Στη χώρα της αέναης σύγχυσης, όλα μπαίνουν στον ίδιο τορβά με αποτέλεσμα ο δημόσιος διάλογος να μην καταλήγει ποτέ σε συμπεράσματα. Είναι φυσικό: όταν δεν διασαφηνίζουμε ακριβώς το πρόβλημα στην καλύτερη των περιπτώσεων συζητάμε εν παραλλήλω χωρίς να καταλήγουμε σε συμπέρασμα και στη χειρότερη λύνουμε λάθος πρόβλημα.
Αυτό συμβαίνει πολλάκις όταν δεν ξεκαθαρίζουμε τον ρόλο του κράτους ως εργοδότη και τον ρόλο του κράτους ως αρωγού των αναξιοπαθούντων, όταν δηλαδή δεν ξεχωρίζουμε το κράτος από το κράτος πρόνοιας.
Ετσι, μια από τις σημαντικότερες παρεξηγήσεις αυτής της ασάφειας είναι η αέναη συζήτηση για τους μισθούς όσων εργάζονται σ’ αυτό. Είτε, αυτοί είναι υψηλοί είτε είναι χαμηλοί.
Μόνιμο αίτημα των συνδικάτων και μόνιμο παράπονο των εργαζομένων στο Δημόσιο είναι η αύξηση των μισθών με βάση την ευημερία των εργαζομένων. Θεμιτός ο στόχος, αλλά ελάχιστα λογικός ως τρόπος διεκδίκησης.
Κατ’ αρχήν η ευημερία είναι σχετικός όρος. Για παράδειγμα, το ερώτημα που θέτουν διάφοροι στις τηλεοπτικές κάμερες «και πώς θα ζήσει κάποιος δημόσιος υπάλληλος με 800, 1.000, ή 2.000 ευρώ τον μήνα;» δεν έχει μία απάντηση. Κάποιοι μπορούν και ζουν με 600 ευρώ τον μήνα και σε κάποιους δεν φτάνουν τα 10.000. Σε ποια βάση θα πρέπει να συζητήσει το κράτος εργοδότης με τον υπάλληλό του; Στα 1.400 ευρώ που θέτει η ΑΔΕΔΥ; Και γιατί όχι στα 1.500, αν αναλογιστούμε ότι φέτος το πετρέλαιο θέρμανσης είναι 30% ακριβότερο; Μήπως πρέπει να συνδεθεί ο μισθός των δημοσίων υπάλληλων με την τιμή του brend;
Αρα λοιπόν το ερώτημα των δημοσιοϋπαλληλικών συνδικάτων προς τον υπουργό τους «πώς θα ζήσει ένας υπάλληλος με 800 ευρώ τον μήνα», έχει μόνο μία απάντηση: «δεν γνωρίζω και δεν με αφορά. Υπάρχουν άλλες λειτουργίες του κράτους που ασχολούνται με την αναξιοπάθεια των πολιτών».
Και θα έχει δίκιο. Αυτό που πρέπει να απασχολεί τον εργοδότη-υπουργό και θα πρέπει να αφορά και τα συνδικάτα είναι το παραγόμενο έργο.
Αυτό πρέπει να εκτιμηθεί και να μπει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αν το παραγόμενο έργο αξίζει 1.000 ευρώ, τότε το Δημόσιο κλέβει τον εργαζόμενο. Αν αξίζει 600, τότε ο πολιτικός κλέβει τους φορολογούμενους.
Το αντίστοιχο πρέπει να ισχύει και με τους μεγάλους μισθούς των στελεχών των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών. Δεν πρέπει να εξετάζονται από το πρίσμα της κοινωνικής δικαιοσύνης: «γιατί να παίρνει ο διευθύνων σύμβουλος 10.000 και ο κλητήρας 1.000;»
Αντιθέτως, πρέπει να ελέγχονται οι μισθοί σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εταιρείας. Αν ο διευθύνων σύμβουλος παράγει έργο 10.001 ευρώ τον κρατάμε. Αν παράγει 5.000 ευρώ του μειώνουμε τον μισθό. Αν δημιουργεί ζημιές τον απολύουμε. Όπως πρέπει να γίνεται σε κάθε επιχείρηση, που θέλει να μακροημερεύσει.
Ολοι οι παραπάνω καλοί λογαριασμοί δεν κάνουν μόνο καλούς φίλους. Απαιτούνται ώστε να μπορεί το κράτος να χρηματοδοτεί την πρόνοια.
Αν η γραφειοκρατία δεν είναι παραγωγική με οικονομικούς όρους δεν θα δημιουργείται πλεόνασμα, ώστε να χρηματοδοτηθούν οι αναξιοπαθούντες.
Αν δηλαδή ο βασικός μηχανισμός του κράτους πληρώνει με βάση τις ανάγκες των εργαζομένων του και όχι με γνώμονα την παραγωγή τους, τότε αυτός ο μηχανισμός γίνεται ελλειμματικός και στην ουσία κλέβει από τα χρήματα εκείνων, οι οποίοι έχουν ανάγκη.
Αν δεν υπάρχει ένα παραγωγικό κράτος δεν μπορεί να υπάρξει κράτος πρόνοιας.
Οπως ακριβώς γίνεται σήμερα στην Ελλάδα…
Tου Πασχου Mανδραβελη/ pmandravelis@kathimerini.gr
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11-11-2006