ακολουθεί αυτή τη συνειδητοποίηση εκ μέρους του ίδιου του ατόμου είναι αποτέλεσμα του ότι ο ανάπηρος αντιλαμβάνεται πλέον πως θα είναι σε όλη του τη ζωή ένα “άτομο με ειδικές ανάγκες”.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνω πως, παρότι δεν διαφωνώ με την υιοθέτηση του χαρακτηρισμού “άτομο με ειδικές ανάγκες”, σκόπιμα απέφυγα ως τώρα να τον χρησιμοποιήσω. Κι αυτό, ακριβώς γιατί πιστεύω ότι ο όρος “ανάπηρος” περιγράφει πιο πολύ την κατάσταση των ατόμων με κινητικές κυρίως δυσκολίες, σε αντίθεση με το “άτομα με ειδικές ανάγκες”, που καλύπτει και όλες τις άλλες μορφές αναπηρίας, αλλά συμπεριλαμβάνει τους γέρους και άλλα επίσης άτομα που συμβαίνει να συγκαταλέγονται περιστασιακά σε αυτή την κατηγορία. Τώρα όμως ο συγκεκριμένος όρος ταιριάζει απόλυτα με αυτά που θέλω να περιγράψω πιο κάτω. Γιατί, πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον εαυτό του ένα άτομο που βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση και που γνωρίζει ότι όσο και αν “ανεξαρτητοποιηθεί,” πάλι θα χρειάζεται κάποια βοήθεια; Το αν αυτή η βοήθεια θα του παρέχεται από άλλους ανθρώπους ή από μηχανήματα, αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ή πώς αλλιώς παρά ως “ειδική ανάγκη” μπορεί να περιγράψει κανείς το συναίσθημα που νιώθει προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι οι άνθρωποι που αγαπά, συνανα-στρέφεται και τον ευχαριστεί η συντροφιά τους δεν θα προτιμούσαν να βρίσκονται με κάποια άλλη συ-ντροφιά; Μ’ όλο που μπορεί τα αισθήματα των γνωστών και φίλων του να είναι ειλικρινή και να μην του δίνονται καθόλου αφορμές για ανάλογες σκέψεις, εντούτοις ο ανάπηρος ίσως πάντα να αμφιβάλ-λει.
Βέβαια, είναι πολύ πιθανό κάποιες κινητικές ελλείψεις γρήγορα να ξεπεραστούν με βοήθεια από το οι-κογενειακό περιβάλλον και τον κοινωνικό περίγυρο, καθώς και το να αντικατασταθούν ορισμένες ασχο-λίες από κάποιες άλλες εξίσου ενδιαφέρουσες. Γι’ αυτό το λόγο η συνειδητοποίηση της πραγματικότη-τας από το ίδιο το άτομο δεν καταλήγει απαραιτήτως στο να διαμορφώσει μια στάση παραίτησης από τη ζωή, όπως ασφαλώς θα βιαστούν να συμπεράνουν πολλοί. Παρόλο που, ενίοτε, μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει και σε μια τέτοια συμπεριφορά. Η στάση την οποία από ‘κει και πέρα θα τηρήσει ο ανάπηρος απορρέει κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσει το τετελεσμένο γεγονός της αναγκαίας εξάρτησής του από τους άλλους και τις δυνατότητες του περιβάλλοντός του. Δηλαδή, η μετέπειτα συ-μπεριφορά εξαρτάται από την ψυχολογία του ατόμου που γνωρίζει ότι δεν μπορεί να είναι ποτέ ούτε ανεξάρτητο από τους άλλους, ούτε ελεύθερο να επιλέγει τα ενδιαφέροντά του.
Όσον αφορά εμένα προσωπικά, η στάση των άλλων απέναντι στο πρόβλημά μου, δηλαδή η αγάπη των γονιών μου, του αδελφού μου και των συγγενικών και φιλικών μου προσώπων, με βοήθησε αρκετά να ξεπεράσω πολλές από τις πρώτες τραυματικές εμπειρίες και απογοητεύσεις που ανέφερα πιο πάνω και να ξεχνάω, κατά καιρούς, την ατυχία μου. Σ’ αυτό συνετέλεσε ίσως και η μετά από ορισμένη ηλικία μακρόχρονη διαμονή μου στο εξωτερικό. Απ’ ότι κατάλαβα όμως τα τελευταία χρόνια, όλοι αυτοί οι παράγοντες που προανέφερα μάλλον μου υπέβαλαν – χωρίς βέβαια να το συνειδητοποιώ – την ανάγκη να κρύβω την πίκρα που ένοιωθα για την κατάστασή μου, παρά με βοήθησαν να ξεχνώ την ατυχία μου. Από πολλούς ανθρώπους του περιβάλλοντός μου υποστηρίζεται ότι απόκτησα αυτή την αρνητική ψυχο-λογία από τότε που επέστρεψα και πάλι στην Ελλάδα και έχασα την συνεχή επαφή που είχα με τον κό-σμο στο εξωτερικό, πρώτα ως εσωτερικός μαθητής στη Αγγλία και μετά ως σπουδαστής στο κολέγιο και φοιτητής στο πανεπιστήμιο στην Αμερική. Λένε ότι οι επαφές που είχα εκεί και οι υποχρεώσεις μου ε-ξαιτίας των σπουδών μου, επηρέαζαν θετικά την ψυχολογία μου. Μπορεί να έχουν κάποιο δίκιο. Αλλά κανείς βέβαια δεν σκέφτηκε ότι, και στην δική μου περίπτωση – όπως συμβαίνει ασφαλώς και με όλους τους άλλους ανθρώπους – μπορεί να υπήρχαν πράγματι ορισμένες από αυτές τις επαφές που μ’ ευχα-ριστούσαν, αλλά υπήρξαν και άλλες πολλές που θα ήθελα, αν μπορούσα, να τις αποφύγω. Εξάλλου, αυτές οι σκέψεις που ανέφερα προηγουμένως και που επηρέασαν την αντίληψή μου όσον αφορά την αντιμετώπισή μου από τους άλλους, καθώς και όλα τα άλλα συμπεράσματα στα οποία έχω από καιρό καταλήξει, είχαν αρχίσει να με απασχολούν από τα τελευταία χρόνια που ήμουν στην Αμερική
Τελικά, όταν αναλογιστεί κανείς το πόσο αρνητικά είναι τα συναισθήματά μου όσον αφορά τον εαυτό μου, πιστεύω πως ίσως εγώ να μην είμαι το πλέον κατάλληλο άτομο για ενθάρρυνση και εμψύχωση των αναπήρων Θα έλεγα μάλλον ότι είμαι το πλέον ακατάλληλο. Και μια τέτοια στάση απέναντι στο πρόβλημά μου μπορεί να μην ταιριάζει σε κάποιον που είχε ευκαιρίες σαν τις δικές μου και κατόρθωσε, όπως εγώ, να αξιοποιήσει πολλές από τις δυνατότητές του, σε αντίθεση με άλλους ομοιοπαθείς του. Θεώρησα όμως αναγκαίο να είμαι απολύτως ειλικρινής και να γράψω αυτά που πράγματι νοιώθω.
Παναγιώτης Σκούρτη.