Το κίνημα για τα δικαιώματα ανθρώπων με αναπηρία περιλαμβάνει μια σειρά σχετικών αλλά ξεχωριστών κοινωνικών κινημάτων, που υποστηρίζουν τα πολιτικά δικαιώματα περίπου 53 εκατομμύριων πολιτών στις ΗΠΑ (από το 1997). Πολιτών με κινητικές, αισθητηριακές, ψυχολογικές ή μαθησιακές αναπηρίες, των οποίων επηρεάζονται οι καθημερινές τους δραστηριότητες. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα κινήματα αυτά αντικατέστησαν το ιατρικό μοντέλο της αναπηρίας με ένα νέο μοντέλο.
Στο ιατρικό μοντέλο, η αναπηρία ορίζεται ως σωματική, ψυχοκοινωνική, και ο επαγγελματικός περιορισμός που προκύπτει είναι αποτέλεσμα της ασθένειας ή του τραυματισμού. Τοποθετεί το πρόβλημα στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και ως λύση προτείνει την θεραπεία, ίαση ή τουλάχιστον τη διόρθωση της δυσλειτουργίας κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Το νέο μοντέλο υποστήριξε ότι οι περιορισμοί στις κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες δεν είναι αναπόφευκτα αποτέλεσμα μιας σωματικής δυσλειτουργίας, αλλά επίσης προϊόν της ανεπάρκειας στο αρχιτεκτονικό και κοινωνικό περιβάλλον. Έτσι, για παράδειγμα, μια παράλυση κάτω άκρων δεν προκαλεί αναπόφευκτα περιορισμούς στην κινητικότητα, αλλά η απουσία μιας ράμπας το κάνει. Το νέο μοντέλο υποστήριξε ότι η υποτίμηση που υφίστανται οι άνθρωποι με αναπηρία προκαλεί κοινωνικοοικονομική διάκριση.
Το κίνημα για τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρία προέκυψε ως απάντηση σε μια ιστορική κληρονομιά διακρίσεων και διαχωρισμού. Στο τέλος του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι περισσότεροι επαγγελματίες στον τομέα της ιατρικής, των κοινωνικών υπηρεσιών και της εκπαίδευσης, απέδιδαν όλο και περισσότερο την έλλειψη ηθικής και συναισθηματικού αυτοέλεγχου στις «ελαττωματικές τάξεις». Αυτό κατ’ ουσία περιελάμβανε σχεδόν όλους όσους έχουν κάποια αναπηρία, κατηγορώντας τους για τη φτώχεια, την φαυλότητα, την εγκληματικότητα, και την αποδιοργάνωση της νέας βιομηχανικής τάξης. Οι άνθρωποι με νοητική καθυστέρηση, επιληψία ή εγκεφαλική παράλυση, στέλνονταν να ζήσουν σε ιδρύματα γιατί θεωρούνταν κίνδυνος για την κοινωνία. Οι άνθρωποι με σωματικές αναπηρίες, διαχωρίζονται από διατάξεις όπως ο «άσχημος» νόμος του Σικάγο. Ο νόμος αυτός απαγόρευε «στους άρρωστους, ακρωτηριασμένους, παραμορφωμένους …» ανθρώπους να εμφανίζονται στο κοινό.
Αντιδρώντας σε μια νέα υποκουλτούρα που ξεκινούσε από τους ανθρώπους με κώφωση, το κίνημα των «oralist» ξεκίνησε τη δεκαετία του 1880. Οι «oralist» αντιτάχτηκαν στη νοηματική γλώσσα και υποστήριζαν ότι οι άνθρωποι με κώφωση πρέπει να μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν. Με επικεφαλής τον Alexander Graham Bell, ο οποίος ανέλαβε μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης των κωφών, προσπάθησαν να διαλύσουν την κοινότητα κωφών. Οι Ευγονιστές (Eugenicists) άσκησαν πιέσεις για την στείρωση των ανθρώπων με διάφορες αναπηρίες, και το 1931 περισσότερες από τις μισές πολιτείες των Η.Π.Α είχαν θεσπίσει νόμους για την στείρωση. Εν τω μεταξύ, η σύγχρονη πολιτική πρόνοιας όριζε την αναπηρία ως ανικανότητα για παραγωγική εργασία, και στην ουσία, ανικανότητα διαχείρισης της ζωής ενός πολίτη με αναπηρία από τον ίδιο. Έτσι, πολλοί άνθρωποι με αναπηρία βρίσκονταν κάτω από την επίβλεψη ιατρικό-κοινωνικών υπηρεσιών, γεγονός που τους υποβίβαζε σε μια στιγματισμένη περιθωριοποιημένη οικονομική εξάρτηση.
Κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, ορισμένοι αφοσιωμένοι επαγγελματίες συνέχισαν τη θεραπεία και την κατάρτιση. Με την ειδική αγωγή παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και την ιατρικό-επαγγελματική αποκατάσταση των ενηλίκων με αναπηρία, προσπαθούσαν να διορθώσουν τους λειτουργικούς περιορισμούς, που προέκυπταν από τις αναπηρίες, ώστε να επιτευχθεί κοινωνική ένταξη.
Οι άνθρωποι με κινητικές αναπηρίες είχαν διαποτιστεί από αξίες-ιδέες ατομικισμού. Είχε προωθηθεί η ιδέα, ότι έπρεπε να αγωνιστούν για να κάνουν την «υπέρβαση», με κύριο παράδειγμα κατά τη διάρκεια του 1930 και στις αρχές του 1940, τον Πρόεδρο Franklin D. Roosevelt, που χρησιμοποιούσε αναπηρικό κάθισμα. Οι άνθρωποι με νοητικές αναπηρίες, όμως, ήταν ακόμη ιδρυματοποιημένοι και υπόκειντο σε κοινωνικό έλεγχο στην κοινότητα.
Μετά το 1945, το κίνημα για τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρία αντέδρασε σε αυτές τις ιδεολογίες και πρακτικές. Ομάδες Γονέων άσκησαν πιέσεις για τις κρατικές νομοθεσίες και στο Συνέδριο για τα δικαιώματα των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, διεκδίκησαν μια «ελεύθερη και κατάλληλη» δημόσια εκπαίδευση σε ένα «λιγότερο περιοριστικό περιβάλλον» – ή ενσωμάτωση στο μέγιστο βαθμό.
Οι αρχές αυτές ενσωματώθηκαν στην νομοθετική πράξη «Εκπαίδευση για Όλα τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες» του 1975. Άλλες ομάδες γονέων και επαγγελματιών με μεταρρυθμιστικές ιδέες υποστήριξαν την αποϊδρυματοποίηση και τη ζωή σε κοινόβια στην κοινότητα για τους ανθρώπους με αναπτυξιακές αναπηρίες. Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του 1960, κωφοί ακτιβιστές επαναπροσδιόρισαν την κώφωση ως γλωσσική διαφορά, και διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους στη νοηματική γλώσσα και την πολιτιστική αυτοδιάθεση. Οι προσπάθειες αποκορυφώθηκαν το Μάρτιο του 1988, με τη ” Deaf President Now” καμπάνια στο Πανεπιστήμιο Gallaudet. Οι φοιτητές κέρδισαν την διεκδίκησή τους για την εκλογή κωφού διευθυντή του πανεπιστημίου.
Εν τω μεταξύ, οι ακτιβιστές με κινητική αναπηρία ξεκίνησαν το κίνημα της ανεξάρτητης διαβίωσης. Επίσης, διεκδίκησαν το δικαίωμα της ίσης πρόσβασης στα μέσα μαζικής μεταφοράς και τους δημόσιους χώρους. Ομάδες αυτοβοήθειας όπως η Americans Disabled for Accessible Public Transit (ADAPT), βγήκαν στους δρόμους, μερικές φορές παρεμποδίζοντας την κυκλοφορία, τις κατασκευές, τις επιχειρήσεις, διεκδικώντας και ασκώντας πίεση, για την υιοθέτηση και την εφαρμογή καταστατικού προσβασιμότητας. Το οργανωμένο κίνημα των τυφλών, το πλέον πολιτικά αποτελεσματικό κίνημα αναπηρίας, άσκησε πιέσεις τόσο για την πρόσβαση (το δικαίωμα στην χρήση του λευκού μπαστουνιού και των εκπαιδευμένων σκύλων-οδηγών σε δημόσιους χώρους) όσο και για πολιτικές προώθησης της οικονομικής ευημερίας (μέσω φορολογικών απαλλαγών, για παράδειγμα).
Όλες αυτές οι προσπάθειες αντανακλούν μια αναδυόμενη συνείδηση η οποία καταγράφηκε σε μια έρευνα του 1986 που αφορούσε τη γνώμη του κόσμου για τους ενήλικες με αναπηρία: το 54% του δείγματος, ατόμων ηλικίας από 18 μέχρι 44 ετών, αναγνώρισαν τους ανθρώπους με αναπηρία ως μια ομάδα μειονότητας που αντιμετωπίζει διακρίσεις. Έτσι, το κίνημα απαίτησε ομοσπονδιακή προστασία κατά των διακρίσεων στην εκπαίδευση, την απασχόληση, τα δημόσια κτήρια, και στις κρατικά επιχορηγούμενες δραστηριότητες. Η καταπολέμηση των διακρίσεων και το δικαίωμα της ίσης πρόσβασης αποτέλεσαν τη βάση των 50 ομοσπονδιακών νόμων. Αυτό ξεκίνησε με την πράξη «Architectural Barriers Act» του 1968 και κορυφώθηκε την πράξη «Americans with Disabilities Act» του 1990. Αυτοί οι κανονισμοί που εγκρίθηκαν με την συμβολή του αναπηρικού κινήματος αποτελούν τη μεγάλη συνεισφορά του, στην αμερικανική θεωρία για τα πολιτικά δικαιώματα – και την έννοια της ισότιμης πρόσβασης.
Προσαρμοσμένες συσκευές, οι βοηθητικές υπηρεσίες και αρχιτεκτονικές αλλαγές (για παράδειγμα, επιγραφές Braille, διερμηνείς νοηματικής γλώσσας, και ράμπες) παραδοσιακά θεωρούνταν ειδικές παροχές προς τους «εξαρτημένους».
Η ίση πρόσβαση προχώρησε πέραν της έννοιας της κοινωνικής πρόνοιας, βλέποντας τις διατάξεις ως εύλογες τροποποιήσεις για διαφορετικούς τρόπους λειτουργίας. Η παραδοσιακή θεωρία για τα πολιτικά δικαιώματα επιτρέπει τη διαφορετική μεταχείριση μιας μειονότητας ως μια προσωρινή θεραπεία για την επίτευξη της ισότητας.
Η αναπηρική ιδεολογία υποστήριξε ότι η μόνιμη διαφοροποιημένη μεταχείριση με τη μορφή της προσβασιμότητας και των κατάλληλων προσαρμογών είναι δικαιολογημένη, διότι είναι αναγκαία για την επίτευξη και τη διατήρηση της ίσης πρόσβασης και συνεπώς των ίσων ευκαιριών για πλήρη συμμετοχή στην κοινωνία.
Του Paul K. Longmore/C. P.
Απόδοση: Γεωργία Φύκα, Κοινωνική λειτουργός