ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ – Αρ. Φύλλου 170 – 5 Αυγούστου 2011
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ Σ.ΕΠ.Ε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΣΥΣΤΑΣΗ − ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ
Άρθρο 1
Σύσταση Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.)
Συνιστάται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), το οποίο υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Εργασίας και
Κοινωνικής Ασφάλισης. Συνιστάται επίσης μία θέση μετακλητού Ειδικού Γραμματέα, ο οποίος προΐσταται του Σώματος αυτού (άρθρο 53 του π.δ. 63/2005, Α΄98).
Άρθρο 2
Έργο και αρμοδιότητες − Ελεγκτική και υποστηρικτική δράση
1. Έργο του Σ.ΕΠ.Ε. είναι η επίβλεψη και ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, η έρευνα της ασφαλιστικής κάλυψης και παράνομης απασχόλησης των εργαζομένων, η συμφιλίωση και επίλυση των εργατικών διαφορών, καθώς και η παροχή πληροφοριών σε εργαζόμενους και εργοδότες σχετικά με τα πλέον αποτελεσματικά μέσα για την τήρηση των κείμενων διατάξεων.
2. Για την εκτέλεση του έργου του, το Σ.ΕΠ.Ε. έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α. Επιθεωρεί και ελέγχει τους χώρους εργασίας με κάθε πρόσφορο μέσο, προβαίνει σε κάθε είδους αναγκαία εξέταση και έλεγχο σε όλες τις επιχειρήσεις
και εκμεταλλεύσεις πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα και γενικότερα σε κάθε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο εργασίας ή εκμετάλλευσης ή χώρο όπου πιθανολογείται ότι απασχολούνται εργαζόμενοι, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις, όπως της παραγράφου 5 του άρθρου 2 και της παραγράφου 4 του άρθρου 69 του ν. 3850/2010 (Α΄84), και επιβλέπει την τήρηση και εφαρμογή:
αα) των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας της σχετικής ιδίως με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας, τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή ή άλλες παροχές, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους ειδικούς όρους και συνθήκες εργασίας των ευπαθών ομάδων εργαζομένων (όπως ανήλικοι, νέοι, γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, άτομα με αναπηρία), καθώς και ειδικών κατηγοριών εργαζομένων,
ββ) των όρων κάθε είδους συλλογικών συμβάσεων εργασίας,
γγ) των διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας της σχετικής με την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων, την αδήλωτη εργασία και την παράνομη απασχόληση,
δδ) των διατάξεων σχετικά με τη νομιμότητα της απασχόλησης των εργαζομένων υπηκόων τρίτων χωρών και
εε) της νομοθεσίας για την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας.
β. Ερευνά, ανακαλύπτει, εντοπίζει και διώκει, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, παράλληλα και ανεξάρτητα από άλλες Αρχές και Οργανισμούς, τους παραβάτες των υποπεριπτώσεων αα έως εε της περίπτωσης α’.
γ. Καταγράφει, αξιολογεί και αναφέρει προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης τις ελλείψεις ή τις παραλείψεις που δεν καλύπτονται από την ισχύουσα εργατική νομοθεσία, καθώς και τα προβλήματα που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας και ενημερώνει σχετικά τις καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
δ. Ερευνά οποιαδήποτε ώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας τους χώρους εργασίας, όταν κρίνει αναγκαίο, χωρίς προειδοποίηση προς τον εργοδότη,
και έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιοδήποτε από τα βιβλία, μητρώα, έγγραφα, αρχεία και κάθε άλλου είδους στοιχείο που τηρούνται από την επιχείρηση, λαμβάνει αντίγραφα, καθώς και έχει πρόσβαση στη δομή της παραγωγικής διαδικασίας. Προβαίνει σε δειγματοληψίες και αναλύσεις δειγμάτων από τους χώρους εργασίας, λαμβάνει φωτογραφίες ή μαγνητοσκοπεί και προβαίνει σε μετρήσεις επιβλαβών φυσικών, χημικών και βιολογικών παραγόντων στο περιβάλλον εργασίας, με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και τον εντοπισμό νέων και αναδυόμενων κινδύνων που προκαλούνται από την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και τις αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας. Στον εργοδότη που αρνείται την κατά τα προηγούμενα εδάφια είσοδο και πρόσβαση ή την παροχή στοιχείων ή πληροφοριών ή παρέχει ανακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία, επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της περίπτωσης Α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24.
ε. Ερευνά τα αίτια και τις συνθήκες των σοβαρών και θανατηφόρων εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών, προτείνει μέτρα για την πρόληψή τους, συντάσσει σχετικές εκθέσεις με επισήμανση των παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας που εμπλέκονται σε αυτά και σχετίζονται με την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων με σκοπό την αποφυγή επανάληψής τους και υποβάλλει μηνυτήρια αναφορά όταν προκύπτουν ευθύνες.
στ. Εξετάζει κάθε καταγγελία και αίτημα που υποβάλλεται σε αυτό και παρεμβαίνει άμεσα στους χώρους εργασίας.
ζ. Ελέγχει την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην εργασία και απασχόληση και ειδικότερα του ν. 3896/2010 (Α΄ 207), καθώς και την τήρηση των διατάξεων για την προστασία της μητρότητας και των διατάξεων συμφιλίωσης επαγγελματικού, οικογενειακού και προσωπικού βίου και ειδικότερα του ν. 1483/1984 (Α΄153), του άρθρου 25 του ν. 2639/1998 (Α΄ 205), του άρθρου 11 του ν. 2874/2000 (Α΄286), του άρθρου 7 του ν. 3144/2003 (Α΄111), του άρθρου 142 του ν. 3655/2008 (Α΄58), του π.δ.176/1997 (Α΄150), όπως τροποποιήθηκε από το π.δ. 41/2003 (Α΄44) και των εκάστοτε εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
η. Ελέγχει την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού λαμβάνοντας υπόψη και τις περιπτώσεις πολλαπλής διάκρισης σύμφωνα με όσα ειδικότερα προβλέπονται στο άρθρο 19 του ν. 3304/2005 (Α΄ 16). Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 του ν. 3304/2005, ελέγχει την τήρηση της ίσης μεταχείρισης έναντι των ατόμων με αναπηρία, στα οποία περιλαμβάνονται και οι οροθετικοί, παρέχει συμβουλές προς τους εργοδότες και τους εργαζομένους σχετικά με τους όρους της ίσης μεταχείρισης και διασφαλίζει ότι οι εργοδότες προχωρούν σε όλες τις εύλογες προσαρμογές με τη λήψη όλων των ενδεδειγμένων, κατά περίπτωση, μέτρων, προκειμένου να διασφαλιστεί ιδίως η πρόσβαση και η παραμονή των ατόμων με αναπηρία στην εργασία, καθώς και η συμμετοχή τους στην επαγγελματική κατάρτιση.
θ. Αναπτύσσει δράσεις στο πλαίσιο του σχεδιασμού και της υλοποίησης έργων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, λαμβάνοντας υπόψη και τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία, προκειμένου να εκσυγχρονιστεί η λειτουργία του, να υποστηρίζεται αποτελεσματικότερα το έργο του και να διευκολύνονται εργοδότες και εργαζόμενοι στις συναλλαγές τους με το Σ.ΕΠ.Ε..
ι. Ελέγχει στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων του για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων στους χώρους εργασίας την εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας περί απαγορεύσεως του καπνίσματος του ν. 3730/2008 (Α΄262) και του ν. 3868/2010 (Α΄129) και σε περίπτωση παραβιάσεώς της, επιβάλλει στις επιχειρήσεις τις κυρώσεις που προβλέπονται.
ια. Κυρώνει, εγκρίνει ή απορρίπτει τους εσωτερικούς κανονισμούς εργασίας επιχειρήσεων, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 3789/1957 (Α΄ 210), εγκρίνει ή απορρίπτει παράπονα οργανώσεων εργαζομένων κατά διατάξεων κανονισμών εργασίας σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 2 του ν.δ. 3789/1957 και επεκτείνει την υποχρέωση κύρωσης εσωτερικών κανονισμών σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες που απασχολούν προσωπικό ανώτερο των σαράντα ατόμων.
ιβ. Συντρέχει συμβουλευτικά και εφόσον ζητηθεί, εργαζόμενους και εργοδότες για τη διεξαγωγή συλλογικών διαπραγματεύσεων και επίλυση συλλογικών και ατομικών διαφορών εργασίας.
ιγ. Υποστηρίζει τους εργοδότες και εργαζομένους με την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς αυτούς, σχετικά με τα πλέον αποτελεσματικά μέτρα για την τήρηση των κείμενων διατάξεων.
ιδ. Συντάσσει την ετήσια έκθεση, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της Χώρας μας που απορρέουν από την υπ’αριθμ. 81 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας (ν. 3249/1955, Α΄139), την οποία ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ανακοινώνει και αποστέλλει στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας. Προβαίνει, στα πλαίσια του έργου
του, στη συστηματική συλλογή και επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων σχετικά με τα εργατικά ατυχήματα και τις επαγγελματικές ασθένειες, σε συνεργασία με τη Γενική Διεύθυνση Συνθηκών και Υγιεινής της Εργασίας (Γ.Δ.Σ.Υ.Ε.) και την Ελληνική Στατιστική Αρχή και σύμφωνα με την ευρωπαϊκή μεθοδολογία και νομοθεσία και κατά τα πρότυπα και τα πορίσματα της EUROSTAT.
ιε. Συνεργάζεται και ανταλλάσσει στοιχεία και πληροφορίες με τις αρμόδιες υπηρεσίες των Γενικών Διευθύνσεων Διοικητικής Υποστήριξης, Εργασίας και Συνθηκών Υγιεινής της Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οργανώσεις κοινωνικών εταίρων, επιστημονικούς φορείς στον τομέα της εργασίας, καθώς και συναφείς υπηρεσίες του εξωτερικού.
ιστ. Ενημερώνει και συνεργάζεται με τον Συνήγορο του Πολίτη, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 3094/2003 (Α΄10) που προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 25 του ν.3896/2010, καθώς και της παρ. 10 του άρθρου 25 του ν.3896/2010, ενημερώνει το Τμήμα Ισότητας των Φύλων της Διεύθυνσης Όρων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για θέματα του ν. 3896/ 2010, συνεργάζεται με το Τμήμα Ισότητας των Φύλων της Διεύθυνσης Όρων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, τον Συνήγορο του Πολίτη και τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων του Υπουργείου Εσωτερικών, για την ενημέρωση και για την εφαρμογή από τους Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων των ρυθμίσεων του ν.3896/2010. Για το σκοπό αυτόν τα σχετικά στατιστικά στοιχεία τηρούνται ανά φύλο.
ιζ. Προβαίνει σε κάθε άλλη συναφή ενέργεια και πράξη για την εκτέλεση του έργου του.
Άρθρο 3
Συμφιλιωτική διαδικασία−Επίλυση διαφορών
1. Το Σ.ΕΠ.Ε. παρεμβαίνει συμφιλιωτικά, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος και εφόσον προηγηθεί έλεγχος, για την επίλυση συλλογικών και ατομικών εργατικών διαφορών. Συμφιλιωτική διαδικασία δεν διεξάγεται για υποθέσεις αρμοδιότητας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.), όπως αυτές καθορίζονται στο ν. 1876/1990 (Α΄ 27).
2. Εργατικές διαφορές είναι κάθε είδους διαφωνίες μεταξύ εργαζομένου ή εργαζομένων και εργοδότη, που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας σε σχέση με την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, των όρων συλλογικών ρυθμίσεων ή κανονισμών εργασίας, καθώς και όρων ατομικών συμβάσεων εργασίας, όπως είναι
οι διαφορές που αφορούν στην καταβολή των πάσης φύσεως αποδοχών, στη χρονική διάρκεια και τη μορφή της σύμβασης εργασίας, στην τήρηση του ωραρίου και
τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, στη χορήγηση των αδειών, στην απασχόληση ειδικών κατηγοριών μισθωτών, στην αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης.
3. Για την επίλυση και διευθέτηση των εργατικών διαφορών, ο εργαζόμενος ή περισσότεροι εργαζόμενοι που επικαλούνται κοινό συμφέρον, ο εργοδότης, καθένας χωριστά ή από κοινού, καθώς και οι οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων ή των εργοδοτών έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την παρέμβαση Συμφιλιωτή Εργατικών Διαφορών.
4. Η συμφιλιωτική διαδικασία διεξάγεται από Συμφιλιωτή, ο οποίος είναι Επιθεωρητής Εργασίας που έχει τα αυξημένα προσόντα του άρθρου 4 και υπηρετεί στο τοπικό Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Με πρόταση του Συμφιλιωτή η εργατική διαφορά μπορεί να παραπεμφθεί στην αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, όταν το αντικείμενο της διαφοράς έχει επιπτώσεις στην οικονομία της Περιφέρειας ή στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, όταν το αντικείμενο της διαφοράς έχει επιπτώσεις στην εθνική οικονομία και αφορά κλάδο της οικονομίας σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο ή μεγάλο αριθμό εργαζομένων στο επίπεδο του επαγγέλματος, του κλάδου ή της επιχείρησης.
5. Σε τοπικό επίπεδο, η συμφιλιωτική διαδικασία διεξάγεται ενώπιον του Συμφιλιωτή που ορίζεται από τον αρμόδιο Προϊστάμενο Τμήματος ή από τον αρμόδιο Προϊστάμενο Περιφερειακής Διεύθυνσης, σε περιφερειακό επίπεδο αντίστοιχα ενώπιον του Συμφιλιωτή που ορίζεται από τον αρμόδιο Προϊστάμενο της Περιφερειακής Διεύθυνσης και σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με την παράγραφο 6.
6. Η αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης επιλαμβάνεται περιπτώσεων συμφιλίωσης εργατικών διαφορών εθνικού επιπέδου, ιδίως όταν είναι ορατό το ενδεχόμενο διατάραξης της εργασιακής ειρήνης, με συνέπεια την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και σοβαρές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να καλείται στη συμφιλιωτική διαδικασία και ένας εκπρόσωπος από το Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ή από άλλο συναρμόδιο Υπουργείο.
7. Ο Συμφιλιωτής έχει ως στόχο την εφαρμογή και τήρηση της κείμενης νομοθεσίας και την προσέγγιση των απόψεων των μερών για την επίλυση των εργατικών διαφορών προς τη διασφάλιση της εργασιακής ειρήνης και το συμφέρον εργαζομένων και εργοδοτών.
8. Η διαδικασία της Συμφιλίωσης και επίλυσης εργατικών διαφορών αρχίζει με την κατάθεση σχετικής αίτησης από τα ενδιαφερόμενα μέρη, η οποία υποβάλλεται από κοινού ή χωριστά. Όταν η αίτηση υποβάλλεται χωριστά, γνωστοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο και στο άλλο μέρος με μέριμνα του Συμφιλιωτή, μέσα σε προθεσμία τριών εργάσιμων ημερών. Στην αίτηση αναφέρονται τα στοιχεία των μερών και των οριζόμενων εκπροσώπων τους, τα αιτήματα, οι λόγοι που τα δικαιολογούν ή οι λόγοι που καθιστούν αδύνατη την ικανοποίησή τους, οι απόψεις των μερών σχετικά με την υπάρχουσα μεταξύ τους διαφωνία και γενικά κάθε στοιχείο που διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις ενώπιον του Συμφιλιωτή.
Ο αρμόδιος Προϊστάμενος Τμήματος ή Περιφερειακής Διεύθυνσης κατά περίπτωση, μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης, αναθέτει την
παροχή υπηρεσιών συμφιλίωσης σε Συμφιλιωτή. Όταν η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης επιλαμβάνεται της διεξαγωγής
της συμφιλιωτικής διαδικασίας, ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις να συγκροτήσει με απόφασή του Επιτροπή
Συμφιλίωσης, με την οποία ορίζει αρμόδιο εισηγητή για τη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων.
9. Ο Συμφιλιωτής καλεί τα μέρη σε ενώπιόν του συζήτηση, στην οποία αυτά υποχρεούνται να παρασταθούν αυτοπροσώπως είτε με νόμιμο εκπρόσωπο είτε με άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, προβαίνει σε ακρόαση αυτών, εκτιμά όλα τα αποδεικτικά μέσα που τίθενται ενώπιόν του και το πόρισμα του διενεργηθέντος ελέγχου, υποβάλλει προτάσεις, εφόσον κρίνει ότι με τον τρόπο αυτόν είναι δυνατόν να επιλυθεί η διαφορά, μπορεί να ζητά οποιοδήποτε στοιχείο κρίνει απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς και τη διαμόρφωση της κρίσης του, ερευνά τους όρους εργασίας και την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, προβαίνει σε εξέταση προσώπων, ζητά τη συνδρομή εμπειρογνωμόνων, άλλων Συμφιλιωτών ή Επιθεωρητών Εργασίας και υπηρεσιακών παραγόντων συναρμόδιων φορέων και γενικά πράττει καθετί που θεωρεί αναγκαίο για τη διατύπωση της πρότασής του. Ο Συμφιλιωτής προσπαθεί να επιτύχει την προσέγγιση των απόψεων των μερών το συντομότερο δυνατόν για τον τερματισμό της διένεξης, προτείνοντας λύσεις για την επίτευξη συμφωνίας, τις οποίες μπορούν να αποδεχτούν τα μέρη και να επιλύσουν τις διαφορές.
Εάν απουσιάζει ένα από τα μέρη χωρίς εύλογη αιτία, ο Συμφιλιωτής καταγράφει τις απόψεις του παριστάμενου μέρους και θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο για την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών αυτού. Συγχρόνως ο Συμφιλιωτής μπορεί να επιβάλει στο απόν μέρος τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 24 ύστερα από παροχή εγγράφων εξηγήσεων. Ο Συμφιλιωτής διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη επί αυτών.
10. Στο τέλος της συμφιλιωτικής διαδικασίας, η οποία δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από είκοσι ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία της συζήτησης, συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται από τα ενδιαφερόμενα μέρη και το Συμφιλιωτή. Στο πρακτικό αναγράφονται οι απόψεις των μερών, οι προτάσεις που διατυπώθηκαν από τα μέρη, η αιτιολογημένη γνώμη και πρόταση του Συμφιλιωτή, οι διοικητικές κυρώσεις της παραγράφου 13, αν τα μέρη αθετήσουν ή παραβιάσουν τη συμφωνία, οι λόγοι για τους οποίους οι προτάσεις
του Συμφιλιωτή δεν έγιναν αποδεκτές από τα μέρη και στο τέλος βεβαιώνεται και αποτυπώνεται η συμφωνία ή η διαφωνία τους. Σε περίπτωση εύρεσης κοινώς αποδεκτής λύσης για την επίλυση της διαφοράς, περιγράφονται με σαφήνεια οι όροι και οι επί μέρους συμφωνίες.
Το υπογεγραμμένο πρακτικό έχει δεσμευτική ισχύ για τα μέρη και παράγει έννομες συνέπειες. Σε καμία περίπτωση ο συμβιβασμός αυτός δεν μπορεί να οδηγήσει σε παραίτηση από δικαιώματα, τα οποία πηγάζουν από κανόνες δημοσίας τάξεως. Σε περίπτωση που ζητηθεί, το πρακτικό χορηγείται και σε γραφή Braille ή άλλες προσβάσιμες από άτομα με αναπηρία μορφές.
11. Ο Συμφιλιωτής υποχρεούται σε διατύπωση αιτιολογημένης γνώμης και πρότασης επί του πρακτικού της παραγράφου 10. Εάν ο Συμφιλιωτής αδυνατεί να
μορφώσει γνώμη ή πρόταση, λόγω της ασάφειας των παρατιθέμενων πραγματικών περιστατικών ή της ελλείψεως των αναγκαίων αποδεικτικών μέσων, τότε αρκείται
στη διατύπωση πλήρους και επαρκώς αιτιολογημένης γνώμης περί της αδυναμίας του αυτής. Αν οι παραβιάσεις επισύρουν ποινική κύρωση κατά την κείμενη νομοθεσία, ο Συμφιλιωτής υποβάλλει μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Η προσφυγή στη συμφιλιωτική διαδικασία δεν αναστέλλει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων του άρθρου 24.
12. Κατά τη διάρκεια της συμφιλιωτικής διαδικασίας μπορούν να παρίστανται συνολικά μέχρι πέντε εκπρόσωποι από κάθε ενδιαφερόμενο μέρος και επιπλέον αυτών έχουν δικαίωμα παράστασης οι νομικοί σύμβουλοι του κάθε μέρους. Στο στάδιο αυτό και ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο διενεργείται η Συμφιλίωση, μπορούν να παρίστανται κατ’ επιλογήν του κάθε μέρους εκπρόσωποι της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ή της δευτεροβάθμιας ή ομοιοεπαγγελματικής τοιαύτης ή του Εργατικού Κέντρου της περιοχής ή της Γ.Σ.Ε.Ε. εκ μέρους των εργαζομένων, καθώς και εκπρόσωποι της συνδικαλιστικής οργάνωσης εκ μέρους του εργοδότη ή των εργοδοτών. Κατά τη διάρκεια της συμφιλιωτικής διαδικασίας μπορεί επιπλέον να παρίσταται διερμηνέας νοηματικής γλώσσας από το Μητρώο Διερμηνέων Νοηματικής Γλώσσας της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδος, για την υποστήριξη κωφού ή βαρήκοου ατόμου, καθώς
και μεταφραστής για την υποστήριξη αλλοδαπού.
13. Σε περίπτωση που εάν κάποιο από τα μέρη παραβιάσει τη συμφωνία ή δεν τηρήσει όρο της συμφωνίας που αποτυπώθηκε στο Πρακτικό, τότε ο αρμόδιος Προϊστάμενος Τμήματος ή Διεύθυνσης επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24.
14. Κατά της πράξης επιβολής διοικητικών κυρώσεων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή σύμφωνα με τα όσα ορίζονται ειδικότερα στο άρθρο 24. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης επιβολής διοικητικών κυρώσεων. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 24.
15. Η πιο πάνω διαδικασία ενώπιον του Συμφιλιωτή ακολουθείται και σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη προσφύγουν σε εθνικό επίπεδο στην αρμόδια
Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σύμφωνα με την παράγραφο 6.
Άρθρο 4
Προσόντα του Συμφιλιωτή Εργατικών Διαφορών
1. Ο Συμφιλιωτής Εργατικών Διαφορών απολαμβάνει πλήρους ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τα οποία οφείλει να εκτελεί με αντικειμενικότητα και αμεροληψία.
2. Έργο Συμφιλιωτή μπορούν να ασκήσουν όσοι Επιθεωρητές Εργασίας πληρούν διαζευκτικά τις εξής προϋποθέσεις:
α) Έχουν τουλάχιστον πενταετή εμπειρία ως Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων.
Σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων με την αντίστοιχη εμπειρία, ρόλο Συμφιλιωτή μπορούν να αναλάβουν Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων με εμπειρία τουλάχιστον τριών ετών.
β) Έχουν τουλάχιστον τριετή εμπειρία ως Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων και είτε είναι απόφοιτοι του Τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης είτε έχουν μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών και σχετικές δημοσιεύσεις σε θέματα εργατικού Δικαίου.
Άρθρο 5
Στελέχωση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας
1. Το Σ.ΕΠ.Ε. συγκροτείται από τον Ειδικό Γραμματέα, τους Γενικούς Επιθεωρητές, τους Επιθεωρητές Εργασίας και το προσωπικό γραμματειακής, διοικητικής και λοιπής υποστήριξης.
Προς τούτο συνιστώνται δύο θέσεις Γενικών Επιθεωρητών και εννιακόσιες δεκαέξι θέσεις Επιθεωρητών Εργασίας, οι οποίοι διακρίνονται σε Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων και σε Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας της Εργασίας, κατά κατηγορία και κλάδο ως εξής:
ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού: 488, ΠΕ Πληροφορικής: 4, ΠΕ Μηχανικών: 153, ΠΕ Θετικών Επιστημών: 72, ΠΕ Ιατρών, ΠΕ Ιατρών Ειδικοτήτων και ΠΕ Ιατρών Εργασίας: 28, ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού: 43, ΤΕ Πληροφορικής: 4, ΤΕ
Μηχανικών: 90, ΤΕ Υγείας: 34.
Επίσης, συνιστώνται διακόσιες σαράντα θέσεις για γραμματειακή, διοικητική και λοιπή υποστήριξη κατά κατηγορία και κλάδο ως εξής: ΔΕ Διοικητικού – Λογι−
στικού: 155, ΔΕ Τεχνικών: 31, ΔΕ Πληροφορικής: 2, ΔΕ Οδηγών: 52.
2. Οι Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων και οι Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και ειδικότερα:
α. Οι Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων διενεργούν συστηματικά ελέγχους για την εφαρμογή της γενικής προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας και παρεμβαίνουν συμφιλιωτικά για την επίλυση ατομικών ή συλλογικών διαφορών που προκύπτουν από τη σχέση εργασίας.
Παράλληλα ασκούν όσα καθήκοντα προβλέπονται από τον κανονισμό λειτουργίας του Σώματος της παρ. 5 του άρθρου 10.
Καθήκοντα Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων ασκούν οι υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού ή ΠΕ Πληροφορικής ή ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού ή
ΤΕ Πληροφορικής, εάν έχουν τα ειδικά προσόντα που ορίζονται με το προεδρικό διάταγμα της παρ. 2 του άρθρου 10, έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευση που προβλέπεται στο άρθρο 6 και έχουν λάβει τη σχετική πιστοποίηση.
β. Οι Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία διενεργούν ελέγχους για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας της σχετικής με την ασφάλεια και υγεία
των εργαζομένων. Παράλληλα ασκούν όσα καθήκοντα προβλέπονται από τον κανονισμό λειτουργίας του Σώματος της παραγράφου 5 του άρθρου 10.
Καθήκοντα Επιθεωρητή Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία ασκούν υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Μηχανικών ή ΠΕ Θετικών Επιστημών ή ΠΕ Πληροφορικής ή ΠΕ Ιατρών
ή ΠΕ Ιατρών Ειδικοτήτων ή ΠΕ Ιατρών Εργασίας ή ΤΕ Υγείας ή ΤΕ Μηχανικών ή ΤΕ Πληροφορικής, εάν έχουν τα ειδικά προσόντα που ορίζονται με το προεδρικό διάταγμα της παρ. 2 του άρθρου 10, έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευση που προβλέπεται σύμφωνα με το άρθρο 6 και έχουν λάβει τη σχετική πιστοποίηση.
3. Το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας στελεχώνεται με νέες προσλήψεις, με μεταθέσεις υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με αποσπάσεις υπαλλήλων του Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και με μετατάξεις, κατά τις κείμενες διατάξεις.
4. Υπάλληλος που υπηρετεί στο Σ.ΕΠ.Ε. και στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου συμμετέχει στη διενέργεια ελέγχων με τον Επιθεωρητή Εργασίας.
5. Το προσωπικό των κλάδων ΠΕ Ιατρών, ΠΕ Ιατρών Ειδικοτήτων, ΠΕ Ιατρών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. εξελίσσεται μισθολογικά σε Επιμελητές Α΄ μετά τη συμπλήρωση επτά ετών από το διορισμό τους στο Δημόσιο, σε Ν.Π.Δ.Δ., σε Ο.Τ.Α. ή σε άλλους φορείς και οργανισμούς του Δημοσίου και σε Διευθυντές με τη συμπλήρωση δεκαπέντε ετών από το διορισμό τους αυτό. Οι ιατροί του Σ.ΕΠ.Ε. λαμβάνουν όσα προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 3762/2009 (Α΄ 75) και ειδικότερα για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα προϊσταμένου διεύ θυνσης ή Τμήματος, καταβάλλεται επιπλέον και το επίδομα θέσης ευθύνης του άρθρου 13 του ν. 3205/2003 (Α΄297).
6. Το μόνιμο και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης συμμετέχει στη διενέργεια ελέγχων και διατίθεται για την εν γένει εκπλήρωση της αποστολής του Σ.ΕΠ.Ε..
Οι πιο πάνω υπάλληλοι έχουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. κατά το διάστημα που ασκούν τα εν λόγω καθήκοντα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.
7. Υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που τοποθετείται ή μετατίθεται με αίτησή του στο Σ.ΕΠ.Ε. σε θέση Επιθεωρητή Εργασίας ή σε θέση γραμματειακής διοικητικής και λοιπής υποστήριξης παραμένει σε αυτό υποχρεωτικά για χρονικό διάστημα δύο ετών, το οποίο μπορεί να παραταθεί για ακόμη ένα έτος. Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους του Σ.ΕΠ.Ε. που τοποθετούνται ή μετατίθενται με αίτησή τους στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Άρθρο 6
Εκπαίδευση και πιστοποίηση του προσωπικού του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας
1. Το προσωπικό του Σ.ΕΠ.Ε., τόσο κατά την είσοδό του σε αυτό όσο και στη συνέχεια σε τακτά χρονικά διαστήματα, παρακολουθεί εκπαιδευτικά προγράμματα.
2. Τα προγράμματα εκπαίδευσης και δια βίου κατάρτισης του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. που αφορούν στην ενίσχυση της δράσης του και στην υλοποίηση του επιχειρησιακού σχεδίου του, καταρτίζονται από την αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε., εγκρίνονται από τον Ειδικό Γραμματέα ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.) και αποστέλλονται για υλοποίηση στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Τυχόν τροποποίηση του προγράμματος εκπαίδευσης μπορεί να γίνει μόνο μετά την έγκριση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Ειδικότερα, τα προγράμματα εκπαίδευσης των Επιθεωρητών Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία καταρτίζονται κατά τα ανωτέρω από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας με τη συμμετοχή της Γενικής Διεύθυνσης Συνθηκών και Υγιεινής της Εργασίας (Γ.Δ.Σ.Υ.Ε.).
Για τους Επιθεωρητές Εργασίας απαιτείται, μετά την πρόσληψή τους, η παρακολούθηση υποχρεωτικής ειδικής εκπαίδευσης, μετά το πέρας της οποίας οι υποψήφιοι Επιθεωρητές Εργασίας αξιολογούνται και πιστοποιούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους.
Την ίδια εκπαίδευση και πιστοποίηση λαμβάνουν και οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει ο παρών νόμος για τους Επιθεωρητές Εργασίας.
Όσοι υποψήφιοι Επιθεωρητές Εργασίας δεν πιστοποιηθούν κατά τα ανωτέρω, μπορούν να επαναξιολογηθούν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο 4 της παραγράφου 2 και, αν αποτύχουν για δεύτερη φορά, μπορούν να καταλάβουν κενές θέσεις γραμματειακής και διοικητικής υποστήριξης του Σ.ΕΠ.Ε. ή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
3. Η εκπαίδευση και η δια βίου επαγγελματική κατάρτιση του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. γίνεται ανά περιοδικά διαστήματα και μπορεί να πραγματοποιείται σε συνεργασία και με το Ινστιτούτο Επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης. Το προσωπικό του Σ.ΕΠ.Ε. μπορεί να αποστέλλεται για εκπαίδευση σε σχολές ή κέντρα εκπαίδευσης του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα του εσωτερικού ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες της αποστολής του. Για αντίστοιχα εκπαιδευτικά προγράμματα στο εξωτερικό απαιτείται απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται το είδος, η διάρκεια και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, ο τρόπος και η διαδικασία αξιολόγησης και πιστοποίησης των Επιθεωρητών Εργασίας και κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Άρθρο 7
Ειδικός Γραμματέας
Ο Ειδικός Γραμματέας έχει την ευθύνη και τον έλεγχο για την εύρυθμη, αποτελεσματική και συντονισμένη δράση όλων των υπηρεσιών του Σ.ΕΠ..Ε., των οποίων προΐσταται.
Άρθρο 8
Γενικοί Επιθεωρητές
1. Στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας συνιστώνται δύο θέσεις Γενικών Επιθεωρητών, ήτοι μία θέση Γενικού Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων και μία θέση Γενικού Επιθεωρητή Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία. Οι Γενικοί Επιθεωρητές υπάγονται στον Ειδικό Γραμματέα, συνεπικουρούν το έργο του και συντονίζουν όλους τους Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων, τους Συμφιλιωτές και τους Επιθεωρητές Ασφαλείας και Υγείας στην Εργασία, στην αρμοδιότητά του ο καθένας.
2. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, κατόπιν εισήγησης του Ειδικού Γραμματέα, ορισμένες αρμοδιότητές του μπορεί να μεταβιβάζονται στους Γενικούς Επιθεωρητές.
3. Οι Γενικοί Επιθεωρητές ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Είναι μόνιμοι εν ενεργεία υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με εμπειρία στο ελεγκτικό έργο, οι οποίοι έχουν επιλεγεί ως Προϊστάμενοι Διεύθυνσης από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο και έχουν ήδη υπηρετήσει τουλάχιστον δύο θητείες ως Προϊστάμενοι Διεύθυνσης.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθορίζονται τα κριτήρια επιλογής και ορισμού των Γενικών Επιθεωρητών, η εξέλιξη και το επίδομα θέσης ευθύνης που δεν μπορεί να είναι περισσότερο από το διπλάσιο του επιδόματος θέσης ευθύνης προϊσταμένου διεύθυνσης.
Άρθρο 9
Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας
1. Συνιστάται στο Σ.ΕΠ.Ε. Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας, η οποία συγκροτείται από Επιθεωρητές Εργασίας με βαθμό Προϊσταμένου Διεύθυνσης και βαθμό Προϊσταμένου Τμήματος, η οποία υπάγεται απευθείας στον Ειδικό Γραμματέα. Στην Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας από τις εννιακόσιες δεκαέξι οργανικές θέσεις Επιθεωρητών Εργασίας κατανέμονται οκτώ οργανικές θέσεις προϊσταμένων Διεύθυνσης και δεκατέσσερις οργανικές θέσεις προϊσταμένων τμημάτων.
2. Στην Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας παρέχεται διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη από τη Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας.
3. Οι Ειδικοί Επιθεωρητές Εργασίας:
α. Διενεργούν τεκμηριωμένους εσωτερικούς ελέγχους της λειτουργίας των επί μέρους υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. και υποβάλλουν στον Ειδικό Γραμματέα σχετικές αναφορές για τη βελτίωση του παρεχόμενου έργου, προκειμένου να διατυπωθούν έγγραφες συστάσεις στις υπό έλεγχο υπηρεσίες.
β. Διενεργούν ελέγχους σε χώρους εργασίας σε οποιοδήποτε μέρος της Ελληνικής Επικράτειας και υποβάλλουν το σχετικό πόρισμα.
γ. Εκτελούν κάθε άλλο έργο που τους ανατίθεται από τον Ειδικό Γραμματέα και έχει σχέση με την οργάνωση και λειτουργία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας.
δ. Συντονίζουν το Αυτοτελές Γραφείο Ενημέρωσης, Υποδοχής, Αξιολόγησης και Διαχείρισης Καταγγελιών του άρθρου 11 και
ε. Επιβάλλουν τις κυρώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος.
4. Οι Ειδικοί Επιθεωρητές Εργασίας ασκούν όλες τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα και έχουν όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των Επιθεωρητών του Σ.ΕΠ.Ε..
5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται η στελέχωση, η οργάνωση και η διάρθρωση της υπηρεσίας Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας, καθώς και η κατανομή των θέσεων κατά κλάδο και βαθμό.
Άρθρο 10
Υπηρεσίες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας
1. Οι αρμοδιότητες του Σ.ΕΠ.Ε. ασκούνται σε όλη την Ελληνική Επικράτεια από την Κεντρική και τις Περιφερειακές Υπηρεσίες του, οι οποίες συνιστώνται με το παρόν ως εξής:
Α. ΚΕΝΤΡΙΚH ΥΠΗΡΕΣΙΑ
1. Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης, η οποία αποτελείται από:
α. Τμήμα Διοικητικό – Οικονομικό, στο οποίο λειτουργεί και Γραφείο Ειδικής Εκπαίδευσης.
β. Τμήμα Νομικής Τεκμηρίωσης.
γ. Τμήμα Πληροφοριακών Συστημάτων και Υποδομών.
2. Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, η οποία αποτελείται από:
α. Τμήμα Ανάλυσης, Σχεδιασμού και Αξιολόγησης.
β. Τμήμα Υποστήριξης Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων.
γ. Τμήμα Υποστήριξης Συμφιλιωτικής Διαδικασίας.
3. Διεύθυνση Επιθεώρησης της Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, η οποία αποτελείται από:
α. Τμήμα Ανάλυσης, Σχεδιασμού και Αξιολόγησης.
β. Τμήμα Υποστήριξης Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, στο οποίο λειτουργεί και Γραφείο Ατυχημάτων και Επαγγελματικών Ασθενειών.
γ. Αυτοτελές Γραφείο για τον έλεγχο της τήρησης της νομοθεσίας για τα άτομα με αναπηρία.
Β. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΟΥ Σ.ΕΠ.Ε.
Β1. Κάθε Περιφερειακή Υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. συγκροτείται από δύο Περιφερειακές Διευθύνσεις: α) την Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων και β) την Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία. Ο αρχαιότερος των δύο Προϊσταμένων Διεύθυνσης κάθε Περιφερειακής Υπηρεσίας είναι αρμόδιος για τη διεκπεραίωση των τρεχόντων θεμάτων διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης της Υπηρεσίας.
Β2. Οι Περιφερειακές Υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. ανέρχονται σε δεκαπέντε ως εξής:
1. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Αθηνών, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων.
Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων Κεντρικού Τομέα Αθηνών, Νοτίου Τομέα Αθηνών, Βορείου Τομέα Αθηνών και Δυτικού Τομέα Αθηνών της περιφέρειας Αττικής, επιπροσθέτως του Δήμου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης της περιφερειακής ενότητας Ανατολικής Αττικής, με την εξαίρεση της παραλιακής ζώνης Σκαραμαγκά, που αποτελεί τμήμα του Δήμου Χαϊδαρίου της περιφερειακής ενότητας Δυτικού Τομέα Αθηνών. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων, και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Ανατολικού Τομέα Αθηνών, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων.
β. Τμήμα Δυτικού Τομέα Αθηνών, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων.
γ. Τμήμα Δάφνης, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Δάφνης – Υμηττού.
δ. Τμήμα Γλυφάδας, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Γλυφάδας.
ε. Τμήμα Καλλιθέας, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Καλλιθέας.
στ. Τμήμα Αγίας Παρασκευής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αγίας Παρασκευής.
ζ. Τμήμα Αμαρουσίου, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αμαρουσίου.
η. Τμήμα Αιγάλεω, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αιγάλεω.
θ. Τμήμα Νέας Ιωνίας, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Νέας Ιωνίας.
ι. Τμήμα Περιστερίου, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Περιστερίου.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Α΄ Τομέα Αθηνών, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων.
β. Τμήμα Β΄ Τομέα Αθηνών, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων.
γ. Τμήμα Γ΄ Τομέα Αθηνών, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων.
2. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Πειραιώς, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Πειραιώς. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια της περιφερειακής ενότητας Πειραιώς της περιφέρειας Αττικής, καθώς και των δήμων Αίγινας, Αγκιστρίου και Σαλαμίνας της περιφερειακής ενότητας Νήσων της περιφέρειας Αττικής.
Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης και το Τμήμα Μετρήσεων με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Πειραιώς και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Κεντρικού Τομέα Πειραιώς, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Πειραιώς.
β. Τμήμα Νοτίου Τομέα Πειραιώς, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας.
γ. Τμήμα Νίκαιας, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Νίκαιας – Αγ. Ιωάννη Ρέντη.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Α΄ Τομέα Πειραιώς, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Πειραιώς.
β. Τμήμα Β΄ Τομέα Πειραιώς, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Πειραιώς.
3. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Ανατολικής Αττικής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Παλλήνης. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια της περιφερειακής ενότητας Ανατολικής Αττικής της περιφέρειας Αττικής, εκτός του Δήμου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Παλλήνης και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Παλλήνης, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Παλλήνης.
β. Τμήμα Μαρκόπουλου Μεσογαίας, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Μαρκόπουλου Μεσογαίας.
γ. Τμήμα Άνοιξης, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Διονύσου.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Α΄ Τομέα Ανατολικής Αττικής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Παλλήνης.
β. Τμήμα Β΄ Τομέα Ανατολικής Αττικής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Παλλήνης.
4. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Δυτικής Αττικής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Ελευσίνας.
Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια της περιφερειακής ενότητας Δυτικής Αττικής της περιφέρειας Αττικής και της παραλιακής ζώνης Σκαραμαγκά, που αποτελεί τμήμα του Δήμου Χαϊδαρίου της περιφερειακής ενότητας Δυτικού Τομέα Αθηνών. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Ελευσίνας και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Ελευσίνας, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Ελευσίνας.
β. Τμήμα Άνω Λιοσίων, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Φυλής.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Α΄ Τομέα Δυτικής Αττικής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Ελευσίνας.
β. Τμήμα Β΄ Τομέα Δυτικής Αττικής, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Ελευσίνας.
5. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Θεσσαλίας, με έδρα τη Λάρισα. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα τη Λάρισα και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Λάρισας, με έδρα τη Λάρισα.
β. Τμήμα Μαγνησίας, με έδρα το Βόλο.
γ. Τμήμα Τρικάλων, με έδρα τα Τρίκαλα.
δ. Τμήμα Καρδίτσας, με έδρα την Καρδίτσα.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Λάρισας, με έδρα τη Λάρισα.
β. Τμήμα Μαγνησίας, με έδρα το Βόλο.
γ. Τμήμα Τρικάλων, με έδρα τα Τρίκαλα.
δ. Τμήμα Καρδίτσας, με έδρα την Καρδίτσα.
6. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Ηπείρου, με έδρα τα Ιωάννινα. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας και περιλαμβάνει επιπροσθέτως τις περιφερειακές ενότητες Κερκύρας και Λευκάδος της περιφέρειας Ιονίων Νήσων. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα τα Ιωάννινα και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Ιωαννίνων, με έδρα τα Ιωάννινα.
β. Τμήμα Άρτας, με έδρα την Άρτα.
γ. Τμήμα Θεσπρωτίας, με έδρα την Ηγουμενίτσα.
δ. Τμήμα Πρέβεζας, με έδρα την Πρέβεζα.
ε. Τμήμα Κέρκυρας, με έδρα την Κέρκυρα.
στ. Τμήμα Λευκάδος, με έδρα τη Λευκάδα.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Ιωαννίνων, με έδρα τα Ιωάννινα.
β. Τμήμα Άρτας, με έδρα την Άρτα.
γ. Τμήμα Κέρκυρας, με έδρα την Κέρκυρα.
7. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Κρήτης, με έδρα το Ηράκλειο. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα το Ηράκλειο και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Ηρακλείου, με έδρα το Ηράκλειο.
β. Τμήμα Χανίων, με έδρα τα Χανιά.
γ. Τμήμα Ρεθύμνου, με έδρα το Ρέθυμνο.
δ. Τμήμα Λασιθίου, με έδρα τον Άγιο Νικόλαο.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Ηρακλείου, με έδρα το Ηράκλειο.
β. Τμήμα Χανίων, με έδρα τα Χανιά.
γ. Τμήμα Ρεθύμνου, με έδρα το Ρέθυμνο.
δ. Τμήμα Λασιθίου, με έδρα τον Άγιο Νικόλαο.
8. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, με έδρα την Κομοτηνή.
Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα την Κομοτηνή και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Ροδόπης, με έδρα την Κομοτηνή.
β. Τμήμα Έβρου, με έδρα την Αλεξανδρούπολη.
γ. Τμήμα Ξάνθης, με έδρα την Ξάνθη.
δ. Τμήμα Δράμας, με έδρα τη Δράμα.
ε. Τμήμα Καβάλας, με έδρα την Καβάλα.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Ροδόπης, με έδρα την Κομοτηνή.
β. Τμήμα Έβρου, με έδρα την Αλεξανδρούπολη.
γ. Τμήμα Δράμας, με έδρα τη Δράμα.
δ. Τμήμα Καβάλας, με έδρα την Καβάλα.
9. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Κεντρικής Μακεδονίας, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης και το Τμήμα Μετρήσεων με έδρα τη Θεσσαλονίκη και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Κεντρικού Τομέα Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
β. Τμήμα Ανατολικού Τομέα Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
γ. Τμήμα Δυτικού Τομέα Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
δ. Τμήμα Θέρμης και Θερμαϊκού, με έδρα μέσα στα όρια του Δήμου Θέρμης.
ε. Τμήμα Πυλαίας και Καλαμαριάς, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
στ. Τμήμα Σερρών, με έδρα τις Σέρρες.
ζ. Τμήμα Πιερίας, με έδρα την Κατερίνη.
η. Τμήμα Ημαθίας, με έδρα την Βέροια.
θ. Τμήμα Πέλλας, με έδρα την Έδεσσα.
ι. Τμήμα Κιλκίς, με έδρα το Κιλκίς.
ια. Τμήμα Χαλκιδικής, με έδρα τον Πολύγυρο.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Α΄ Τομέα Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
β. Τμήμα Β΄ Τομέα Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
γ. Τμήμα Σερρών, με έδρα τις Σέρρες.
δ. Τμήμα Πιερίας, με έδρα την Κατερίνη.
ε. Τμήμα Ημαθίας, με έδρα την Βέροια.
στ. Τμήμα Πέλλας, με έδρα την Έδεσσα.
ζ. Τμήμα Χαλκιδικής, με έδρα τον Πολύγυρο.
10. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Δυτικής Μακεδονίας, με έδρα την Κοζάνη. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα την Κοζάνη και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Κοζάνης, με έδρα την Κοζάνη.
β. Τμήμα Φλώρινας, με έδρα τη Φλώρινα.
γ. Τμήμα Καστοριάς, με έδρα την Καστοριά.
δ. Τμήμα Γρεβενών, με έδρα τα Γρεβενά.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Κοζάνης, με έδρα την Κοζάνη.
β. Τμήμα Καστοριάς, με έδρα την Καστοριά.
11. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Δυτικής Ελλάδας, με έδρα την Πάτρα. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας και περιλαμβάνει επιπροσθέτως τις περιφερειακές ενότητες Ζακύνθου, Κεφαλληνίας και Ιθάκης της περιφέρειας Ιονίων Νήσων.
Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης και το Τμήμα Μετρήσεων με έδρα την Πάτρα και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Αχαΐας, με έδρα την Πάτρα.
β. Τμήμα Ηλείας, με έδρα τον Πύργο.
γ. Τμήμα Μεσολογγίου, με έδρα το Μεσολόγγι.
δ. Τμήμα Αγρινίου, με έδρα το Αγρίνιο.
ε. Τμήμα Ζακύνθου, με έδρα τη Ζάκυνθο.
στ. Τμήμα Κεφαλληνίας, με έδρα το Αργοστόλι.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Αχαΐας, με έδρα την Πάτρα.
β. Τμήμα Ηλείας, με έδρα τον Πύργο.
γ. Τμήμα Αιτωλοακαρνανίας, με έδρα το Μεσολόγγι.
12. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Στερεάς Ελλάδας, με έδρα τη Λαμία. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα τη Λαμία και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Φθιώτιδας, με έδρα τη Λαμία.
β. Τμήμα Λειβαδιάς, με έδρα τη Λειβαδιά.
γ. Τμήμα Θήβας − Σχηματαρίου, με έδρα τη Θήβα.
δ. Τμήμα Εύβοιας, με έδρα την Χαλκίδα.
ε. Τμήμα Φωκίδας, με έδρα την Άμφισσα.
στ. Τμήμα Ευρυτανίας, με έδρα το Καρπενήσι.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Φθιώτιδας, με έδρα τη Λαμία.
β. Τμήμα Λειβαδιάς, με έδρα τη Λειβαδιά.
γ. Τμήμα Εύβοιας, με έδρα την Χαλκίδα.
δ. Τμήμα Φωκίδας, με έδρα την Άμφισσα.
ε. Τμήμα Ευρυτανίας, με έδρα το Καρπενήσι.
στ. Τμήμα Σχηματαρίου − Θήβας, με έδρα το Σχηματάρι.
13. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Πελοποννήσου, με έδρα την Τρίπολη. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας και περιλαμβάνει επιπροσθέτως τους Δήμους Τροιζηνίας, Σπετσών, Πόρου, Ύδρας και Κυθήρων της περιφερειακής ενότητας των Νήσων της περιφέρειας Αττικής. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα την Τρίπολη και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Αρκαδίας, με έδρα την Τρίπολη.
β. Τμήμα Μεσσηνίας, με έδρα την Καλαμάτα.
γ. Τμήμα Κορίνθου, με έδρα την Κόρινθο.
δ. Τμήμα Λακωνίας, με έδρα τη Σπάρτη.
ε. Τμήμα Αργολίδας, με έδρα το Ναύπλιο.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Αρκαδίας, με έδρα την Τρίπολη.
β. Τμήμα Μεσσηνίας, με έδρα την Καλαμάτα.
γ. Τμήμα Κορίνθου, με έδρα την Κόρινθο.
δ. Τμήμα Λακωνίας, με έδρα τη Σπάρτη.
ε. Τμήμα Αργολίδας, με έδρα το Ναύπλιο.
14. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Βορείου Αιγαίου, με έδρα τη Μυτιλήνη. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα τη Μυτιλήνη και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Λέσβου, με έδρα τη Μυτιλήνη.
β. Τμήμα Σάμου, με έδρα τη Σάμο.
γ. Τμήμα Χίου, με έδρα τη Χίο.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Λέσβου, με έδρα τη Μυτιλήνη.
β. Τμήμα Σάμου, με έδρα τη Σάμο.
γ. Τμήμα Χίου, με έδρα τη Χίο.
15. Περιφερειακή Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας Νοτίου Αιγαίου, με έδρα την Ερμούπολη της Σύρου. Η αρμοδιότητά της εκτείνεται στα όρια των περιφερειακών ενοτήτων της αντίστοιχης περιφέρειας. Συγκροτείται από το Τμήμα Συντονισμού Δράσης με έδρα την Ερμούπολη και από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις:
A. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων
α. Τμήμα Σύρου, με έδρα την Ερμούπολη.
β. Τμήμα Νάξου, με έδρα τη Νάξο.
γ. Τμήμα Άνδρου, με έδρα την Άνδρο.
δ. Τμήμα Θήρας, με έδρα τη Σαντορίνη.
ε. Τμήμα Μήλου, με έδρα τη Μήλο.
στ. Τμήμα Ρόδου, με έδρα τη Ρόδο.
ζ. Τμήμα Κω, με έδρα την Κω.
η. Τμήμα Καλύμνου, με έδρα την Κάλυμνο.
θ. Τμήμα Καρπάθου, με έδρα την Κάρπαθο.
B. Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
α. Τμήμα Κυκλάδων, με έδρα την Ερμούπολη.
β. Τμήμα Άνδρου, με έδρα την Άνδρο.
γ. Τμήμα Δωδεκανήσου, με έδρα τη Ρόδο.
2. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται εντός τεσσάρων μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται:
α) η οργάνωση και η καθ’ ύλην και κατά τόπον κατανομή των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών που συγκροτούν το Σ.ΕΠ.Ε. σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, καθώς και τα θέματα λειτουργίας τους,
β) ο αναγκαίος αριθμός θέσεων του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. που θα κατανεμηθεί στις κατά τόπους υπηρεσίες του, κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, τα κριτήρια και η διαδικασία της επιλογής τους και κάθε άλλο θέμα στελέχωσής του,
γ) κάθε άλλο θέμα σχετικό με την οργάνωση, στελέχωση και λειτουργία του Σ.ΕΠ.Ε..
3. Διευθύνσεις και Τμήματα του Σ.ΕΠ.Ε. μπορεί να ιδρύονται και να καταργούνται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται μετά από πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μπορεί να ανακαθορίζεται η κατά τόπον και καθ’ ύλην αρμοδιότητα των υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. και να ανακατανέμονται οι οργανικές θέσεις του προσωπικού του σε υφιστάμενους κλάδους προσωπικού της ίδιας ή άλλης κατηγορίας για ειδικότητες που κρίνονται απαραίτητες.
5. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μέσα σε τέσσερις μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ύστερα από πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται ο κανονισμός λειτουργίας του Σ.ΕΠ.Ε..
6. Ως ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου ορίζεται η ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του προεδρικού διατάγματος που προβλέπεται στην παράγραφο 2.
Άρθρο 11
Αυτοτελές Γραφείο Ενημέρωσης, Υποδοχής, Αξιολόγησης και Διαχείρισης Καταγγελιών
1. Συνιστάται στην Κεντρική Υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. Αυτοτελές Γραφείο Ενημέρωσης, Υποδοχής, Αξιολόγησης και Διαχείρισης Καταγγελιών, υπαγόμενο απευθείας στον Ειδικό Γραμματέα, το οποίο συντονίζει Ειδικός Επιθεωρητής του Σ.ΕΠ.Ε..
2. Έργο του είναι η ενημέρωση εργοδοτών και εργαζομένων, η υποδοχή και αξιολόγηση των καταγγελιών και η εσωτερική διαβίβασή τους στις αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες ή στην Ειδική Ομάδα Ετοιμότητας και Άμεσης Επέμβασης του άρθρου 12.
3. Με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα ρυθμίζονται θέματα λειτουργίας, στελέχωσης, οργάνωσης, χωροταξικής κατανομής, εξυπηρέτησης ατόμων με αναπηρία, καθώς και κάθε άλλο θέμα που αφορά το Αυτοτελές Γραφείο Ενημέρωσης, Υποδοχής, Αξιολόγησης και Διαχείρισης Καταγγελιών.
Άρθρο 12
Ειδική Ομάδα Ετοιμότητας και Άμεσης Επέμβασης
1. Το Αυτοτελές Γραφείο Ενημέρωσης, Υποδοχής, Αξιολόγησης και Διαχείρισης Καταγγελιών του άρθρου 11 συντονίζει τη λειτουργία «Ειδικής Ομάδας Ετοιμότητας και Άμεσης Επέμβασης», στην οποία συμμετέχουν Επιθεωρητές Εργασίας των Κεντρικών Υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και των Περιφερειακών Υπηρεσιών Επιθεώρησης Εργασίας τη Περιφέρειας Αττικής, και η οποία έχει ως έργο τον άμεσο έλεγχο της τήρησης της νομοθεσίας από τις επιχειρήσεις.
2. Η ομάδα αυτή λειτουργεί κάθε ημέρα επί είκοσι τέσσερις ώρες με την αναγκαία εναλλαγή του προσωπικού, είναι σε διαρκή ετοιμότητα και έχει στη διάθεσή της όλα τα απαραίτητα τεχνικά μέσα για την εκτέλεση του έργου της.
3. Με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα καθορίζονται ο αριθμός των Επιθεωρητών Εργασίας που συμμετέχουν κάθε φορά στην ομάδα, ο τρόπος επιλογής και δράσης τους, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται όλα τα θέματα σχετικά με την επέκταση της δράσης και τη λειτουργία και άλλων Ειδικών Ομάδων Ετοιμότητας και Άμεσης Επέμβασης στις λοιπές Περιφέρειες.
Άρθρο 13
Υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας
1. Το προσωπικό του Σ.ΕΠ.Ε. υπάγεται ως προς τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης στο Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
2. Κατ’ εξαίρεση τα θέματα αποσπάσεων και μετακινήσεων του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε. μέσα στις υπηρεσίες του Σώματος υπάγονται στην αρμοδιότητα του πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Σ.ΕΠ.Ε., το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Άρθρο 14
Οικονομική Υποστήριξη της Επιχειρησιακής Αυτοτέλειας και Λειτουργίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας
1. Το Σ.ΕΠ.Ε. έχει ίδιο προϋπολογισμό ως ειδικός φορέας του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, όπου εγγράφονται κάθε έτος οι πιστώσεις οι οποίες προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία και είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση των αναγκών λειτουργίας των Υπηρεσιών και του προσωπικού του. Η οικονομική διαχείριση διεξάγεται από την αρμόδια Υπηρεσία της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και οι δαπάνες πραγματοποιούνται, ελέγχονται, εκκαθαρίζονται και εντέλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις περί «Δημοσίου Λογιστικού».
2. Για την οικονομική υποστήριξη της επιχειρησιακής αυτοτέλειας και λειτουργίας του Σ.ΕΠ.Ε., συνιστάται Πάγια Προκαταβολή Χρηματικού στο Σ.ΕΠ.Ε. για την αντιμετώπιση διαφόρων δαπανών, που είναι απαραίτητες για την επιχειρησιακή λειτουργία του, των οποίων η πραγματοποίηση από τη φύση τους δεν επιδέχεται αναβολή και δεν είναι δυνατή η αντιμετώπισή τους με την κανονική διαδικασία. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση της Αρμόδιας Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου, καθορίζεται το είδος και το ποσοστό κάθε δαπάνης της πάγιας προκαταβολής και προσδιορίζεται το ποσό αυτής, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.
3. α. Οι δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται οι υπάλληλοι της Κεντρικής Υπηρεσίας και του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας ή οι οικογένειές τους, προς υπεράσπισή τους ενώπιον των Δικαστηρίων, για ενέργειές τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όταν παρίσταται ενώπιον των Δικαστηρίων, ως πολιτικώς ενάγοντες, από έγκλημα που διαπράχθηκε σε βάρος τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή εξαιτίας αυτών βαρύνουν τον Τακτικό Προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
β. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου και του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας που έχουν εξέλθει της Υπηρεσίας, εφόσον η υπεράσπιση ή η άσκηση πολιτικής αγωγής αφορά πράξεις που τελέστηκαν κατά το χρόνο άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων τους.
γ. Οι προϋποθέσεις χορήγησης των παραπάνω δαπανών καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
4. Όταν επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 και της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 26, ποσοστό ύψους 40% εισπράττεται ως έσοδο του Τακτικού Προϋπολογισμού, ποσοστό ύψους 40% ως έσοδο στο Κ.Α. Εσόδων 3428 «Έσοδα καταργηθέντος Ειδικού Λογαριασμού Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας «Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας»» και ποσοστό 20% ως έσοδο του προϋπολογισμού του Σ.ΕΠ.Ε., το οποίο διατίθεται κυρίως στην προώθηση και ενίσχυση των δράσεών του, την προβολή του έργου του, την ενδυνάμωση της επικοινωνιακής του πολιτικής (ενημερωτικές δράσεις, έντυπα κ.λπ.), την καταβολή της πρόσθετης αμοιβής και την κάλυψη των εξόδων μετακίνησης. Κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παραγράφου αυτής ρυθμίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Άρθρο 15
Πρόσθετη Αμοιβή –Λοιπά οικονομικά θέματα
1. Στους Επιθεωρητές Εργασίας χορηγείται πρόσθετη αμοιβή, η οποία συναρτάται με την αποτελεσματικότητα του ελεγκτικού και συμφιλιωτικού έργου τους.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.), καθορίζονται το ύψος της πρόσθετης αμοιβής, τα κριτήρια και οι ειδικότερες προϋποθέσεις χορηγήσεώς της.
Με ίδια απόφαση μπορεί να ανακαθορίζεται το ύψος της πρόσθετης αμοιβής ή να καταργείται αυτή.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ορίζεται το ύψος των δαπανών μετακίνησης, ημερήσιας αποζημίωσης και διανυκτέρευσης εκτός έδρας του προσωπικού του Σ.ΕΠ.Ε., του Ειδικού Γραμματέα, των Γενικών Επιθεωρητών και των Επιθεωρητών Εργασίας.
Άρθρο 16
Τυποποίηση και χρήση δελτίων ελέγχου
1. Οι Επιθεωρητές Εργασίας υποχρεούνται κατά την διενέργεια των ελέγχων τους να συμπληρώνουν ειδικά για τον σκοπό αυτό τυποποιημένα έντυπα ή αντίστοιχες ηλεκτρονικές εφαρμογές, όπου αναγράφονται όλα τα στοιχεία των παραβάσεων, οι διοικητικές κυρώσεις οι οποίες προτείνονται ή επιβάλλονται από τον Επιθεωρητή Εργασίας και υποδείξεις προς συμμόρφωση με την κείμενη νομοθεσία.
Οι ελεγχόμενες επιχειρήσεις υποχρεούνται μετά τη γνωστοποίηση σε αυτές των εκθέσεων των επιθεωρητών, να αναφέρουν στο Σ.Ε.Π.Ε. εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν ή πρόκειται να προβούν προς συμμόρφωση με τις προτάσεις που περιλαμβάνονται στα έντυπα των Επιθεωρητών.
2. Ειδικά όταν ο έλεγχος πραγματοποιείται κατόπιν καταγγελίας, τα στοιχεία που αναγράφονται στο ειδικό αυτό έντυπο διασταυρώνονται από τους Προϊσταμένους των αντίστοιχων Τμημάτων με τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στην καταγγελία.
Αν παρουσιάζονται αποκλίσεις μεταξύ τους, μπορεί να γίνεται και δεύτερος έλεγχος στον ίδιο εργοδότη από άλλο Επιθεωρητή Εργασίας, με απόφαση του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος. Αν διαπιστωθεί ότι ο αρχικός έλεγχος δεν ήταν ολοκληρωμένος ή σωστός, ο Επιθεωρητής Εργασίας που διενήργησε τον αρχικό έλεγχο, ελέγχεται πειθαρχικά σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/2007 (Α΄26).
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η μορφή και το περιεχόμενο των αναγκαίων τυποποιημένων αυτών εντύπων ή των ηλεκτρονικών εφαρμογών, καθώς και κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 17
Θέματα Λειτουργίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας
1. Οι υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. λειτουργούν όλες τις ημέρες του μήνα και οι υπάλληλοι, ασκούν τις ελεγκτικές αρμοδιότητές τους όλο το εικοσιτετράωρο και όλες τις ημέρες της εβδομάδας και υποχρεούνται σε υπερωριακή εργασία, καθώς και εργασία κατά τις Κυριακές, τις αργίες και τις νύκτες, ευρισκόμενοι σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε τόπο και χρόνο, σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας.
2. Οι διοικητικές αρχές, οι αρχές των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, οι δικαστικές υπηρεσίες, οι δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και οι υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης υποχρεούνται να παρέχουν κάθε αιτούμενη συνδρομή ιδιαίτερα με την παροχή στο Σ.ΕΠ.Ε. μηχανογραφικών στοιχείων και πληροφοριών, για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων του.
3. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 85 του ν. 2238/1994 (Α΄151) προστίθεται περίπτωση ιγ΄ ως εξής:
«ιγ) Στους Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων να λαμβάνουν από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος και στα συμπληρωματικά στοιχεία που συνυποβάλλονται με αυτήν, στην Οριστική Δήλωση Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών, στην οριστική δήλωση ελεύθερων επαγγελμάτων, στην οριστική δήλωση από εμπορικές επιχειρήσεις, καθώς και τα συνυποβαλλόμενα έντυπα ή καταστάσεις, στη δήλωση ακινήτων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων των εργοδοτών και αφορούν πάσης φύσεως περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτήν ή συνυποβάλλονται με αυτήν, καθώς και τα πλήρη στοιχεία που περιλαμβάνονται στις βεβαιώσεις αποδοχών.»
4. Οι Επιθεωρητές Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης εφοδιάζονται με ειδική υπηρεσιακή ταυτότητα για τη διευκόλυνση του έργου τους. Το προσωπικό, το οποίο επικουρεί τους Επιθεωρητές Εργασίας στο έργο τους, εφοδιάζεται με ειδική ταυτότητα, διακριτή από αυτή των Επιθεωρητών Εργασίας.
5. Τα υπηρεσιακά οχήματα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας που χρησιμοποιούνται στο έργο των Επιθεωρητών εξαιρούνται από την υποχρέωση να φέρουν διακριτικά γνωρίσματα (λωρίδα κόκκινου ή κίτρινου χρώματος και πινακίδες του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων) και φέρουν συμβατικές πινακίδες.
6. Οι Επιθεωρητές Εργασίας που έχουν το αντίστοιχο δίπλωμα οδήγησης οδηγούν τα υπηρεσιακά οχήματα για εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας.
7. Κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου δεν διακόπτεται ο έλεγχος των Επιθεωρητών Εργασίας. Οι Επιθεωρητές Εργασίας δεν διώκονται και δεν ενάγονται για γνώμη που διατύπωσαν ή πράξη που διενήργησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανωτέρω η περίπτωση δόλου, η παραβίαση του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και μετά την αποχώρησή τους από το Σ.ΕΠ.Ε., η παραβίαση του καθήκοντος εχεμύθειας και η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16 και στο ν. 3528/2007.
8. Οι υπάλληλοι του Σ.ΕΠ.Ε. τηρούν το απόρρητο των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν στη γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και μετά την αποχώρησή τους από το Σώμα. Τηρούν επίσης απόρρητες τις πηγές από τις οποίες περιήλθαν στη γνώση τους καταγγελίες ή παράπονα.
9. Με απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης ορίζεται το προσωπικό του Σ.ΕΠ.Ε. εκάστου Τμήματος που προβαίνει σε ελέγχους και επιθεωρήσεις και εκτός του νομού της έδρας του, μέσα πάντα στην περιφέρεια, στην οποία ασκεί τα καθήκοντά του. Για τη σύνθεση των μεικτών κλιμακίων αποφασίζει ο αρχαιότερος Προϊστάμενος Περιφερειακής Διεύθυνσης.
10. Οι κατά τόπους υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. δεν περιλαμβάνονται στα οργανογράμματα των Περιφερειών.
Οι υπηρεσίες αυτές στεγάζονται σε κτήρια δημόσιων υπηρεσιών ή δημόσιων οργανισμών ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή της περιφερειακής διοίκησης, που ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Σε περίπτωση αδυναμίας στέγασης, οι υπηρεσίες στεγάζονται σε ιδιωτικά οικήματα, τα οποία μισθώνονται για το σκοπό αυτόν.
11. Σε στοχευμένους ελέγχους και επιθεωρήσεις ανά την Επικράτεια συμμετέχουν, με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα, Επιθεωρητές Εργασίας ανεξαρτήτως της Διεύθυνσης, στην οποία υπηρετούν.
12. Οι Επιθεωρητές Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. μπορούν να συνεργάζονται κατά τη διάρκεια του πραγματοποιούμενου ελέγχου με ειδικούς εμπειρογνώμονες που ορίζονται με απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης από ειδικό κατάλογο που έχουν συντάξει οι επιστημονικοί φορείς της χώρας.
Στους ελέγχους που διενεργούνται από τους Επιθεωρητές Εργασίας έχουν δικαίωμα να παρευρίσκονται εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων, εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν ή μετά από πρόσκληση των Επιθεωρητών Εργασίας. Στην περίπτωση ζητημάτων που αφορούν σε εργαζόμενους με αναπηρία, οι Επιθεωρητές Εργασίας μπορούν κατά περίπτωση να συνεργάζονται με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να καθορίζεται αμοιβή στους συμμετέχοντες στους ελέγχους εμπειρογνώμονες.
13. α. Οι μικτές επιτροπές ελέγχου των συνθηκών υγείας και ασφάλειας της εργασίας του άρθρου 28 του ν. 3850/2010 (Α΄ 84), κατά το μέρος που αφορούν τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη (ΕΥΑΕ−ΝΕΖ) στις περιοχές Πειραιά − Δραπετσώνας − Κερατσινίου και Περάματος – Σαλαμίνας, αντικαθίστανται από Επιτροπές Υγείας και Ασφάλειας των Εργαζομένων στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη (ΕΥΑΕ−ΝΕΖ) στις περιοχές Πειραιά − Δραπετσώνας − Κερατσινίου −Περάματος – Σαλαμίνας και λοιπών περιοχών, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 4 του ν. 3850/2010.
β. Ως προς τη σύνθεση, τη συγκρότηση, την αμοιβή και τη θητεία των ΕΥΑΕ−ΝΕΖ ισχύει το άρθρο 28 του ν. 3850/2010.
γ. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδονται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου Υγείας και Ασφάλειας των Εργαζομένων (ΣΥΑΕ), συγκροτούνται νέες ΕΥΑΕ − ΝΕΖ, καθορίζεται ειδικότερα το έργο και η λειτουργία των επιτροπών, η επιλογή των μελών, η εναλλαγή και η αναπλήρωσή τους, η διασφάλιση της λειτουργίας τους σε καθημερινή βάση, η συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες, ο τρόπος κάλυψης του κόστους και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη λειτουργία τους.
δ. Η αποζημίωση των μελών των Επιτροπών του άρθρου 28 του ν. 3850/2010 καθορίζεται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατ’ εξαίρεση του άρθρου 7 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40) και βαρύνει τον προϋπολογισμό του Οργανισμού Εργατικής Εστίας.
ε. Ο Οργανισμός Εργατικής Εστίας απαλλάσσεται από πρόστιμα τα οποία προκύπτουν από εκπρόθεσμη καταβολή των αναλογουσών εισφορών εργοδότη−ασφαλισμένου στους εκπροσώπους των εργαζομένων και του Τεχνικού Επιμελητηρίου, καθώς και στους ειδικούς επιστήμονες που μετέχουν στις Μικτές Επιτροπές του άρθρου 28 του ν. 3850/2010, του άρθρου 19 του ν. 1767/1988 (Α΄ 63), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 91 του ν. 2084/ 1992 (Α΄ 165).
Οι διατάξεις των εδαφίων δ΄και ε΄ του παρόντος άρθρου ισχύουν από 1.3.2010.
14. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 13 του άρθρου 3 του ν. 2343/1995 (Α΄ 211) τροποποιείται ως ακολούθως:
«Οι διατάξεις της παραγράφου 19 του άρθρου 2 του παρόντος, περί των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες), εφαρμόζονται ανάλογα και για τους Ελεγκτές των Δ.Ο.Υ. και των Ελεγκτικών Κέντρων, τους Επιθεωρητές Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε., ως και για τους υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα Ελεγκτή.»
Άρθρο 18
Ηλεκτρονική διασύνδεση και μείωση γραφειοκρατικών διαδικασιών
Το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, το Σ.ΕΠ.Ε. και ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού διασυνδέονται ηλεκτρονικά μέσω της κοινής ηλεκτρονικής πλατφόρμας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για την επικοινωνία με τις επιχειρήσεις, την καταγραφή και διαχείριση πληροφοριών και δεδομένων.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την υλοποίηση της ηλεκτρονικής διασύνδεσης, την ένταξη και άλλων φορέων σε αυτήν, τα ζητήματα που προκύπτουν κατά το μεταβατικό διάστημα υλοποίησης της διάταξης, καθώς και ιδίως με τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να επιλέξουν την ηλεκτρονική μορφή ως τρόπο τήρησης βιβλίων και κατάθεσης στοιχείων.
Άρθρο 19
Συνεργασία Σ.ΕΠ.Ε., Γενικής Διεύθυνσης Συνθηκών και Υγιεινής της Εργασίας (Γ.Δ.Σ.Υ.Ε.) και Γενικής Διεύθυνσης Εργασίας
1. Για την αποτελεσματικότερη προώθηση των θεμάτων ασφάλειας και υγείας στην εργασία μέσω της συνεργασίας του Σ.ΕΠ.Ε., της Γενικής Διεύθυνσης Συνθηκών και Υγιεινής της Εργασίας (Γ.Δ.Σ.Υ.Ε.) και της Γενικής Διεύθυνσης Εργασίας (Γ.Δ.Ε.) καθιερώνεται ετήσιο πρόγραμμα συνεργασίας, το οποίο περιλαμβάνει τακτικές κοινές συσκέψεις μεταξύ των εν λόγω υπηρεσιών, καθώς και κοινές συνεδριάσεις με το Συμβούλιο Υγείας και Ασφάλειας των Εργαζομένων (Σ.Υ.Α.Ε.) και το Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.).
2. Στις κοινές συσκέψεις μεταξύ Γ.Δ.Σ.Υ.Ε., Γ.Δ.Ε. και Σ.ΕΠ.Ε. εξετάζονται όλα τα θέματα ασφάλειας και υγιεινής της εργασίας και εργασιακά θέματα που απασχολούν τις τρεις υπηρεσίες στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Στόχος των κοινών συσκέψεων είναι κυρίως η αλληλοενημέρωση των υπηρεσιών και ο συντονισμός της δράσης τους στα εργασιακά θέματα και θέματα ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων.
Άρθρο 20
Δικαστική εκπροσώπηση Σ.ΕΠ.Ε.
Σε δικαστικές υποθέσεις που έχουν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στον Ειδικό Γραμματέα, τους Γενικούς Επιθεωρητές, τους Ειδικούς Επιθεωρητές και τους λοιπούς Επιθεωρητές Εργασίας παρίσταται για την υπεράσπισή τους ενώπιον των ποινικών και πολιτικών δικαστηρίων εκπρόσωπος του Γραφείου του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ύστερα από έγκριση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης χωρίς τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης και σύνταξη πορίσματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ − ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Άρθρο 21
Κοινωνικός Έλεγχος του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.), αρμόδιο να γνωμοδοτεί σε θέματα λειτουργίας και δράσης του Σ.ΕΠ.Ε.. Το Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. λειτουργεί στα πλαίσια του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας και συγκροτείται από:
α. τον Ειδικό Γραμματέα του Σ.ΕΠ.Ε. ως Πρόεδρο,
β. τους δύο Γενικούς Επιθεωρητές, οι οποίοι αναπληρώνονται από τους Προϊσταμένους των Κεντρικών Διευθύνσεων των αντίστοιχων κλάδων,
γ. δύο εκπροσώπους της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.) και έναν της Ανώτατης Διοίκησης Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (Α.Δ.Ε.Δ.Υ.), που υποδεικνύονται από τις οργανώσεις αυτές,
δ. τέσσερεις εκπροσώπους εργοδοτικών οργανώσεων και ειδικότερα έναν από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), έναν από την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), έναν από τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.) και έναν από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.), που υποδεικνύονται από τις οργανώσεις αυτές,
ε. έναν εκπρόσωπο των εργαζομένων στο Σ.ΕΠ.Ε., που υποδεικνύεται από την Ομοσπονδία των εργαζομένων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης,
στ. έναν εκπρόσωπο των ατόμων με αναπηρία που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ),
ζ. τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος αναπληρώνεται από τον Προϊστάμενο αντίστοιχης Διεύθυνσης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και
η. τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Συνθηκών και Υγιεινής της Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος αναπληρώνεται από τον Προϊστάμενο αντίστοιχης Διεύθυνσης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Ο διορισμός των μελών και των αναπληρωτών τους γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Εάν δεν υποδειχθούν εκπρόσωποι από τους φορείς εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 2336/1995 (Α΄ 189).
2. Αρμοδιότητες του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. είναι:
α. η διατύπωση γνώμης για τη σκοπιμότητα της κατάρτισης ειδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι ημερών σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 3899/2010 (Α΄ 212),
β. η διατύπωση γνώμης σχετικά με τον προγραμματισμό της δράσης και την εν γένει λειτουργία του Σ.ΕΠ.Ε. σε εθνικό επίπεδο, καθώς και των προγραμμάτων εκπαίδευσης του προσωπικού του,
γ. η διατύπωση γνώμης επί της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων του Σ.ΕΠ.Ε.,
δ. η εισήγηση προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για την έκδοση νόμων και κανονιστικών πράξεων, με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας του Σ.ΕΠ.Ε. και την εξασφάλιση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται και
ε. η εισήγηση προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης διατάξεων που αφορούν στην εργατική νομοθεσία.
Στο Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. εισηγητές ορίζονται κατά περίπτωση και ανάλογα με τα συζητούμενα θέματα οι προϊστάμενοι των αρμόδιων υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. και άλλοι εισηγητές από τους συμμετέχοντες φορείς.
Στις συνεδριάσεις του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. μπορούν να συμμετέχουν χωρίς ψήφο, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου, εκπρόσωποι επιστημονικών οργανώσεων, καθώς και ειδικοί επιστήμονες.
3. Για την υποβοήθηση του έργου του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε., συνιστάται στην Κεντρική Υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. Αυτοτελές Γραφείο Γραμματειακής Υποστήριξης Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. υπαγόμενο απευθείας στον Ειδικό Γραμματέα. Για τη στελέχωση του Γραφείου διατίθενται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης δύο υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Ο προϊστάμενος του Αυτοτελούς Γραφείου Γραμματειακής Υποστήριξης Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. ασκεί τα καθήκοντα του γραμματέα του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. και αναπληρωτής του στα καθήκοντα αυτά είναι ο έτερος υπάλληλος του Γραφείου. Το Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. δικαιούται να ζητά κάθε πληροφορία ή έγγραφο χρήσιμο για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων του και να καλεί ενώπιόν του κάθε πρόσωπο χρήσιμο για την παροχή πληροφοριών.
4. Σε κάθε Περιφερειακή Υπηρεσία συνιστάται Περιφερειακή Επιτροπή Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε.), η οποία είναι γνωμοδοτικό όργανο για τη λειτουργία και δράση του Σ.ΕΠ.Ε. στην Περιφέρεια και συγκροτείται από:
α. τον αρχαιότερο Προϊστάμενο Περιφερειακής Διεύθυνσης της κατά τόπο Περιφερειακής Υπηρεσίας του Σ.ΕΠ.Ε. ως Πρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνεται από τον έτερο Προϊστάμενο Περιφερειακής Διεύθυνσης της ίδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας,
β. έναν Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων και έναν Επιθεωρητή Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, οι οποίοι αναπληρώνονται επίσης από αντίστοιχο Επιθεωρητή Εργασίας,
γ. δύο εκπροσώπους των Εργατικών Κέντρων της Περιφέρειας με τους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται με αποφάσεις των διοικητικών τους οργάνων και
δ. δύο εκπροσώπους των εργοδοτικών οργανώσεων από τη βιομηχανία, τη βιοτεχνία και το εμπόριο της Περιφέρειας με τους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται με απόφαση των διοικητικών τους οργάνων.
Εισηγητές ορίζονται κατά περίπτωση και ανάλογα με τα συζητούμενα θέματα Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων ή Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία ή εκπρόσωποι των συμμετεχόντων φορέων.
Ο διορισμός των μελών και των αναπληρωτών τους γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Εάν δεν υποδειχθούν εκπρόσωποι από τους φορείς, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 2336/1995.
5. Αρμοδιότητα του Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε. είναι:
α. η διατύπωση γνώμης σχετικά με τον προγραμματισμό της δράσης και την εν γένει λειτουργία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας στην Περιφέρεια,
β. η διατύπωση γνώμης και σύνταξη πορίσματος ανά εξάμηνο επί της δράσης των Διευθύνσεων και Τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε. στην περιφέρειά τους και η αποστολή του σχετικού πορίσματος μαζί με την έκθεση αξιολόγησης της παρ. 2 του άρθρου 22 στο Σ.Κ.Ε.Ε.Ε..
Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής μπορούν να συμμετέχουν χωρίς ψήφο, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου της, εκπρόσωποι επιστημονικών οργανώσεων και ειδικοί επιστήμονες.
6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται τα θέματα των συνεδριάσεων, της λήψης αποφάσεων, της γραμματειακής υποστήριξης και κάθε θέμα σχετικό με την εύρυθμη λειτουργία του Σ.Κ.Ε.Ε.Ε. και των Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε..
Άρθρο 22
Έκθεση αξιολόγησης έργου του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και ετήσια έκθεση πεπραγμένων
1. Κάθε έξι μήνες οι Περιφερειακές Υπηρεσίες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας υποχρεούνται να αποστείλουν στην αρμόδια Περιφερειακή Επιτροπή Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε) έκθεση αξιολόγησης του έργου των Διευθύνσεων, καθώς και των Τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε. που βρίσκονται στην περιφέρειά τους. Για το λόγο αυτόν τα Τμήματα που βρίσκονται στην περιφέρεια της αντίστοιχης Περιφερειακής Διεύθυνσης αποστέλλουν κάθε έξι μήνες έκθεση του έργου τους.
2. Η Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε υποχρεούται να μελετά την έκθεση αξιολόγησης της παραγράφου 1, να συντάσσει πόρισμα και, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από τη λήψη της έκθεσης αξιολόγησης της παραγράφου 1, να την αποστέλλει μαζί με το πόρισμά της στο Σ.Κ.Ε.Ε.Ε..
3. Κάθε έτος το Σ.Κ.Ε.Ε.Ε συνεδριάζει, συνεκτιμά τα πορίσματα και τις εκθέσεις των Π.Ε.Κ.Ε.Ε.Ε. και γνωμοδοτεί επί της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων του Σ.ΕΠ.Ε..
Η ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Σ.ΕΠ.Ε., στην οποία εμπεριέχεται και ο προγραμματισμός δράσης του επόμενου έτους, εγκρίνεται από το Σ.Κ.Ε.Ε.Ε., υποβάλλεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μέσα στο πρώτο τετράμηνο του επόμενου έτους στον Πρόεδρο της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής και δημοσιεύεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Η έκθεση περιέχει ειδικό κεφάλαιο σχετικά με την εφαρμογή και την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της εργασίας και απασχόλησης.
4. Η ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Σ.ΕΠ.Ε. κοινοποιείται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης στις πλέον αντιπροσωπευτικές οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων, στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και στην αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Άρθρο 23
Είδος και εύρος κυρώσεων
1. Αν διαπιστώσει παραβίαση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το Σ.ΕΠ.Ε. είτε χορηγεί κατά την κρίση του εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση προς τις εν λόγω διατάξεις είτε λαμβάνει άμεσα διοικητικά μέτρα και επιβάλλει τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις ή και προσφεύγει στη δικαιοσύνη για την επιβολή των ποινικών κυρώσεων κατά περίπτωση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
2. Αν διαπιστώσει παραβάσεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, ενημερώνει άμεσα τον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα.
3. α. Αν κρίνει ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, διακόπτει προσωρινά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τη λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματός της και εισηγείται στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης την οριστική διακοπή της λειτουργίας της, αν η επιχείρηση, μετά την προσωρινή διακοπή ή την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, εξακολουθεί να παραβαίνει συστηματικά τις διατάξεις της νομοθεσίας με άμεσο κίνδυνο για τους εργαζόμενους.
β. Αν κρίνει ότι πλήττονται σοβαρά και συστηματικά τα εργασιακά δικαιώματα μεγάλου μέρους των εργαζομένων μιας επιχείρησης ή τμήματός της, διακόπτει προσωρινά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τη λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματός της και εισηγείται στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης την οριστική διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή τμήματός της, αν η επιχείρηση, μετά την προσωρινή διακοπή ή την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται στις υποδείξεις των Επιθεωρητών Εργασίας.
Στις παραπάνω περιπτώσεις α΄ και β΄ ο χρόνος προσωρινής διακοπής της επιχείρησης λογίζεται ως κανονικός χρόνος εργασίας ως προς όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων.
4. Επιβάλλει στις επιχειρήσεις τα πρόστιμα που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, αν διαπιστωθεί ότι στους χώρους εργασίας δεν τηρούνται οι διατάξεις περί απαγορεύσεως του καπνίσματος.
Άρθρο 24
Διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης της εργατικής νομοθεσίας
1. Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται, ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων:
Α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση από πεντακόσια (500) ευρώ μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης κατόπιν σχετικής εισήγησης του αντίστοιχου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης είτε του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησαν τον έλεγχο.
α) Ειδικά, αν παραβιάζεται η εργατική νομοθεσία για καταβολή: αα) δεδουλευμένων αποδοχών, ββ) επιδομάτων εορτών και αδείας, γγ) αναδρομικών αποδοχών (ως παραβίαση όρων Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, Διαιτητικής Απόφασης ή Υπουργικής Απόφασης), δδ) αποδοχών διαθεσιμότητας, εε) προσαυξήσεων για εργασία κατά Κυριακές και αργίες, στστ) προσαυξήσεων για εργασία κατά τη νύκτα, ζζ) αποζημίωσης για απασχόληση εκτός έδρας, ηη) μισθών – ημερομισθίων βάσει Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, Διαιτητικής Απόφασης ή Υπουργικής Απόφασης ή βάσει ατομικής συμφωνίας, θθ) αμοιβής εργασίας που παρέχεται κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας με προσαύξηση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις κατά παράβαση πενθημέρου, ιι) επιδόματος γάμου σε χήρους, διαζευγμένους και άγαμους γονείς, εάν ο εργοδότης, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης επιβολής του προστίμου, συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο, αποδείξει ότι συμμορφώθηκε και εφαρμόζει εφεξής τις διατάξεις της κείμενης εργατικής νομοθεσίας που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, εξαιτίας της παράβασης των οποίων του επεβλήθη το πρόστιμο, καθώς και ότι έχει εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς τον εργαζόμενο, τότε το διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε αρχικώς μειώνεται κατά ογδόντα τοις εκατό (80%) με αιτιολογημένη πράξη του οργάνου που το επέβαλε. Η επανάληψη κάποιας εκ των υπό αα΄ έως ιι΄ παραβάσεων μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών από τη διενέργεια του αρχικού ελέγχου θεωρείται υποτροπή και συνεπάγεται μη χορήγηση της έκπτωσης του ογδόντα τοις εκατό (80%). Πλήρης και ολοσχερής εξόφληση προς τον εργαζόμενο αποδεικνύεται μόνο με προσκόμιση αποδεικτικού τράπεζας, το οποίο περιλαμβάνει: α. το όνομα του καταθέτη εργοδότη, β. το όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού, εργαζομένου, γ. την αιτιολογία κατάθεσης και δ. την ημερομηνία κατάθεσης. Αποσπάσματα πάγιων εντολών μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής δεν γίνονται
δεκτά. Αν υπάρχει αδυναμία κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό για οποιονδήποτε λόγο, η πλήρης και ολοσχερής εξόφληση αποδεικνύεται μόνο με προσκόμιση γραμματίου δημόσιας κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο πρέπει να περιέχει τα στοιχεία α΄ έως δ΄ του προηγούμενου εδαφίου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να τροποποιείται το ποσοστό της μείωσης και να εντάσσονται σταδιακά και άλλες παραβάσεις στην παρούσα παράγραφο.
β) Για όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις παραβίασης διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας – πλην αυτών της υποπερίπτωσης α΄ και της παρ. 3 του άρθρου 26 – εάν ο εργοδότης αποδεχτεί το πρόστιμο, παραιτηθεί από την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων βοηθημάτων και το καταβάλει μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης επιβολής του, τότε έχει έκπτωση τριάντα τοις εκατό (30%) επί του προστίμου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης είναι δυνατόν να τροποποιείται το ποσοστό της έκπτωσης.
Β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρ. 3 του άρθρου 23, για χρονικό διάστημα μέχρι τριών ημερών με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης και κατόπιν προηγούμενης προσκλήσεως του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων.
Επίσης, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας ή του αρμόδιου Προϊσταμένου Διεύθυνσης, μπορεί να επιβληθεί στον εργοδότη προσωρινή διακοπή της λειτουργίας για διάστημα μεγαλύτερο από τρεις ημέρες ή και οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
2. Η επανάληψη από τον ίδιο εργοδότη της ίδιας ή συναφούς παράβασης της εργατικής νομοθεσίας, καθώς και παράβασης που αφορά στην παράνομη απασχόληση αλλοδαπών ή στην αδήλωτη εργασία μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών από τη διενέργεια του αρχικού ελέγχου θεωρείται υποτροπή και έχει ως συνέπεια, πέραν των λοιπών διοικητικών κυρώσεων, και τον αποκλεισμό του εν λόγω εργοδότη από δημόσιους διαγωνισμούς για χρονικό διάστημα από τρεις μήνες μέχρι τρία έτη. Ειδικά για τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή φύλαξης (εργολάβοι), όπως αυτές αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όταν συμβάλλονται με το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και τους φορείς και οργανισμούς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται από τις οικείες διατάξεις, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 3863/2010.
3. Για την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται η οικονομική ωφέλεια που αποκομίζει ο εργοδότης συνεπεία της παραβίασης της εργατικής νομοθεσίας, όταν αυτό είναι εφικτό, η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν, ο βαθμός υπαιτιότητας, ο αριθμός των εργαζομένων, το μέγεθος της επιχείρησης, ο αριθμός των εργαζομένων που θίγονται και η υπαγωγή της επιχείρησης σε μία από τις κατηγορίες Α΄, Β΄, Γ΄ του άρθρου 10 του ν. 3850/2010 (Α΄ 84).
4. Προκειμένου περί των κάτωθι ευθέως αποδεικνυόμενων παραβιάσεων της νομοθεσίας, επιβάλλεται κατά περίπτωση διοικητική κύρωση της παρ. 1 περίπτωση Α΄ ή/και της παρ. 3 του άρθρου 26, μόλις αυτές διαπιστωθούν κατά δέσμια αρμοδιότητα του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο:
α. στις περιπτώσεις της παρ. 3 του άρθρου 26 και
β. στις εξής περιπτώσεις: αα. μη ανάρτηση πίνακα προσωπικού και προγράμματος ωρών εργασίας, ββ. μη επίδειξη βιβλίου αδειών, γγ. μη επίδειξη ειδικού βιβλίου υπερωριών, δδ. μη επίδειξη βιβλίου ημερήσιων δελτίων απασχολούμενου προσωπικού οικοδομικών και τεχνικών έργων, εε. μη ανάρτηση κανονισμού εργασίας σε υπόχρεες επιχειρήσεις, στστ. μη επίδειξη εντύπων όρων ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού, ζζ. μη επίδειξη εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών προσωπικού για το τελευταίο τουλάχιστον τρίμηνο, ηη. μη χρήση ή/και μη χορήγηση Μέσων Ατομικής Προστασίας (ΜΑΠ) σε οικοδομικές εργασίες, θθ. μη επίδειξη της απαιτούμενης άδειας σε χειριστές Μηχανημάτων Έργου, ιι. μη επίδειξη πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, ιαια. μη επίδειξη πιστοποιητικού ελέγχου ανυψωτικών μηχανημάτων, ιβιβ. μη επίδειξη του βιβλίου δρομολογίων των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων και οδηγών τουριστικών λεωφορείων και ιγιγ. μη επίδειξη του βιβλιαρίου εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, η συμπλήρωση των παραβάσεων όσο και η εισαγωγή εξαιρέσεων από αυτή.
5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις, καθορίζεται και ανακαθορίζεται το ύψος του προστίμου σε περίπτωση παραβίασης της εργατικής νομοθεσίας, καθώς και το ύψος του προστίμου του εδαφίου γ΄ της παρ. 9 του άρθρου 3 και προσδιορίζονται συγκεκριμένα ποσά ανά παράβαση της περίπτωσης Β΄ της παραγράφου 4.
6. Η πράξη επιβολής προστίμου κατά τα ανωτέρω κοινοποιείται με απόδειξη στον παραβάτη. Κατά της πράξης επιβολής προστίμου ασκείται προσφυγή ουσίας μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίησή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου.
Μέσα στην ίδια προθεσμία η προσφυγή κοινοποιείται με μέριμνα του προσφεύγοντος και με ποινή απαραδέκτου στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ. Ε.. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης επιβολής προστίμου. Η αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. βεβαιώνει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, το οποίο εισπράττεται από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ως δημόσιο έσοδο.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να ρυθμίζονται τα σχετικά θέματα για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.
7. Οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να τηρούν στο χώρο εργασίας και να επιδεικνύουν ανά πάσα στιγμή στους Επιθεωρητές Εργασίας τα έντυπα ατομικών όρων εργασίας του προσωπικού (άρθρα 2, 3, 4 του π.δ. 156/1994, Α΄ 102), το βιβλίο αδειών (άρθρο 4 παρ. 3 του α.ν. 539/1945, Α΄ 229), το ειδικό βιβλίο υπερωριών (άρθρο 9 του π.δ. 27.6−4.7.1932, Α΄ 212 και άρθρο 13 του ν. 3846/2010, Α΄ 66) και τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών του προσωπικού (άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 1082/1980, Α΄ 250 και 5 του ν. 3227/2004, Α΄ 31) για το τελευταίο τουλάχιστον τρίμηνο. Το πιστοποιητικό ελέγχου ανυψωτικών μηχανημάτων πρέπει να βρίσκεται πάνω στο Μηχάνημα Έργου στο οποίο διενεργείται ο έλεγχος, όπως προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις, και ο χειριστής Μηχανήματος Έργου είναι υποχρεωμένος να φέρει την άδεια του χειριστή. Το πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία πρέπει να βρίσκεται πάνω στο πλοίο στο οποίο εκτελούνται οι ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες. Η μη τήρηση των παραπάνω υποχρεώσεων από την επιχείρηση επισύρει τις διοικητικές κυρώσεις του παρόντος άρθρου.
8. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να τροποποιούνται τα όρια του προστίμου που προβλέπεται από την περίπτωση Α΄ της παραγράφου 1.
9. Η υπ’ αριθμ. 2063/Δ1/632/2011 απόφαση της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β΄ 266), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 16 του ν. 2639/1998, η υπ’ αριθμ. 25624/975/2010 Κοινή Απόφαση των Υφυπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β΄ 2252), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 3 του άρθρου 86 του ν. 3386/2005 (Α΄ 212), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3846/2010 (Α΄ 66) και του άρθρου 16 του ν. 2639/1998, η υπ’ αριθμ. 15527/639/2010 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β΄ 1359), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 25 του ν. 2956/2001 (Α΄ 258), όπως αντικαταστάθηκε από την περίπτωση δ΄ του άρθρου 3 του ν. 3846/2010 και του άρθρου 16 του ν. 2639/1998, καθώς και οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, όπως του ν. 3850/2010, περί επιβολής κυρώσεων από τους Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι εκδόσεως των υπουργικών αποφάσεων που ρυθμίζουν κατά τρόπο διάφορο την κατηγοριοποίηση, τη διαδικασία, τα κριτήρια και το ύψος των επιβαλλόμενων προστίμων σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Μετά την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων του παρόντος άρθρου καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη που ρυθμίζει κατά τρόπο διαφορετικό την κατηγοριοποίηση των προστίμων, τα κριτήρια, το ύψος και τη διαδικασία επιβολής αυτών.
10. Οι πράξεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων των Επιθεωρητών Εργασιακών Σχέσεων διαβιβάζονται στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειες αυτού.
11. Η περίπτωση β΄ του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«β) επιφέρει, από τον χρόνο επιβολής της δεύτερης κύρωσης, τον αποκλεισμό του εν λόγω εργολάβου από δημόσιους διαγωνισμούς για χρονικό διάστημα από τρεις μήνες μέχρι τρία έτη, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, τη συνεκτίμηση της οικονομικής ωφέλειας που αποκομίζει ο εργολάβος, συνεπεία της παραβίασης της κείμενης νομοθεσίας, όταν αυτό είναι εφικτό, του βαθμού της υπαιτιότητας, του αριθμού των εργαζομένων που θίγονται και του μεγέθους της επιχείρησης».
Άρθρο 25
Έλεγχος τήρησης της ασφαλιστικής νομοθεσίας για την αποτροπή της αδήλωτης εργασίας
1. Προς εξακρίβωση των προσώπων που υπάγονται εκάστοτε στην ασφάλιση και του αριθμού αυτών για την τήρηση της ασφαλιστικής νομοθεσίας σχετικά με την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων, οι Επιθεωρητές Εργασίας ελέγχουν την καταχώριση των προσλαμβανόμενων μισθωτών στο Ειδικό Βιβλίο Καταχώρησης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού του άρθρου 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση αα΄ του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179).
2. Στις κάτωθι περιπτώσεις:
α) μη τήρησης του Ειδικού Βιβλίου Καταχώρησης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού του άρθρου 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση αα΄ του α.ν. 1846/1951 και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση ββ΄ του α.ν. 1846/1951,
β) μη καταχώρισης απασχολούμενου στο Ειδικό Βιβλίο Καταχώρησης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού του άρθρου 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση αα΄ του α.ν. 1846/1951,
γ) μη επίδειξης του Ειδικού Βιβλίου Καταχώρισης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού του άρθρου 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση αα΄ του α.ν. 1846/1951 και
δ) απώλειας του Ειδικού Βιβλίου Καταχώρισης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού του άρθρου 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση αα΄ του α.ν. 1846/1951 ή φύλλου αυτού, η οποία να μην οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 26 παρ. 9 περίπτωση στ΄ υποπερίπτωση δδ΄ του α.ν. 1846/1951, οι Επιθεωρητές Εργασίας συντάσσουν πράξη με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση σε ειδικό για το σκοπό αυτόν έντυπο, το οποίο και αποστέλλουν στο αρμόδιο υποκατάστημα του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία ελέγχου, για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειες επιβολής της αντίστοιχης κύρωσης. Η διαπιστωτική αυτή πράξη είναι δεσμευτική για τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, τα οποία υποχρεούνται άνευ ετέρου και μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών από τη λήψη της πράξεως αυτής να επιβάλουν στον παραβάτη εργοδότη τις κυρώσεις που προβλέπονται και να κοινοποιούν την πράξη επιβολής προστίμου στο Σ.ΕΠ.Ε.. Η πράξη αυτή διαβιβάζεται μέσα στην ίδια προθεσμία και στο Σ.Δ.Ο.Ε. για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειες αυτού.
3. Αν κατά τον έλεγχο των επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων διαπιστωθεί ότι αυτές δεν έχουν απογραφεί σε ασφαλιστικό φορέα, επιβάλλεται, πέραν των λοιπών διοικητικών κυρώσεων, προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης μέχρι την προσκόμιση πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα των οικείων ασφαλιστικών φορέων.
4. Αν σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση διαπιστωθεί αδήλωτη εργασία κατά παράβαση της ασφαλιστικής νομοθεσίας ως προς την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων για δύο φορές μέσα σε μία διετία, επιβάλλεται, πέραν των λοιπών διοικητικών κυρώσεων, προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα από τρείς μέχρι και δέκα ημέρες.
5. Για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων της παραγράφου 4 συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί συναφείς κυρώσεις στο παρελθόν, ο βαθμός υπαιτιότητας, ο αριθμός των εργαζομένων, το μέγεθος της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και ο αριθμός των εργαζομένων που θίγονται συνεπεία της παράβασης.
6. Στις παραγράφους 3 και 4 ο χρόνος προσωρινής διακοπής της επιχείρησης λογίζεται ως κανονικός χρόνος εργασίας ως προς όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων.
7. Η διοικητική κύρωση της προσωρινής διακοπής επιβάλλεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ασφαλιστικού φορέα ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου κατά περίπτωση οργάνου του ασφαλιστικού φορέα. Αν ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε από τους Επιθεωρητές Εργασίας, αποστέλλεται η πράξη με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, στα αρμόδια όργανα του ασφαλιστικού φορέα για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειες. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων των παραγράφων 3 και 4 γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
8. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη διαδικασία επιβολής της διοικητικής κύρωσης της προσωρινής διακοπής της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης των παραγράφων 3 και 4.
Άρθρο 26
Θεσμοθέτηση κάρτας εργασίας
1. Με ευθύνη των επιχειρήσεων ενημερώνεται καθημερινά και σε πραγματικό χρόνο το ΙΚΑ − ΕΤΑΜ για το χρόνο εργασίας, την ώρα προσέλευσης και αποχώρησης των εργαζομένων της επιχείρησης οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ − ΕΤΑΜ. Η διαδικασία αυτή γίνεται με τη χρήση κάρτας εργασίας σε ηλεκτρονικό ρολόι παρουσίας προσωπικού (ωρομέτρηση) και τα στοιχεία διαβιβάζονται με ηλεκτρονικό ή άλλο τρόπο στο ΙΚΑ − ΕΤΑΜ. Τα στοιχεία αυτά διασταυρώνονται με τα αναγραφόμενα στην υποβαλλόμενη από την επιχείρηση Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (Α.Π.Δ.). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται οι κλάδοι και το είδος των επιχειρήσεων ανά γεωγραφική περιοχή στις οποίες θα εφαρμοστεί το σύστημα της κάρτας εργασίας και θα ενταχθούν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας ρύθμισης.
2. Στις επιχειρήσεις, οι οποίες υποχρεούνται να εγκαταστήσουν το σύστημα της κάρτας εργασίας και καταβάλλουν εμπροθέσμως τις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς και στους εργαζομένους των επιχειρήσεων αυτών, παρέχεται έκπτωση έως δέκα τοις εκατό (10%) επί των αντίστοιχων ασφαλιστικών εισφορών. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται ανά κλάδο, είδος επιχείρησης και γεωγραφική περιοχή, το ποσοστό της έκπτωσης, ύστερα από οικονομική μελέτη που εκπονείται από την Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Ασφάλισης πριν από την έναρξη εφαρμογής της παρούσας διάταξης.
3. Εάν σε επιχείρηση στην οποία εφαρμόζεται το σύστημα της κάρτας εργασίας, δεν γίνεται χρήση αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, επιβάλλεται, πέραν των λοιπών διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία:
α) κατάργηση της έκπτωσης της παραγράφου 2 για διάστημα τριών μηνών από την επιβολή των κυρώσεων, β) στην επιχείρηση, επιπλέον διοικητική κύρωση ύψους τετρακοσίων ευρώ για κάθε εργαζόμενο, ο οποίος δεν κάνει χρήση της κάρτας εργασίας και γ) στον ίδιο τον εργαζόμενο, διοικητική κύρωση ύψους διακοσίων ευρώ, η οποία βαρύνει τον εργαζόμενο και καταβάλλεται από τον εργοδότη. Σε περίπτωση διαπίστωσης της ίδιας παράβασης για δεύτερη φορά μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών, το χρονικό διάστημα της περιπτώσεως α΄ αυξάνεται σε έξι μήνες.
4. Αρμόδια όργανα για τον έλεγχο των επιχειρήσεων στις οποίες εφαρμόζεται το σύστημα της κάρτας εργασίας, προς εξακρίβωση της ορθής χρήσης της, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, είναι οι Επιθεωρητές Εργασίας, τα ελεγκτικά όργανα του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και τα όργανα των μεικτών κλιμακίων της παραγράφου 1 του άρθρου 151 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58). Ανεξαρτήτως φορέα ελέγχου, η διοικητική κύρωση της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 επιβάλλεται από τους Επιθεωρητές Εργασίας, ενώ οι διοικητικές κυρώσεις των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της παραγράφου 3 επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα του ΙΚΑ −ΕΤΑΜ και το επιβληθέν σε αυτή την περίπτωση πρόστιμο εισπράττεται από αυτό. Το όργανο που διενεργεί τον έλεγχο, πέραν από την επιβολή της διοικητικής κύρωσης, σύμφωνα με τις διακρίσεις της παρούσας παραγράφου, υποχρεούται να τη γνωστοποιήσει στο συναρμόδιο φορέα ελέγχου, κατά τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο, ώστε να προβεί αυτός διά των οργάνων του μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε ημερών από τη λήψη της πράξης στην επιβολή των διοικητικών κυρώσεων αρμοδιότητάς του. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται η διαδικασία επιβολής και είσπραξης των διοικητικών κυρώσεων, καθώς και τυχόν αναπροσαρμογή του προστίμου της παραγράφου 3.
5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθορίζονται οι αρμόδιες αρχές για την καταγραφή, συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων τα οποία θα καταγράφονται μέσω της χρήσης της κάρτας εργασίας, η διαδικασία και οι προϋποθέσεις για την εγκατάσταση και λειτουργία των συστημάτων καταγραφής, η διαδικασία και ο τρόπος διασύνδεσης με το σύστημα του ΙΚΑ − ΕΤΑΜ, με το κεντρικό ηλεκτρονικό σύστημα του άρθρου 18 και με το κεντρικό δίκτυο υπολογιστών Ι.Κ.Α, Σ.ΕΠ.Ε και Ο.Α.Ε.Δ., ο φορέας της κάρτας εργασίας, οι βασικές προδιαγραφές των συστημάτων καταγραφής, ο τρόπος λειτουργίας τους, ο φορέας, ο τρόπος και τα στοιχεία επεξεργασίας των δεδομένων, τα κριτήρια για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού, το είδος των προσωπικών δεδομένων που τυγχάνουν επεξεργασίας, η συλλογή, αποθήκευση, χρήση, διαβίβαση και οι αποδέκτες αυτών, ο χρόνος και η διάρκεια αποθήκευσης, η διαδικασία καταστροφής, τα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας των δεδομένων, οι βασικές λειτουργίες και η περιοδική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων καταγραφής, τα δικαιώματα των φυσικών προσώπων στα οποία αφορούν τα δεδομένα, η έννομη προστασία, η γνωστοποίηση της επεξεργασίας και ο έλεγχος από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και κάθε αναγκαίο σχετικό θέμα, σύμφωνα με τις βασικές αρχές του ν. 2472/1997 (Α΄ 50).
6. Η υλοποίηση, διατήρηση και επέκταση του συγκεκριμένου μέτρου συναρτάται με την επίτευξη καθαρού θετικού δημοσιονομικού αποτελέσματος στο Ασφαλιστικό Σύστημα από την εφαρμογή του.
7. Ημερομηνία έναρξης της παρούσας ρύθμισης ορίζεται η 1η Σεπτεμβρίου 2011.
Άρθρο 27
Κοινοποίηση πράξεων
1. Η επίδοση των πράξεων που εκδίδει το Σ.ΕΠ.Ε. γίνεται με την παράδοση των εγγράφων αυτών με κάθε πρόσφορο μέσο και αποδεικνύεται με σχετική απόδειξη παραλαβής του εγγράφου. Για την επίδοση των πράξεων αυτών εφαρμόζονται το άρθρο 19 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) και τα άρθρα 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), σχετικά με τις επιδόσεις.
2. Η επίδοση μπορεί να γίνει και με συστημένη επιστολή, η λήψη της οποίας βεβαιώνεται με τη σχετική απόδειξη παραλαβής.
3. Αν δεν είναι δυνατή για οποιονδήποτε λόγο η επίδοση των πιο πάνω πράξεων, ο επιδίδων πέρα από τις ενέργειες που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, τοιχοκολλά επιπλέον την πράξη σε ειδική πινακίδα του οικείου τοπικού Τμήματος του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, συντάσσοντας γι’ αυτό σχετική έκθεση.
Άρθρο 28
Ποινικές κυρώσεις
1. Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α΄218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΥΜΕΝΕΣ – ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 29
Ρυθμίσεις για ιατρούς εργασίας
1. Στο άρθρο 7 του ν. 3418/2005 (Α΄ 287) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Επιτρέπεται η προσφορά ιατρικών υπηρεσιών από ιατρούς με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας, στην περιφέρεια άλλων ιατρικών συλλόγων χωρίς άδεια των συλλόγων αυτών.»
2. Μετά την παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 3850/2010 (Α΄ 84) προστίθεται παράγραφος 2Α ως εξής:
«2.Α. α) Στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης συγκροτείται Ειδικός Κατάλογος στον οποίο εγγράφονται οι ιατροί της παραγράφου 2. Στα δικαιολογητικά που κατατίθενται στην αρμόδια υπηρεσία περιλαμβάνεται απαραιτήτως βεβαίωση εγγραφής στον ιατρικό σύλλογο στον οποίο είναι εγγεγραμμένοι.
β) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία και ο τρόπος σύνταξης του Ειδικού Καταλόγου, η αρμόδια υπηρεσία για τη συγκρότηση και την τήρησή του, οι ειδικότερες προϋποθέσεις, οι προθεσμίες και ο τρόπος υποβολής των αιτήσεων για την εγγραφή των ιατρών σε αυτόν, ο τρόπος τήρησής του και κάθε άλλο σχετικό θέμα που αφορά σε αυτόν.
γ) Ιατρός που περιλαμβάνεται στον Ειδικό Κατάλογο της περίπτωσης α΄ μπορεί να ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας μόνο στην περιφέρεια του ιατρικού συλλόγου στον οποίο είναι εγγεγραμμένος και εφόσον λάβει βεβαίωση του συλλόγου αυτού ότι δεν υπάρχει ή δεν είναι διαθέσιμος ιατρός με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας στην περιφέρεια αυτή.»
3. Στο άρθρο 20 του ν. 3418/2005 (Α΄ 287) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Ιατρός των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του ν. 3850/2010 (Α΄ 84), ο οποίος έχει σύμβαση ή άλλη σχέση εργασίας με οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, υποχρεούται να προσκομίζει στην υπηρεσία της παραγράφου 2Α του άρθρου 16 του ν. 3850/2010 έγγραφη άδεια της Διοίκησης του ασφαλιστικού φορέα, με την οποία θα επιτρέπεται σε αυτόν η άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας σε συγκεκριμένη επιχείρηση. Ο ιατρός του πρώτου εδαφίου εξαιρείται, κατά την άσκηση των καθηκόντων του στον ασφαλιστικό φορέα, από την οποιαδήποτε παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς ασφαλισμένο σε αυτόν, εφόσον ο ασφαλισμένος εργάζεται σε επιχείρηση στην οποία ο ιατρός ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας.
Άρθρο 30
Δράσεις ανταλλαγής πληροφοριών Σ.ΕΠ.Ε., ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και ΓΓΠΣ μέσω ηλεκτρονικής διακυβέρνησης
1. Η παράγραφος 9α του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951, όπως προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270), αντικαθίσταται ως εξής:
«9.Α. Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ− ΕΤΑΜ), με τα όργανά του που είναι αρμόδια για τον έλεγχο, τη βεβαίωση και την είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών, μπορεί να ζητά από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.»
2. Μετά την παράγραφο 9Α του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951, όπως αυτή αντικαθίσταται με την παράγραφο 1, προστίθεται νέα παράγραφος 9Β ως εξής:
«9.Β. Οι πληροφορίες τις οποίες θεωρεί αναγκαίες και κάθε άλλο στοιχείο ασφαλιστικού ενδιαφέροντος της παραγράφου 9Α και της περίπτωσης β΄ της παρ. 5 του άρθρου 85 του ν. 2238/1994 (Α΄151) δύνανται να γνωστοποιούνται στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) και μέσω ηλεκτρονικής διασύνδεσης αρχείων, όπου απαιτείται, από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων ή από κάθε άλλη Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου αυτό να διεκδικήσει πόρους, ασφαλιστικές εισφορές ή να διασφαλίσει κάθε άλλο έννομο δικαίωμά του, είτε αυτά αφορούν στο πρόσωπο εργοδότη, κατά την έννοια του άρθρου 8 του α.ν. 1846/1951, είτε σε οποιονδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και σε ενώσεις προσώπων.
Τα πιο πάνω στοιχεία δύνανται να γνωστοποιούνται και στο Σ.ΕΠ.Ε. μετά από αίτημά του και προκειμένου να
διευκολυνθεί στο έργο του.
Τα παραπάνω στοιχεία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη διασφάλιση του έργου και της αποστολής του Σ.ΕΠ.Ε. και του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και χορηγούνται στο Σ.ΕΠ.Ε. και το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ χωρίς χρέωση. Δεν επιτρέπεται η γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον υπόχρεο στον οποίο αφορούν καθώς και τον Ο.Α.Ε.Δ..
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία, τα στοιχεία και κάθε άλλο αναγκαίο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης.»
3. Η περίπτωση β΄ της παρ. 5 του άρθρου 85 του ν. 2238/1994 (Α΄151) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Η χορήγηση σε ειδικά εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ − ΕΤΑΜ) στοιχείων που περιέχονται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος και στα συμπληρωματικά στοιχεία που συνυποβάλλονται με αυτήν, στην Οριστική Δήλωση Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών, στην οριστική δήλωση ελεύθερων επαγγελμάτων, στην οριστική δήλωση από εμπορικές επιχειρήσεις, καθώς και τα συνυποβαλλόμενα έντυπα ή καταστάσεις, στη δήλωση ακινήτων και αφορούν πάσης φύσεως περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτήν ή συνυποβάλλονται με αυτήν, τα πλήρη στοιχεία που περιλαμβάνονται στις βεβαιώσεις αποδοχών, καθώς και στοιχείων από το φάκελο του εργοδότη για την εξακρίβωση των μισθών και ημερομισθίων που αυτός κατέβαλε στο προσωπικό που απασχολεί.»
4. Η παρ. 5 του άρθρου 68 του ν. 3518/2006 (Α΄ 272), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3846/2010 (Α΄ 66), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«5. Αν η επιχείρηση ή εκμετάλλευση αλλάξει νόμιμο εκπρόσωπο ή αν υπάρξει μεταβολή των αποδοχών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέσει συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού μόνο ως προς τα νέα στοιχεία, κατά περίπτωση, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τις πιο πάνω μεταβολές. Σε περίπτωση πρόσληψης νέου εργαζόμενου και σε περίπτωση αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέσει, γραπτά ή ηλεκτρονικά, συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού μόνο ως προς τα νέα στοιχεία, το αργότερο ως και την ίδια ημέρα πρόσληψης ή της αλλαγής του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και πάντως πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζόμενους.»
Άρθρο 31
Μικτά κλιμάκια ελέγχου
1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 151 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στα μικτά κλιμάκια ελέγχου των επιχειρήσεων και χώρων εργασίας του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, δύνανται να συμμετέχουν και τα όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 88 παρ. 1 του ν. 3842/2010). Σε αυτήν την περίπτωση ο συντονισμός, η συγκρότηση, ο έλεγχος και η παρακολούθηση της δράσης των μικτών κλιμακίων γίνεται με συνεργασία του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και του Διοικητή του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ή των ειδικά από αυτούς εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων με βαθμό Προϊσταμένου Διεύθυνσης και για το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και των υποδιοικητών του. Μετά την ολοκλήρωση του κοινού ελέγχου, κάθε μέλος του κλιμακίου προβαίνει αυτοτελώς σε όλες τις νόμιμες ενέργειες, όπως αυτές προβλέπονται από τις αρμοδιότητες της υπηρεσίας του.»
2. Στο τέλος της παρ. 8 του άρθρου 30 του ν. 3296/2004 (Α΄253) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Τα όργανα του ΣΔΟΕ δύνανται να συμμετέχουν στα μικτά κλιμάκια ελέγχου των επιχειρήσεων και χώρων εργασίας του πέμπτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 151 του ν. 3655/2008. Ο συντονισμός, η συγκρότηση, ο έλεγχος και η παρακολούθηση της δράσης των μικτών κλιμακίων γίνεται με συνεργασία του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και του Διοικητή του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ή των ειδικά από αυτούς εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων με βαθμό Προϊσταμένου Διεύθυνσης και για το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και των υποδιοικητών του. Μετά την ολοκλήρωση του κοινού ελέγχου τα όργανα του ΣΔΟΕ προβαίνουν αυτοτελώς σε όλες τις νόμιμες ενέργειες, όπως αυτές προβλέπονται από τις αρμοδιότητές τους.»
Άρθρο 32
Ορολογία
1. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται ο όρος «Κοινωνικός Επιθεωρητής», αυτός αντικαθίσταται εφεξής από τον όρο «Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων».
2. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρονται οι όροι «Τεχνικός Επιθεωρητής» και «Υγειονομικός Επιθεωρητής», αυτοί αντικαθίστανται εφεξής από τον κοινό όρο «Επιθεωρητής Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία».
3. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρονται οι όροι «Περιφερειακή Διεύθυνση Κοινωνικής Επιθεώρησης» και «Κέντρο Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου», αυτοί αντικαθίστανται από τον όρο «Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων» και «Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία» της παρ. 1 του άρθρου 10 αντίστοιχα.
4. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται ο όρος «Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης», αντικαθίσταται από τον όρο «Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων» της παρ. 1 του άρθρου 10.
5. Όπου σε διατάξεις που αφορούν στην Επιθεώρηση Εργασίας αναφέρεται ο όρος «Τμήμα» ή «Γραφείο Τεχνικής και Υγειονομικής Επιθεώρησης», αντικαθίστανται από τον όρο «Τμήμα» ή «Γραφείο Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία» της παρ. 1 του άρθρου 10 αντίστοιχα.
6. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται ο όρος «άτομα με ειδικές ανάγκες» (ΑΜΕΑ), αυτός αντικαθίσταται από τον όρο «άτομα με αναπηρία» (ΑμεΑ).
7. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται ο όρος «αδήλωτη εργασία», νοούνται όλες οι αμειβόμενες δραστηριότητες που είναι νόμιμες ως προς τη φύση τους αλλά δεν δηλώνονται στις δημόσιες αρχές, κατά παράβαση των ισχυουσών διατάξεων.
Άρθρο 33
Μεταβατικές − Καταργούμενες διατάξεις
1. Το πάσης φύσεως προσωπικό που υπηρετεί στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας του ν. 2639/1998 (Α΄ 205) εντάσσεται ή μεταφέρεται στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε) που συνιστάται με το άρθρο 1 και ανακατανέμεται στις νέες οργανικές μονάδες. Το ανωτέρω προσωπικό εντάσσεται ή μεταφέρεται με την ίδια εργασιακή σχέση, την οργανική θέση, βαθμό, κλάδο και ειδικότητα που κατέχει. Οι Επιθεωρητές Εργασίας που υπηρετούν στο Σ.ΕΠ.Ε. και στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατά τη δημοσίευση του παρόντος θεωρείται ότι έχουν λάβει την πιστοποίηση του άρθρου 6. Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου, η τοποθέτηση του ανωτέρω προσωπικού γίνεται με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας.
2. Όσοι μόνιμοι υπάλληλοι του Σ.ΕΠ.Ε. και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ανήκουν στους κλάδους ΤΕ Εργοδηγών, ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού, ΔΕ Πληροφορικής και ΔΕ Τεχνικών (εκτός ΔΕ Τεχνικών – Οδηγών) και ασκούν καθήκοντα Επιθεωρητή Εργασίας κατά τη δημοσίευση του παρόντος, εξακολουθούν να τα ασκούν και μετά τη δημοσίευση αυτού.
3. Συμβάσεις μίσθωσης έργου που έχουν συναφθεί με το Σ.ΕΠ.Ε. του ν. 2639/1998 εξακολουθούν να ισχύουν έως τη λήξη τους.
4. Διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη για πλήρωση θέσεων σε κεντρικό ή περιφερειακό επίπεδο, συνεχίζονται κανονικά για λογαριασμό του Σ.ΕΠ.Ε. του άρθρου 1.
Το προσλαμβανόμενο προσωπικό και οι αντίστοιχες οργανικές θέσεις μεταφέρονται στο Σ.ΕΠ.Ε. του άρθρου 1.
5. Οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων της Κεντρικής Υπηρεσίας και των Περιφερειακών Υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. του ν. 2639/1998 τοποθετούνται, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, σε θέσεις Προϊσταμένων στις οργανικές μονάδες όπου μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος ασκούσαν τα καθήκοντά τους ή σε αντίστοιχου επιπέδου οργανικές μονάδες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας που συστήνεται με το άρθρο 1 και εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την επανεπιλογή τους ή την τοποθέτηση νέου Προϊσταμένου.
6. Οι διατάξεις που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη, τις αποδοχές (μισθοδοσία, επιδόματα, έξοδα κίνησης και αποζημιώσεις), το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς του εντασσόμενου ή μεταφερόμενου προσωπικού εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την ένταξή του στο νεοσυστηνόμενο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας.
7. Ο Ειδικός Γραμματέας, ο οποίος μέχρι και σήμερα προΐσταται του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του ν. 2639/1998, μεταφέρεται με τον ίδιο βαθμό και στην ίδια θέση που έχει κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στο νεοσυστηνόμενο με τον παρόντα νόμο Σ.ΕΠ.Ε.
8. Διατάξεις άλλων νόμων και προεδρικών διαταγμάτων που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου εξακολουθούν να ισχύουν.
9. Μέχρι την έναρξη ισχύος του άρθρου 10 ισχύουν το π.δ. 136/1999 (Α΄ 134), το άρθρο 1 του ν. 3762/2009, το άρθρο 11 του ν. 3144/2003, το άρθρο 28 του ν. 2956/ 2001, η υ.α. 80068/2003 (Β΄ 1447) και η υ.α. 80031/2003 (Β΄ 905), καθώς και κάθε άλλη διάταξη που ισχύει κατά τη δημοσίευση του παρόντος και ρυθμίζει διαφορετικά τη διοικητική διάρθρωση των διευθύνσεων και τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε. στις κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες του, την κατανομή των οργανικών θέσεων και αρμοδιοτήτων στο καταργούμενο Σ.ΕΠ.Ε. του ν. 2639/1998. Μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 10 καταργούνται το π.δ. 136/1999, το άρθρο 1 του ν. 3762/2009, το άρθρο 11 του ν. 3144/2003, το άρθρο 28 του ν. 2956/2001, η υ.α. 80068/2003 (Β΄ 1447) και η υ.α. 80031/2003 (Β΄ 905), καθώς και κάθε άλλη αντίθετη διάταξη που προβλέπει διαφορετική ρύθμιση ως προς τη διοικητική διάρθρωση των διευθύνσεων και τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε. στις κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες του, την κατανομή των αρμοδιοτήτων και των οργανικών θέσεων στις υπηρεσίες του.
10. Καθήκοντα Συμφιλιωτή του άρθρου 3 εξακολουθούν να ασκούν όσοι υπάλληλοι και Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων του Σ.ΕΠ.Ε. ασκούν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος τα καθήκοντα αυτά.
11. Το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας του άρθρου 1 αποτελεί καθολικό διάδοχο ως προς όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του ν. 2639/1998.
12. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, συνεχίζονται από το νεοσυστηνόμενο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του άρθρου 1.
13. Η υποπερίπτωση 4 της περίπτωσης Δ΄ της παραγράφου ΙΙ του άρθρου 186 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87) καταργείται.
14. Τα άρθρα 6 έως 17 του ν. 2639/1998 καταργούνται.
15. Το άρθρο 76 του ν. 3746/2009 (Α΄ 27) διατηρείται σε ισχύ.
16. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του ν. 3762/2009 (Α΄ 75) διατηρούνται σε ισχύ.
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΥΠΑΘΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
Άρθρο 34
Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων
«1. Από 1.1.2011 το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Κ.Α.Σ.) καταβάλλεται στους δικαιούχους σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, των οργανισμών κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.), από τους φορείς από τους οποίους συνταξιοδοτούνται, εφόσον πληρούν αθροιστικά τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Οι συνταξιούχοι γήρατος και θανάτου να έχουν συμπληρώσει την 1η Ιανουαρίου 2011 το 60ό έτος της ηλικίας τους. Για τους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας, καθώς και για τα τέκνα που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου του γονέα τους, δεν απαιτείται όριο ηλικίας.
β) Το συνολικό καθαρό ετήσιο εισόδημά τους από συντάξεις (κύριες, επικουρικές και βοηθήματα), μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα που χορηγήθηκαν σε μισθωτό, να μην υπερβαίνει το ποσό των οχτώ χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και εννέα λεπτών (8.472,09 ευρώ).
Για τον προσδιορισμό του εισοδήματος αυτού δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσά που αντιστοιχούν στη σύνταξη αναπήρων και θυμάτων πολεμικής περιόδου κατά την εκτέλεση της στρατιωτικής υπηρεσίας, στην ισόβια σύνταξη σε πολύτεκνες μητέρες (ν. 1892/1990, άρθρο 63 παρ. 4, όπως ισχύει), καθώς και στα προνοιακά βοηθήματα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
γ) Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα του συνταξιούχου να μην υπερβαίνει το ποσό των εννέα χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και έντεκα λεπτών (9.884,11 ευρώ).
δ) Το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα να μην υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ευρώ και ενενήντα λεπτών (15.380,90 ευρώ).
Τα παραπάνω ποσά αφορούν εισοδήματα που δηλώθηκαν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του προηγούμενου οικονομικού έτους.
ε) Το συνολικό ακαθάριστο ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης που καταβάλλεται κατά το μήνα έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως επιδόματα, πλην των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων – Πάσχα και επιδόματος αδείας, να μην υπερβαίνει τα οκτακόσια πενήντα (850,00) ευρώ.
Το ποσό σύνταξης, όπως προσδιορίζεται από το πρώτο εδάφιο, δεν πρέπει να υπερβαίνουν κατά τον πρώτο πλήρη μήνα συνταξιοδότησης και όσοι καταστούν συνταξιούχοι μετά την έναρξη ισχύος του νόμου και έως την 31.12.2011.
Για κάθε έτος, αρχής γενομένης από 1.1.2012 και εξής, εξετάζεται το καταβαλλόμενο ως ανωτέρω ποσό συντάξεων κατά το μήνα έκδοσης της υπουργικής απόφασης της παραγράφου 5 ή το δικαιούμενο ποσό συντάξεων κατά τον πρώτο πλήρη μήνα συνταξιοδότησης, αν η συνταξιοδότηση χωρεί μετά την έκδοση της υπουργικής απόφασης.
στ) Διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα.
2. Το Ε.Κ.Α.Σ. χορηγείται και σε εκείνους που καθίστανται συνταξιούχοι των ανωτέρω οργανισμών κύριας ασφάλισης μετά την 1η Ιανουαρίου 2011, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1.
Στους συνταξιούχους λόγω γήρατος που συμπληρώνουν το όριο ηλικίας μετά την ημερομηνία αυτή, το Ε.Κ.Α.Σ. καταβάλλεται από την 1η του επόμενου μήνα εκείνου που συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους.
3. Ποσό επιδόματος:
α. Για συνολικά ποσά εισοδήματος από συντάξεις (κύριες και επικουρικές), μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα και μέχρι επτά χιλιάδες επτακόσια δεκαπέντε ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (7.715,65 ευρώ) καταβάλλεται επίδομα διακόσια τριάντα ευρώ (230,00 ευρώ) μηνιαίως.
β. Για συνολικά ποσά εισοδήματος από επτά χιλιάδες επτακόσια δεκαπέντε ευρώ και εξήντα έξι λεπτά (7.715,66 ευρώ) μέχρι του ποσού των οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και εννέα λεπτών (8.472,09 ευρώ) καταβάλλεται ποσό μηνιαίου επιδόματος (Ε.Κ.Α.Σ.) σύμφωνα με τα παρακάτω:
βα. Από επτά χιλιάδες επτακόσια δεκαπέντε ευρώ και εξήντα έξι λεπτά (7.715,66 ευρώ) και μέχρι του ποσού των οκτώ χιλιάδων δεκαοκτώ ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (8.018,26 ευρώ) ποσό εκατόν εβδομήντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (172,50 ευρώ).
ββ. Από οκτώ χιλιάδες δεκαοκτώ ευρώ και είκοσι επτά λεπτά (8.018,27 ευρώ) και μέχρι του ποσού των οκτώ χιλιάδων διακοσίων δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (8.219,93 ευρώ) ποσό εκατόν δέκα πέντε ευρώ (115,00 ευρώ).
βγ. Από οκτώ χιλιάδες διακόσια δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα τέσσερα λεπτά (8.219,94 ευρώ) μέχρι του ποσού των οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και εννέα λεπτών (8.472,09 ευρώ) ποσό πενήντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτών (57,50 ευρώ).
γ. Τα ίδια ως άνω ποσά επιδόματος χορηγούνται και στους συνταξιούχους αναπηρίας που λαμβάνουν πλήρη σύνταξη.
Στους συνταξιούχους γήρατος και αναπηρίας που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη, το επίδομα ισούται με τα 2/3 των ανωτέρω ποσών.
Προκειμένου για συνταξιούχους λόγω αναπηρίας, οποιαδήποτε μεταβολή στο ποσοστό αναπηρίας του δικαιούχου εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους στο οποίο καταβάλλεται το Ε.Κ.Α.Σ., δεν επιφέρει οποιαδήποτε μεταβολή στο ποσό του επιδόματος.
Στις περιπτώσεις συνδικαιούχων σύνταξης λόγω θανάτου, τα ποσά του Ε.Κ.Α.Σ. επιμερίζονται κατά το ίδιο ποσοστό επιμερισμού της σύνταξης που προβλέπεται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού φορέα.
4. Για τις περιπτώσεις των συνταξιούχων που πληρούσαν τις προϋποθέσεις για τη λήψη του Ε.Κ.Α.Σ. για το μέχρι 31.12.2010 χρονικό διάστημα, πλην όμως δεν άσκησαν το δικαίωμά τους ή δεν τους καταβλήθηκε το επίδομα και, εφόσον δεν έχει επέλθει παραγραφή σύμφωνα με το άρθρο 137 του ν. 3655/2008 και την παρ. 6 του άρθρου 40 του α.ν. 1846/1951, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 2556/1997, όπως ισχύουν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
5. Από 1.1.2012 και εξής και σε ετήσια βάση τα ποσά που αναφέρονται στα εισοδηματικά κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού δύνανται να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, με βάση το ποσοστό αύξησης του εισοδήματος σε σχέση με το προηγούμενο έτος, που αναφέρεται στο κριτήριο β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και αντιστοιχεί σε συνταξιούχο πλήρους κατώτατου ορίου κύριας σύνταξης γήρατος του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, χωρίς προσαυξήσεις. Με την ίδια απόφαση δύνανται να αναπροσαρμόζονται και τα ποσά του Ε.Κ.Α.Σ. για τις από 1.1.2012 κα εφεξής ετήσιες χρονικές περιόδους, με βάση την εξέλιξη του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του έτους αναπροσαρμογής.
Τα ποσά του Ε.Κ.Α.Σ. που καταβλήθηκαν από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα δεν λαμβάνονται υπόψη για την εξέταση της συνδρομής των εισοδηματικών κριτηρίων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
6. Οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν σύνταξη από περισσότερους του ενός ασφαλιστικούς φορείς κύριας ασφάλισης, το Δημόσιο ή το ΝΑΤ επιλέγουν με αίτησή τους τον φορέα που θα καταβάλλει το επίδομα. Σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης εκ μέρους του συνταξιούχου είτε για τον φορέα καταβολής του επιδόματος είτε για τα εισοδηματικά στοιχεία, καθώς και σε περίπτωση πολλαπλής είσπραξης του επιδόματος, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά του επιδόματος παρακρατούνται στο διπλάσιο, από το ποσό της κύριας σύνταξης, σε έξι (6) μηνιαίες δόσεις, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του ασφαλιστικού οργανισμού.
7. Ο έλεγχος των εισοδηματικών κριτηρίων χορήγησης του επιδόματος για κάθε έτος διενεργείται το αργότερο μέχρι το τέλος του Απριλίου του αντίστοιχου έτους και σε καμία περίπτωση δεν χορηγούνται ποσά Ε.Κ.Α.Σ. σε μη δικαιούχους από την 1η Μαΐου του ίδιου έτους.
8. Το ποσό του Ε.Κ.Α.Σ. δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Κλάδου Ασθένειας των οικείων ταμείων ούτε στην Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄115).
9. Η δαπάνη των ασφαλιστικών φορέων για την καταβολή του Ε.Κ.Α.Σ. καλύπτεται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
10. Το Ε.Κ.Α.Σ. αποτελεί ειδική μη ανταποδοτικού τύπου παροχή σε χρήμα, καταβαλλόμενο με την προϋπόθεση της μόνιμης διαμονής στην Ελλάδα και δεν εξάγεται.
11. Ελάχιστη παροχή κατά την έννοια του άρθρου 58 του Κανονισμού (ΕΚ)883/2004 είναι το ποσό της βασικής σύνταξης του άρθρου 2 του ν. 3863/2010, όπως διαμορφώνεται κάθε φορά. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης κρίνονται με τις ανωτέρω διατάξεις.»
2. α. Ειδικά για τους κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού δικαιούχους σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου των Οργανισμών Κύριας Ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και του NAT, καταβάλλεται από τον επόμενο της δημοσίευσης του νόμου αυτού μήνα ποσό ΕΚΑΣ 30 ευρώ μηνιαίως, εφόσον πληρούν αθροιστικά τις παρακάτω προϋποθέσεις:
αα) Το συνολικό καθαρό ετήσιο εισόδημά τους από συντάξεις (κύριες, επικουρικές και βοηθήματα), μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα, κυμαίνεται από 8.472,10 ευρώ μέχρι 9.200,00 ευρώ.
ββ) Το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 13.500,00 ευρώ.
Τα παραπάνω ποσά αφορούν εισοδήματα που δηλώθηκαν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του προηγούμενου οικονομικού έτους.
γγ) Πληρούν όλες τις λοιπές προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν. 2434/1996 (Α΄188), όπως ισχύει.
β. Το ανωτέρω ποσό του ΕΚΑΣ χορηγείται και σε εκείνους που καθίστανται συνταξιούχοι των ανωτέρω Οργανισμών Κύριας Ασφάλισης μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου αυτής. Στους συνταξιούχους λόγω γήρατος ή θανάτου που συμπληρώνουν το απαιτούμενο όριο ηλικίας μετά την δημοσίευση του νόμου, το ανωτέρω ποσό ΕΚΑΣ καταβάλλεται από την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου που συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους, με εξαίρεση τους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας, καθώς και τα τέκνα που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου του γονέα τους, για τους οποίους δεν απαιτείται όριο ηλικίας.
γ. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3 και των παραγράφων 5 έως 11 του άρθρου 20 του ν. 2434/1996 (Α΄ 188), όπως ισχύει.
Άρθρο 35
Ρυθμίσεις ασφάλισης ασθένειας − Κάλυψη ανέργων
1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 31 του α.ν. 1846/1951 προστίθενται παράγραφοι ως εξής:
«1.Α. Οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, καθώς και τα μέλη οικογένειάς τους, που αναφέρονται στο άρθρο 33 για την περίοδο από 1.3.2011 έως 29.2.2012 καλύπτονται από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ για παροχές ασθένειας σε είδος, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον πενήντα (50) ημέρες ασφάλισης, είτε το προηγούμενο ημερολογιακό έτος είτε κατά το τελευταίο δεκαπεντάμηνο, χωρίς να συνυπολογίζονται οι ημέρες που πραγματοποιήθηκαν κατά το τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο του δεκαπενταμήνου.
1.Β. Οι εργαζόμενοι της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης Περάματος, καθώς και των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά και Ελευσίνας και τα μέλη της οικογένειάς τους, που αναφέρονται στο άρθρο 33 για την περίοδο από 1.3.2009 μέχρι 28.2.2013, καλύπτονται από το ΙΚΑ− ETAM για παροχές ασθένειας σε είδος, χωρίς την προϋπόθεση συμπλήρωσης ημερών ασφάλισης.
1.Γ. Οι ρητινοσυλλέκτες και τα μέλη της οικογένειάς τους, που αναφέρονται στο άρθρο 33, κάτοικοι των περιοχών που έχουν χαρακτηρισθεί ως πυρόπληκτες και ασφαλίζονται στο ΙΚΑ − ΕTΑΜ, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αριθ. 2450/24.1.1967 Α.Υ.Ε. (Β΄ 70), για τη περίοδο από 1.3.2009 μέχρι 28.2.2013, καλύπτονται από το ΙΚΑ − ETAM για παροχές ασθένειας σε είδος, εφόσον είχαν δικαίωμα παροχών σε είδος το έτος 2007.
1.Δ. Οι ξενοδοχοϋπάλληλοι, οι οποίοι το 2009 απασχολήθηκαν σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις του νομού Κέρκυρας, που δεν λειτούργησαν το έτος 2010 και τα μέλη οικογενείας τους, καλύπτονται από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ για παροχές ασθένειας σε είδος για την περίοδο από 1.3.2011 έως 29.2.2012, εφόσον είχαν τις απαιτούμενες χρονικές προϋποθέσεις για το έτος 2009.
Για την ασφάλιση των παραπάνω προσώπων, ο ΟΑΕΔ καταβάλλει στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ για τον Κλάδο Ασθένειας σε είδος μηνιαία εισφορά σε ποσοστό 6,45% επί του εκάστοτε βασικού ημερήσιου επιδόματος ανεργίας.»
2. Η ασφαλιστική κάλυψη των ανέργων που έχουν κάνει χρήση των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 2768/1999 (Α΄ 273), παρατείνεται για ένα έτος από τη λήξη της και πάντως όχι πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2011.
Κατά τα λοιπά ισχύουν τα αναφερόμενα στις επί μέρους διατάξεις του παραπάνω νόμου και ο ΟΑΕΔ υποχρεούται να καταβάλλει την προβλεπόμενη εισφορά στους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Άρθρο 36
Προστασία από απόλυση λόγω μητρότητας
1. Η παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 1483/1984 (Α΄ 153) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων.
Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη.»
2. Η αληθής έννοια του άρθρου 142 του ν. 3655/2008 είναι ότι στο πεδίο εφαρμογής αυτού εμπίπτει η μητέρα που είναι ασφαλισμένη του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, εργάζεται με σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού τομέα και για την εναλλακτική χρήση του μειωμένου ωραρίου ως άδειας για φροντίδα του παιδιού καλύπτεται αποκλειστικά και μόνο από τις ρυθμίσεις της εκάστοτε ισχύουσας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Ε.Ε.), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. των ετών 2004−2005.
3. Το πέμπτο εδάφιο του άρθρου 142 του ν. 3655/2008 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Ο χρόνος της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στους κλάδους κύριας σύνταξης και ασθένειας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, καθώς και στους οικείους φορείς επικουρικής ασφάλισης, οι δε προβλεπόμενες εισφορές υπολογίζονται επί του κατά περίπτωση αναφερόμενου παραπάνω ποσού, από το οποίο ο ΟΑΕΔ παρακρατεί την προβλεπόμενη εισφορά ασφαλισμένου και την αποδίδει στους αρμόδιους φορείς μαζί με την προβλεπόμενη εισφορά εργοδότη που βαρύνει τον ΟΑΕΔ. Ο χρόνος ασφάλισης, που έχει διανυθεί από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου θεωρείται χρόνος ασφάλισης στον Κλάδο Ασθένειας σε είδος και σε χρήμα του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.»
4. Η παρ. 2 του άρθρου 148 του ν. 3655/2008 αντικαθίσταται από την έναρξη ισχύος του ν. 3655/2008 ως ακολούθως:
«2. Οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ δικαιούνται επίδομα ασθένειας, εφόσον πέραν των λοιπών προϋποθέσεων που ορίζονται από διατάξεις του Κανονισμού του έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον εκατό (100) ημέρες ασφάλισης, οι οποίες από 1.1.2009 αυξάνονται ανά δέκα (10) κατ’ έτος και μέχρι εκατόν είκοσι (120). Προκειμένου για οικοδόμους, οι ογδόντα ημέρες της παρ. βα΄ του άρθρου 35 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) αυξάνονται από την ίδια ως άνω ημερομηνία ανά δέκα (10) κατ’ έτος και μέχρι εκατό (100).»
Άρθρο 37
Συνταξιοδότηση γονέων, συζύγων και αδελφών αναπήρων
1. Η παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 61 του ν. 3518/2006 και τροποποιήθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 53 του ν. 3518/2006 και το άρθρο 140 του ν. 3655/2008, αντικαθίσταται ως εξής:
«4.α. Γονείς και αδέλφια ατόμων άγαμων με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, τα οποία δεν εργάζονται και δεν νοσηλεύονται σε ιδρύματα με δαπάνη ασφαλιστικού ή άλλου δημόσιου φορέα, καθώς και σύζυγοι αναπήρων με ποσοστό 80% και άνω, εφόσον έχουν διανύσει τουλάχιστον δεκαετή έγγαμο βίο, ασφαλισμένοι σε φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 7.500 ημερών εργασίας ή 25 ετών πραγματικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση.
Για τη συμπλήρωση του ανωτέρω προσδιοριζόμενου χρόνου λαμβάνεται υπόψη μόνο ο χρόνος στρατιωτικής θητείας που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1358/1983 (Α΄ 64), ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών του άρθρου 6 του ν. 1483/1984 (Α΄ 153), που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς κατά τα οριζόμενα στην παρ. 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως ισχύει κάθε φορά, καθώς και ο προβλεπόμενος από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας, με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης ζ΄ του παρόντος άρθρου ως προς τους αναγνωριζόμενους χρόνους των ασφαλισμένων του ΟΓΑ.
Το δικαίωμα συνταξιοδότησης ασκείται διαζευκτικά από τον ένα γονέα ή, στην περίπτωση των αδελφών, από έναν αδελφό/ή σε έναν φορέα κύριας και σε έναν φορέα επικουρικής ασφάλισης, υπό τους όρους και προϋποθέσεις των επόμενων περιπτώσεων και δεν ισχύει για χορήγηση δεύτερης σύνταξης.
β. Για την άσκηση του δικαιώματος από το γονέα του ανάπηρου τέκνου, πρέπει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση, ο έτερος γονέας να μην λαμβάνει ή να μη δικαιούται σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο, να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 2.400 ημέρες ή 8 έτη πραγματικής ασφάλισης εκ των οποίων 600 ημέρες ή 2 έτη τα τελευταία 4 χρόνια, σε φορείς κύριας ασφάλισης ή/και το Δημόσιο και να εργάζεται.
Αν ο γάμος λυθεί, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που έχει την επιμέλεια του ανάπηρου παιδιού με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Αν το παιδί είναι ενήλικο, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που είχε την επιμέλεια όσο ήταν ανήλικο. Αν η ενηλικίωση επήλθε πριν τη λύση του γάμου, το δικαίωμα ασκείται από έναν από τους δύο γονείς με τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης αυτής.
Σε περίπτωση που το ανάπηρο παιδί έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που έχει ορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης.
γ. Για την άσκηση του δικαιώματος από τον αδελφό/ή πρέπει για τουλάχιστον μία πενταετία πριν την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για συνταξιοδότηση:
αα) να έχει οριστεί δικαστικός συμπαραστάτης του/της αδελφού/ής με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας ή ββ) ο/η με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω αδελφός/ή να συνοικεί αποδεδειγμένα και να τον βαρύνει. Κατά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης οι δύο αδελφοί απαιτείται να είναι ορφανοί και από τους δύο γονείς ή ο εν ζωή γονέας να είναι ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω.
Σε περίπτωση παύσης της δικαστικής συμπαράστασης ή διακοπής της συνοίκησης, η σύνταξη διακόπτεται από την ημερομηνία της παύσης ή της διακοπής αντίστοιχα και επαναχορηγείται εφόσον συντρέξουν εκ νέου οι προϋποθέσεις του παρόντος.
δ. Για την άσκηση του δικαιώματος απαιτείται η υποβολή εκ μέρους του έτερου ασφαλισμένου γονέα υπεύθυνης δήλωσης προς τον οικείο ασφαλιστικό του φορέα ή τους φορείς, αν συντρέχει ασφάλιση σε περισσότερους του ενός ή το Δημόσιο, ότι δεν έχει και δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα συνταξιοδότησης που του παρέχει η παρούσα διάταξη.
ε. Αν το ανάπηρο παιδί ή σύζυγος ή αδελφός ή αδελφή αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχοληθεί, αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης για όσο χρόνο διαρκεί η εργασία ή η αυτοαπασχόληση. Το καταβαλλόμενο ποσό σύνταξης δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το πλήρες κατώτατο όριο σύνταξης λόγω γήρατος, που καταβάλλεται κάθε φορά από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα.
στ. Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται και για εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του οριστική απόφαση συνταξιοδότησης.
ζ. Για τους ασφαλισμένους του ΟΓΑ γονείς και αδελφούς ατόμων αγάμων, καθώς και συζύγους αναπήρων, απαιτούνται, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, 20 έτη ασφάλισης και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31.12.2012 και 25 έτη ασφάλισης και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στον Κλάδο για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2013 και εξής. Για τη συμπλήρωση των προαναφερόμενων χρονικών προϋποθέσεων λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3232/2004, ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης σε φορείς κύριας ασφάλισης και ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε υπό τη νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας κρατών−μελών της Ε.Ε., χωρών του Ε.Ο.Χ. ή της Ελβετίας ή χωρών με τις οποίες έχει συναφθεί διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας.
Στη χορηγούμενη σύνταξη προστίθεται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2458/1997, η συνταξιοδοτική παροχή που προβλέπεται από το άρθρο 4 του ν. 4169/1961, όπως ισχύει, επιφυλασσομένων των διατάξεων του εδαφίου δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, καθώς και αυτών της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 1287/1982, εφόσον έχουν συμπληρωθεί οι ως άνω χρονικές προϋποθέσεις ασφάλισης στον Κλάδο, χωρίς να συνυπολογίζεται στην περίπτωση αυτή ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης σε φορείς κύριας ασφάλισης, καθώς και ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας.»
2. α. Η περίπτωση γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«γ. Εξαιρούνται της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, καθώς και οι συνταξιούχοι της παρ. 3 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως ισχύει, και της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), που λαμβάνουν προσαύξηση της σύνταξής τους λόγω απόλυτης αναπηρίας.»
β. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 32 του ν. 3896/2010 (Α΄ 207) τροποποιείται ως εξής :
«Ειδικά για το εξωϊδρυματικό επίδομα που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι των ασφαλιστικών Οργανισμών κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του NAT, καθώς και για το επίδομα απόλυτης αναπηρίας με το οποίο προσαυξάνεται η σύνταξη των τυφλών συνταξιούχων των Οργανισμών αυτών, ως δώρο εορτών Χριστουγέννων χορηγείται ολόκληρο το ποσό του μηνιαίου καταβαλλόμενου επιδόματος απόλυτης αναπηρίας ή του εξωϊδρυματικού επιδόματος, ενώ ως δώρο Πάσχα και επιδόματος αδείας το ήμισυ του μηνιαία καταβαλλόμενου επιδόματος απόλυτης αναπηρίας ή του εξωϊδρυματικού επιδόματος αντίστοιχα.»
3. α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:
«1. Ο/η διαζευγμένος/η, σε περίπτωση θανάτου του/της πρώην συζύγου δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου του/της πρώην συζύγου από τους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το ΝΑΤ εφόσον πληροί αθροιστικά τις εξής προϋποθέσεις:».
β. Το στοιχείο γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:
«γ. Δέκα (10) έτη έγγαμου βίου μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.»
γ. Το στοιχείο ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:
«ε. Συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα το οποίο να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού των εκάστοτε καταβαλλόμενων από τον Ο.Γ.Α. ετήσιων συντάξεων στους ανασφάλιστους υπερήλικες.»
δ. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:
«2. Το ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης που δικαιούται ο/η διαζευγμένος/η καθορίζεται ως εξής:
α. Σε περίπτωση θανάτου του/της πρώην συζύγου, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 75% στο χήρο ή χήρα και 25% στον/στη διαζευγμένο/η. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα μειώνεται κατά 1% στο χήρο ή χήρα και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον/στη διαζευγμένο/η.
Προκειμένου περί έγγαμου βίου που διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο ή χήρα και 50% στον/στη διαζευγμένο/η.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις εάν ο θανών ή η θανούσα δεν καταλείπει χήρο ή χήρα, ο/η διαζευγμένος/η δικαιούται το αυτό ποσοστό του/της διαζευγμένου/ης κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος ή η χήρα.
β. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον/τη διαζευγμένο/η κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.»
ε. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
4. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 612/1977 (Α΄164) εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους των ασφαλιστικών οργανισμών, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι πάσχουν από κυστική ίνωση ή μόνιμη ορθοκυστική διαταραχή, εφόσον για τις παθήσεις τους αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Άρθρο 38
Επιτάχυνση διαδικασίας απονομής συντάξεων
1. Οι ασφαλιστικοί φορείς κύριας ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, το Δημόσιο και το ΝΑΤ υποχρεούνται, εφόσον έχει εκδοθεί βεβαίωση χρόνου ασφάλισης, να εκδίδουν την οριστική απόφαση συνταξιοδότησης το αργότερο μέσα σε τρεις (3) μήνες από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης και των δικαιολογητικών που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις. Σε περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης, το παραπάνω χρονικό διάστημα επιμηκύνεται σε έξι (6) μήνες.
2. Για τη συνταξιοδότηση ασφαλισμένων λόγω αναπηρίας, η προθεσμία που αναφέρεται στην ανωτέρω παράγραφο αρχίζει από την κοινοποίηση στον φορέα ή την υποβολή από τον ενδιαφερόμενο της οριστικής γνωμάτευσης της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής.
3. Αν δεν είναι δυνατή για οποιονδήποτε λόγο η έκδοση της οριστικής συνταξιοδοτικής απόφασης εντός της προθεσμίας της παραγράφου 1, ο ασφαλιστικός φορέας εκδίδει πράξη προσωρινής σύνταξης μέσα σε χρονικό διάστημα σαράντα πέντε ημερών από την υποβολή της αίτησης που συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 σχετικά με το χρόνο ασφάλισης στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία και την υποβολή των δικαιολογητικών που απαιτούνται και εβδομήντα πέντε (75) ημερών, σε περίπτωση συνταξιοδότησης με διαδοχική ασφάλιση.
Το ύψος του ποσού της προσωρινής σύνταξης αντιστοιχεί τουλάχιστον με το 80% της σύνταξης που προκύπτει από το χρόνο ασφάλισης και τις εισφορές ή τις αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη κατά περίπτωση για τον υπολογισμό της σύνταξης και προκειμένου για το ΙΚΑ − ΕΤΑΜ με τις μεικτές αποδοχές που έλαβε ο ασφαλισμένος το μήνα Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης ή σε περίπτωση προγενέστερης διακοπής της ασφάλισής του, τον τελευταίο μήνα απασχόλησής του, όπως οι αποδοχές αυτές προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα ασφαλιστικά βιβλιάρια. Σε κάθε περίπτωση το ποσό της προσωρινής σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του 90% του εκάστοτε ισχύοντος κατά κατηγορία σύνταξης Κατώτατου Ορίου.
Το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται στον ασφαλισμένο με την προσωρινή σύνταξη συμψηφίζεται με το ποσό της σύνταξης που προκύπτει μετά την έκδοση της οριστικής πράξης απονομής της σύνταξης.
Εάν μετά τον έλεγχο των δικαιολογητικών για την έκδοση της οριστικής πράξης απονομής της σύνταξης, διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ή ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στην υπεύθυνη δήλωση του ασφαλισμένου δεν είναι ακριβή, θα αναζητηθούν τα ποσά συντάξεων που εισπράχθηκαν ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Αν δεν προκύπτει υπαιτιότητα του ασφαλισμένου, η επιστροφή των ποσών θα γίνεται άτοκα.
Σε κάθε περίπτωση, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ή εβδομήντα πέντε (75) ημέρες αντίστοιχα σε περίπτωση συνταξιοδότησης με διαδοχική ασφάλιση από την υποβολή της αίτησης, πρέπει να εκδοθεί αιτιολογημένη πράξη απόρριψης της αίτησης για προσωρινή σύνταξη ή πράξη προσωρινής συνταξιοδότησης.
Για τις συνταξιοδοτικές περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, στην καταβολή της ως άνω προσωρινής σύνταξης, υποχρεούται ο τελευταίος φορέας, εφόσον διαπιστώνεται ότι από το συνολικό χρόνο ασφάλισης που αναφέρεται στην υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος συντρέχουν οι ελάχιστες χρονικές προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση, σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
Στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης και εφόσον ο απονέμων φορέας είναι διαφορετικός από εκείνον που χορηγεί την προσωρινή σύνταξη, τα ποσά σύνταξης που καταβλήθηκαν από τον φορέα αυτόν δεν αναζητούνται από τον ασφαλισμένο, αλλά συμψηφίζονται με τα ποσά σύνταξης που οφείλει να καταβάλλει ο απονέμων Οργανισμός.
4. Όταν ο απονέμων τη σύνταξη φορέας είναι το Δημόσιο, οι προβλεπόμενες στις παραγράφους 1 και 3 προθεσμίες ξεκινούν μετά την καταβολή των τρίμηνων αποδοχών.
5. Η διάταξη για την έκδοση της προσωρινής σύνταξης δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Όταν ο ασφαλισμένος με δήλωσή του δεν επιθυμεί την έκδοση προσωρινής σύνταξης.
β. Όταν οι ασφαλισμένοι δεν πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης.
γ. Όταν για τη συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων πρέπει να εφαρμοστούν οι Κανονισμοί 883/2004 και 987/2009 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι διμερείς συμβάσεις κοινωνικής ασφάλειας, εκτός των περιπτώσεων που θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα μόνο με το χρόνο ασφάλισης σε ελληνικό ασφαλιστικό φορέα.
δ. Όταν οι ασφαλισμένοι δεν έχουν καταθέσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
ε. Όταν ζητείται σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου/ης από τους γονείς του.
στ. Όταν λαμβάνεται ταυτόχρονα και άλλη σύνταξη.
ζ. Όταν δεν έχει διακοπεί η εργασία κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
η. Όταν είναι απαραίτητη η προηγούμενη αναγνώριση χρόνων ασφάλισης για θεμελίωση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων.
θ. Όταν υπάρχουν οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές ποσού που υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από τις σχετικές διατάξεις ποσά.
6. Για την επιτάχυνση των διαδικασιών έκδοσης συνταξιοδοτικών αποφάσεων ορίζονται κλιμάκια από υπαλλήλους των ασφαλιστικών οργανισμών που υπηρετούν ή έχουν υπηρετήσει δύο (2) τουλάχιστον χρόνια σε υπηρεσίες ανακεφαλαίωσης χρόνου ασφάλισης ή απονομής ή πληρωμής συντάξεων και διαθέτουν την ανάλογη εμπειρία.
Τα ανωτέρω κλιμάκια, με βάση τις αρμοδιότητες εκάστου, διακρίνονται σε δύο (2) κατηγορίες, ως ακολούθως: α) Κλιμάκιο Ανακεφαλαίωσης Χρόνου Ασφάλισης και β) Κλιμάκιο Απονομής και Πληρωμής Προσωρινών και Οριστικών Συντάξεων.
Η συμμετοχή στα κλιμάκια είναι προαιρετική, η δε σχετική βούληση εκδηλώνεται με υποβολή αίτησης προς τον Διοικητή ή Πρόεδρο του οικείου ασφαλιστικού φορέα, ο οποίος και εκδίδει την απόφαση ορισμού τους ως πιστοποιημένων εισηγητών, μετά την επιτυχή συμμετοχή τους σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα, σχετικό με την αρμοδιότητα του κλιμακίου, στο οποίο θα ενταχθούν.
Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ο συντονιστής ανά κλιμάκιο.
Οι πιστοποιημένοι εισηγητές υποχρεούνται να παρέχουν υπηρεσίες ενημέρωσης πολιτών από τα Κέντρα Ενημέρωσης Ασφαλισμένων και Συνταξιούχων (Κ.Π.Α.Σ.) για δύο (2) ημέρες κάθε μήνα.
Οι πιστοποιημένοι εισηγητές εργάζονται και εκτός ωραρίου εργασίας, για την απασχόλησή τους δε αυτή και με βάση το παραγόμενο έργο καταβάλλεται μηνιαία αποζημίωση κατά παρέκκλιση των περιορισμών της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40).
7. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. του οικείου ασφαλιστικού φορέα, ρυθμίζεται κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εκπαίδευση των συμμετεχόντων, τη λειτουργία των κλιμακίων και τη μέτρηση του παραγόμενου έργου, τόσο κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας όσο και εκτός αυτού.
Το ύψος της αποζημίωσης, καθώς και ο τρόπος και οι προϋποθέσεις καταβολής της καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από εισήγηση των Δ.Σ. των ασφαλιστικών οργανισμών.
Άρθρο 39
Πλασματικός χρόνος παιδιών
1. Η παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 3029/2002, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 141 του ν. 3655/2008, αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Στους ασφαλισμένους των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ), οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τις προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από 1.1.2011 και εφεξής, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, αναγνωρίζεται πλασματικός χρόνος για κάθε παιδί, ο οποίος ανέρχεται σε 1 έτος ή 300 ημέρες ασφάλισης για το πρώτο παιδί και σε 2 έτη ή 600 ημέρες ασφάλισης για κάθε επόμενο παιδί και μέχρι το τρίτο.
Ο χρόνος που αναγνωρίζεται λαμβάνεται υπόψη τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης, υπό την προϋπόθεση ότι οι ασφαλισμένοι έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 3.600 ημέρες ή 12 έτη πραγματικής ή προαιρετικής ασφάλισης. Ο χρόνος αυτός συνυπολογίζεται επιπλέον του χρόνου που αναγνωρίζεται με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 1483/1984 (Α΄ 153), όπως ισχύουν.
Αν συντρέχει ασφάλιση σε περισσότερους του ενός φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο, το δικαίωμα αναγνώρισης του ανωτέρω χρόνου ασκείται σε έναν μόνο φορέα κύριας και σε έναν φορέα επικουρικής ασφάλισης, κατ’ επιλογή.
Ο εν λόγω αναγνωριζόμενος χρόνος δεν συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης για τη συνταξιοδότηση των μητέρων ανήλικων ή ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία παιδιών και χήρων πατέρων ανήλικων ή ανάπηρων παιδιών, των κατά περίπτωση απαιτούμενων ημερών ασφάλισης στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, του προβλεπόμενου από καταστατικές διατάξεις χρόνου για συνταξιοδότηση σε περίπτωση απόλυσης, καθώς και για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης ή προσαύξηση της σύνταξης με τις ειδικές διατάξεις του ν. 3717/2008 (Α΄ 239), του άρθρου 74 του ν. 3371/2005 (Α΄178) και του άρθρου 34 του ν. 3762/2009 (Α΄ 75 ).
Η αναγνώριση του ανωτέρω πλασματικού χρόνου γίνεται κατόπιν αίτησης των ενδιαφερομένων και την καταβολή, για κάθε μήνα, ποσού εξαγοράς υπολογιζόμενου με ποσοστό 20% για τους φορείς κύριας ασφάλισης και 6% για τους φορείς επικουρικής ασφάλισης, επί του 25πλάσιου του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
Οι ασφαλιστικές εισφορές για την αναγνώριση αυτή καταβάλλονται είτε εφάπαξ, εντός τριμήνου από την κοινοποίηση της απόφασης, οπότε παρέχεται έκπτωση 15%, είτε σε μηνιαίες δόσεις, ο αριθμός των οποίων είναι ίσος με τους αναγνωριζόμενους μήνες. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης. Καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται επιβάρυνσή της με τα εκάστοτε προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη. Σε περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξησης του ποσού της σύνταξης, πριν το χρόνο εξόφλησης της εισφοράς εξαγοράς, παρακρατείται κάθε μήνα από τη σύνταξη και μέχρι την εξόφληση, ποσό ίσο με το 1/4 του ποσού της σύνταξης. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα, αν το οφειλόμενο ποσό από οποιαδήποτε αιτία δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται στο άρθρο 61 του ν. 3863/2010, όπως ισχύει.»
2. Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με προϋποθέσεις που ίσχυαν μέχρι και 31.12.2010, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 141, του ν. 3655/2008, όπως ίσχυαν μέχρι την αντικατάστασή τους από το άρθρο αυτό.
Άρθρο 40
Αναγνώριση χρόνων ασφάλισης
Το άρθρο 40 του ν. 2084/1992, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ως χρόνος ασφάλισης στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης λογίζεται, πλην του χρόνου πραγματικής ή προαιρετικής ασφάλισης: α) ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας, β) ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών, γ) ο χρόνος επιδότησης λόγω ασθένειας και μέχρι 300 ημέρες, καθώς και ο χρόνος επιδότησης λόγω τακτικής ανεργίας και μέχρι 300 ημέρες, δ) ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας άνευ αποδοχών και μέχρι δύο έτη, ε) ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση ενός μόνο πτυχίου ανώτερης ή ανώτατης σχολής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής ή διπλώματος επαγγελματικής κατάρτισης μεταδευτεροβάθμιου Ινστιτούτου Επαγγελματικής Κατάρτισης ή διπλώματος Σχολής Ξεναγών, καθώς και ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση πτυχίου, μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας, σε μέσες τεχνικές και επαγγελματικές σχολές ή σε μονάδες της δευτεροβάθμιας τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης από την έναρξη ισχύος του ν. 576/1977 (Α΄ 102) και μετά ή στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο, ο οποίος είναι ίσος με τον κατά το χρόνο αποφοίτησης επίσημο χρόνο σπουδών της οικείας σχολής, στ) ο χρόνος για τον οποίο δεν έχει χωρήσει ασφάλιση σε φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, μετά την υπαγωγή, για πρώτη φορά, στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο και ο οποίος δεν μπορεί να είναι λιγότερος από έναν πλήρη ημερολογιακό μήνα σε κάθε περίπτωση κενού ασφάλισης μεταξύ περιόδων ασφάλισης, ζ) ο προβλεπόμενος από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας, η) ο χρόνος απεργίας, θ) ο πλασματικός χρόνος της παρ. 1 του άρθρου 141 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), που αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, όπως ισχύουν, ι) ο χρόνος μαθητείας, όπως ορίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις και μέχρι δύο έτη, ια) ο χρόνος προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης που εκτίθηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2510/1997 (Α΄ 136) για το στρατιωτικό αδίκημα της ανυπακοής ή της ανυποταξίας του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, στο οποίο υπέπεσαν στρατεύσιμοι που αρνήθηκαν την εκπλήρωση της στρατιωτικής υπηρεσίας επικαλούμενοι τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις, ιβ) ο χρόνος που μεσολαβεί από την απόκτηση του πτυχίου μέχρι και την απόκτηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος στους ασφαλισμένους στον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, την Ειδική Προσαύξηση και τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ).
2. Η αναγνώριση και εξαγορά του χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1358/1983 (Α΄ 60), όπως ισχύουν κάθε φορά. Στις περιπτώσεις που θεμελιώνεται συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από 1.1.2011 μέχρι 31.12.2014, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις, το ποσό για την εξαγορά του χρόνου της στρατιωτικής θητείας στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης μειώνεται κατά 30%. Για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από 1.1.2015 και εφεξής, το ανωτέρω ποσό μειώνεται κατά 50%. Σε κάθε περίπτωση το καταβλητέο ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο αυτού που προκύπτει με βάση υπολογισμού ανά μήνα αναγνώρισης, το 25πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη.
Ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών αναγνωρίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1483/1984 (Α΄ 153), τόσο για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για προσαύξηση του ποσού της σύνταξης και εξαγοράζεται βάσει του ποσοστού εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, που ισχύει σε κάθε φορέα επί του 25πλάσιου του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, που ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης.
Οι χρόνοι των περιπτώσεων γ΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 συνυπολογίζονται μόνο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και όχι για τον προσδιορισμό του δικαιούμενου ποσού σύνταξης.
Ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας και ο χρόνος απεργίας αναγνωρίζονται με αίτηση του ενδιαφερομένου, τόσο για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για προσαύξηση του ποσού της σύνταξης και εξαγοράζονται βάσει του ποσοστού εισφοράς εργοδότη και ασφαλισμένου του οικείου φορέα και των αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ή των αποδοχών του τελευταίου μήνα πλήρους απασχόλησης, μη δυναμένων τούτων να υπολείπονται του 25πλάσιου του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, που ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης, το ποσό δε της εξαγοράς βαρύνει τον ασφαλισμένο. Η αίτηση υποβάλλεται στον ασφαλιστικό οργανισμό που υπαγόταν ο ασφαλισμένος κατά το χρόνο χορήγησης της εκπαιδευτικής άδειας ή της απεργίας και συνοδεύεται από βεβαίωση του εργοδότη, από την οποία να προκύπτει ο λόγος χορήγησης και η διάρκεια της άδειας ή της απεργίας.
Ο χρόνος φοίτησης σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές, ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση διπλώματος επαγγελματικής κατάρτισης μεταδευτεροβάθμιου Ινστιτούτου Επαγγελματικής Κατάρτισης ή διπλώματος Σχολής Ξεναγών, καθώς και ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση πτυχίου, μετά την συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας, σε μέσες τεχνικές και επαγγελματικές σχολές ή σε μονάδες της δευτεροβάθμιας τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης από την έναρξη ισχύος του ν. 576/1977 και μετά ή στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο, ο χρόνος μαθητείας, καθώς και ο χρόνος για τον οποίο δεν έχει χωρήσει ασφάλιση σε φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, μετά την υπαγωγή, για πρώτη φορά, στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα ή του Δημοσίου, αναγνωρίζονται, μετά από αίτηση του ασφαλισμένου, για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης με την καταβολή, για κάθε μήνα, ποσού εξαγοράς υπολογιζόμενου με ποσοστό 20% για τους φορείς κύριας ασφάλισης και 6% για τους φορείς επικουρικής ασφάλισης, επί του 25πλάσιου του ΗΑΕ, όπως ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
Ο χρόνος της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης που εκτίθηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2510/1997 για το στρατιωτικό αδίκημα της ανυπακοής ή της ανυποταξίας του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα αναγνωρίζεται και εξαγοράζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 και των παραγράφων 1 − 4 του άρθρου 2 του ν. 1358/1983, όπως ισχύει, χωρίς τις μειώσεις που προβλέπονται από την παρούσα παράγραφο για την αναγνώριση στρατιωτικής υπηρεσίας για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2011 και εφεξής.
3. Οι χρόνοι της παραγράφου 1 αναγνωρίζονται και στην Ειδική Προσαύξηση του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) με την καταβολή ποσού εξαγοράς υπολογιζόμενου με το εκάστοτε ισχύον ασφάλιστρο άνω πενταετίας για την Ειδική Προσαύξηση επί του 25πλάσιου του ΗΑΕ, όπως ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
Οι ασφαλισμένοι του Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών του ΕΤΑΑ που έχουν υπαχθεί και στην κατηγορία Μονοσυνταξιούχων, εφόσον αναγνωρίσουν χρόνους ασφάλισης της παραγράφου αυτής, υποχρεούνται να αναγνωρίσουν το αντίστοιχο διάστημα και στην κατηγορία Μονοσυνταξιούχων, με καταβολή της ισχύουσας κάθε φορά εισφοράς.
Για την αναγνώριση του χρόνου που μεσολαβεί απο την απόκτηση του πτυχίου μέχρι και την απόκτηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος στον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, την Ειδική Προσαύξηση και τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) καταβάλλεται μηνιαία εισφορά σε ποσοστό 20% για τον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων στο εκάστοτε ισχύον ασφάλιστρο άνω 5ετίας για την Ειδική Προσαύξηση και σε ποσοστό 6% για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ), επί του 25πλάσιου του ΗΑΕ, όπως ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
4. Οι ασφαλιστικές εισφορές για τις αναγνωρίσεις των προηγούμενων παραγράφων καταβάλλονται είτε εφάπαξ, εντός τριμήνου από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης αναγνώρισης, οπότε παρέχεται έκπτωση 15%, είτε σε μηνιαίες δόσεις, ο αριθμός των οποίων ισούται με τους αναγνωριζόμενους μήνες. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα της κοινοποίησης της απόφασης. Καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται επιβάρυνσή της με τα εκάστοτε προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη.
Σε περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξησης του ποσού της σύνταξης πριν από το χρόνο εξόφλησης της εισφοράς εξαγοράς, παρακρατείται κάθε μήνα από τη σύνταξη και μέχρι την εξόφληση ποσό ίσο με το 1/4 του ποσού της σύνταξης. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα, αν το οφειλόμενο ποσό από οποιαδήποτε αιτία δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται στο άρθρο 61 του ν. 3863/2010, όπως ισχύει.
Ο χρόνος κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος έλαβε σύνταξη αναπηρίας συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση των ελάχιστων προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος.
5. Όσοι συμπληρώνουν τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος με προϋποθέσεις που ισχύουν μέχρι και 31.12.2010, ακόμα και με προσμέτρηση χρόνων που προβλέπονται στο άρθρο 40 του ν. 2084/1992, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με την παρ. 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, καθώς και με την προσμέτρηση του πλασματικού χρόνου της παρ. 1 του άρθρου 141 του ν. 3655/2008, και εφόσον η σχετική αίτηση αναγνώρισης υποβληθεί μέχρι και 31.12.2013, ακολουθούν τις κατά περίπτωση απαιτούμενες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, που ίσχυαν μέχρι και 31.12.2010.
Ειδικά για τις ασφαλισμένες των παραγράφων 11 και 13 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, οι οποίες συνταξιοδοτούνται με 4.500 ημέρες ασφάλισης, ανεξαρτήτως του εάν ο εν λόγω απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης συμπληρώνεται μέχρι ή μετά την 31.12.2010 ακολουθούνται σε κάθε περίπτωση λήψης μειωμένης ή πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος τα όρια ηλικίας που προβλέπονται στις ανωτέρω παραγράφους 11 και 13 του άρθρου 10 του ίδιου νόμου. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση των ασφαλισμένων των ανωτέρω παραγράφων, οι οποίες μέχρι και 31.12.2010 έχουν θεμελιώσει δικαίωμα λήψης μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, για τις οποίες, προκειμένου για τη λήψη είτε μειωμένης είτε πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος, απαιτούνται τα ισχύοντα μέχρι και 31.12.2010 όρια ηλικίας.
Επίσης, ειδικά για τους ασφαλισμένους στα πρώην ειδικά ταμεία κύριας ασφάλισης μισθωτών, στους τομείς σύνταξης και ασφάλισης του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ και εκείνους της παρ. 15Β του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, οι ισχύουσες μέχρι 31.12.2010 προϋποθέσεις πλήρους σύνταξης εφαρμόζονται εφόσον πληρούνται η συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης και του ορίου ηλικίας, όπου αυτές απαιτούνται αθροιστικά. Για τους ανωτέρω ασφαλισμένους που μέχρι και 31.12.2010 έχουν ήδη θεμελιώσει δικαίωμα λήψης μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, προκειμένου για τη λήψη είτε μειωμένης είτε πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος, απαιτούνται τα ισχύοντα μέχρι και 31.12.2010 όρια ηλικίας.
6. Οι αναγνωριζόμενοι χρόνοι, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο ο σφαλισμένος έλαβε σύνταξη λόγω αναπηρίας συνυπολογίζονται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον 3.600 ημέρες ή δώδεκα (12) έτη πραγματικής ή/και προαιρετικής ασφάλισης.
Ο συνολικός χρόνος, ο οποίος, με βάση τα ανωτέρω, συνυπολογίζεται ή αναγνωρίζεται τόσο για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για προσαύξηση του ποσού της σύνταξης, δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη, συνυπολογιζόμενου σε αυτά και κάθε άλλου χρόνου, πραγματικού ή πλασματικού, που έχει τυχόν αναγνωρισθεί ή αναγνωρίζεται με βάση άλλες διατάξεις ή αποφάσεις διοικητικών συμβουλίων ασφαλιστικών οργανισμών.
Ειδικότερα, ο χρόνος αυτός καθορίζεται κατ’ ανώτατο όριο:
α) σε τέσσερα (4) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν για το έτος 2011,
β) σε πέντε (5) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν για το έτος 2012,
γ) σε έξι (6) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν για το έτος 2013 και
δ) σε επτά (7) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από το έτος 2014 και εξής.
Το δικαίωμα αναγνώρισης για καθέναν από τους παραπάνω χρόνους ασκείται μόνο σε έναν φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο και σε έναν φορέα επικουρικής ασφάλισης.
7. Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει από 1.1.2011 και εφαρμόζεται για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από αυτή την ημερομηνία και εφεξής με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3863/2010. Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με προϋποθέσεις που ίσχυαν μέχρι και 31.12.2010, καθώς και για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης από 1.1.2011 και εφεξής με βάση προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που δεν τροποποιούνται με το άρθρου 10 του ν. 3863/2010, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 40 του ν. 2084/1992, όπως αυτό ίσχυε έως την αντικατάστασή του από την παρ. 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/ 2010.»
Άρθρο 41
Αναγνώριση χρόνων ειδικών κατηγοριών
1. Ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ δύνανται, μετά από σχετική αίτησή τους, να αναγνωρίσουν ως χρόνο ασφάλισης το χρονικό διάστημα αποδεδειγμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, υπακτέας στα πρώην Ταμεία ΤΕΒΕ, ΤΑΕ, ΤΣΑ, πριν την εγγραφή στα μητρώα αυτών, για το οποίο δεν είχαν καταβληθεί οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές. Ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη και λαμβάνεται υπόψη τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος όσο και για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης λόγω γήρατος.
Δεν δικαιούνται να αναγνωρίσουν το χρόνο αυτόν όσοι ασφαλίστηκαν για το ίδιο διάστημα σε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, καθώς και όσοι με δική τους αίτηση έλαβαν εξαίρεση νόμιμα για οποιαδήποτε αιτία από την ασφάλιση του οικείου φορέα (πρώην ΤΕΒΕ, ΤΑΕ, ΤΣΑ) για το διάστημα του οποίου ζητείται η αναγνώριση.
Η εξαγορά του αναγνωριζόμενου χρόνου γίνεται με την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς ίσης με την εισφορά του κλάδου σύνταξης της 5ης ασφαλιστικής κατηγορίας του ΟΑΕΕ, όπως ισχύει κάθε φορά, ή, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου, σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία.
Το ποσό της εξαγοράς καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε σε ισόποσες διμηνιαίες δόσεις που δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ήμισυ του αριθμού των αναγνωριζόμενων μηνών. Για την εξόφληση του ποσού εξαγοράς εφαρμόζεται η νομοθεσία του ΟΑΕΕ για την είσπραξη οφειλόμενων εισφορών και σε κάθε περίπτωση το ποσό της εξαγοράς θα πρέπει να έχει εξοφληθεί κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
Το ποσό της μηνιαίας σύνταξης προσαυξάνεται, για κάθε έτος χρόνου προ εγγραφής που αναγνωρίζεται, κατά ποσοστό 2% επί του ποσού της ασφαλιστικής κατηγορίας, επί της οποίας καταβλήθηκαν οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, ανεξαρτήτως συνταξιοδοτικού καθεστώτος που επιλέγεται.
Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.2011 και εφαρμόζεται για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από αυτήν την ημερομηνία και εφεξής, με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3863/2010.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού, καθορίζονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την απόδειξη του χρόνου άσκησης του επαγγέλματος πριν από την εγγραφή στα μητρώα ασφαλισμένων των παραπάνω φορέων, για τον οποίο ζητείται η αναγνώριση, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με τα παραπάνω θέμα.
2. Ασφαλισμένοι του Τομέα Ασφάλισης Ιδιοκτητών, Συντακτών και Υπαλλήλων Τύπου του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα μέχρι 31.12.1992, μπορούν, μετά από σχετική αίτηση, να αναγνωρίσουν ως χρόνο ασφάλισης, χρονικό διάστημα που απασχολήθηκαν με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, συντάκτη ή του υπαλλήλου, εφόσον για την απασχόλησή τους αυτή, υπείχαν υποχρέωση ασφάλισης στον εν λόγω Τομέα.
Η εξαγορά του αναγνωριζόμενου χρόνου γίνεται με καταβολή εισφοράς που ανέρχεται σε ποσοστό 15% για κάθε μήνα αναγνώρισης και υπολογίζεται στο 50πλάσιο του ΗΑΕ, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το μήνα υποβολής της αίτησης.
Οι ανωτέρω ασφαλισμένοι μπορούν να αναγνωρίσουν στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιοκτητών, Συντακτών και Υπαλλήλων Τύπου χρόνο που συμπίπτει με χρόνο ασφάλισης στον Τομέα Ασφάλισης Ιδιοκτητών, Συντακτών και Υπαλλήλων Τύπου του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης, εξαιρουμένου του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης. Η αναγνώριση και εξαγορά γίνεται με την καταβολή εισφοράς 4% για κάθε αναγνωριζόμενο μήνα, στην ίδια βάση υπολογισμού που ορίζεται για τον Τομέα Ασφάλισης και με τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις.
3. Ασφαλισμένοι του Τομέα Ασφάλισης Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα μέχρι 31.12.1992, μπορούν, μετά από σχετική αίτηση, να αναγνωρίσουν ως χρόνο ασφάλισης, χρονικό διάστημα, κατά το οποίο παρείχαν εξαρτημένη εργασία με κάποια από τις ειδικότητες του άρθρου 3 του Καταστατικού του Τομέα, σε εργοδότες το προσωπικό των οποίων, κατα τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα υπείχε υποχρέωση ασφάλισης στον Τομέα.
Η εξαγορά του αναγνωριζόμενου χρόνου γίνεται με καταβολή εισφοράς που ανέρχεται σε ποσοστό 16% για κάθε μήνα αναγνώρισης και υπολογίζεται στις συνολικές αποδοχές του τελευταίου μήνα πλήρους απασχόλησης πριν από την υποβολή της αίτησης, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερες από το 50πλάσιο του ΗΑΕ, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το μήνα υποβολής της αίτησης.
4. Στην περίπτωση των ασφαλισμένων των παραγράφων 2 και 3, ο αναγνωριζόμενος χρόνος ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο σε τρία (3) έτη συνολικά, εφόσον για τον προς αναγνώριση χρόνο δεν έχει χωρήσει ασφάλιση σε άλλον ασφαλιστικό φορέα ή Τομέα του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ.
Η αίτηση υποβάλλεται στην οικεία Διεύθυνση του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου ότι δεν έχει ασφαλισθεί σε άλλον ασφαλιστικό φορέα ή σε άλλο Τομέα του ΕΤΑΠ−ΜΜΕ για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, καθώς και από σχετική βεβαίωση εργοδότη ή πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών και αποδοχών ή δικαστική απόφαση ή στοιχείων αποδεικτικών της άσκησης ή της διακοπής του επαγγέλματος ή της ιδιότητας, η ακρίβεια των οποίων ελέγχεται από τις υπηρεσίες του Ταμείου.
Σε περίπτωση υποβολής ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης ή ανακριβών βεβαιώσεων, ο αναγνωριζόμενος χρόνος ακυρώνεται, οι δε καταβληθείσες για την εξαγορά αυτή εισφορές δεν επιστρέφονται.
Αίτηση αναγνώρισης μπορούν να υποβάλουν μέσα στην ίδια προθεσμία και όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με προϋποθέσεις που ίσχυαν μέχρι και 31.12.2010, καθώς και όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης από1.1.2011 και εφεξής με βάση προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που δεν τροποποιούνται από το άρθρο 10 του ν. 3863/2010, εφόσον έχουν αναγνωρίσει με προηγούμενες ρυθμίσεις, λιγότερα από τρία (3) έτη ασφάλισης. Ο αναγνωριζόμενος χρόνος στην περίπτωση αυτή ανέρχεται σε τόσο χρόνο όσος υπολείπεται μέχρι την συμπλήρωση των τριών (3) ετών.
Το ποσό της εξαγοράς καταβάλλεται είτε εφάπαξ μέσα σε τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση στον αιτούντα της σχετικής απόφασης αναγνώρισης είτε σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ίσες με τον αριθμό των μηνών που αναγνωρίζονται, οι οποίες δεν μπορούν να υπερβούν τις τριάντα έξι (36).
Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την κοινοποίηση στον αιτούντα της σχετικής απόφασης αναγνώρισης. Καθυστέρηση καταβολής της δόσης επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα κάθε φορά πρόσθετα τέλη.
5. Το συνταξιοδοτικό δικαίωμα των προσώπων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού γεννάται και η σύνταξη καταβάλλεται από την πρώτη του επόμενου μήνα μετά την πλήρη εξόφληση του ποσού που προκύπτει από την αναγνώριση.
6. Για τους ασφαλισμένους του άρθρου αυτού που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2011 και εφεξής με τις προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από την ημερομηνία αυτή και εφεξής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, το σύνολο των αναγνωριζόμενων χρόνων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται τόσο οι χρόνοι του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε άλλος χρόνος που έχει τυχόν αναγνωρισθεί ή αναγνωρίζεται με βάση άλλες διατάξεις, ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο:
α) σε τέσσερα (4) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν το έτος 2011,
β) σε πέντε (5) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν το έτος 2012,
γ) σε έξι (6) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν το έτος 2013,
δ) σε επτά (7) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν το έτος 2014 και εφεξής.
7. Ασφαλισμένοι φορέων και τομέων επικουρικής ασφάλισης που συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς ίδιο ή εξομοιούμενο με αυτό του Δημοσίου, καθώς και του Τομέα «ΤΕΑΠ−ΕΛΤΑ» μπορούν να θεμελιώνουν συνταξιο δοτικό δικαίωμα και στον επικουρικό φορέα – τομέα τους, συμπληρώνοντας τον απαιτούμενο συντάξιμο χρόνο με αναγνώριση κάθε προϋπηρεσίας που συμπίπτει με συντάξιμο χρόνο στο Δημόσιο ή το φορέα κύριας ασφάλισής τους κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 20 παράγραφοι 3 και 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48). Ο αναγνωριζόμενος χρόνος στον επικουρικό φορέα – τομέα αξιοποιείται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος με τον ίδιο τρόπο όπως αξιοποιείται στο Δημόσιο ή στο φορέα κύριας ασφάλισής τους. Η αναγνώριση πραγματοποιείται με απόφαση του φορέα – τομέα, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, η οποία υποβάλλεται μέχρι την έκδοση της πράξης συνταξιοδότησης από τον φορέα –τομέα επικουρικής ασφάλισης. Η διάταξη της παραγράφου αυτής έχει εφαρμογή και σε αιτήσεις συνταξιοδότησης, για τις οποίες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου δεν έχει εκδοθεί συνταξιοδοτική απόφαση.
Άρθρο 42
Απασχόληση Συνταξιούχων και λοιπές διατάξεις
1. Οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1) όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), καθώς και καταστατικές διατάξεις που προβλέπουν αναστολή καταβολής της σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας σε περίπτωση που ο συνταξιούχος αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται και υπάγεται στην ασφάλιση του φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται, δεν έχουν εφαρμογή στους συνταξιούχους ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που έχουν συνταξιοδοτηθεί με τις διατάξεις του ν. 612/1977, όπως ισχύει, και στους συνταξιούχους που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα.
2. Στην παρ. 6 του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (Α΄1) όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010 (Α΄115) προστίθεται περίπτωση στ΄ ως εξής:
«στ. στους συνταξιούχους του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου που παρέχουν εκπαιδευτικό έργο στη Δημόσια Εκπαίδευση, μέχρι την 31.12.2012.»
3. Η παρ. 7 του άρθρου 63 του ν. 2676/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα καταργείται, εκτός των καταστατικών διατάξεων των φορέων που προβλέπουν διακοπή ή αναστολή καταβολής της σύνταξης σε περίπτωση που ο συνταξιούχος αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται και υπάγεται στην ασφάλιση του φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται.
Στις περιπτώσεις αυτές δεν καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 2 του παρόντος προσαυξημένες ασφαλιστικές εισφορές.»
Η ισχύς της ανωτέρω ρύθμισης αρχίζει από τη δημοσίευση του ν. 3863/2010.
4. Για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος φορέων επικουρικής ασφάλισης που αναλαμβάνουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους, έχουν εφαρμογή οι καταστατικές διατάξεις περί αναστολής καταβολής της σύνταξης των φορέων αυτών.
Εξαιρούνται όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με τις διατάξεις του ν. 612/1977, όπως ισχύει και οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα.
5. Η περίπτωση 2 της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) τροποποιήθηκε με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου του ίδιου νόμου και την παρ. 6 του άρθρου 19 του ν. 2150/1993 (Α΄ 98) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν ο ασφαλισμένος λαμβάνει σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από άλλο ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, πλην ΟΓΑ, και των αναπήρων και θυμάτων πολέμου και μητέρων, που συνταξιοδοτήθηκαν με το άρθρο 63 παρ. 4 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101) δικαιούται από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ πλήρη σύνταξη γήρατος, εφόσον κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας που απαιτείται σε κάθε περίπτωση από τη νομοθεσία για την απονομή πλήρους σύνταξης και έχει πραγματοποιήσει τις αντίστοιχες προς το όριο ηλικίας πλήρους σύνταξης ελάχιστες ημέρες εργασίας, οι οποίες δεν μπορεί να είναι λιγότερες από 6.000.
Αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει 4.800 ημέρες ασφάλισης τουλάχιστον και έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη κατά 50%. Προκειμένου για γυναίκες που έχουν πραγματοποιήσει τον ανωτέρω χρόνο ασφάλισης, το όριο ηλικίας των 60 ετών αυξάνεται κατά ένα έτος από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας. Η εκ μέρους των γυναικών άσκηση του δικαιώματος συνταξιοδότησης με τον ανωτέρω αριθμό ημερών ασφάλισης χωρεί, εφόσον συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010.
Στην ανωτέρω περίπτωση, οι ασφαλισμένες δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης του 60ού έτους της ηλικίας.
Η κατά το προηγούμενο εδάφιο μείωση σύνταξης επέρχεται και στην περίπτωση όπου απονέμεται σύνταξη αναπηρίας από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 5 (εδάφια α΄ − γ΄) του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) εκτός αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του ΙΚΑ − ΕΤΑΜ 3.600 ημέρες εργασίας εκ των οποίων 600 την τελευταία πενταετία.»
Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή και στους λοιπούς πλην ΙΚΑ − ΕΤΑΜ φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, προκειμένου για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος και αναπηρίας. Ειδικά για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος απαιτείται η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, με εξαίρεση την περίπτωση άσκησης θεμελιωμένου συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε περισσότερους του ενός φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, ταυτόχρονα ή μέσα σε διάστημα έξι (6) μηνών από την έναρξη της συνταξιοδότησης από τον πρώτο φορέα.
Η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου δεν έχει εφαρμογή στο ΙΚΑ − ΕΤΑΜ, όταν είναι ο φορέας στον οποίο θεμελιώνεται δεύτερο συνταξιοδοτικό δικαίωμα.
Ειδικά για τη λήψη δεύτερης σύνταξης λόγω αναπηρίας από τους Τομείς των κλάδων κύριας και επικουρικής ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.) απαιτείται η συμπλήρωση τουλάχιστον δώδεκα ετών ασφάλισης.
Η ισχύς της ανωτέρω ρύθμισης αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3863/2010.
Άρθρο 43
Έναρξη καταβολής Σύνταξης σε Οφειλέτη
Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 61 του ν. 3863/2010 αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα, αν το οφειλόμενο ποσό προσαυξημένο με τα πρόσθετα τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις δεν είναι μεγαλύτερο των τριάντα (30) μηνιαίων συντάξεων κατώτατων ορίων λόγω γήρατος για καθέναν ασφαλιστικό οργανισμό, με ανώτατο όριο το ποσό των 15.000 ευρώ.
3. Τα ανωτέρω ποσά οφειλής συμψηφίζονται ή παρακρατούνται από τα ποσά των συντάξεων, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από σαράντα (40). Η πρώτη δόση παρακρατείται από τη σύνταξη του πρώτου μήνα.»
Άρθρο 44
Ασφαλιστέα πρόσωπα του ΕΤΕΑΜ
1. Η παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 997/1979 (Α΄ 287), όπως έχει τροποποιηθεί με την παρ. 1 του άρθρου 56 του ν. 1140/1981 (Α΄68 ) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 1902/1990 (Α΄138 ), αντικαθίσταται ως εξής:
« 1. Στην ασφάλιση του Ταμείου υπάγονται υποχρεωτικά:
α) Τα πρόσωπα τα οποία παρέχουν εργασία, για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο ΙΚΑ− ΕΤΑΜ ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών και δεν υπάγονται υποχρεωτικά για την εργασία τους αυτή στην ασφάλιση άλλου φορέα επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως της ονομασίας και της νομικής μορφής του, με την επιφύλαξη της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του άρθρου 58 του ν. 3371/2005 (Α΄178).
Εάν κάποιο πρόσωπο, εκτός από την εργασία που παρέχει και για την οποία ασφαλίζεται σε άλλο φορέα επικουρικής ασφάλισης, εξαιρούμενο κατά τα ανωτέρω από την ασφάλιση του Ταμείου, παρέχει και άλλη εργασία του ίδιου ή διαφορετικού επαγγέλματος προς άλλο εργοδότη, η οποία δεν δημιουργεί υποχρέωση ασφάλισης σε άλλο φορέα επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως της ονομασίας και της νομικής μορφής του, υπάγεται ως προς την εργασία αυτή στην ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ.
β) Οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και των κάθε φύσης φορέων κοινωνικής ασφάλισης, που παρέχουν εργασία, για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο ΙΚΑ − ΕΤΑΜ ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών. Ως προς το συντάξιμο του χρόνου ασφάλισης των προσώπων αυτών, καθώς και τις προϋποθέσεις θεμελίωσης νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι κατά περίπτωση διατάξεις της γενικής νομοθεσίας που ισχύουν για τoν αντίστοιχο φορέα κύριας ασφάλισης.»
2. Χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στο ΕΤΕΑΜ και ήταν ακυρωτέος σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 3 του ν. 997/1979, η οποία καταργείται με την περίπτωση 2 της παραγράφου Β΄ του άρθρου 85 του παρόντος νόμου, αλλά όμως μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου δεν έχει εκδοθεί απόφαση ακύρωσής του, παραμένει ισχυρός.
Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις στις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση για ακύρωση χρόνου ασφάλισης στο ΕΤΕΑΜ, σύμφωνα με την καταργούμενη παράγραφο 6, αλλά δεν έχουν εισπραχθεί από τον ασφαλισμένο οι ασφαλιστικές εισφορές που του επιστρέφονται ή και μέρος αυτών, ο αντίστοιχος χρόνος ασφάλισης παραμένει ισχυρός στο ΕΤΕΑΜ. Η σχετική απόφαση για τον χρόνο ασφάλισης που παραμένει ισχυρός, εκδίδεται ύστερα από αίτηση του ασφαλισμένου.
3. α. Ο Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού ΕΥΔΑΠ (ΤΕΑΠ − ΕΥΔΑΠ) του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας (ΤΑΥΤΕΚΩ), που έχει συσταθεί με το άρθρο 70 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), συγχωνεύεται στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ) από την πρώτη του μεθεπόμενου μηνός από το μήνα δημοσίευσης του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
β. Οι ασφαλισμένοι του συγχωνευομένου Τομέα γίνονται ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑΜ και η ασφαλιστική σχέση τους διέπεται, από τη συγχώνευση και μετά, από τις διατάξεις της νομοθεσίας του ΕΤΕΑΜ, καθώς και από τις διατάξεις της γενικής ασφαλιστικής νομοθεσίας, όπως ισχύουν.
γ. Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στον ανωτέρω Τομέα, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ή προσμετρήθηκε από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία ως συντάξιμος, με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας του, καθώς και της γενικής ασφαλιστικής νομοθεσίας, γίνεται χρόνος ασφάλισης στο ΕΤΕΑΜ.
δ. Οι συνταξιούχοι του συγχωνευόμενου Τομέα μέχρι την ημερομηνία της συγχώνευσης, καθίστανται συνταξιούχοι του ΕΤΕΑΜ, το οποίο βαρύνεται εφεξής με την καταβολή των συντάξεών τους.
Το ύψος των συντάξεων των ανωτέρω προσώπων καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με βάση ειδική οικονομική μελέτη, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΤΕΑΜ. Η οικονομική μελέτη εκπονείται από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εντός μηνός από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ίδια υπουργική απόφαση καθορίζεται το ύψος των συντάξεων των ασφαλισμένων του συγχωνευόμενου Τομέα που καθίστανται ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑΜ.
Μέχρι την έκδοση της ανωτέρω υπουργικής απόφασης καταβάλλονται από το ΕΤΕΑΜ τα καταβαλλόμενα από το συγχωνευόμενο Τομέα ποσά συντάξεων όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι την ημερομηνία της συγχώνευσης.
ε. Αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί στο συγχωνευόμενο Τομέα μέχρι την ημερομηνία της συγχώνευσης και εκκρεμούν, κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του, όπως ίσχυε μέχρι την ημερομηνία αυτή. Για τις συντάξεις που προκύπτουν σύμφωνα με την παρούσα περίπτωση, έχει εφαρμογή η περίπτωση δ΄.
στ. Οι πόροι που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις υπέρ του συγχωνευόμενου Τομέα, το σύνολο του προερχόμενου εξ αυτού ενεργητικού και παθητικού, καθώς επίσης η κινητή και ακίνητη περιουσία του, περιέρχονται από την ημερομηνία της συγχώνευσης στο ΕΤΕΑΜ, ως καθολικού διαδόχου αυτού, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλου προσώπου.
Για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία μεταγράφεται ατελώς στα οικεία βιβλία του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου ή στα κτηματολογικά βιβλία.
ζ. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του συγχωνευόμενου Τομέα συνεχίζονται από το ΕΤΕΑΜ, χωρίς διακοπή της δίκης. Οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του ΕΤΕΑΜ.
η. Το προσωπικό του τ.Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού ΕΥΔΑΠ που μεταφέρθηκε στο ΤΑΥΤΕΚΩ σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 81 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58) και εξακολουθεί να υπηρετεί σε αυτό κατά το χρόνο της συγχώνευσης του ΤΕΑΠ−ΕΥΔΑΠ στο ΕΤΕΑΜ, μεταφέρεται με την ίδια εργασιακή σχέση και την οργανική θέση που κατέχει στο ΕΤΕΑΜ.
Όσοι από το προσωπικό αυτό έχουν επιλεγεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, προϊστάμενοι οργανικών μονάδων του ΤΑΥΤΕΚΩ, τοποθετούνται προϊστάμενοι για το υπόλοιπο της θητείας τους με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του ΕΤΕΑΜ σε θέσεις προϊσταμένων αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων του ΕΤΕΑΜ, με κριτήριο τον περισσότερο χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου και εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά τη λήξη της θητείας μέχρι την επανεπιλογή τους ή την τοποθέτηση νέου προϊσταμένου.
Σε περίπτωση που οι θέσεις προϊσταμένων του ΕΤΕΑΜ δεν επαρκούν, για την τοποθέτηση όλων των προϊσταμένων, οι προϊστάμενοι που δεν τοποθετούνται εξακολουθούν να θεωρούνται προϊστάμενοι για το υπόλοιπο της θητείας τους, τα καθήκοντά τους καθορίζονται από τον Πρόεδρο του ΕΤΕΑΜ, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες και διατηρούν, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, το αντίστοιχο μηνιαίο επίδομα θέσης ευθύνης.
Αν κενωθούν θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων του ΕΤΕΑΜ πριν τη λήξη της θητείας τους, οι ανωτέρω καταλαμβάνουν την πρώτη θέση που θα κενωθεί με απόφαση του Δ.Σ. του ΕΤΕΑΜ, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια.
θ. Η περίπτωση Αα΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 70 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58) καταργείται από την έναρξη ισχύος της παρούσας παραγράφου.
Άρθρο 45
Συνταξιοδότηση ειδικής κατηγορίας ασφαλισμένων του ΕΤΕΑΜ
1. Στην παρ. 2 του άρθρου 8 του π.δ. 995/1980 (Α΄ 251), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 323/1996 (Α΄ 220) και την παρ. 19 του άρθρου 22 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), προστίθεται πέμπτο εδάφιο ως εξής:
«Εξαιρούνται οι συντάξεις των εργαζομένων με την ιδιότητα του ηθοποιού μελοδραματικού θεάτρου, του μουσικού πνευστών οργάνων και του χορευτού, που συνταξιοδοτούνται από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με πλήρη σύνταξη στα προβλεπόμενα στις διατάξεις του π.δ. 212/1984 (Α΄ 75) όρια ηλικίας και τα πρόσωπα αυτά δικαιούνται πλήρη σύνταξη από το ΕΤΕΑΜ, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει τον οριζόμενο στο άρθρο 5 του ν. 997/1979 (Α΄ 287) χρόνο ασφάλισης, από τον οποίο τον απαιτούμενο, από τις ανωτέρω διατάξεις, χρόνο ασφάλισης με τις ιδιότητες αυτές.»
Για τους ασφαλισμένους της ανωτέρω κατηγορίας καταβάλλεται πρόσθετη ειδική εισφορά 3%, η οποία βαρύνει κατά 1% τον ασφαλισμένο και κατά 2% τον εργοδότη.
2. Με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο η πρόσθετη ειδική εισφορά 3% για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, που απαιτείται για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος στο ΕΤΕΑΜ με τις ανωτέρω διατάξεις. Το ποσό της εισφοράς υπολογίζεται για κάθε μήνα επί των αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης εξαγοράς και εξοφλείται ή εφάπαξ με έκπτωση 15% ή σε μηνιαίες ισόποσες άτοκες δόσεις, μέχρι εξήντα (60) το ανώτερο. Σε περίπτωση συνταξιοδότησης καταβάλλεται το 1/3 του οφειλόμενου ποσού εφάπαξ και το υπόλοιπο εξοφλείται σε σαράντα (40) μηνιαίες ισόποσες άτοκες δόσεις, παρακρατούμενες από τη σύνταξη.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, έχουν εφαρμογή και στις ήδη καταβαλλόμενες μειωμένες συντάξεις σε συνταξιούχους της ίδιας κατηγορίας, οι οποίες ανακαθορίζονται στο αντίστοιχο πλήρες ποσό αυτών, όπως διαμορφώνεται κατά την ημέρα υποβολής της σχετικής αίτησής τους, από την οποία αρχίζουν τα οικονομικά αποτελέσματα. Για τον ανακαθορισμό της σύνταξης, οι συνταξιούχοι υποχρεούνται να καταβάλουν το σύνολο της καθοριζόμενης από την ανωτέρω παράγραφο πρόσθετης ειδικής εισφοράς, που υπολογίζεται επί των αποδοχών, με τις οποίες έχει υπολογισθεί η σύνταξη, όπως έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της ανωτέρω αίτησης. Το ποσό που προκύπτει εξοφλείται ή εφάπαξ με έκπτωση 15% ή με την καταβολή του 1/3 αυτού εφάπαξ και του υπολοίπου σε σαράντα (40) μηνιαίες ισόποσες άτοκες δόσεις, παρακρατούμενες από την καταβαλλόμενη σύνταξη.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του ΕΤΕΑΜ και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης ( Σ.Κ.Α.), καθορίζεται ο τρόπος προσδιορισμού των αποδοχών των ασφαλισμένων της ανωτέρω κατηγορίας για τον υπολογισμό της προβλεπόμενης πρόσθετης ειδικής εισφοράς, αν δεν παρέχουν την εργασία τους με τις συγκεκριμένες ειδικότητες ως μισθωτοί, ή δεν έχουν αποδοχές κατά την υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση, λόγω διακοπής της εργασίας τους.
Άρθρο 46
Ασφάλιση απασχολουμένων με σύμβαση μίσθωσης έργου σε ΟΤΑ κ.λπ.
1. Οι απασχολούμενοι με σύμβαση μίσθωσης έργου που καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 (Α΄ 206) σε φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α΄101), καθώς και σε επιχειρήσεις των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού υπάγονται για την απασχόλησή τους αυτή στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ.
2. Για όσους απασχολήθηκαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος με μίσθωση έργου που καταρτίστηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 και στους φορείς που περιγράφονται σε αυτήν, η ασφάλιση που έχει χωρήσει στον ΟΑΕΕ παραμένει ισχυρή και δεν αναζητούνται εισφορές από το ΙΚΑ–ΕΤΑΜ και αντίστοιχα η ασφάλιση που έχει χωρήσει στο ΙΚΑ–ΕΤΑΜ παραμένει ισχυρή και δεν αναζητούνται εισφορές από τον ΟΑΕΕ. Το εδάφιο αυτό εφαρμόζεται στους απασχολούμενους μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος με μίσθωση έργου σε φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α΄101) και σε επιχειρήσεις των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, καθώς και σε ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς του άρθρου 31 του ν. 1514/1985 (Α΄13) για δράσεις που χρηματοδοτούνται ή συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς υποθέσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής και δικαστικής διαδικασίας.
4. Από τις ρυθμίσεις της παραγράφου 1 εξαιρούνται οι απασχολούμενοι με σύμβαση μίσθωσης έργου, για τους οποίους λόγω της συγκεκριμένης απασχόλησης προκύπτει βάσει καταστατικών ή γενικών διατάξεων υποχρεωτική ασφάλιση στους Τομείς του Κλάδου κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων.
Άρθρο 47
Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων
1. Στο τέλος του άρθρου 4 του β.δ. της 3ης/13.7.1936 «Περί Οργανισμού του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων» (Α΄ 285) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Στην ασφάλιση του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων υπάγονται υποχρεωτικώς από 1.7.2011 και οι επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ανεξαρτήτως χρόνου πρόσληψης, υπάλληλοι του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. των οποίων το μόνιμο προσωπικό υπάγεται στην ασφάλιση του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων.»
2. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 2512/1997, όπως προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 3232/2004, αντικαθίσταται από 1.1.2010 ως εξής:
«Ως τακτικές μηνιαίες αποδοχές για τον υπολογισμό της εισφοράς θεωρούνται το σύνολο του βασικού μισθού, του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και οι νόμιμες αυξήσεις αυτών.»
3. Το πέμπτο εδάφιο της παρ. 2α του άρθρου 9 του ν. 2512/1997, όπως ισχύει μετά τη τροποποίησή του με το άρθρο 5 του ν. 3513/2006 (Α΄265), αντικαθίσταται από 1.1.2010, ως εξής:
«Ως αποδοχές για τον υπολογισμό του ανωτέρω βοηθήματος νοούνται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών (βασικός μισθός, επίδομα χρόνου υπηρεσίας και νόμιμες αυξήσεις αυτών συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας μέχρι 31.12.2009), που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα πέντε (5) τελευταία από την αποχώρηση εκ της υπηρεσίας του έτη, με τον περιορισμό του εδαφίου 1 της παραγράφου 4 του άρθρου 21 του ν. 3232/2004.»
4. Οι υπάλληλοι της παραγράφου 1, συνταξιοδοτούμενοι από 1.1.2012 και εφεξής, δικαιούνται εφάπαξ βοήθημα ανάλογο με το χρόνο που έχουν συμπληρώσει στην ασφάλιση του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων, με βάση τα οριζόμενα στην παράγραφο 3. Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει πέντε έτη ασφάλισης στον Τομέα, για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των αποδοχών του χρόνου ασφάλισης. Οι ανωτέρω υπάλληλοι δικαιούνται και αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης του ν. 3198/1955 (Α΄ 98) σε συνδυασμό με το ν. 2112/ 1920 (Α΄ 67). Το ποσό της καταβαλλόμενης αποζημίωσης είναι ανάλογο με το χρόνο υπηρεσίας που έχει διανυθεί εκτός της ασφάλισης του Τομέα προς το συνολικό χρόνο υπηρεσίας.
5. Εισφορές που παρακρατήθηκαν και αποδόθηκαν στο Ταμείο, για τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και τα επιδόματα αδείας από 1.1.2010, δεν αναζητούνται.
6. Οι διατάξεις του Οργανισμού του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων και της γενικότερης νομοθεσίας που αφορούν στην αναγνώριση και εξαγορά χρόνου προϋπηρεσίας των ασφαλισμένων του Ταμείου, καταργούνται.
Οι καταργούμενες διατάξεις εξακολουθούν να εφαρμόζονται στην περίπτωση του άρθρου 3 παράγραφος 9 του β.δ. της 3ης / 13.7.1936 (Α΄ 285), όπως η παράγραφος 9 προστέθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 57 του ν. 3518/2006.
7. Όσες αιτήσεις εξαγοράς έχουν υποβληθεί στο Ταμείο μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, εξετάζονται σύμφωνα με τις ισχύουσες μέχρι την ημερομηνία αυτή, διατάξεις.
Άρθρο 48
Ρυθμίσεις Ασφάλισης Ασθένειας
1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 32 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Αν πεθάνει συνταξιούχος του πρώην Κλάδου Σύνταξης του Ταμείου Συντάξεως και Πρόνοιας Προσωπικού − Α.Τ.Ε., Ταμείου Συντάξεως Προσωπικού–Ε.Τ.Ε. και Ταμείου Συντάξεως Προσωπικού – ΗΣΑΠ, που έχουν ενταχθεί στο ΙΚΑ–ΕΤΑΜ σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3522/2006 (Α΄ 276) και το άρθρο 1 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), χορηγείται από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ εφάπαξ βοήθημα για έξοδα κηδείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
Τα ποσά που καταβάλλονται από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ για την αιτία αυτή μέσα στο έτος, αναζητούνται από τους Φορείς Υγείας, στους οποίους κατά περίπτωση υπάγονταν οι θανόντες, μέσα στον Ιανουάριο του επόμενου έτους.
Αν δεν αποδοθούν τα εν λόγω ποσά από τους οικείους Φορείς Υγείας, αναζητούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Ιδρύματος περί αναγκαστικής είσπραξης.»
2α. Στο τέλος του άρθρου 5 του β.δ. 244/1966 (Α΄ 66) προστίθεται παράγραφος 4 ως ακολούθως:
«4. Το μόνιμο προσωπικό, καθώς και το με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου προσωπικό του ΤΑΥΤΕΚΩ, που προέρχεται από το πρώην Ταμείο Αλληλοβοήθειας Προσωπικού ΟΣΕ (ΤΑΠ−ΟΣΕ) και το πρώην Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού ΟΣΕ (ΤΠΠ−ΟΣΕ), καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους μετά τη συνταξιοδότησή τους, παραμένουν για υγειονομική περίθαλψη στην ασφάλιση ΤΑΥΤΕΚΩ/Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΟΤΕ, εξαιρούμενοι από την ασφάλιση του κλάδου ασθένειας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
Το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ υποχρεούται να παρακρατεί, από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης, την προβλεπόμενη εισφορά για την ασφάλιση συνταξιούχων και να αποδίδει αυτήν στο ΤΑΥΤΕΚΩ/Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΟΤΕ.
Στην ανωτέρω ρύθμιση υπάγονται και οι ήδη συνταξιούχοι των πρώην ΤΑΠ − ΟΣΕ και ΤΠΠ − ΟΣΕ, ύστερα από υποβολή αίτησης στους αρμόδιους φορείς μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος.»
2β. Στο τέλος του άρθρου 1 του π.δ. της 17/18.12.1930 (Α΄ 395) προστίθενται εδάφια, ως ακολούθως:
«Οι ασφαλισμένοι του Τομέα Ασθένειας Προσωπικού ΗΛΠΑΠ του Κλάδου Υγείας του ΤΑΥΤΕΚΩ, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους μετά τη συνταξιοδότησή τους, παραμένουν στην ασφάλιση του εν λόγω Τομέα και εξαιρούνται από την ασφάλιση του κλάδου ασθένειας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
Το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ υποχρεούται να παρακρατεί, από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης την προβλεπόμενη εισφορά για την ασφάλιση συνταξιούχων και να αποδίδει αυτήν στο ΤΑΥΤΕΚΩ/Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΗΛΠΑΠ.»
3. Οι ασκούμενοι δικηγόροι από την έγγραφή τους στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση των Τομέων Υγείας Δικηγόρων του Κλάδου Υγείας του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), καταβάλλοντες τις προβλεπόμενες κάθε φορά ασφαλιστικές εισφορές πρώτης πενταετίας, εφόσον δεν υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση άλλου ασφαλιστικού οργανισμού για παροχές ασθένειας.
Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για τους ασκούμενους δικαστικούς επιμελητές από την εγγραφή τους στον οικείο Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών.
4. Το Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού Εθνικού Θεάτρου, που ιδρύθηκε με το β.δ. 722/1961 (Α΄184), όπως μετονομάστηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 742/1977 (Α΄ 234) και λειτουργεί με τον αυτοτελή Κλάδο Υγείας, ύστερα από την ένταξη του Κλάδου Πρόνοιας αυτού στο Ταμείο Ασφάλισης Πρόνοιας Ιδιωτικού Τομέα (Τ.Α.Π.Ι.Τ.), με το άρθρο 104 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), καταργείται από 1.10.2011.
Το σύνολο της κινητής περιουσίας του καταργούμενου Ταμείου τίθεται σε εκκαθάριση από το Διοικητικό Συμβούλιο και δύο εκκαθαριστές, προτεινόμενους από το ίδιο όργανο.
Το ποσό που απομένει ύστερα από, την εξόφληση των οφειλών προς τρίτους, αποδίδεται στον Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εθνικού Θεάτρου του Τ.Α.Π.Ι.Τ. για την καταβολή των εφάπαξ βοηθημάτων στους ασφαλισμένους του Τομέα, σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
5. Οι βουλευτές, τα μη έχοντα την ιδιότητα του βουλευτή μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και τα μέλη οικογενείας αυτών, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, μπορεί για την κάλυψη παροχών υγειονομικής περίθαλψης, να υπάγονται στην ασφάλιση του ΟΠΑΔ, ή να διατηρούν την ασφάλισή τους στον Κλάδο Ασθένειας του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο ήταν ασφαλισμένοι πριν την εκλογή τους ή τον διορισμό τους. Στην τελευταία περίπτωση, οι αναλογούσες εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού οργανισμού υπολογίζονται επί των αποδοχών λόγω ιδιότητας ή της θέσης τους και βαρύνουν τους ίδιους.
6. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 31 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
«Οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ που καταθέτουν αίτηση για συνταξιοδότηση και πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για σύνταξη, για όσο διάστημα εκκρεμεί η έκδοση συνταξιοδοτικής απόφασης, εξακολουθούν να ασφαλίζονται για παροχές ασθένειας στο Ίδρυμα αν δεν έχουν τις απαραίτητες χρονικές προϋποθέσεις για τη θεώρηση του βιβλιαρίου υγείας ως ασφαλισμένοι.»
[Σχετικά έγγραφα παραγράφου (1)]
7. Οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 72 του β.δ. της 29/5.25.6/1958 (Α΄ 96) τροποποιούνται ως εξής:
«5. Ασφαλισμένος μπορεί να επιδοτηθεί μέχρι εννέα (9) μήνες μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η εκ νέου καταβολή επιδόματος, δεν είναι δυνατή πριν από την πραγματοποίηση από τον ασφαλισμένο 150 τουλάχιστον ημερών ασφάλισης μετά τη λήξη της επιδότησης. Για όσους έχουν συμπληρώσει συνολικό χρόνο ασφάλισης πέντε (5) ετών, ο αριθμός των 150 ημερών περιορίζεται σε 100 για την εκ νέου επιδότηση.
6. Το Δ.Σ. του Ταμείου, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μπορεί, για εξαιρετικούς λόγους, που αφορούν ιδίως την οικονομική ή οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος, να παρατείνει τη χορήγηση του επιδόματος έως δώδεκα (12) μήνες, στους ασφαλισμένους εκείνους, οι οποίοι έχουν πενταετή πραγματική ασφάλιση στο Ταμείο. Για την επανάληψη της επιδότησης και στην περίπτωση αυτή απαιτούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 5.»
8. α. Πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 10 χρόνια πραγματικής ασφάλισης στον Τομέα Ασφάλισης Τεχνικών Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ, μπορεί να ζητήσουν την συνέχιση της ασφάλισής τους προαιρετικά, σε έναν ή περισσότερους κλάδους, με αίτηση που υποβάλλεται εντός έτους από τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης, εφόσον δεν υπάγονται στην ασφάλιση άλλου Τομέα του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ ή άλλου ασφαλιστικού φορέα ή του Δημοσίου. Η υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση δεν είναι δυνατή, αν ο ασφαλισμένος κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης είναι ανάπηρος κατά το στοιχείο β΄ της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 ή λαμβάνει σύνταξη μερικής αναπηρίας ορισμένου χρόνου, έστω και με ποσοστό 50%.
Η προαιρετική ασφάλιση αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και η διάρκειά της δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.
β. Ο ασφαλιζόμενος προαιρετικά υποχρεούται να καταβάλλει κάθε μήνα τη συνολική εισφορά ασφαλισμένου και εργοδότη, σε ποσοστό που αντιστοιχεί στο ποσοστό εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη των τελευταίων τριών (3) μηνών πλήρους απασχόλησης και υπολογίζεται στο μέσο όρο των αποδοχών των τελευταίων 24 μηνών πλήρους απασχόλησης πριν από τη διακοπή της εργασίας, οι οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερες από το 50πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη.
Με αίτηση του ασφαλισμένου η ανωτέρω βάση υπολογισμού μπορεί να προσαυξάνεται από την 1η Ιανουαρίου κάθε χρόνου, σε ποσοστό ανάλογο με την αύξηση των αποδοχών, βάσει των αντίστοιχων συλλογικών συμβάσεων. Μεταβολή της βάσης υπολογισμού των αποδοχών στις οποίες υπολογίζεται η εισφορά δεν μπορεί να γίνει πριν παρέλθει ένας χρόνος από την υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση ή από την τελευταία μεταβολή.
γ. Καθυστέρηση καταβολής των εισφορών επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη. Καθυστέρηση καταβολής πέραν του εξαμήνου από τη λήξη του μήνα στον οποίο ανάγεται, συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος συνέχισης της ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, ο ασφαλισμένος, με αίτησή του, μπορεί να ζητήσει την εκ νέου υπαγωγή του στην προαιρετική ασφάλιση από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους.
δ. Ο χρόνος της προαιρετικής ασφάλισης δεν συνυπολογίζεται ως χρόνος διανυθείς στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα ενώ κατά τα λοιπά, εξομοιώνεται, ως προς τις έννομες συνέπειές του, με το χρόνο πραγματικής ασφάλισης.
ε. Η λήξη της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται με δήλωση του ασφαλισμένου ή με τη συνταξιοδότηση του ασφαλισμένου λόγω γήρατος ή αναπηρίας για αόριστο χρόνο.
Αναστολή της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται με την ανάληψη εξαρτημένης εργασίας ή έναρξη ελευθέρου επαγγέλματος ή με την επιδότηση για ασθένεια ή με την συνταξιοδότηση του ασφαλισμένου λόγω μερικής αναπηρίας ορισμένου χρόνου.
στ. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και για την προαιρετική ασφάλιση στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Τεχνικών Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ.
9. Στο συνολικό ποσό σύνταξης που καταβάλλεται από τον απονέμοντα Οργανισμό στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης βάσει των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης, προστίθενται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας, όπως καθορίζονται από την παρ.10 του άρθρου 3 του ν. 3845/ 2010 (Α΄ 65), χωρίς υποχρέωση των συμμετεχόντων Οργανισμών στη δαπάνη συνταξιοδότησης. Το παρόν ισχύει από τη δημοσίευση του ν. 3845/2010.
10. α. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 33 του α.ν. 1846/1951 (Α΄179) όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Προς εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 τα κατωτέρω πρόσωπα θεωρούνται μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος.
α) Η σύζυγος ή ο σύζυγος.
β) Τα άγαμα τέκνα (νόμιμα ή τέκνα που έχουν νομιμοποιηθεί, αναγνωριστεί ή υιοθετηθεί, ή προγονοί) και τα φυσικά τέκνα ασφαλισμένης ή συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους και εάν μεν είναι άνεργα μέχρι τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, εάν δε συνεχίζουν τις σπουδές τους για 2 έτη μετά τη λήξη των σπουδών τους, εφόσον είναι άνεργα, όχι όμως πέρα από τη συμπλήρωση του 26ου έτους της ηλικίας τους.
γ) Η μητέρα και ο πατέρας, καθώς και οι θετοί γονείς υπό τις ίδιες με τους φυσικούς γονείς προϋποθέσεις.
δ) Οι ορφανοί πατρός και μητρός εγγονοί και αδελφοί, καθώς και οι ορφανοί μόνον από πατέρα ή μητέρα αδελφοί ή εγγονοί εφόσον ο επιζών γονέας θεωρείται κατά τα ανωτέρω ως μέλος οικογένειας του ασφαλισμένου, μέχρι συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας τους και εφόσον είναι άγαμοι.
2. Τα πρόσωπα τα αναφερόμενα στην παραπάνω παράγραφο θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου, εφόσον συμβιώνουν με αυτόν και η συντήρησή τους για τις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄, βαρύνει κυρίως αυτόν.
Θεωρείται ότι υπάρχει συμβίωση και αν για σοβαρούς λόγους, που ορίζονται με κανονισμό, ο σύζυγος ή η σύζυγος ή τα τέκνα, δεν συγκατοικούν προσωρινά.
Ειδικά για τον πατέρα, τη μητέρα και τους θετούς γονείς προκειμένου να ασφαλιστούν σαν μέλη οικογένειας του παιδιού τους, εκτός από την απόδειξη της κύριας συντήρησης και της συγκατοίκησης, απαιτείται:
α) Να έχουν ηλικία άνω των 60 ετών ή να είναι ανάπηροι, με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω.
β) Να μην έχουν εισοδήματα από οποιαδήποτε αιτία που να υπερβαίνουν τα εκάστοτε προβλεπόμενα για τους ανασφάλιστους σύμφωνα με την Γ6/8645/74 απόφαση και την αριθ.139491/2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β΄ 1747).
3. α) Ειδικά για τα μέλη οικογένειας ασφαλισμένων πολιτών κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι παροχές ασθένειας σε είδος χορηγούνται εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του π.δ. 106/2007 (Α΄135) (Οδηγία 2004/38 ΕΚ), τους έχει χορηγηθεί το έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης διαμονής του άρθρου 16 του π.δ. αυτού και διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα.
β) Ασφαλισμένοι πολίτες τρίτων χωρών επί μακρόν διαμένοντες και τα μέλη οικογένειάς τους δικαιούνται παροχές ασθένειας εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του π.δ.150/2006 (Α΄160) (Οδηγία 2003/109ΕΚ) και διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα.
4. Με τον Κανονισμό μπορεί να παρέχεται εν όλω ή εν μέρει η ιατρική περίθαλψη στα τέκνα και μετά τη συμπλήρωση του κατά την παράγραφο 1 ορίου ηλικίας, εφόσον είναι ανίκανα για κάθε εργασία.»
β. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 33 του α.ν. 1846/1951 (Α΄179) εφαρμόζονται αναλόγως σε όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
11. Στο τέλος της παραγράφου 1 περίπτωση Α΄ του άρθρου 23 της αριθ.19875/Ε.452/1952 (Β΄ 90) υπουργικής απόφασης προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η εισφορά υπέρ του Τομέα Ασθένειας Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας «Η ΕΘΝΙΚΗ» του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. για την ασφάλιση ασθένειας των συνταξιούχων του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ/ΤΑΠΑΕ ΕΘΝΙΚΗ, ορίζεται σε: α) ποσοστό 4% επί των καταβαλλομένων συντάξεων για τους συνταξιούχους, ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 (παλαιοί ασφαλισμένοι) και β) ποσοστό 10% επί των καταβαλλομένων συντάξεων, που κατανέμεται 4% σε βάρος των συνταξιούχων και 6% σε βάρος του φορέα συνταξιοδότησης, για τους συνταξιούχους, ασφαλισμένους μετά την 1.1.1993 (νέοι ασφαλισμένοι).
Το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ (φορέας συνταξιοδότησης) υποχρεούται να παρακρατεί από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης τα ανωτέρω ποσοστά εισφορών και να αποδίδει το σύνολο της εισφοράς στο Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω./ΤΑΠΑΕ ΕΘΝΙΚΗ.
Ως έναρξη εφαρμογής της ανωτέρω ρύθμισης, ορίζεται η πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΟΑΕΕ
Άρθρο 49
Αίτηση Συνταξιοδότησης χωρίς διακοπή Επαγγελματικής Δραστηριότητας
Η περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 30 του π.δ. 258/2005 (Α΄ 316) αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Για σύνταξη λόγω γήρατος από την 1η του επόμενου μήνα από εκείνο, μέσα στον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση για απονομή της σύνταξης.
Αν ο ασφαλισμένος του ΟΑΕΕ, ο οποίος έχει θεμελιώσει σύμφωνα με τη νομοθεσία του Οργανισμού συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω γήρατος, επιθυμεί τη διατήρηση του επαγγέλματός του και μετά την αίτηση συνταξιοδότησης λόγω γήρατος στην οποία έχει δηλώσει ρητώς την επιθυμία του αυτή, η σύνταξη καταβάλλεται από την 1η του επόμενου μήνα εκείνου της υποβολής των δικαιολογητικών διακοπής του επαγγέλματος που προβλέπονται από το άρθρο 13 της Φ80000/7228/308/07.09.2006 απόφασης του Υπουργού (Β΄1397). Η διακοπή του επαγγέλματος δεν μπορεί να απέχει πάνω από δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση.
Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η νομοθεσία του Οργανισμού τόσο ως προς την καταβολή των προβλεπόμενων εισφορών όσο και ως προς τον υπολογισμό του συντάξιμου χρόνου και του ποσού της σύνταξης.
Οι ασφαλιστικές εισφορές του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης μέχρι την ημερομηνία υποβολής των δικαιολογητικών διακοπής του επαγγέλματος δεν ρυθμίζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο και σε κάθε περίπτωση πρέπει να έχουν καταβληθεί μέχρι την ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης. Σε αντίθετη περίπτωση, η σύνταξη καταβάλλεται από την πρώτη του επόμενου μήνα της πλήρους εξόφλησής τους.»
Άρθρο 50
Προσωρινή Αναπηρική Σύνταξη χωρίς Διακοπή Επαγγελματικής Δραστηριότητας
Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 21 του π.δ. 258/2005 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ο ασφαλισμένος του ΟΑΕΕ δικαιούται σύνταξη λόγω αναπηρίας, αν έγινε ανάπηρος κατά την έννοια του παρόντος και έχει πραγματοποιήσει πέντε έτη ασφάλισης, από τα οποία δύο έτη μέσα στα πέντε τελευταία έτη πριν από την επέλευση της αναπηρίας ή τη διακοπή της ασφάλισης.
Εάν κατά την διάρκεια των πέντε ετών ο ασφαλισμένος έχει συνταξιοδοτηθεί, η περίοδος των πέντε ετών επεκτείνεται για όσο χρόνο συνταξιοδοτήθηκε.
2. Σύνταξη λόγω αναπηρίας δικαιούται και ο ασφαλισμένος που έχει πραγματοποιήσει 15 έτη ασφάλισης και δεν έχει ασφαλιστεί, από τη διακοπή της ασφάλισής του έως την επέλευση της αναπηρίας, σε άλλο ασφαλιστικό φορέα κυρίας ασφάλισης ή το Δημόσιο.
Αν ο ασφαλισμένος του ΟΑΕΕ κριθεί οριστικά ανάπηρος από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές, απαιτείται με την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας και η διακοπή του επαγγέλματος από την αρμόδια Δ.Ο.Υ..
Αν ο ασφαλισμένος του ΟΑΕΕ κριθεί ανάπηρος από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές για ορισμένο χρονικό διάστημα, δικαιούται να διατηρεί την επαγγελματική δραστηριότητά του για το διάστημα αυτό, εφόσον καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές που αναλογούν και δεν αυτοαπασχολείται.»
Άρθρο 51
Ασφάλιση Οδηγών ΔΧ αυτοκινήτων
1. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης η΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 258/2005 (Α΄ 316), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του π.δ. 5/2007 (Α΄4), αντικαθίσταται ως εξής:
«η. αα. Οι ιδιοκτήτες αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΔΧ), ανεξαρτήτως ποσοστού κυριότητας και αυτοπρόσωπης ή μη χρήσης και εκμετάλλευσής τους.
ββ. Από 1.7.2010 οι μισθωτές, χρήστες, εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ), εφόσον προσκομίσουν συμβολαιογραφική ή άλλη επίσημη πράξη ή ιδιωτικό συμφωνητικό που έχει κατατεθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. στην οποία υπάγεται ο ιδιοκτήτης ή οι ιδιοκτήτες, καθώς και στην αρμόδια Υπηρεσία της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας στην οποία υπάγεται το αυτοκίνητο.
γγ. Οι μισθωτές − οδηγοί φορτηγών οχημάτων δημοσίας χρήσης που μισθώνουν τα οχήματά τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 3446/2006 όπως ισχύει κάθε φορά.
δδ.Οι οδηγοί−εκμεταλλευτές φορτηγών οχημάτων δημόσιας χρήσης οι οποίοι εκμεταλλεύονται το όχημα με αντάλλαγμα την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη ή του ιδιοκτήτη προς αυτούς, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3446/2006.
εε. Οι οδηγοί επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης που έχουν συνάψει σχέση εξαρτημένης εργασίας με τον ιδιοκτήτη, καθώς και οι περιστασιακά εργαζόμενοι ως οδηγοί επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης ασφαλίζονται στο Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ..»
2. Σε κάθε επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) τηρείται «ειδικό βιβλίο κυκλοφορίας ΤΑΞΙ» στο οποίο αναγράφονται όλα τα στοιχεία του ανά πάσα στιγμή οδηγού, καθώς και ο φορέας ασφάλισής του.
Σε περίπτωση απώλειας του «ειδικού βιβλίου κυκλοφορίας ΤΑΞΙ» απαιτείται άμεση αναγγελία στον Ο.Α.Ε.Ε. και στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας του οδηγού και άμεση αντικατάστασή του με προμήθεια νέου πριν την επανακυκλοφορία του αυτοκινήτου. Σε αντίθετη περίπτωση επιβάλλονται οι κυρώσεις της παραγράφου 3.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που εκδίδεται εντός τριμήνου από την ισχύ του παρόντος ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Ε., ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με την έκδοση, διανομή και τήρηση του βιβλίου αυτού.
3. Εάν δεν τηρείται ή δεν επιδεικνύεται το «ειδικό βιβλίο κυκλοφορίας ΤΑΞΙ» της παραγράφου 2 ή δεν καταχωρείται σε αυτό ο οδηγός που απασχολείται κατά τον έλεγχο, επιβάλλονται οι ακόλουθες κυρώσεις: α) στην περίπτωση της πλήρους κυριότητας του οχήματος από έναν ιδιοκτήτη ο οποίος οδηγεί αυτοπρόσωπα το όχημα, αφαίρεση της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος για δεκαπέντε (15) ημέρες και χρηματικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ, β) στην περίπτωση συνιδιοκτητών με αυτοπρόσωπη οδήγηση του οχήματος, αφαίρεση του επαγγελματικού διπλώματος οδήγησης του μη συνεπούς ιδιοκτήτη για ένα (1) μήνα και χρηματικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ και γ) σε περίπτωση οδήγησης του οχήματος από μισθωτές, χρήστες, εκμεταλλευτές αφαίρεση του επαγγελματικού διπλώματος για ένα (1) μήνα και χρηματικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ.
Σε περίπτωση υποτροπής εντός έτους η άδεια κυκλοφορίας ή το επαγγελματικό δίπλωμα αντίστοιχα αφαιρείται για ένα (1) μήνα και το χρηματικό πρόστιμο ανέρχεται στα χίλια (1.000) ευρώ.
Σε περίπτωση παράβασης των παραπάνω υποχρεώσεων από οδηγό αυτοκινήτου ΤΑΞΙ πλήρους κυριότητας συνταξιούχου του Ο.Α.Ε.Ε., ο οποίος διατήρησε το αυτοκίνητο και μετά τη συνταξιοδότησή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48 του π.δ. 669/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 53/1991, επιβάλλεται ως κύρωση στέρηση της άδειας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου για ένα (1) μήνα και πρόστιμο χιλίων (1.000) ευρώ, στην περίπτωση δε συνιδιοκτησίας επιβάλλεται ως κύρωση στο συνταξιούχο του Ο.Α.Ε.Ε. πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής, το χρηματικό πρόστιμο ανέρχεται στις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις κατά το διάστημα της αφαίρεσης του επαγγελματικού διπλώματος του επαγγελματία, δεν επιτρέπεται, μίσθωση, χρήση, εκμετάλλευση του αυτοκινήτου ή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο πρόσληψη από αυτόν προσώπου για την οδήγηση του οχήματος.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Ε., μπορεί να συγκροτούνται κλιμάκια ελέγχου ασφάλισης των οδηγών κάθε μορφής αυτοκινήτων – οχημάτων δημόσιας χρήσης, καθώς και άλλων κατηγοριών ασφαλιστέων στον Ο.Α.Ε.Ε. προσώπων, από υπαλλήλους του Ο.Α.Ε.Ε., άλλων ασφαλιστικών οργανισμών και της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το ύψος της αποζημίωσης, καθώς και ο τρόπος και οι προϋποθέσεις καταβολής της καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
5. Στο τέλος της περίπτωσης δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 258/2005 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Δεν υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. οι κατέχοντες ονομαστικές μετοχές, μίας ή περισσοτέρων από τις παραπάνω ανώνυμες εταιρίες, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό επί αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης μικρότερο ή ίσο του 10%.
Όσα από τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου οδηγούν αυτοπρόσωπα το συνιδιόκτητο αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης ή άλλο αυτοκίνητο ΔΧ της ίδιας ανώνυμης εταιρίας, δεν υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. αλλά του Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ..
Εάν δεν οδηγούν αυτοπρόσωπα το συνιδιόκτητο αυτοκίνητο της ίδιας ανώνυμης εταιρίας και δεν έχουν ασφάλιση από άλλη εργασία ή απασχόληση, ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον Ο.Α.Ε.Ε..»
6. Χρόνος ασφάλισης μισθωτών, χρηστών και εκμεταλλευτών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) που τυχόν εχώρησε στο Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ. μετά την 1.7.2010 μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, θεωρείται ισχυρός, εφαρμοζομένων των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης.
7. Η ισχύς των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 του άρθρου αυτού αρχίζει από 1.9.2011.
Άρθρο 52
Κατάταξη ασφαλισμένων του πρώην ΤΣΑ στις ασφαλιστικές κατηγορίες του Ο.Α.Ε.Ε.
1. Τα πρόσωπα της παρ. 11 του άρθρου 37 του π.δ. 258/2005 (Α΄316), ασφαλισμένοι του Ο.Α.Ε.Ε., έχουν δικαίωμα να καταταγούν, για το σύνολο ή μέρος του χρόνου ασφάλισής τους στο πρώην Τ.Σ.Α., στην 5η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε., όπως ισχύει κάθε φορά, και να δικαιωθούν τις αντίστοιχες παροχές, εφόσον καταβάλλουν ειδική εισφορά για κάθε έτος ασφάλισής τους, ίση με διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
2. Τα οφειλόμενα ποσά εξοφλούνται είτε εφάπαξ είτε σε ίσες διμηνιαίες δόσεις που δεν μπορεί να υπερβαίνουν τα έτη για τα οποία επιθυμούν την ανακατάταξη.
Σε περίπτωση υποβολής αίτησης συνταξιοδότησης πριν από την εξόφληση των παραπάνω δόσεων, το υπολειπόμενο ποσό καταβάλλεται με παρακράτηση του ενός τετάρτου του ποσού της σύνταξης έως την εξόφληση.
3. Κατ’ εξαίρεση οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα που συνταξιοδοτήθηκαν από 1.1.2011 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθώς και για όσους συνταξιοδοτηθούν αργότερα, αλλά η έναρξη της συνταξιοδότησής τους εμπίπτει στο διάστημα αυτό.
4. Ο τρόπος καταβολής της παραπάνω ειδικής εισφοράς, οι προθεσμίες καταβολής της και οι επιπτώσεις τυχόν μη εμπρόθεσμης καταβολής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Ε..
Άρθρο 53
Ειδικές Ρυθμίσεις Ο.Α.Ε.Ε.
1. Απαραίτητο δικαιολογητικό για τον τεχνικό έλεγχο οχημάτων Δημοσίας Χρήσεως (ΔΧ) σε ιδιωτικό ή δημόσιο Κ.Τ.Ε.Ο. είναι η ασφαλιστική ενημερότητα όλων των ιδιοκτητών, χρηστών και εκμεταλλευτών του οχήματος, η οποία χορηγείται από τον Ο.Α.Ε.Ε..
2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 4 του π.δ. 258/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Τα παρακάτω πρόσωπα δικαιούνται να συνεχίσουν την ασφάλισή τους προαιρετικά στους δύο κλάδους ασφάλισης του Ο.Α.Ε.Ε., εφόσον δεν είναι ασφαλισμένοι ή συνταξιούχοι άλλου φορέα κύριας ασφάλισης ή του Δημοσίου από ίδιο δικαίωμα και κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης δεν κρίνονται ανάπηρα από την αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος Καταστατικού.»
3. Τα μέλη/φυσικά πρόσωπα που δραστηριοποιούνται σε Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν. Σ.Επ.) και ασκούν δραστηριότητα υπαγόμενη, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, στην ασφαλιστική προστασία του Ο.Α.Ε.Ε., ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον Οργανισμό αυτό, κατατασσόμενα στην πρώτη (1η) ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε. του άρθρου 5 του π.δ. 258/2005, καταβάλλοντας τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές του Κλάδου Σύνταξης, μειωμένες κατά 50%.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται οι συνέπειες από την καταβολή μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών στις χορηγούμενες παροχές, καθώς και η τυχόν κατάταξη των προσώπων αυτών σε ανώτερες ασφαλιστικές κατηγορίες του Ο.Α.Ε.Ε..
4. Το τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 3846/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Εξαιρούνται από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας περίπτωσης και υπάγονται στις διατάξεις της περίπτωσης α΄ τα μέλη δασικών συνεταιρισμών που κατοικούν μόνιμα στις περιοχές της περίπτωσης α΄ και ασκούν δραστηριότητα που έχει ως αντικείμενο την επεξεργασία ξύλου για την παραγωγή και εμπορία ειδών λαϊκής τέχνης και πέραν των περιοχών αυτών, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωσή τους των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β΄.
Επίσης, εξαιρούνται από την υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. και υπάγονται στις διατάξεις της περίπτωσης α΄ οι επαγγελματίες βιοτέχνες και έμποροι των περιοχών της περίπτωσης αυτής που έχουν υπογράψει σύμβαση Ταχυδρομικού Πρακτορείου με τα “Ελληνικά Ταχυδρομεία Α.Ε.”».
5.α. Οι αναβάτες και μαθητευόμενοι αναβάτες δρομώνων ίππων ιπποδρόμου υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Κλάδου Παροχών Ασθένειας του Ι.Κ.Α.− Ε.Τ.Α.Μ. για παροχές σε είδος και σε χρήμα και διέπονται από τη νομοθεσία του Κλάδου αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 3655/2008 και την Φ40021/11335/1153/18.5.2009 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
Ο Κλάδος Κύριας Σύνταξης του Ο.Α.Ε.Ε., στον οποίο εντάχθηκαν τα παραπάνω πρόσωπα για κύρια σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 3655/2008, δεν υποχρεούται στη χορήγηση οποιασδήποτε άλλης παροχής πέραν των παροχών που προβλέπονται από τη νομοθεσία του Κλάδου αυτού.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Συνδέσμου Αναβατών Δρομώνων Ίππων Ιπποδρόμου και του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Ε., καθώς και αναλογιστική μελέτη, μπορεί να προβλέπονται πρόσθετες παροχές στους αναβάτες και μαθητευόμενους αναβάτες, σε περίπτωση ατυχήματος κατά την άσκηση της εργασίας τους, παράλληλα οι αναλογούντες πόροι για την κάλυψη των παροχών αυτών αποκλειστικά από τον Ο.Α.Ε.Ε..
β. Όλες οι έως την 30.11.2010 παρατάσεις ισχύος της από 1.12.2007 σύμβασης που υπεγράφη μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας «Ευρώπη Α.Ε.Γ.Α.» και του Ταμείου Πρόνοιας και Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Ιπποδρομιών (ΤΑ.Π.Ε.Α.Π.Ι.), το οποίο εντάχθηκε από 1.8.2008 στον κλάδο σύνταξης του Ο.Α.Ε.Ε., δυνάμει του άρθρου 9 του ν. 3655/2008 (Α΄58), και αφορούσε στην ασφάλιση αναβατών και μαθητευομένων αναβατών ιπποδρομιών κατά ατυχημάτων, καθώς και οι κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα παρατάσεων διενεργηθείσες πράξεις και δαπάνες θεωρούνται νόμιμες.
Άρθρο 54
Προϋποθέσεις Συνταξιοδότησης Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών και Τουριστικών Πρακτόρων του Ο.Α.Ε.Ε.
1. Μετά την παρ. 5 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 (Α΄115), προστίθεται παράγραφος 5Α που έχει ως εξής:
«5Α.α. Όπου από τη νομοθεσία του Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών και Τουριστικών Πρακτόρων του Ο.Α.Ε.Ε., προβλέπεται συνταξιοδότηση λόγω γήρατος σε ηλικία εξήντα (60) ετών με τριάντα πέντε (35) έτη ασφάλισης, ο χρόνος αυτός ανακαθορίζεται για το έτος 2011 σε τριάντα έξι (36) έτη ασφάλισης, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται σταδιακά κατά ένα χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών ασφάλισης.
β. Όπου από τη νομοθεσία του Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών και Τουριστικών Πρακτόρων του Ο.Α.Ε.Ε., προβλέπεται συνταξιοδότηση λόγω γήρατος σε ηλικία πενήντα οχτώ (58) ετών με τριάντα πέντε (35) έτη ασφάλισης, ο χρόνος αυτός ανακαθορίζεται για το έτος 2011 σε τριάντα έξι (36) έτη ασφάλισης, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται σταδιακά κατά ένα χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών ασφάλισης, το δε ανωτέρω προβλεπόμενο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2012 κατά ένα (1) έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.»
2. Η παρ. 8 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Στις περιπτώσεις σταδιακής αύξησης του ορίου ηλικίας και του χρόνου ασφάλισης των παραγράφων 1, 3, 4, 5, 5Α, 6 και 7 οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας και το χρόνο ασφάλισης που ισχύουν κατά το έτος συμπλήρωσης των 10.500 ημερών ή 35 ετών ασφάλισης.»
3. Οι διατάξεις των παραπάνω 1 και 2 παραγράφων ισχύουν από την έναρξη ισχύος του ν. 3863/2010.
Άρθρο 55
Παράλληλη Ασφάλιση – Συνταξιοδότηση Ασφαλισμένων πρώην Ταμείου Προνοίας Ξενοδόχων
1. Οι παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 37 του π.δ. 258/2005 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Στα πρόσωπα τα οποία κατέστησαν συνταξιούχοι των πρώην Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε. και Τ.Σ.Α. μέχρι τις 31.12.2006, ή του πρώην Ταμείου Προνοίας Ξενοδόχων (Τ.Π.Ξ.) μέχρι 31.7.2008, ο Οργανισμός εξακολουθεί να καταβάλει τις συντάξεις τους χωριστά, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για κάθε κατηγορία στο παρόν προεδρικό διάταγμα.
2. Οι συντάξεις λόγω θανάτου που χορηγήθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2676/1999 εξακολουθούν να καταβάλλονται ως έχουν. Όσες χορηγήθηκαν μετά την ισχύ του νόμου αυτού, υπόκεινται στους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 62 του ίδιου νόμου.
Σε περίπτωση θανάτου των προσώπων των παραγράφων 1, 3 και 4, τα δικαιοδόχα μέλη του άρθρου 23 του παρόντος προεδρικού διατάγματος δικαιούνται δύο ή περισσότερες συντάξεις λόγω θανάτου, το ποσό των οποίων καθορίζεται σύμφωνα με τις αντίστοιχες καταστατικές διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 62 του ν. 2676/1999, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
3. Πρόσωπα που μέχρι τις 31.12.2006, κατέστησαν συνταξιούχοι λόγω γήρατος ή αναπηρίας ενός εκ των τριών Ταμείων (πρώην Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε., Τ.Σ.Α.) ή μέχρι 31.7.2008 του Τ.Π.Ξ. και έχουν θεμελιώσει, με βάση το χρόνο ασφάλισης, συνταξιοδοτικό δικαίωμα σε κάποιον άλλον ή άλλους από τους φορείς αυτούς, δικαιούνται δεύτερη ή και περισσότερες συντάξεις από τον Ο.Α.Ε.Ε., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του ν. 2084/1992, όπως ισχύουν περί διπλοσυνταξιούχων, χωρίς αναγωγή στα κατώτατα όρια.
Όσον αφορά τη χορήγηση δεύτερης σύνταξης στους ασφαλισμένους του πρώην Τ.Π.Ξ., αυτή υπολογίζεται με βάση τις καταστατικές διατάξεις του πρώην Τ.Π.Ξ., σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του ν. 3655/2008, χωρίς αναγωγή στα κατώτατα όρια.
4. Πρόσωπα που μέχρι τις 31.12.2006, κατέστησαν συνταξιούχοι λόγω γήρατος ή αναπηρίας ενός εκ των τριών Ταμείων (πρώην Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε., Τ.Σ.Α.) ή μέχρι 31.7.2008 του Τ.Π.Ξ. και παράλληλα ήταν ασφαλισμένοι σε κάποιον άλλον ή άλλους από τους φορείς αυτούς, μπορούν να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στον Ο.Α.Ε.Ε., χωρίς καμία επίπτωση στην ήδη καταβαλλόμενη σύνταξη και αφού συμπληρώσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους και τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης, δικαιούνται σύνταξης ή συντάξεων γήρατος από τον Οργανισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διπλοσυνταξιούχων, χωρίς αναγωγή στα κατώτατα όρια.
Όσον αφορά τη χορήγηση δεύτερης σύνταξης στους ασφαλισμένους του πρώην Τ.Π.Ξ., αυτή υπολογίζεται με βάση τις καταστατικές διατάξεις του πρώην Τ.Π.Ξ., σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του ν. 3655/2008, χωρίς αναγωγή στα κατώτατα όρια.
5. Συνταξιούχοι λόγω γήρατος και αναπηρίας που η σύνταξή τους τελεί σε αναστολή, λόγω άσκησης επαγγέλματος που ασφαλίζονταν σε ένα εκ των τριών Ταμείων (Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε., Τ.Σ.Α.) ή λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης σε ανήλικο, εξακολουθούν να βρίσκονται σε αναστολή και μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Καταστατικού και έως ότου εκλείψουν οι λόγοι που την επέβαλαν.
Αναστολή σύνταξης που έγινε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, πλην των ανωτέρω, παύει να ισχύει μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου.
6. Τα ανωτέρω πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 μπορούν με αίτησή τους οποτεδήποτε να ζητήσουν την προσμέτρηση του χρόνου ασφάλισής τους για την προσαύξηση της σύνταξής τους. Σε αυτή την περίπτωση, εφόσον προέρχονται από τα πρώην Ταμεία Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε. και Τ.Σ.Α., το οργανικό ποσό της σύνταξής τους προσαυξάνεται με 2% για κάθε επιπλέον έτος ασφάλισης που θα προσμετρηθεί.
Στις περιπτώσεις προσμέτρησης χρόνου ασφάλισης στο πρώην Τ.Π.Ξ. για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης που χορηγείται από τον Οργανισμό, το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης αυξάνεται με το ποσό που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης στο πρώην Ταμείο, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις καταστατικές του διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3655/2008, καθώς και στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στον Ο.Α.Ε.Ε. από 1.8.2008, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος προεδρικού διατάγματος.
Οι δικαιοδόχοι σε περίπτωση θανάτου των προσώπων των παραγράφων 3 και 4, μπορούν να επιλέξουν την προσαύξηση του οργανικού ποσού της σύνταξης όπως παραπάνω για το χρόνο ασφάλισης ο οποίος δεν είχε αξιοποιηθεί στη σύνταξη του θανόντα.»
2. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης οποιασδήποτε κατηγορίας εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, τα δε οικονομικά αποτελέσματα επέρχονται από την 1η του επομένου μήνα της υποβολής της αίτησης.
Άρθρο 56
Ασφάλιση Μελών Αγροτικών Συνεταιρισμών
1. Τα μέλη κάθε μορφής Αγροτικών Συνεταιρισμών δεν ασφαλίζονται σε κανένα ασφαλιστικό οργανισμό με βάση και κριτήριο μόνο την ιδιότητά τους αυτή.
2. Οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες−αγρότισσες που είναι παράλληλα και μέλη Αγροτικών Συνεταιρισμών, υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Γ.Α.. Μέλη Αγροτικών Συνεταιρισμών, μη αγρότες−αγρότισσες, που υπάγονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, σε άλλους, πλην Ο.Γ.Α., ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης για άλλη εργασία – απασχόληση, ασφαλίζονται υποχρεωτικά στους οργανισμούς αυτούς.
3. Μέλη Αγροτικών Συνεταιρισμών, μη αγρότες−αγρότισσες και μη εργαζόμενοι−απασχολούμενοι σε άλλη εργασία/δραστηριότητα που ο μέσος όρος των εισοδημάτων τους, που προέρχονται από τη συμμετοχή τους στο Συνεταιρισμό, της τελευταίας τριετίας (2008 – 2010) ή της πρώτης τριετίας για τους Συνεταιρισμούς που ιδρύονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, υπερβαίνει το 200πλάσιο και υπολείπεται του 400πλασίου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη (Η.Α.Ε.), όπως ισχύει κάθε φορά, υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Γ.Α.. Εάν ο παραπάνω μέσος όρος των εισοδημάτων υπερβαίνει το 400πλάσιο του Η.Α.Ε. υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε..
Στην τελευταία αυτή περίπτωση εντάσσονται στην 1η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε. και κατατάσσονται μόνο προαιρετικά στις ανώτερες ασφαλιστικές κατηγορίες του Οργανισμού.
4. Μέλη Αγροτικών Συνεταιρισμών, συνταξιούχοι του Ο.Γ.Α. δεν υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. ούτε στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Γ.Α..
5. Μέλη Αγροτικών Συνεταιρισμών, συνταξιούχοι ασφαλιστικών οργανισμών κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην Ο.Γ.Α., καθώς και συνταξιούχοι του Δημοσίου ή του Ν.Α.Τ., υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. εάν ο μέσος όρος των εισοδημάτων τους όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 3 από τη συμμετοχή τους στο Συνεταιρισμό υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά. Στις περιπτώσεις των προσώπων αυτών δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του ν. 3863/2010.
6. Τα πρόσωπα του παρόντος άρθρου που είναι ασφαλιστέα στον Ο.Γ.Α., αλλά ασφαλίστηκαν στον Ο.Α.Ε.Ε. μέχρι την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού και κατέβαλαν ασφαλιστικές εισφορές στον Οργανισμό, δικαιούνται, με αίτησή τους, να ζητήσουν την επιστροφή, ατόκως, των ασφαλιστικών εισφορών τους ως αχρεωστήτως καταβληθείσες. Διαφορετικά εφαρμόζονται οι διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ Ε.Τ.Α.Α.
Άρθρο 57
Υποβολή καταστάσεων εισφορών ασφαλισμένων και εργοδοτών των Τομέων Υγειονομικών του Ε.Τ.Α.Α.
Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 6 του ν.δ. 3348/1955 (Α΄ 242,) προστίθενται περιπτώσεις γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄ ως εξής:
«γ) Όσοι εργοδότες απασχολούν υγειονομικούς ή ζητούν τη χορήγηση βεβαίωσης ασφαλιστικής ενημερότητας υποχρεούνται:
αα) Να απογράφονται στο Μητρώο Εργοδοτών των Τομέων Υγειονομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών, Τομέας Υγείας Υγειονομικών, Τομέας Πρόνοιας Υγειονομικών), με τη συμπλήρωση των σχετικών Δελτίων Απογραφής και με την προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών και να γνωστοποιούν στις αρμόδιες υπηρεσίες των Τομέων τυχόν μεταβολές των στοιχείων που έχουν καταχωρηθεί στο Μητρώο Εργοδοτών (την οριστική ή προσωρινή διακοπή ή μεταβολή των εργασιών τους, την αλλαγή της επωνυμίας, της νομικής μορφής, των κατά νόμο υπεύθυνων, της έδρας της εταιρείας και προκειμένου περί φυσικών προσώπων τον τόπο κατοικίας ή διαμονής τους). Ως χρόνος γνωστοποίησης ορίζεται η τελευταία εργάσιμη ημέρα του επομένου των ανωτέρων συμβάντων μηνός.
ββ) Να υποβάλουν καταστάσεις εισφορών και να προβαίνουν στην εξόφλησή τους μέσω του συστήματος ελεγχόμενης είσπραξης, εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
δ) Στους εργοδότες που δεν απογράφονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση γ΄ υποπερίπτωση αα΄, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών, πέραν των προβλεπόμενων πρόσθετων τελών και λοιπών επιβαρύνσεων, η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 45% επί του ποσού των εισφορών που αντιστοιχούν στη κατάσταση εισφορών ή στις καταστάσεις εισφορών που είχαν υποχρέωση να υποβάλουν.
Στους εργοδότες που δεν υποβάλλουν εμπρόθεσμα την κατάσταση εισφορών ή δεν εξοφλούν τις εισφορές τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στη περίπτωση γ΄ υποπερίπτωση ββ΄ του παρόντος ή προκύπτει διαφορά μεταξύ των εισφορών που δηλώθηκαν και εκείνων που έπρεπε να δηλωθούν, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών, πέραν των προβλεπόμενων πρόσθετων τελών και λοιπών επιβαρύνσεων, που ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του ποσού των εισφορών ή της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των εισφορών που δηλώθηκαν και των εισφορών που έπρεπε να δηλωθούν.
Στους εργοδότες που παραβαίνουν την υποχρέωση γνωστοποίησης μεταβολών που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ υποπερίπτωση αα΄ του παρόντος, επιβάλλεται πρόστιμο 300 ευρώ.
ε) Οι ανωτέρω εργοδότες που απασχολούν υγειονομικούς υποχρεούνται να διατηρούν επί εικοσαετία τα στοιχεία τα οποία τηρούσαν και υπέβαλαν, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, στις υπηρεσίες του Ταμείου, καθώς και τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει απασχόληση υγειονομικού με οποιαδήποτε εργασιακή σχέση (όπως έμμισθος, κατά περίπτωση ή πράξη, κατά χρονική μονάδα).
Τα στοιχεία αυτά είναι οι καταστάσεις εισφορών με τα αντίστοιχα γραμμάτια πληρωμής, οι μαγνητικές ταινίες, οι καταστάσεις μισθοδοσίας, οι καταστάσεις προσωπικού, οι αποδείξεις ή τα δελτία παροχής υπηρεσιών των κατά περίπτωση απασχολούμενων και αμειβόμενων, οι ετήσιες αποδόσεις φόρου για αμοιβές τρίτων, οι συμβάσεις και τα ιδιωτικά συμφωνητικά κ.λπ..
στ) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Τ.Α.Α. καθορίζεται η μορφή (έντυπη, ηλεκτρονική, μαγνητική κ.λπ.) των καταστάσεων απόδοσης εισφορών και συνεισφορών που υποβάλλονται από τους εργοδότες στο Ταμείο, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.»
Η ισχύς της ανωτέρω διάταξης αρχίζει την πρώτη του επομένου της δημοσίευσης μήνα.
Άρθρο 58
Εγγραφή στο Ε.Τ.Α.Α.−Τ.Σ.Α.Υ. πριν την Έναρξη Επαγγέλματος
Στο άρθρο 2 του ν. 982/1979 (Α΄239) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. α. Στην ασφάλιση των Τομέων Υγειονομικών, του Ε.Τ.Α.Α., μπορούν να υπαχθούν:
α.α. Οι πτυχιούχοι υγειονομικοί που έχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος και είναι εγγεγραμμένοι στον οικείο υγειονομικό σύλλογο, όπου αυτό απαιτείται, πριν την έναρξη άσκησης του επαγγέλματος ή άλλης δραστηριότητας για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο Ε.Τ.Α.Α.−Τ.Σ.Α.Υ.. Η ανωτέρω δυνατότητα χορηγείται από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και μέχρι δύο έτη.
β.β. Οι υγειονομικοί για τους οποίους προβλέπεται λήψη ειδικότητας, μπορούν να υπαχθούν στην ασφάλιση των Τομέων Υγειονομικών του Ε.Τ.Α.Α. για το χρονικό διάστημα αναμονής και τα τυχόν ενδιάμεσα διαστήματα που παρεμβάλλονται μέχρι την τοποθέτησή τους για την λήψη κύριας ειδίκευσης και μέχρι τρία έτη.
β. Στην ασφάλιση των Τομέων Υγειονομικών του Ε.Τ.Α.Α. μπορούν να συνεχίσουν να ασφαλίζονται οι υγειονομικοί, που μετά την έναρξη του επαγγέλματος ή άλλης δραστηριότητας για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο Ε.Τ.Α.Α.− Τ.Σ.Α.Υ., δεν αποδεικνύουν άσκηση επαγγέλματος σύμφωνα με το π.δ. 517/1988 (Α΄ 233) ή άλλη δραστηριότητα για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον ανωτέρω τομέα για διαστήματα ανάμεσα σε δύο περιόδους ασφάλισης, και μέχρι δύο έτη συνολικά. Το δικαίωμα αυτό ασκείται πριν την επανέναρξη της υποχρεωτικής ασφάλισής τους με τις ισχύουσες προϋποθέσεις και ανατρέχει στην ημερομηνία διακοπής της προηγούμενης ασφάλισης.
Χρόνοι ασφάλισης που εμπίπτουν στις περιπτώσεις α΄ και β΄ και έχουν ήδη αναγνωριστεί δεν μπορούν να αναγνωριστούν εκ νέου.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την ασφάλιση είναι να μην ασκούν το επάγγελμα του υγειονομικού στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή και να μην έχουν στραφεί σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα συνεπεία της οποίας υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση άλλου φορέα ασφάλισης στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή και να μην υπηρετούν τη θητεία τους στις Ένοπλες Δυνάμεις. Αν διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διατάξεως του προηγούμενου εδαφίου η ασφάλιση διακόπτεται, ο χρόνος ασφάλισης διαγράφεται και τυχόν καταβληθείσες εισφορές δεν επιστρέφονται.
γ. Όσοι ασφαλιστούν με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο καταβάλλουν τις προβλεπόμενες εισφορές ελεύθερου επαγγελματία με τις νόμιμες προσαυξήσεις.
δ. Ο χρόνος ασφάλισης που ρυθμίζεται με την παρούσα διάταξη, καθώς και ο χρόνος όσων έχουν υπαχθεί σε ανάλογη ρύθμιση ασφάλισης με αποφάσεις του Δ.Σ. του πρώην Τ.Σ.Α.Υ. θεωρείται πλασματικός με όλες τις έννομες συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.
Αιτήσεις που υποβάλλονται βάσει των περιπτώσεων αα΄, ββ΄ και β΄ δεν ανακαλούνται.»
Άρθρο 59
Ασφάλιση στους Τομείς Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ε.Τ.Α.Α.
1. Το άρθρο 13 του ν. 3518/2006 (Α΄272) αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε (1.1.2007) ως εξής:
«Ασφαλιστέα πρόσωπα
1. Στην ασφάλιση του Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α. υπάγονται υποχρεωτικά:
α) Οι από 1.1.1993 ασφαλισμένοι του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ) του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α. και
β) οι μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένοι του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ) του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α., εφόσον δεν υπάγονται υποχρεωτικά σε άλλο επικουρικό φορέα για τη λήψη επικουρικής σύνταξης πλην του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (ΜΤΠΥ) και δεν έχουν συμπληρώσει το πεντηκοστό έτος της ηλικίας τους κατά την έναρξη λειτουργίας του πρώην Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης ΤΣΜΕΔΕ (1.1.2007).
2. Στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α. ασφαλίζονται προαιρετικά, μετά από αίτησή τους, οι μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένοι του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ) του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α., εφόσον δεν υπάγονται υποχρεωτικά σε άλλο επικουρικό φορέα για τη λήψη επικουρικής σύνταξης πλην του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (ΜΤΠΥ) οι οποίοι έχουν ηλικία άνω των πενήντα και έως πενήντα πέντε ετών κατά την έναρξη λειτουργίας του πρώην Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης ΤΣΜΕΔΕ (1.1.2007).»
2. Τα ποσά των ασφαλιστικών εισφορών που έχουν καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού για τα πρόσωπα που σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται από την ασφάλιση του Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων αναδρομικά από 1.1.2007 επιστρέφονται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα, μετά από σχετική αίτηση.
3. Η περίπτωση β΄ του άρθρου 6 του ν. 3518/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
« β) Ο χρόνος που έχει διανυθεί στην ασφάλιση του ΕΛΠΠ. Ο χρόνος αυτός μπορεί, ύστερα από αίτηση του ασφαλισμένου, να θεωρηθεί ως χρόνος ασφάλισης στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α. και στην περίπτωση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη για την Ειδική Προσαύξηση.»
4. Η περίπτωση δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3518/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) Ο χρόνος που έχει διανυθεί στην ασφάλιση του ΕΛΠΠ από τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους, ο οποίος μεταφέρεται στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α., μετά από αίτησή τους και εφόσον δεν έχει θεωρηθεί χρόνος ασφάλισης για την Ειδική Προσαύξηση του Τομέα Κύριας Σύνταξης του ΤΣΜΕΔΕ.»
5. Η περίπτωση α΄ της παρ.1 του άρθρου 23 του ν. 3518/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Ο χρόνος ασφάλισης του ασφαλισμένου στον Τομέα Πρόνοιας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Κλάδου Πρόνοιας του Ε.Τ.Α.Α. και ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε στον ΕΛΠΠ, ο οποίος συνολικά δεν μπορεί να είναι μικρότερος από δέκα (10) έτη. Σε περίπτωση συνταξιοδότησης λόγω οριστικής αναπηρίας, ο ανωτέρω χρόνος δεν μπορεί να είναι μικρότερος από πέντε (5) έτη.»
Άρθρο 60
Παράλληλη Ασφάλιση Ε.Τ.Α.Α. και Ο.Α.Ε.Ε.
Η παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. α. Όσοι ασφαλίστηκαν σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο πριν την 1.1.1993 και είναι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ασφαλισμένοι στον κλάδο κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.), εφόσον ασκούν δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του Οργανισμού και δεν είναι συναφής με την επαγγελματική ιδιότητα για την οποία υπάγονται στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α.. Σε περίπτωση αμφισβήτησης της συνάφειας της επαγγελματικής δραστηριότητας με την επαγγελματική ιδιότητα, η αμφισβήτηση επιλύεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβούλιου Κοινωνικής Ασφάλισης (Σ.Κ.Α.).
β. Για τους ασφαλισμένους στον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων του Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (Τ.Σ.Α.Υ.) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), που θα διαγραφούν από τον ανωτέρω Κλάδο μετά την υποχρεωτική τους υπαγωγή στον Ο.Α.Ε.Ε., το ύψος της παροχής που θα λάβουν από τον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων για το χρόνο ασφάλισης που έχουν διανύσει σε αυτόν, θα προσδιοριστεί μετά από οικονομική μελέτη.
γ. Οι ασφαλισμένοι του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.) που έχουν υπαχθεί υποχρεωτικά στην Ειδική Προσαύξηση, και θα υπαχθούν στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) σύμφωνα με τα ανωτέρω, από δραστηριότητα που έχει αναληφθεί μέχρι την ισχύ του παρόντος νόμου, αποκτούν δικαίωμα αυτοτελούς υπολογισμού του τμήματος αυτού στην Ειδική Προσαύξηση χωρίς τον υπολογισμό του μετέπειτα διανυθέντος χρόνου ασφάλισης στον Ο.Α.Ε.Ε.. Για τυχόν τμήμα χρόνου ασφάλισης στην Ειδική Προσαύξηση, μετά την υποχρεωτική ασφάλιση των ανωτέρω προσώπων στον Ο.Α.Ε.Ε., η Ειδική Προσαύξηση θα υπολογίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2α του άρθρου 8 του ν. 3518/2006 (Α΄ 272).»
Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 1.8.2010.
Άρθρο 61
Ειδικές Ρυθμίσεις Ε.Τ.Α.Α.
1. Στο τέλος της περίπτωσης δ΄ της παρ. 17 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή στους φορείς αυτοαπασχολούμενων, για τους οποίους προβλέπεται από καταστατικές ή γενικές διατάξεις, η συνταξιοδότηση των γυναικών ασφαλισμένων τους ως μητέρων ανήλικων τέκνων.»
Η ισχύς της ανωτέρω ρύθμισης αρχίζει από τη δημοσίευση του ν. 3863/2010 (Α΄ 115).
2. Στο τέλος της παρ. 1α του άρθρου 2 του ν. 3865/2010 ( Α΄ 120) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση που για τα ανωτέρω πρόσωπα προκύπτει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία υποχρεωτική ασφάλιση στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), έχουν εφαρμογή οι καταστατικές διατάξεις των τομέων αυτών. Ειδικά για όσους από τους ανωτέρω έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση από 1.1.1993 και εφεξής εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2084/1992, όπως ισχύει.»
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται από 1.1.2011 και εφεξής.
3. Προκειμένου για τους από 1.1.1993 και εφεξής μισθωτούς ασφαλισμένους του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), η προβλεπόμενη εισφορά για όλους τους Τομείς του Ταμείου υπολογίζεται επί των καταβαλλόμενων αποδοχών, οι οποίες δεν μπορεί να υπολείπονται του ποσού της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας, κατά τις διατάξεις του ν. 2084/1992 και των προεδρικών διαταγμάτων 124/1993, 125/1993 και 126/1993, όπως κάθε φορά διαμορφώνεται.
Για τις περιπτώσεις ασφαλισμένων των οποίων οι αποδοχές υπολείπονται του ποσού της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας, οι διαφορές που προκύπτουν στην εισφορά ασφαλισμένου και εργοδότη καταβάλλονται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο, εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου έτους, και σε τρεις κατ’ ανώτατο όριο μηνιαίες δόσεις, εφόσον το οφειλόμενο ποσό υπερβαίνει τα 150,00 ευρώ.
Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής της ως άνω διαφοράς εντός του τριμήνου, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα για τις καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές.
Η ισχύς της ανωτέρω ρύθμισης αρχίζει από την πρώτη του επομένου της δημοσίευσης μήνα.
4. Το ιπτάμενο προσωπικό του Ε.Κ.Α.Β. που ασφαλίζεται στον κλάδο κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Σ.Α.Υ.) μπορεί να συνταξιοδοτηθεί οποτεδήποτε από τον ανωτέρω Τομέα με τη συμπλήρωση 37 ετών πραγματικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, συνυπολογιζόμενου του χρόνου ασφάλισης που αναγνωρίζεται με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3144/2003 (Α΄ 111).
Για τα ανωτέρω πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στην κοινωνική ασφάλιση μέχρι 31.12.1992 εξακολουθούν να ισχύουν οι περιορισμοί της παρ. 14 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115) όπως ισχύει.
5. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
« Ιατροί εργασίας, οι οποίοι απασχολούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1568/1985 και έχουν υπαχθεί από την πρόσληψή τους στην υποχρεωτική ασφάλιση άλλου, πλην του Tομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (ΤΣΑΥ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), φορέα κοινωνικής ασφάλισης, εξακολουθούν να υπάγονται στην ασφάλιση του φορέα αυτού, εφόσον η πρόσληψή τους και η υπαγωγή τους στην ασφάλιση πραγματοποιήθηκε μέχρι και την 31.12.1992. Η ισχύς του προηγούμενου εδαφίου ανατρέχει στο χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 3232/2004.»
6. Η προβλεπόμενη προθεσμία στην παρ. 4 του άρθρου 44 του ν. 3863/2010 για την επιστροφή εισφορών στους από 1.1.1993 έμμισθους ασφαλισμένους του Τομέα Ασφάλισης Νομικών (Τ.Α.Ν.) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), παρατείνεται μέχρι 31.12.2011.
7. Το άρθρο 57 του κ.ν. 5945/1934, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 982/1979 (Α΄ 239), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται εάν ο συνταξιούχος του Τ.Σ.Α.Υ. ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα για την οποία υπάγεται στην ασφάλιση του Τ.Σ.Α.Υ.. Σε περίπτωση άσκησης επαγγέλματος ασφαλιστέου στο Τ.Σ.Α.Υ. χωρίς αναστολή της σύνταξης, οι καταβληθείσες συντάξεις του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος επιστρέφονται εντόκως.
2. Δεν θεωρείται ως άσκηση επαγγέλματος η συμμετοχή σε ιατρικά συμβούλια.»
8. Ο χρόνος που προστίθεται στο χρόνο ασφάλισης των Τομέων του κλάδου κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 612/1977 (Α΄ 164), όπως ισχύει, για τη συμπλήρωση των 35 ετών ασφάλισης, για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης για τους από 1.1.1993 και εφεξής ασφαλισμένους που συνταξιοδοτούνται από τους ανωτέρω Τομείς ως ελεύθεροι επαγγελματίες, θεωρείται ότι διανύθηκε στην 1η ασφαλιστική κατηγορία.
9. Στην περίπτωση β΄ της παρ. 14 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 το οριζόμενο ποσοστό 4% γίνεται 0,4% με ισχύ από 1.1.2012 σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 17 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011.
10. Η μηνιαία εισφορά, υπέρ του Τομέα Υγείας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΥΜΕΔΕ) του Κλάδου Υγείας του ΕΤΑΑ, των συνταξιούχων του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ) , ορίζεται σε ποσοστό 10% επί των καταβαλλόμενων συντάξεων και κατανέμεται σε ποσοστό 4% σε βάρος των συνταξιούχων και 6% σε βάρος του Τομέα συνταξιοδότησης.
Ο Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ) του ΕΤΑΑ υποχρεούται να παρακρατεί από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης την ανωτέρω εισφορά και να αποδίδει το σύνολο αυτής στον Τομέα Υγείας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΥΜΕΔΕ) του Ταμείου.
Ως έναρξη εφαρμογής της ανωτέρω ρύθμισης ορίζεται η πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου.
Άρθρο 62
Αναγνώριση χρόνων στο Ε.Τ.Α.Α.
1. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3518/2006 (Α΄272), προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Ασφαλισμένοι του καταργηθέντος Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών (Ε.Λ.Π.Π.), οι οποίοι δεν λαμβάνουν παροχή από το Λογαριασμό αυτόν, λόγω συνταξιοδότησής τους και από άλλο φορέα κύριας ασφάλισης της ημεδαπής ή το Δημόσιο, πλην Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. (σήμερα Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων), οι οποίοι έχουν ήδη καταβάλει εισφορές στον καταργηθέντα Ε.Λ.Π.Π. και δεν έχουν μεταφέρει το χρόνο αυτό σε άλλον ασφαλιστικό φορέα, αποκτούν δικαίωμα λήψης παροχών από τον καταργηθέντα Ε.Λ.Π.Π. (σήμερα Ειδική Προσαύξηση), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο με το συνυπολογισμό μόνο του χρόνου παράλληλης ασφάλισης στον καταργηθέντα Ε.Λ.Π.Π. και σε άλλον φορέα κύριας ασφάλισης της ημεδαπής ή το Δημόσιο που έχει αναγνωριστεί στον πρώην Ε.Λ.Π.Π..
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και για όσους έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί από τον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων.
Η καταβολή στα ανωτέρω πρόσωπα της Ειδικής Προσαύξησης αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μετά την υποβολή αίτησης μήνα για αιτήσεις που υποβάλλονται από τη δημοσίευση του παρόντος.»
2. α. Οι ασφαλισμένοι του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων, οι οποίοι εξαιρέθηκαν από την ασφάλιση του καταργηθέντα Ειδικού Λογαριασμού Πρόσθετων Παροχών (Ε.Λ.Π.Π.) λόγω της υπαγωγής τους στην ασφάλιση και άλλου φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, μπορούν με αίτησή τους μετά τη διακοπή της παράλληλης επαγγελματικής τους δραστηριότητας να αναγνωρίσουν στην Ειδική Προσαύξηση και στον Τομέα Πρόνοιας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, το χρονικό διάστημα για το οποίο εξαιρέθηκαν από την ασφάλιση του ανωτέρω Λογαριασμού, εφόσον δεν έχουν καταστεί συνταξιούχοι και δεν θα δικαιωθούν σύνταξης από άλλον φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.
β. Το ύψος και ο τρόπος καταβολής των εισφορών για την αναγνώριση του χρόνου ασφάλισης της περίπτωσης α΄ στην Ειδική Προσαύξηση και στο Τομέα Πρόνοιας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Τ.Α.Α..
γ. Χρόνος ασφάλισης στον Ε.Λ.Π.Π. που συμπίπτει με χρόνο ασφάλισης και σε άλλον φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, για τον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, θεωρείται χρόνος ασφάλισης στην Ειδική Προσαύξηση και τον Τομέα Πρόνοιας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, εφόσον ο ασφαλισμένος δεν έχει δικαιωθεί ή δεν θα δικαιωθεί σύνταξης από άλλον φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο και έχει διακόψει την παράλληλη επαγγελματική του δραστηριότητα.
δ. Η Ειδική Προσαύξηση υπολογίζεται αυτοτελώς, σύμφωνα με την αναφερόμενη στην παρ. 2α του άρθρου 8 του ν. 3518/2006 σχέση, χωρίς τον υπολογισμό διανυθέντος χρόνου ασφάλισης σε άλλον φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.
ε. Τα προβλεπόμενα από την παρούσα παράγραφο έχουν εφαρμογή και για όσους έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί από τον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.).
στ. Η καταβολή της Ειδικής Προσαύξησης στα ανωτέρω πρόσωπα αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μετά την υποβολή αίτησης μήνα για αιτήσεις που υποβάλλονται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΙΚΑ − ΕΤΑΜ
Άρθρο 63
Ρυθμίσεις ΙΚΑ − ΕΤΑΜ
1. Οι μέχρι 31.12.2010 πάσης φύσεως οφειλές των επιχειρήσεων του άρθρου 1 του ν. 3551/2007 (Α΄ 76) προς το ΙΚΑ και τους λοιπούς ασφαλιστικούς φορείς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κεφαλαιοποιούνται κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως, αναστέλλεται μέχρι την 31.12.2013 η λήψη αναγκαστικών μέτρων εις βάρος τους και χορηγείται στις επιχειρήσεις αυτές από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας. Η κεφαλαιοποίηση των οφειλών και η αναστολή ισχύει υπό τον όρο ότι οι επιχειρήσεις θα καταβάλουν κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2011 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2013 εμπρόθεσμα τις τρέχουσες ασφαλιστικές τους εισφορές.
Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής των ανωτέρω τρεχουσών μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών μέχρι το τέλος του τρίτου μήνα, αφότου αυτές κατέστησαν απαιτητές, οι υπόχρεες επιχειρήσεις διαγράφονται από το Ειδικό Μητρώο με απόφαση του αρμόδιου Περιφερειάρχη.
Όσες επιχειρήσεις του άρθρου 1 του ν. 3551/2007 έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους σύμφωνα με διατάξεις άλλων νόμων μπορούν να εξακολουθήσουν να υπάγονται στις διατάξεις αυτές ή μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις των άρθρων 54 επόμενα του ν. 3863/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών τους.
Μετά τις 31.12.2013 οι επιχειρήσεις του άρθρου 1 του ν. 3551/2007 υπάγονται στην τότε ισχύουσα νομοθεσία.
Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν αναδρομική ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2011.
2. Οι οφειλές της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ» προς το ΙΚΑ − ΕΤΑΜ, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί, και δημιουργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα λειτουργίας της εταιρείας και μέχρι τη λύση της, βαρύνουν τον τακτικό προϋπολογισμό του έτους 2012 του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
3. Στο άρθρο 8 του ν. 3892/2010 (Α΄ 189) προστίθεται παράγραφος ως εξής:
«Στους ιατρούς που έχουν σχέση εργασίας με οποιαδήποτε μορφή με το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ – ΕΤΑΜ): α) κατά τις διατάξεις των άρθρων 24 και 25 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48) (ιατροί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης με σχέση δημοσίου δικαίου), β) κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3232/2004 Α΄ 48) (προσωπικοί ιατροί ελεύθεροι επαγγελματίες με σύμβαση μίσθωσης έργου), γ) κατά τις διατάξεις του β.δ. 18/1956 (Α΄ 67) και του άρθρου 16 παράγραφος 2 του ν. 1666/1986 (Α΄ 200) (ιατροί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου), δ) κατά τις διατάξεις του ν. δ. 1204/1972 (Α΄ 123) (ιατροί με ειδική έννομη σχέση ή με ειδική σύμβαση) παρέχεται η δυνατότητα να προμηθευτούν από προμηθευτή της επιλογής τους, εντός προθεσμίας ενός (1) μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ένα φορητό υπολογιστή (laptop), με τις τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος, προκειμένου να καταχωρούν ηλεκτρονικά και να εκτελούν τις ιατρικές συνταγές και παραπεμπτικά των ιατρικών εξετάσεων.
Με την παράδοση του τιμολογίου αγοράς από τους ως άνω ιατρούς στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), βεβαιώνουν την παραλαβή για χρήση του συγκεκριμένου φορητού υπολογιστή (laptop) και εξοφλείται σε αυτούς μετά από το νόμιμο έλεγχο, το ποσό που καταβλήθηκε για την αγορά του συγκεκριμένου φορητού υπολογιστή (laptop) και μέχρι του συνολικού ποσού των εξακοσίων (600) ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α..»
4. Oι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 14, της παραγράφου 3 του άρθρου 15 και των παραγράφων 2, 4 − 6 και 13 του άρθρου 17 του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται αναλόγως και για το προσωπικό της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης (Ε.ΥΠ.Ε.Α.) του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ..
5. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40), όπως προστέθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 90 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58), ισχύει αναλόγως και για τους ελεγκτές της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης (Ε.ΥΠ.Ε.Α.) του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ, κατόπιν κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
6. Η παράγραφος 8 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του ν. 2972/2001 (Α΄ 291), τροποποιείται ως εξής:
«8. α. Η ασφάλιση σε έναν τουλάχιστον κλάδο του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ ή μόνο στο ΕΤΕΑΜ ή των φορέων ή των κλάδων και λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής, τις εισφορές των οποίων εισπράττει ή συνεισπράττει το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, εμφανίζεται στον Ατομικό Λογαριασμό Ασφάλισης που τηρείται ηλεκτρονικά και περιλαμβάνει τα ατομικά στοιχεία που καταχωρίστηκαν κατά την εγγραφή του ασφαλισμένου στο μητρώο.
Στον Ατομικό Λογαριασμό Ασφάλισης μεταφέρεται η ασφαλιστική ιστορία κάθε ασφαλισμένου, που δημιουργείται από την επεξεργασία των ΑΠΔ, από Εκθέσεις Ελέγχου Πράξεων Επιβολής Εισφορών, από αποφάσεις αναγνώρισης, ακύρωσης, μετατροπής ασφάλισης, από καταβολή εισφορών ειδικών κατηγοριών ασφάλισης και λοιπά στοιχεία.
β. Ο ασφαλισμένος μπορεί οποτεδήποτε να ζητήσει και να λάβει γνώση των στοιχείων που αφορούν τον ασφαλιστικό του βίο με την έκδοση μηχανογραφικού αποσπάσματος του Λογαριασμού του, που περιλαμβάνει τις εγγραφές που είναι διαθέσιμες στην ασφαλιστική του ιστορία, μέσω των Υποκαταστημάτων ή Παραρτημάτων του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ ή της διαδικτυακής πύλης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ή της εθνικής διαδικτυακής πύλης ermis.
γ. Το Απόσπασμα Ατομικού Λογαριασμού Ασφάλισης περιέχει στοιχεία του εργοδότη, τις αποδοχές του εργαζόμενου, τις ημέρες ασφάλισης, τον κωδικό ασφάλισης, τις εισφορές και τα λοιπά στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία των ΑΠΔ που υποβλήθηκαν από τους εργοδότες για τη χρονική περίοδο αναφοράς.
δ. Ειδικά για τους απασχολούμενους σε οικοδομικά και τεχνικά έργα το Απόσπασμα Ατομικού Λογαριασμού Ασφάλισης που εκδίδεται περιέχει, εκτός των παραπάνω στοιχείων, και στοιχεία των έργων, καθώς και το προηγούμενο σύνολο των ημερών ασφάλισης και των ημερών αδείας, στις οποίες συνυπολογίζεται η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 18 του Κ.Α.–ΙΚΑ, προσαύξηση των ημερών απασχόλησης κατά 20%.
ε. Κάθε εξάμηνο, ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει από την ηλεκτρονική σελίδα της διαδικτυακής υπηρεσίας του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ απόσπασμα ατομικού λογαριασμού ασφάλισης για τα απασχολούμενα σε αυτόν πρόσωπα και να το παραδίδει σε αυτά για την ενημέρωσή τους. Το απόσπασμα αυτό περιλαμβάνει εγγραφές της αιτούμενης χρονικής περιόδου, ίσης ή μεγαλύτερης του εξαμήνου και αφορά απασχόληση μόνο στον αιτούντα εργοδότη.
στ. Απόσπασμα Ατομικού Λογαριασμού Ασφάλισης με τις εγγραφές της αιτούμενης περιόδου, τηρουμένων των διατάξεων του ν. 2472/1997 (Α΄ 50), μπορούν να λαμβάνουν και πιστοποιημένοι φορείς που με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, για τη χορήγηση παροχών στους ασφαλισμένους τους ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, χρησιμοποιούν τα στοιχεία ασφάλισης στο ΙΚΑ–ΕΤΑΜ.
ζ. Για τους εργατοτεχνίτες οικοδόμους, τους ασφαλιζόμενους με τις ειδικές διατάξεις περί ασφαλίσεως οικοδόμων του Κανονισμού Ασφάλισης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ, το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ εκδίδει Απόσπασμα Ατομικού Λογαριασμού Ασφάλισης, για τα ημερολογιακά τετράμηνα Σεπτεμβρίου − Δεκεμβρίου, Ιανουαρίου − Απριλίου και Μαΐου – Αυγούστου, το οποίο γνωστοποιείται μαζί με το ενημερωτικό σημείωμα για τον Ειδικό Λογαριασμό Δώρου Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων (ΕΛΔΕΟ) και αποστέλλεται στη διεύθυνση κατοικίας τους ή με κάθε άλλο πρόσφορο τρόπο.»
7. Οι εργοδότες που απασχολούν μισθωτούς που υπάγονται στην ασφάλιση των οργανισμών ΤΕΑΙΤ και ΤΑΠΙΤ, υποχρεούνται εκτός από την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, να αποστέλουν στους φορείς αυτούς, σε ηλεκτρονική μορφή τη μισθολογική κατάσταση επί των αποδοχών της οποίας έχουν υπολογιστεί οι εισφορές, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις για την καταβολή των εισφορών.
Σε περίπτωση συνείσπραξης των εισφορών, οι μισθολογικές καταστάσεις υποβάλλονται στο φορέα είσπραξης.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθορίζεται η μορφή (έντυπη, μαγνητική, ηλεκτρονική κ.λπ.) των καταστάσεων απόδοσης εισφορών στην περίπτωση συνείσπραξης που υποβάλλονται από τους εργοδότες και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη διαδικασία συνείσπραξης εισφορών.
8. Η αληθής έννοια της παρ. 6 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄152) είναι ότι, προκειμένου για μισθωτούς, το ποσό της μηνιαίας σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας για 35 έτη ασφάλισης ή 10.500 ημέρες εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει, χωρίς τα οικογενειακά επιδόματα, το 80% των κατά τις οικείες διατάξεις των ασφαλιστικών οργανισμών και τις διατάξεις του άρθρου 50 του ν. 2084/1992 μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών. Επίσης, το ανωτέρω ποσό σύνταξης δεν μπορεί να υπερβαίνει, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειακών επιδομάτων, το τετραπλάσιο του κατά το έτος 1991 μέσου μηνιαίου κατά κεφαλή ΑΕΠ αναπροσαρμοζόμενου με το εκάστοτε ποσοστό αύξησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων.
9. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 60 του ν. 3863/2010 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Το μέτρο της κατάσχεσης εις χείρας τρίτων που έχει επιβληθεί στους οφειλέτες του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ για τη διασφάλιση των απαιτήσεων του Ιδρύματος, δύναται κατά την εκτίμηση του αρμόδιου οργάνου να αρθεί, μετά την υπαγωγή του οφειλέτη σε καθεστώς ρύθμισης, κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις και εφόσον τηρούνται οι όροι της απόφασης ρύθμισης.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΟΑΕΔ
Άρθρο 64
1. Με απόφαση του Διοικητή του ΟΑΕΔ ρυθμίζονται η ίδρυση, η επέκταση, η τροποποίηση, η μετονομασία, η κατάργηση και η συγχώνευση των τοπικού επιπέδου υπηρεσιών του ΟΑΕΔ (ΚΠΑ2, ΚΠΑ, ΤΥ), καθώς και των εκπαιδευτικών μονάδων αυτού. Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι αρμοδιότητες των ως άνω υπηρεσιών και εκπαιδευτικών μονάδων του Οργανισμού, η στελέχωσή τους, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη γενικότερη οργάνωση και λειτουργία τους.
Κάθε γενική ή ειδική διάταξη νόμου και κάθε κανονιστική πράξη κατά το μέρος που αυτές έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου καταργείται.
2. Η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2643/1998 (Α΄220) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Για τον υπολογισμό των ποσοστών της προηγούμενης παραγράφου, στο προσωπικό της υπόχρεης επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή φορέα συνυπολογίζονται:
α) Οι υπάλληλοι και οι εργατοτεχνίτες που υπηρετούν σε αυτήν, ανεξάρτητα από τον τύπο και τη μορφή της σύμβασής τους. Δεν συνυπολογίζονται εκείνοι που προσλαμβάνονται για σύντομο χρονικό διάστημα.
β) Τα πρόσωπα που τοποθετήθηκαν αναγκαστικά σε κάθε υπόχρεη επιχείρηση με το ν. 1648/1986 (Α΄ 147) ή με οποιαδήποτε προηγούμενη προστατευτική διάταξη ή με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
γ) Τα πρόσωπα που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στον παρόντα νόμο, αλλά που έχουν προσληφθεί οικειοθελώς από την επιχείρηση. Από τα ως άνω πρόσωπα δεν συνυπολογίζονται εκείνα που προσλαμβάνονται για σύντομο χρονικό διάστημα.
δ) Τα πρόσωπα της προηγούμενης περίπτωσης γ΄ που συνυπολογίζονται στον υπολογισμό των ποσοστώσεων απολαμβάνουν των ευεργετημάτων του ν. 2643/1998.
Τυχόν κλάσμα που προκύπτει κατά τον υπολογισμό του αριθμού αυτών που προσλαμβάνονται, αν υπερβαίνει τη μισή μονάδα, υπολογίζεται ως ακέραιη μονάδα.»
3. Το νομικό καθεστώς εγγεγραμμένων στα μητρώα του ΟΑΕΔ ανέργων, επιδοτουμένων ή μη, δεν μεταβάλλεται από απασχόλησή τους στη Γενική Απογραφή Πληθυσμού – Κατοικιών 2011 για λογαριασμό της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Άρθρο 65
Υποβολή δήλωσης οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού
Η περίπτωση δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2972/2001 (Α΄ 291) αντικαθίσταται ως εξής:
«δ. Να αναγγέλλουν στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), μέσα σε οκτώ ημέρες, κάθε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού, πέραν των υποχρεώσεών τους, που απορρέουν από τις διατάξεις της νομοθεσίας του ΟΑΕΔ, για αναγγελία πρόσληψης και καταγγελίας σύμβασης μισθωτού.
Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αυτής και εφόσον η αποχώρηση του μισθωτού δεν αποδεικνύεται από κανένα επίσημο έγγραφο στοιχείο, επιβάλλονται πρόστιμα στον εργοδότη.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται τα κριτήρια επιβολής και το ύψος του προστίμου στις περιπτώσεις μη εμπρόθεσμης αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού.
Η επιβολή και είσπραξη του πιο πάνω προστίμου πραγματοποιείται από τα καθ’ ύλην αρμόδια όργανα και με τις διαδικασίες που ορίζονται στη νομοθεσία του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και σε περίπτωση αμφισβήτησής του επιλύεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 119 και 120 του Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ−ΕΤΑΜ (Κ.Α. − ΙΚΑ−ΕΤΑΜ).»
Άρθρο 66
Επιδότηση ασφαλιστικής εισφοράς ανέργων
Οι παράγραφοι 4−7 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. α. Εργαζόμενοι, ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, ηλικίας 55 έως 64 ετών, των οποίων η σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης, καταγγέλλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ομαδικές ή μεμονωμένες απολύσεις, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 4.500 ημέρες ή δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης και παραμένουν άνεργοι, έχουν το δικαίωμα της αυτασφάλισης στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού μπορεί να γίνει εντός εξήντα (60) ημερών από την καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας. Όσοι απολυθέντες δεν άσκησαν το δικαίωμα αυτό εντός του προβλεπόμενου διμήνου μετά τη δημοσίευση του ν. 3863/2010, έχουν τη δυνατότητα να το ασκήσουν εντός εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης της παραγράφου 5. Η δυνατότητα υπαγωγής στις ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής και της παραγράφου 5 λήγει στις 31.12.2012.
Οι απολυθέντες ασφαλίζονται για τον Κλάδο Σύνταξης και για τον Κλάδο Παροχής Ασθένειας σε είδος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Ως βάση για τον υπολογισμό των μηνιαίων εισφορών, λαμβάνονται οι αποδοχές που αντιστοιχούν στον κατώτατο βασικό μισθό, όπως ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Εξαιρούνται του μέτρου οι συνταξιούχοι από ίδιο δικαίωμα όλων των φορέων ασφάλισης και του Δημοσίου, καθώς και όσοι κατά το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας έχουν συμπληρώσει αθροιστικά τόσο το όριο ηλικίας όσο και τις απαιτούμενες ημέρες ασφάλισης για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος εξ ιδίου δικαιώματος.
Στο κόστος της αυτασφάλισης υποχρεούται να συμμετέχει ο πρώην εργοδότης − καταγγέλλων τη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας με:
αα) Το πενήντα τοις εκατό (50%) του κόστους της αυτασφάλισης για ασφαλισμένους ηλικίας 55 ετών συμπληρωμένων έως 60 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τη συμπλήρωση από τον απολυθέντα τόσο του ορίου ηλικίας όσο και των απαιτούμενων ημερών ασφάλισης για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος εξ ιδίου δικαιώματος και μέχρι τρία (3) χρόνια κατ’ ανώτατο όριο.
ββ) Το ογδόντα τοις εκατό (80%) του κόστους της αυτασφάλισης για ασφαλισμένους 60 ετών συμπληρωμένων έως 64 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τη συμπλήρωση από τον απολυθέντα τόσο του ορίου ηλικίας όσο και των απαιτούμενων ημερών ασφάλισης για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος εξ ιδίου δικαιώματος και μέχρι τρία (3) χρόνια κατ’ ανώτατο όριο.
β. Υπόχρεοι είναι όλες οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά εργοδότες του ιδιωτικού τομέα. Για τον έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας διάταξης και κατά το μέρος των αρμοδιοτήτων τους, υπεύθυνοι φορείς είναι το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και ο ΟΑΕΔ.
γ. Σε περιπτώσεις μη τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα διάταξη:
αα. η καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται άκυρη και επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από την εργατική νομοθεσία διοικητικές κυρώσεις,
ββ. οι αναλογούσες εισφορές αυτασφάλισης στον υπόχρεο − καταγγέλλοντα τη σύμβαση εργοδότη επιβαρύνονται με τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ πρόσθετα τέλη, το σύνολο δε των οφειλόμενων ποσών εισπράττεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων αναγκαστικά μέτρα,
γγ. οι υπόχρεοι πρώην εργοδότες δεν έχουν το δικαίωμα συμμετοχής για διάστημα έως και τρία (3) χρόνια στα επιχορηγούμενα προγράμματα που υλοποιεί ο ΟΑΕΔ,
δδ. οι εργαζόμενοι που κάνουν χρήση αυτής και παράλληλα απασχολούνται παράνομα στον υπόχρεο ή σε άλλο εργοδότη, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το ευεργέτημα που τους έχει παρασχεθεί και υφίστανται τις νόμιμες κυρώσεις.
5. α. Ο ΟΑΕΔ αναλαμβάνει την κάλυψη του υπολειπόμενου κόστους αυτασφάλισης, για όσο χρόνο υφίσταται υποχρέωση καταβολής από τον καταγγέλλοντα τη σύμβαση εργοδότη και για ποσοστό 50% ή 20% του κόστους αυτασφάλισης. Η σχετική δαπάνη βαρύνει τον κλάδο Λ.Α.Ε.Κ. του ΟΑΕΔ.
β. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η δυνατότητα επιμήκυνσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις του χρόνου της τριετούς κάλυψης των δαπανών αυτασφάλισης με πόρους του Λ.Α.Ε.Κ., καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των παραγράφων 4 και 5α του παρόντος άρθρου.
Ενστάσεις κατά των αποφάσεων των αρμόδιων οργάνων ασκούνται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή τους στους ενδιαφερομένους.
Οι ανωτέρω ενστάσεις εξετάζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ ή από το όργανο ή τα όργανα που αυτό ορίζει.
γ. Ειδικά οι εργαζόμενοι ηλικίας 55 έως 64 ετών των οποίων η σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης, καταγγέλλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ομαδικές ή μεμονωμένες απολύσεις, και εφόσον πληρούν όλες τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 10 του ν. 2874/2000 (Α΄ 286) και της κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού υπουργικής απόφασης Φ21/οικ. 1177/31.5.2001 (Β΄ 709), δύνανται να υπαχθούν στις διατάξεις αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι είναι άνεργοι επί τρεις (3) τουλάχιστον συνεχείς μήνες πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης υπαγωγής, εξακολουθούν να είναι άνεργοι και διαθέτουν κάρτα ανεργίας ανανεούμενη συνεχώς, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία του Ο.Α.Ε.Δ.. Η παρούσα ρύθμιση εφαρμόζεται για αιτήσεις που υποβάλλονται από την ημερομηνία ισχύος του παρόντος νόμου μέχρι 31.12.2012.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να παρατείνεται η ισχύς της και πέραν της ημερομηνίας αυτής.
6. Είναι δυνατή η ένταξη των απολυομένων της παραγράφου 4 σε προγράμματα εργασίας των μακροχρόνια ανέργων ηλικίας 55 έως 64 ετών για εργασία στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 ( Α΄ 101), στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, καθώς και στις πάσης φύσεως επιχειρήσεις αυτών, κατά παρέκκλιση του άρθρου 1 του ν. 3812/2009 (Α΄ 234), με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ..
7. Στις περιπτώσεις των εδαφίων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ο αριθμός των απολυομένων ηλικίας 55 έως 64 ετών δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των απολυομένων. Τυχόν κλάσμα στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο.»
Άρθρο 67
Διεύθυνση Συντονισμού ΟΑΕΔ
1. Στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού συστήνεται Διεύθυνση Συντονισμού και Ανάπτυξης Δικτύου Υπηρεσιών Απασχόλησης, που υπάγεται στη Γενική Διεύθυνση Εργατικού Δυναμικού.
Στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης ανήκει: ο σχεδιασμός, η οργάνωση, ο συντονισμός και η ανάπτυξη της αποτελεσματικής επιχειρησιακής λειτουργίας του Δικτύου Υπηρεσιών Απασχόλησης σε συνεργασία με τις λοιπές Διευθύνσεις.
2. Η Διεύθυνση της παραγράφου 1 συγκροτείται από τα ακόλουθα Τμήματα:
α. Τμήμα Οργάνωσης και Παρακολούθησης Υπηρεσιών Απασχόλησης
Στην αρμοδιότητα του Τμήματος ανήκει: η οργάνωση, η ανάπτυξη, ο συντονισμός, η παρακολούθηση και εποπτεία του δικτύου των Υπηρεσιών Απασχόλησης, σε οριζόντιο και κάθετο επίπεδο, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της εσωτερικής οργάνωσης και απόδοσης, αξιοποιώντας εθνικές και ευρωπαϊκές συνεργασίες.
β. Τμήμα Δράσεων Ανθρώπινου Δυναμικού και Επιχειρήσεων
Στην αρμοδιότητα του Τμήματος ανήκει: ο συντονισμός, η παρακολούθηση και η αξιολόγηση της διαδικασίας καταγραφής αναγκών των ανέργων και των επιχειρήσεων, μέσω της εξατομικευμένης προσέγγισης των χαρακτηριστικών τους. Σχεδιάζει και αναπτύσσει κατάλληλες μεθοδολογίες και εργαλεία για να ενισχύσει την ένταξη – επανένταξη – παραμονή ατόμων σε θέσεις εργασίας, καθώς και να αναπτύξει τη διασύνδεση με τις επιχειρήσεις. Παράλληλα οργανώνει και συντονίζει την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών.
3. Στην ως άνω Διεύθυνση προΐσταται υπάλληλος της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού ή ΠΕ Πληροφορικής ενώ στα τμήματα προΐστανται υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού ή ΤΕ Πληροφορικής ή ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού.
4. Το προσωπικό που σύμφωνα με την προϊσχύουσα νομοθεσία ανήκει στην Ειδική Υπηρεσία ΚΠΑ μεταφέρεται με την ίδια εργασιακή σχέση στη Διεύθυνση Συντονισμού και Ανάπτυξης Δικτύου Υπηρεσιών Απασχόλησης του ΟΑΕΔ.
5. Ο χρόνος υπηρεσίας, ο οποίος διανύθηκε σε θέση Υπευθύνου Τομέα της Ειδικής Υπηρεσίας ΚΠΑ, λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας σε θέση Προϊσταμένου Τμήματος.
6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από εισήγηση του Δ.Σ. του Οργανισμού, εξειδικεύονται και συμπληρώνονται οι αρμοδιότητες της ανωτέρω Διεύθυνσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
7. Η παρ. 8 του άρθρου 12 του ν. 3144/2003 (Α΄ 111) αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Στους σκοπούς του ΟΑΕΔ περιλαμβάνεται και ο σκοπός που σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 2956/2001 είχε η Εταιρεία «Υπηρεσίες Υποστήριξης Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.».»
8. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη νόμου και κάθε κανονιστική πράξη κατά το μέρος που αυτές έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου καταργείται.
9. Οι οργανικές θέσεις που είχαν μεταφερθεί από τον ΟΑΕΔ στην Ειδική Υπηρεσία ΚΠΑ επαναφέρονται στον Οργανισμό.
Άρθρο 68
Υπηρεσιακές μεταβολές προσωπικού ΟΑΕΔ
1. Το πλεονάζον προσωπικό του ΟΑΕΔ του κλάδου ΔΕ του Εκπαιδευτικού Προσωπικού, καθώς και του κλάδου ΔΕ του Τεχνικού Προσωπικού, που υπηρετεί με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου, μπορεί να μετατάσσεται σε κενές οργανικές ή δημιουργούμενες προσωποπαγείς οργανικές θέσεις διοικητικών υπαλλήλων του ίδιου Οργανισμού σε κλάδους αντίστοιχους των τυπικών του προσόντων.
Το ως άνω μετατασσόμενο προσωπικό του κλάδου ΔΕ του Εκπαιδευτικού Προσωπικού εντάσσεται σε αντίστοιχο κλάδο ΔΕ του Διοικητικού Προσωπικού.
2. Η μετάταξη γίνεται είτε με πρωτοβουλία της Υπηρεσίας είτε μετά από αίτηση των υπαλλήλων.
Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, κάθε μετάταξη συνεπιφέρει και τη μεταφορά της θέσης του μετατασσομένου από τον κλάδο του Εκπαιδευτικού Προσωπικού ή του Τεχνικού Προσωπικού στον κλάδο του Διοικητικού Προσωπικού.
3. Όταν η μετάταξη γίνεται με πρωτοβουλία της Υπηρεσίας, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου:
α) Ως πλεονάζον εκπαιδευτικό προσωπικό θεωρείται εκείνο που κατά την έναρξη του διδακτικού έτους 2010 – 2011 (1.9.2010) υπηρετεί σε εκπαιδευτικές μονάδες του Οργανισμού, η ειδικότητα με την οποία υπηρετεί βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την εφαρμογή των εκπαιδευτικών πολιτικών του Οργανισμού και κατά τα δύο προηγούμενα έτη δεν έχει παράσχει σε αυτές εκπαιδευτικό έργο.
β) Ως πλεονάζον τεχνικό προσωπικό θεωρείται εκείνο που έχει χρονικά μικρότερη προϋπηρεσία στον ΟΑΕΔ.
Μεταξύ υπαλλήλων με ισόχρονη προϋπηρεσία στον ΟΑΕΔ, προς μετάταξη επιλέγονται όσοι συγκεντρώνουν συγκριτικά τα λιγότερα κοινωνικά κριτήρια.
Εν όψει της εφαρμογής του ανωτέρω εδαφίου ως κοινωνικά κριτήρια λαμβάνονται κατά σειρά υπόψη: αα) η μόνιμη αναπηρία 67% και άνω ή η πάθηση από ομόζυγη μεσογειακή αναιμία ή η σκλήρυνση κατά πλάκας ή η μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία, ββ) η μόνιμη αναπηρία 67% και άνω τέκνου, γγ) η ύπαρξη περισσότερων των τριών τέκνων που είναι ανήλικα ή υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία ή σπουδάζουν, δδ) η ύπαρξη περισσότερων των δύο τέκνων που είναι ανήλικα ή υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία ή σπουδάζουν, εε) η ύπαρξη συζύγου που είναι μακροχρόνια άνεργος και στ) η ύπαρξη συζύγου που είναι άνεργος.
4. Για τη μετάταξη:
α) Του Εκπαιδευτικού Προσωπικού της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αποφασίζει το αρμόδιο για το διοικητικό προσωπικό του ΟΑΕΔ υπηρεσιακό συμβούλιο, μετά από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του ΟΑΕΔ που είναι αρμόδιο για το εκπαιδευτικό προσωπικό.
β) Του Τεχνικού Προσωπικού της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αποφασίζει το αρμόδιο για το διοικητικό προσωπικό του ΟΑΕΔ υπηρεσιακό συμβούλιο.
Οι μετατασσόμενοι τοποθετούνται με απόφαση του Διοικητή σε αντίστοιχες των προσόντων τους θέσεις και αμείβονται με τις αποδοχές των θέσεων, στις οποίες τοποθετούνται.
5. Το εκπαιδευτικό προσωπικό του ΟΑΕΔ που μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει αποκτήσει τυπικά προσόντα, τα οποία αντιστοιχούν σε εκπαιδευτική βαθμίδα ανώτερη εκείνης στην οποία υπηρετεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, είναι δυνατόν κατόπιν σχετικής αίτησης να μετατάσσεται σε ανώτερη βαθμίδα. Αν στη βαθμίδα αυτή κατά το χρόνο της μετάταξης δεν υπάρχουν κενές οργανικές θέσεις του κλάδου, στον οποίο ανήκει ο μετατασσόμενος, αυτός τοποθετείται σε αντίστοιχη του κλάδου του προσωποπαγή θέση της ανώτερης βαθμίδας, καταλαμβάνει δε την πρώτη οργανική θέση της κατηγορίας, του κλάδου και της ειδικότητάς του που θα κενωθεί στη βαθμίδα, στην οποία έχει μεταταχθεί, οπότε η προσωποπαγής θέση που κατείχε πριν αυτοδικαίως καταργείται.
Άρθρο 69
Επιδότηση εισφορών από ΛΑΕΚ
1. Μπορεί να επιδοτούνται από πόρους του ΛΑΕΚ μέχρι και το εκατό τοις εκατό (100%) οι ασφαλιστικές εισφορές κύριας και επικουρικής ασφάλισης (εργοδοτών και εργαζομένων) για προσλαμβανόμενους μισθωτούς σε επιχειρήσεις και γενικά εργοδότες, βάσει προγραμμά− των απασχόλησης ανέργων που καταρτίζονται με αποφάσεις της Επιτροπής Διαχείρισης του ΛΑΕΚ, οι οποίες εγκρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΑΕΔ και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Με τα προγράμματα της παραγράφου 1 καθορίζονται:
α) Ο τρόπος επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών, ο οποίος μπορεί να γίνεται και κατά παρέκκλιση των διατάξεων της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας. β) Το ποσοστό της επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών για τους προσλαμβανόμενους μισθωτούς, ο ανώτατος αριθμός των ως άνω επιδοτούμενων μισθωτών ανά επιχείρηση ή εργοδότη, η διάρκεια της επιδότησης κατά τα διάφορα στάδια του προγράμματος, ο χρόνος της μετά από τη διάρκεια της επιδότησης πιθανής υποχρεωτικής απασχόλησης από τον εργοδότη των προσλαμβανομένων και η απαγόρευση της απόλυσης του υπόλοιπου προσωπικού. γ) Τα στοιχεία που οι επιχειρήσεις και οι εργοδότες υποβάλλουν στον ΟΑΕΔ ή/ και στον οικείο ασφαλιστικό φορέα, εν όψει της υπαγωγής τους στα προγράμματα απασχόλησης του παρόντος άρθρου. δ) Τα όργανα, τα οποία παράλληλα με την Επιτροπή Διαχείρισης του ΛΑΕΚ, αποφασίζουν για την ύπαρξη ή μη των προϋποθέσεων υπαγωγής των επιχειρήσεων και εργοδοτών στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. ε) Οι ειδικές περιπτώσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. στ) Κάθε άλλο θέμα σχετικό με τους όρους και τον έλεγχο εφαρμογής των προγραμμάτων αυτών.
3. Σε ειδικές περιπτώσεις, είναι δυνατόν τα καταρτιζόμενα κατά τη διαδικασία της παραγράφου 1 προγράμματα απασχόλησης να αφορούν επιδότηση μέχρι και του εκατό τοις εκατό (100%) των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτών και εργαζομένων) για τη διατήρηση θέσεων σε επιχειρήσεις ή εργοδότες.
4. Επιχειρήσεις και εργοδότες που έχουν υπαχθεί στα καταρτιζόμενα κατά τη διαδικασία αυτού του άρθρου προγράμματα απασχόλησης και παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των προγραμμάτων απασχόλησης για την πρόσληψη, τη διατήρηση και τη μη απόλυση του υπόλοιπου προσωπικού και του προσωπικού που επιδοτείται και γενικά την εφαρμογή του προγράμματος, υποχρεούνται να καταβάλουν οι ίδιες τις ασφαλιστικές εισφορές (εργοδοτών και εργαζομένων) που αντιστοιχούν στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα του συνολικού χρόνου απασχόλησης (επιχορηγούμενης και μη) των μισθωτών που καθορίζει το πρόγραμμα. Στην περίπτωση αυτή, η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτών και εργαζομένων) από τις επιχειρήσεις και εργοδότες που έχουν παραβεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των προγραμμάτων γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου ασφαλιστικού φορέα, ενώ το αναλογούν ποσό της δαπάνης που καταβλήθηκε από τον ΟΑΕΔ/Κλάδο ΛΑΕΚ αχρεωστήτως για τις ως άνω ασφαλιστικές εισφορές αποδίδεται από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα στον ΟΑΕΔ/Κλάδο ΛΑΕΚ.
5. Το αναλογούν ποσό που αποδίδεται στον ΟΑΕΔ/Κλάδο ΛΑΕΚ προσδιορίζεται με απόφαση της Επιτροπής Διαχείρισης του ΛΑΕΚ, η οποία εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΑΕΔ.
6. Tα πρόσωπα που εντάσσονται στα επιδοτούμενα προγράμματα απασχόλησης του παρόντος άρθρου δεν δικαιούνται της επιδότησης της εργατικής εισφοράς του άρθρου 14 του ν. 2837/2000 (Α΄178) για όσο χρόνο συνολικά διαρκεί το πρόγραμμα απασχόλησης.
Άρθρο 70
Διαδικασία υποβολής ενστάσεων
1. Ενστάσεις κατά των διοικητικών πράξεων που εκδίδουν τα όργανα του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, εκτός των πράξεων που εκδίδει ο Διοικητής ή το Διοικητικό Συμβούλιο, κρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού ή από το όργανο ή από τα όργανα που αυτό ορίζει.
Όταν οι διοικητικές πράξεις αφορούν υπαγωγή σε προγράμματα και γενικά σε δράσεις που υλοποιούνται με πόρους του Κλάδου ΛΑΕΚ, ο ορισμός από το Διοικητικό Συμβούλιο του οργάνου ή των οργάνων για την κρίση των αντίστοιχων ενστάσεων γίνεται μετά από γνώμη της Επιτροπής Διαχείρισης του ΛΑΕΚ.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΑΕΔ ορίζει τις κατά περίπτωση προθεσμίες, εντός των οποίων ασκούνται οι ενστάσεις, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για τη διαδικασία άσκησης και κρίσης των ενστάσεων της προηγούμενης παραγράφου.
3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, κάθε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης αντίθετη προς αυτό καταργείται.
Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου καταλαμβάνουν και τις ενστάσεις, οι οποίες ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος αυτού και των οποίων η εξέταση εκκρεμεί.
Άρθρο 71
Επικοινωνία και εγγραφή ανέργων στον ΟΑΕΔ
1. Το άρθρο 29 του ν. δ. 2961/1954 (Α΄197), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3464/1955 (Α΄350) και το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 1082/1980 (Α΄250), αντικαθίσταται ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, καθορίζονται τα μέτρα ελέγχου της ανεργίας, καθώς και οι επιβαλλόμενες κυρώσεις στους ανέργους που δεν συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις τους.»
2. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται:
α) οι περιπτώσεις που ο άνεργος υποχρεούται να προσέρχεται ο ίδιος στην Υπηρεσία του ΟΑΕΔ του τόπου της κατοικίας ή της τελευταίας απασχόλησής του, β) οι περιπτώσεις που ο άνεργος μπορεί να προσέρχεται ο ίδιος σε οποιαδήποτε Υπηρεσία του ΟΑΕΔ, γ) η περιοδικότητα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του ανέργου στην αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ, δ) η διαδικασία για τις ανανεώσεις εγγραφής των ανέργων στα οικεία μητρώα, ε) η διαδικασία για την καταβολή των επιδομάτων ανεργίας και στ) κάθε άλλο σχετικό θέμα.
3. Όταν συντρέχει λόγος αναστολής της επιδότησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 1 του Κανονισμού Παροχών Ανεργίας, ή λόγος διακοπής της επιδότησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1 περιπτώσεις β΄ και γ΄ του ως άνω Κανονισμού, ο επιδοτούμενος άνεργος, εντός οκτώ (8) εργάσιμων ημερών από την ημέρα συνδρομής του λόγου αναστολής ή διακοπής της επιδότησης, υποχρεούται να ενημερώσει σχετικά την αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ.
Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορούν να ορίζονται λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
4. Από τη δημοσίευση της απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, αντίστοιχα, κάθε διάταξη γενική ή ειδική αντίθετη προς το παρόν άρθρο και προς τις εκδιδόμενες δυνάμει αυτού κανονιστικές πράξεις καταργείται αυτοδικαίως.
Άρθρο 72
Επιλογή στελεχών των ΕΠΑ.Σ Μαθητείας του ΟΑΕΔ
Για την επιλογή στελεχών των ΕΠΑ.Σ Μαθητείας του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) ισχύουν κατ’ αναλογία τα προβλεπόμενα από το Κεφάλαιο Β΄ του ν. 3848/2010 (Α΄71):
α) Οι διατάξεις, που αναφέρονται στα προσόντα Διευθυντών και Υποδιευθυντών Σχολικών Μονάδων, τα κριτήρια, τα υποβλητέα δικαιολογητικά, τις προθεσμίες και τη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησής τους, εφαρμόζονται αναλόγως και για την επιλογή των Διευθυντών των Σχολικών Μονάδων, των Υποδιευθυντών και υπευθύνων τομέων των ΕΠΑ.Σ Μαθητείας του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ).
β) Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, όπου στις διατάξεις αυτές του Κεφαλαίου Β΄ αναφέρονται Περιφερειακά Υπηρεσιακά Συμβούλια, νοείται το οικείο Α΄ Υπηρεσιακό Συμβούλιο του ΟΑΕΔ, όπου Σύλλογος Διδασκόντων νοείται ο Σύλλογος Διδασκόντων κάθε Σχολικής Μονάδας, όπου Περιφερειακός Διευθυντής Εκπαίδευσης νοείται ο Γενικός Διευθυντής Εκπαίδευσης του ΟΑΕΔ και όπου Διευθυντής Εκπαίδευσης νοείται ο Διευθυντής Εκπαίδευσης του ΟΑΕΔ.
Άρθρο 73
Επιταγή απόκτησης επαγγελματικών προσόντων
1. O ΟΑΕΔ μπορεί να χορηγεί σε εγγεγραμμένους ανέργους «επιταγή απόκτησης επαγγελματικών προσόντων», με την οποία οι ενδιαφερόμενοι δικαιούχοι αποκτούν δικαίωμα πρόσβασης σε προγράμματα αρχικής ή συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, τα οποία επιλέγουν οι ίδιοι και για την παρακολούθηση των οποίων πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις.
2. Οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της «επιταγής απόκτησης επαγγελματικών προσόντων» καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΑΕΔ.
Με όμοια απόφαση μπορεί να προβλέπεται ότι η χρήση της «επιταγής απόκτησης επαγγελματικών προσόντων» μπορεί να συνδυάζεται με προγράμματα ενεργητικών απασχόλησης, συμβουλευτικής και γενικά δράσεων καταπολέμησης της ανεργίας.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΑΕΔ, καθορίζεται η αξία, η μορφή και το περιεχόμενο της «επιταγής απόκτησης επαγγελματικών προσόντων» και κάθε άλλο σχετικό θέμα με την «επιταγή απόκτησης επαγγελματικών προσόντων».
4. Η «επιταγή απόκτησης επαγγελματικών προσόντων» δεν υπόκειται σε φόρο και γενικά σε κρατήσεις για το Δημόσιο και τρίτους, δεν εκχωρείται και δεν κατάσχεται.
Άρθρο 74
Προγράμματα ΟΑΕΔ
1. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΑΕΔ, ο Οργανισμός μπορεί να καταρτίζει και να υλοποιεί προγράμματα κατ’ εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ισχύουν κάθε φορά.
2. Η παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 3762/2009 (Α΄75) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Οι εργαζόμενοι στην «Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης Α.Ε.», των οποίων η σύμβαση λύεται εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της παραγράφου αυτής και οι οποίοι μέχρι 31.12.2016 συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις πλήρους ή μειωμένης συνταξιοδότησης, εντάσσονται σε πρόγραμμα ειδικής επιδότησης ανεργίας, κατόπιν αιτήσεώς τους στον ΟΑΕΔ.»
3. Η τελευταία πρόταση της παρ. 3 του άρθρου 33 του ν. 3762/2009 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Η μηνιαία αυτή ειδική επιδότηση ανεργίας θα αναπροσαρμόζεται κατ’ έτος κατά το ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ, αρχής γενομένης από 1.1.2012.»
4. Επιχειρήσεις ναυπήγησης, μετατροπής, επισκευής και συντήρησης πλοίων, οι οποίες ασκούν τη δραστηριότητά τους στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Πειραιά Δραπετσώνας, Κερατσινίου, Περάματος, Σαλαμίνας και είναι εγγεγραμμένες στο Ειδικό Μητρώο της Διεύθυνσης Ανάπτυξης της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά, είναι δυνατόν να επιδοτούνται από τον ΟΑΕΔ για την κάλυψη μέρους ή του συνόλου των εισφορών κύριας και επικουρικής ασφάλισης (εργοδότη και εργαζομένου) για εργαζόμενους, τους οποίους απασχολούν εντός της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης Πειραιά Δραπετσώνας, Κερατσινίου, Περάματος, Σαλαμίνας και τους οποίους αμείβουν με τις οικείες τοπικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
5. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΑΕΔ, καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι, οι προϋποθέσεις, η διάρκεια της επιδότησης και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου 4.
6. Στο τέλος της παρ. 2Α του άρθρου 32 του ν. 3762/2009, προστίθεται εδάφιο δ΄, ως εξής:
«ή δ) πληρούν την προϋπόθεση του εδαφίου α΄ ως προς τον αριθμό και το χρόνο πραγματοποίησης των απαιτούμενων ημερών ασφάλισης, είναι άνεργοι κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας τροποποίησης, διανύουν το πεντηκοστό (50ό) έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010 και θα αναγγελθούν στον ΟΑΕΔ εντός του πρώτου (1ου) τριμήνου από τη δημοσίευση της παρούσας τροποποίησης».
7. Στο τέλος του άρθρου 18 του ν. 3833/2010 (Α΄ 178) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Tα πρόσωπα που εντάσσονται στα επιδοτούμενα προγράμματα απασχόλησης του παρόντος άρθρου δεν δικαιούνται της επιδότησης της εργατικής εισφοράς του άρθρου 14 του ν. 2837/2000 (Α΄178) για όσο χρόνο συνολικά διαρκεί το πρόγραμμα απασχόλησης.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΓΓΚΑ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΦΚΑ
Άρθρο 75
Ρυθμίσεις προσωπικού ΓΓΚΑ και ΦΚΑ
1. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 155 του ν. 3528/2007 έχουν εφαρμογή και στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών.
2. Στην παρ. 1 του άρθρου 197 του ν. 3584/2007 (Α΄ 143) προστίθεται εδάφιο τρίτο ως εξής:
«Αν το προσωπικό αυτό κατά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του δεν έχει συμπληρώσει τριάντα πέντε (35) έτη συνολική συντάξιμη υπηρεσία, όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 159 του Κώδικα Κατάστασης Υπαλλήλων Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3584/2007, Α΄ 143), παρατείνεται η παραμονή του στην υπηρεσία, έως τη συμπλήρωση της υπηρεσίας αυτής και όχι πέραν του 67ου έτους της ηλικίας.»
3. Κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, η αίτηση γίνεται αποδεκτή, εφόσον υποβληθεί μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα εκείνου της δημοσίευσης του νόμου αυτού. Δυνατότητα ασκήσεως δικαιώματος έχουν και όσοι αυτοδικαίως έχουν απολυθεί από 1.10.2010, εφόσον δεν έχει εκδοθεί η πράξη συνταξιοδότησης, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
4. Οι υπ’ αριθμ. 2/2880/0022/17.3.2010 (Β΄ 290), 2/2881/0022/16.3.2010 (Β΄ 290) και 36091/1332/ 3.3.2010 (Β΄ 262) αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και η υπ’ αριθμ. Φ.80427/οικ.5506/833/17.3.2010 (Β΄ 289) απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης έχουν αναδρομική ισχύ από 1.1.2010. Η υπ’ αριθμ. 11961/ 448/30.8.2010 (Β΄ 1345) απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης έχει αναδρομική ισχύ από 1.7.2010.
5. Ο δικηγόρος με έμμισθη εντολή του τέως ΤΑΞΥ που μεταφέρθηκε στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 3655/2008 (Α΄58), μεταφέρεται με την ίδια εργασιακή σχέση και οργανική θέση που κατέχει στο ΤΑΠΙΤ.
6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης δύναται να διακόπτεται η διάθεση στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ δικηγόρων με έμμισθη εντολή, που είχαν διατεθεί από το ΕΤΕΑΜ στη νομική υπηρεσία του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 57 του ν. 3655/2008 (Α΄58).
7. Οι διατάξεις της περίπτωσης δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 32, της περίπτωσης δ΄ των άρθρων 47, 55, 65, 77, 111 και 120 του ν. 3655/2008 «Διοικητική και οργανωτική μεταρρύθμιση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις» (Α΄ 58), καθώς και οι διατάξεις της περίπτωσης δ΄ της παρ. 3 του άρθρου 4 του π.δ. 154/2006 «Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών ΟΑΕΕ» (Α΄167) και του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 13 του π.δ. 187/2007 «Οργανισμός του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων», αντικαθίστανται ως εξής:
«την αξιολόγηση των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 318/1992, όπως ισχύει, καθώς και την αξιοποίηση και ανάπτυξη του υπηρετούντος προσωπικού».
8. α. Η παρ. 1 του άρθρου 38 του π.δ. 213/1992 «Οργανισμός της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Α΄102) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Των Διευθύνσεων, πλην αυτών που υπάγονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού, προΐστανται υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Κοινωνικής Ασφάλισης ή ΠΕ Οικονομικού.»
β. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 38 του π.δ. 213/1992, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 44 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Των Τμημάτων προΐστανται υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Κοινωνικής Ασφάλισης ή ΠΕ Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού − Λογιστικού, πλην των παρακάτω, που προΐστανται υπάλληλοι κλάδων που αναφέρονται στο καθένα.»
γ. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 26 του ν. 3918/2011 (Α΄ 31) προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Διοικητικοί υπάλληλοι, προϊστάμενοι οργανικών μονάδων της ΥΠΕΔΥΦΚΑ, εφόσον δεν μεταφερθούν στον ΕΟΠΥΥ με την προαναφερόμενη απόφαση, τοποθετούνται σε κενές θέσεις προϊσταμένων αντίστοιχου επιπέδου της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΓΓΚΑ). Σε περίπτωση που οι εν λόγω θέσεις δεν επαρκούν, οι ανωτέρω θεωρούνται προϊστάμενοι μέχρι τη λήξη της θητείας τους και καταλαμβάνουν την πρώτη θέση προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας που θα κενωθεί.
Ως τότε, τους ανατίθενται καθήκοντα που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και διατηρούν κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων το αντίστοιχο μηνιαίο επίδομα θέσης.»
9. Το στοιχείο γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του Οργανισμού του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ (π.δ. 266/1989, Α΄ 127), όπως αντικαταστάθηκε δυνάμει του άρθρου 34 του π.δ. 363/1992 (Α΄ 184) και ακολούθως τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 3 του π.δ. 302/2002 (Α΄ 268), αντικαθίσταται ως εξής:
«γ. Στη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών και Στατιστικής προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Αναλογιστών ή κλάδου ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού με γνώση στο αντικείμενο».
10. Μετά την περίπτωση ιε΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α΄309) προστίθεται περίπτωση ιστ΄ ως εξής:
«ιστ. Οι ιατροί Διευθυντές που υπηρετούν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και μεταφέρονται στον ΕΟΠΥΥ.»
Κατά την πρώτη εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, οι ανωτέρω υπόχρεοι υποβάλλουν δήλωση περιουσιακής κατάστασης μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από τη θέση του παρόντος άρθρου σε ισχύ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του ν. 3213/2003.
Άρθρο 76
Οργανωτικά θέματα ΓΓΚΑ και ΦΚΑ
1. Στον Οργανισμό της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης εντάσσεται και το υφιστάμενο σε αυτή Γραφείο Νομικού Συμβούλου. Το Γραφείο αυτό είναι αυτοτελές, έχει δε τις αρμοδιότητες και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
2. Στην παρ. 7 του άρθρου 6 του ν. 3863/2010 (Α΄115) η καθοριζόμενη ημερομηνία αντικαθίσταται με την ημερομηνία 1.9.2011.
3. Η Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της περίπτωσης δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 3863/2010 εντάσσεται με την προβλεπόμενη διάρθρωση στην υφιστάμενη Γενική Διεύθυνση Υπηρεσιών Υγείας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και στελεχώνεται με το πάσης φύσεως υπηρετούν προσωπικό της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Κοινωνικής Εργασίας.
Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, η οποία εκδίδεται μέσα σε δύο (2) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος.
Από την έναρξη ισχύος της ανωτέρω απόφασης, η Διεύθυνση Αναπηρίας και Κοινωνικής Εργασίας καταργείται.
Μετά την ολοκλήρωση της ένταξης των Περιφερειακών Υπηρεσιών και των Μονάδων Υγείας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) η Γενική Διεύθυνση Υπηρεσιών Υγείας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ καταργείται και αντίστοιχα η Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας εντάσσεται στη Γενική Διεύθυνση Ασφαλιστικών Υπηρεσιών του Ιδρύματος.
4. Από τις οργανικές θέσεις μόνιμου προσωπικού του κλάδου ΥΕ Προσωπικού Καθαριότητας που έχουν κατανεμηθεί στις Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ διακόσιες πενήντα (250) κενές μεταφέρονται και προσαυξάνουν τις θέσεις του κλάδου ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού των ανωτέρω υπηρεσιών.
5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΑΕΕ, δύναται να λειτουργούν Γραφεία του ΟΑΕΕ σε περιοχές που δεν εδρεύουν Υπηρεσίες του Οργανισμού, τα οποία ανήκουν οργανικά στα Τμήματα του ΟΑΕΕ που έχουν την κατά τόπο αρμοδιότητα των περιοχών που λειτουργούν, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων.
Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι αρμοδιότητες των Γραφείων αυτών, ο αριθμός των υπηρετούντων υπαλλήλων, οι Υπηρεσίες του Οργανισμού στις οποίες θα ανήκουν οργανικά, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία τους.
6. Για την υποβοήθηση του έργου του Διευθύνοντος Συμβούλου της ΗΔΙΚΑ, συνιστώνται μία (1) θέση ειδικού συμβούλου και δύο (2) θέσεις ειδικών συνεργατών με σχέση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου.
Οι ανωτέρω πρέπει να έχουν πτυχίο Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της ημεδαπής ή ισότιμο πτυχίο της αλλοδαπής.
Η πρόσληψη γίνεται με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου, η δε διάρκειά της καθορίζεται στους έξι (6) μήνες, με δυνατότητα διακοπής ή ανανέωσής της με όμοια απόφαση.
Ο εν λόγω Ειδικός Σύμβουλος και οι Ειδικοί Συνεργάτες αποχωρούν αυτοδίκαια χωρίς άλλη διαδικασία και ταυτόχρονα με την αποχώρηση για οποιονδήποτε λόγο του προσώπου που τους προσέλαβε, χωρίς να γεννάται δικαίωμα αποζημίωσης ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα ή αξίωση.
Η αμοιβή τους, καθώς και των συμβούλων του ΟΠΑΔ καθορίζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της υ.α. 2/70403/0022/2006 (ΦΕΚ 142/ΥΟΔΔ), όπως εκάστοτε ισχύει.
7. Οι διατάξεις του άρθρου 19 παρ.1 περίπτωση β΄ του ν. 2556/1997 (Α΄270) έχουν εφαρμογή και για το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα.
8. Α. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 20 του ν. 3863/2010 ( Α΄ 115) αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Η καταβολή της αμοιβής των ανωτέρω προσώπων από κάθε νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις ή φυσικό πρόσωπο που δέχεται ή χρησιμοποιεί τις εργασίες ή τις υπηρεσίες τους, καθώς και των εισφορών (εργοδότη και εργαζόμενου) που αναλογούν και η απόδοσή τους υπέρ του οικείου φορέα κοινωνικής ασφάλισης (ΦΚΑ), γίνεται με τους παρακάτω τρόπους:
α. Με την έκδοση ειδικού εργοσήμου υπό τύπο επιταγής.
β. Μέσω λογαριασμών που τηρούν ο εργοδότης και ο εργαζόμενος σε παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.
γ. Με κατάθεση και είσπραξη μετρητών σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
δ. Με ειδικού τύπου έμβασμα κατά την έννοια των άρθρων 1 και 4 παράγραφος 3 του ν. 3862/2010 (Α΄ 113)
Το ειδικό εργόσημο δύναται να διατίθεται στον εργοδότη με καταβολή του αντίστοιχου ποσού, από τα κατά τόπους υποκαταστήματα των ΦΚΑ, από τις συνεργαζόμενες με τους φορείς τράπεζες και τα υποκαταστήματά τους, από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών και από οποιονδήποτε άλλο φορέα ή δίκτυο έπειτα από απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Στο τέλος κάθε έτους ο ΦΚΑ στέλνει ετήσια συγκεντρωτική κατάσταση σε εργοδότη και εργαζόμενο.
4. Η διαδικασία που τηρείται για την καταβολή και την είσπραξη της αμοιβής των ανωτέρω προσώπων, καθώς και για την παρακράτηση και απόδοση των εισφορών στους οικείους ΦΚΑ, ο τύπος και τα αναγραφόμενα στο εργόσημο στοιχεία, το ποσό των εισφορών που αναλογούν στην αμοιβή, την είσπραξη και απόδοσή τους στους οικείους ΦΚΑ, ο τύπος και τα τεχνικά χαρακτηριστικά διασφάλισης της γνησιότητας του εργοσήμου, καθώς και οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια ή στοιχείο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη των κατά περίπτωση αρμόδιων Διοικητικών Συμβουλίων των φορέων.»
Β. Στο άρθρο 22 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115) προστίθεται παράγραφος 6Α ως ακολούθως:
«6Α. Οι ασφαλιστικές εισφορές για τους μήνες ασφάλισης κάθε έτους, όπως αυτοί υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 υπολογίζονται με βάση τα ποσά ασφαλιστικών εισφορών που ισχύουν κατά το έτος αυτό, ανάλογα με την ασφαλιστική κατηγορία του απασχολούμενου και εξοφλούνται από τα ποσά που έχουν παρακρατηθεί εντός του έτους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 20 και την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, από τις αμοιβές του απασχολούμενου.
Στην περίπτωση των απασχολουμένων που ασφαλίζονται στον ΟΓΑ για ολόκληρο το έτος και εφόσον τα παρακρατούμενα εντός του έτους ποσά δεν επαρκούν για την εξόφληση των ασφαλιστικών εισφορών ολόκληρου του έτους, οι υπόλοιπες οφειλόμενες για το έτος αυτό εισφορές καταβάλλονται υποχρεωτικά, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 12 και 14 του π.δ. 78/1998 (Α΄ 72).
Στην περίπτωση των απασχολουμένων με χρόνο ασφάλισης κάτω των έξι (6) μηνών ετησίως, εάν τα παρακρατούμενα εντός εκάστου έτους ποσά δεν επαρκούν για την εξόφληση των ασφαλιστικών εισφορών των μηνών ασφάλισης του έτους, όπως αυτοί έχουν υπολογιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5, ισχυροί μήνες ασφάλισης θεωρούνται μόνο οι μήνες οι οποίοι έχουν εξοφληθεί κατά τα ανωτέρω, μη αναζητουμένων από τον ΟΓΑ των εισφορών για τους υπόλοιπους μη εξοφλημένους μήνες του έτους. Οι εισφορές αυτές δύναται να εξοφληθούν, σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά το χρόνο καταβολής ποσά εισφορών, μόνο κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, η οποία πρέπει να υποβληθεί πριν από την επέλευση ασφαλιστικού κινδύνου.
Ποσά εισφορών που έχουν παρακρατηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 20 και την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δεν επιστρέφονται σε καμία περίπτωση.
Πλεονάζουσες ανά έτος παρακρατηθείσες εισφορές δεν μεταφέρονται σε άλλο έτος, ούτε συμψηφίζονται με οφειλόμενες εισφορές ή άλλες οφειλές του απασχολούμενου στον ΟΓΑ, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ο απασχολούμενος της παραγράφου 1 περίπτωση β΄ του άρθρου 20 είναι κατά το ίδιο έτος ασφαλισμένος του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών ως αυτοτελώς απασχολούμενος σε άλλες ασφαλιζόμενες στον ΟΓΑ εργασίες. Στις περιπτώσεις αυτές, οι παρακρατηθείσες με εργόσημο εισφορές συμψηφίζονται με τις ασφαλιστικές εισφορές του ασφαλισμένου για το ίδιο έτος. Πλεονάζουσες για το έτος αυτό εισφορές δεν επιστρέφονται, αλλά ο ασφαλισμένος κατατάσσεται σε μεγαλύτερη ασφαλιστική κατηγορία, ανάλογα με το σύνολο των εισφορών που έχουν καταβληθεί.»
9. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 3965/2011 (Α΄ 113) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή, από 2.3.2011, και στους λοιπούς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και για όλους τους εκκρεμείς λογαριασμούς του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου (ΟΠΑΔ).»
10. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 21 του ν. 2362/1995 (Α΄ 247), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την περίπτωση α΄ της παρ. 3 του άρθρου 50 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Ειδικά για τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού και τον Οργανισμό Εργατικής Εστίας και μόνο για το έτος 2011, όλες οι πιστώσεις του προϋπολογισμού αναλαμβάνονται για ολόκληρο το ποσό από την έναρξη του οικονομικού έτους.»
11. Η παρ. 4 του άρθρου 19 του ν. 3918/2011 (Α΄31) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Οργανισμού τα λειτουργικά του έξοδα καλύπτονται ύστερα από απόφαση του Δ.Σ. αυτού, από πιστώσεις του Κλάδου Ασθένειας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και του ΟΠΑΔ και βαρύνουν τους εν λόγω Οργανισμούς. Η απόφαση του Δ.Σ. του ΕΟΠΥΥ υλοποιείται από τη Διοίκηση και τις αρμόδιες υπηρεσίες των υπόχρεων κατά τα παραπάνω Ασφαλιστικών Φορέων.»
12. Στο άρθρο 33 του ν. 3918/2011 (Α’ 31) προστίθεται παράγραφος 12 ως εξής:
«12. Οι ιατροί, οι οποίοι έχουν υποβάλει αίτηση για ειδίκευση στις Υπηρεσίες Νοσοκομειακής Υποστήριξης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ της παρ. 1 του άρθρου 32 του ν. 3918/2011 (Α΄ 31) μέχρι την 31.5.2011, τοποθετούνται στα Νοσοκομεία (φορείς υποδοχής) στα οποία εντάχθηκαν οι προαναφερόμενες Υπηρεσίες, σε προσωποπαγείς θέσεις, εφόσον κατά το χρόνο τοποθέτησής τους δεν έχει κενωθεί οργανική θέση της αντίστοιχης ειδικότητας.
Η εκπαίδευση των ιατρών για την απόκτηση ειδικότητας μπορεί να πραγματοποιηθεί σε τμήματα του φορέα υποδοχής ή άλλων νοσοκομείων της ίδιας Υγειονομικής Περιφέρειας, με ευθύνη των οικείων Επιστημονικών Διευθυντών, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις εκπαιδευτικές δυνατότητές τους.
Η τοποθέτηση σε προσωποπαγή ή κενή οργανική θέση πραγματοποιείται, όταν ολοκληρώνει την ειδίκευσή του και αποχωρεί ιατρός της αντίστοιχης ειδικότητας, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας και μέχρι εξαντλήσεως αυτής.»
Άρθρο 77
Ρυθμίσεις για Συλλογικά Όργανα ΦΚΑ
1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 23 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), προστίθεται περίπτωση Δ΄ ως ακολούθως:
«Δ) Η Τ.Δ.Ε. της Περιφερειακής Διεύθυνσης Επικουρικής Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών αποτελείται από:
α) Έναν (1) υπάλληλο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με βαθμό Α΄, ως Πρόεδρο.
β) Έναν (1) υπάλληλο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ως μέλος.
γ) Τρεις (3) εκπροσώπους των ασφαλισμένων, που προτείνονται σε τριπλάσιο αριθμό από κάθε οργάνωση, εκ των οποίων ένας (1) από τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), ένας (1) από την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.) και ένας (1) από τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Αυτοκινητιστών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Α.Ε.), ως μέλη.»
2. Η υποπερίπτωση β΄ της περίπτωσης Β΄ της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 3655/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Έναν (1) εκπρόσωπο των ασφαλισμένων του Τομέα Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ, ως μέλος. Τον ανωτέρω εκπρόσωπο μαζί με τον αναπληρωτή του, που διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, επιλέγει η ΓΕΝΟΠ−ΔΕΗ.
Σε περίπτωση μη υποβολής της σχετικής πρότασης, ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης προβαίνει στο διορισμό των προσώπων αυτών κατά την κρίση του.
Μέχρι τη λήξη της θητείας των λοιπών μελών της ανωτέρω Επιτροπής, η επιλογή του εκπροσώπου των ασφαλισμένων και του αναπληρωτή του γίνεται μεταξύ των ήδη συμμετεχόντων στην Επιτροπή εκπροσώπων των ασφαλισμένων του Τομέα Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ.»
Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από την πρώτη ημέρα του μεθεπόμενου μήνα εκείνου της δημοσίευσης.
3. Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 118 του ν. 3655/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Έξι (6) εκπροσώπους των ασφαλισμένων, που προτείνονται: τρεις (3) από την ΑΔΕΔΥ, ένας (1) από την ΠΟΕ−ΟΤΑ, ένας (1) από τους ασφαλισμένους του ενταχθέντος ΤΠΟΕΚΕ, που προτείνεται από τον Ιερό Σύνδεσμο Κληρικών Ελλάδος (ΙΣΚΕ) και ένας (1) από τους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που προτείνεται από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής (ΠΟ−ΠΟΚΠ), με τους αναπληρωτές τους.»
Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα εκείνου της δημοσίευσης.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, εκδίδεται κανονισμός με τον οποίο ρυθμίζονται όλα τα θέματα αρμοδιότητας και λειτουργίας των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
5. Στο τέλος της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 3655/2008 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ως εκπρόσωποι των εργοδοτών δεν ορίζονται πρόσωπα τα οποία έχουν την ιδιότητα του ασφαλισμένου του ΤΑΥΤΕΚΩ.»
Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από την πρώτη του τρίτου μήνα μετά το μήνα δημοσίευσης του νόμου αυτού.
6. Στα Διοικητικά Συμβούλια των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΓΓΚΑ), διορίζονται ως Κυβερνητικοί Επίτροποι Προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης ή Τμήματος της ΓΓΚΑ και ως μέλη Προϊστάμενοι Διεύθυνσης ή Τμήματος της ΓΓΚΑ ή υπάλληλοι ΠΕ κατηγορίας με πενταετή υπηρεσία στη ΓΓΚΑ. Στις Διοικούσες Επιτροπές του άρθρου 29 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων που διορίζονται ως μέλη, απαιτείται να είναι ΠΕ κατηγορίας με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στη ΓΓΚΑ.
Για το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και τον ΟΓΑ εξακολουθούν να ισχύουν για το διορισμό ως Κυβερνητικού Επιτρόπου και μέλους οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις αντίστοιχες διατάξεις των Φορέων αυτών.
7. α. Το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ διοικείται από δεκαπενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, που αποτελείται από:
αα) Τον Διοικητή του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ ως Πρόεδρο, που αναπληρώνεται από το νόμιμο αναπληρωτή του.
ββ) Τρεις (3) εκπροσώπους των ασφαλισμένων που προτείνονται από τη ΓΣΕΕ, με τους αναπληρωτές τους.
γγ) Τρεις (3) εκπροσώπους των εργοδοτών, που προτείνονται από το Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ), την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) και το Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), με τους αναπληρωτές τους.
δδ) Εναν (1) εκπρόσωπο των συνταξιούχων, που προτείνεται από την Ομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος ΙΚΑ και Επικουρικών Ταμείων Μισθωτών, με τον αναπληρωτή του.
εε) ΄Εναν (1) υπάλληλο του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, διοικητικό ή υγειονομικό, ανάλογα με τη φύση των συζητούμενων θεμάτων, που προτείνεται, ο μεν διοικητικός από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων ΙΚΑ (ΠΟΣΕ−ΙΚΑ), ο δε υγειονομικός από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Υγειονομικών Υπαλλήλων ΙΚΑ και την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Επιστημονικού Υγειονομικού Προσωπικού ΙΚΑ (ΠΟΣΕΥΠΙΚΑ).
στστ) Έναν (1) υπάλληλο της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Eργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Προϊστάμενο Διεύθυνσης της ΓΓΚΑ, με τον αναπληρωτή του.
ζζ) Έναν (1) υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών, Προϊστάμενο Διεύθυνσης, με τον αναπληρωτή του.
ηη) Tέσσερις (4) ειδικούς επιστήμονες που έχουν εμπειρία και κατάρτιση σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης ή κοινωνικής πολιτικής ή σε θέματα οικονομικά ή διοίκησης και οργάνωσης, με τους αναπληρωτές τους.
β. Οι εκπρόσωποι των ασφαλισμένων, των εργοδοτών και των συνταξιούχων, καθώς και ο υπάλληλος του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ διορίζονται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατόπιν προτάσεων που υποβάλλονται από τις ανωτέρω συνδικαλιστικές ή επαγγελματικές οργανώσεις ή σωματεία εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την έγγραφη ειδοποίησή τους.
Σε περίπτωση μη υποβολής των σχετικών προτάσεων εντός της ανωτέρω προβλεπόμενης προθεσμίας, ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης προβαίνει στο διορισμό των εκπροσώπων αυτών κατά την κρίση του.
γ. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου ως Κυβερνητικός Επίτροπος ο εκάστοτε Γενικός Γραμματέας της ΓΓΚΑ, που αναπληρώνεται από Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης της ΓΓΚΑ.
δ. Ο Πρόεδρος, ο Κυβερνητικός Επίτροπος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου με τους αναπληρωτές τους διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τριετή θητεία και δεν επιτρέπεται η εκλογή ή ο διορισμός τους για περισσότερες από τρεις συνεχείς θητείες.
ε. Χρέη γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος του ΙΚΑ− ΕΤΑΜ που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Διοικητή του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
στ. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.
ζ. Για κάθε άλλο θέμα, σχετικό με το Διοικητικό Συμβούλιο, που δεν ρυθμίζεται με τις διατάξεις αυτές, έχουν εφαρμογή οι κείμενες διατάξεις για το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και συμπληρωματικά οι διατάξεις των άρθρων 13, 14 και 15 του ν. 2690/1999 (Α΄ 45).
η. Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ συγκροτείται εντός δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Το ήδη υφιστάμενο Διοικητικό Συμβούλιο νομίμως λειτουργεί μέχρι τη συγκρότησή του νέου Διοικητικού Συμβουλίου.
θ. Ο Διοικητής του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, ο οποίος έχει επιλεγεί με τη διαδικασία του άρθρου 49Α του Κανονισμού της Βουλής, νομίμως συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι τη λήξη της θητείας του, όπως αυτή καθορίσθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του τέταρτου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 44 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115).
8. Στο τέλος της υποπερίπτωσης 6 της περίπτωσης Δ΄ της παραγράφου II του άρθρου 186 του ν. 3852/2010 (Α΄87), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Από τις ανωτέρω αρμοδιότητες, εξαιρείται η αρμοδιότητα συγκρότησης των Διοικητικών Συμβουλίων των Ασφαλιστικών Οργανισμών που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών των Υποκαταστημάτων του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Νομού Αττικής, των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών των Περιφερειακών Διευθύνσεων του ΟΑΕΕ Νομού Αττικής, η οποία ασκείται από τον αρμόδιο Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, των συλλογικών οργάνων της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και των Ασφαλιστικών Οργανισμών, σε όποιες περιπτώσεις προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις ότι η αρμοδιότητα συγκρότησής τους ανήκει στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και η αρμοδιότητα συγκρότησης των Υγειονομικών Επιτροπών των Ασφαλιστικών Οργανισμών.»
9. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν.δ. 3710/1957 (Α΄100), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 48 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Από τις ανωτέρω αρμοδιότητες εξαιρείται η εκδίκαση υποθέσεων σχετικά με την προσαύξηση ποσοστού αναπηρίας, σύμφωνα με την περίπτωση στ΄ της παρ. 5 του άρθρου 28 του ν. 1846/1951, όπως ισχύει.»
Άρθρο 78
Υπηρεσιακά Συμβούλια
1. Συστήνονται στους Φορείς «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ)» και «Ταμείο Πρόνοιας Ιδιωτικού Τομέα (ΤΑΠΙΤ)» Υπηρεσιακά Συμβούλια, αρμόδια για το προσωπικό εκάστου Φορέα, με έδρα την αντίστοιχη κεντρική υπηρεσία του Φορέα.
Η συγκρότηση και ο ορισμός των μελών των ανωτέρω Υπηρεσιακών Συμβουλίων γίνεται σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου πέμπτου του ν. 3839/2010 (Α΄ 51), μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι τη συγκρότηση των ΣΕΠ και των Υπηρεσιακών Συμβουλίων που προβλέπονται στα άρθρα 158 και 159 του Υ.Κ., όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο δεύτερο του ν. 3839/2010.
Στα ως άνω Υπηρεσιακά Συμβούλια και μέχρι την εκλογή των αιρετών εκπροσώπων των υπαλλήλων, μόνιμων και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, μετέχουν δύο (2) εκπρόσωποι των υπαλλήλων με ισάριθμους αναπληρωτές με βαθμό Α΄, οι οποίοι υποδεικνύονται από την ΠΟΠΟΚΠ, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την έγγραφη ειδοποίηση των Φορέων ΤΕΑΙΤ και ΤΑΠΙΤ.
Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου, ως ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας εκλογής των εκπροσώπων των υπαλλήλων, μόνιμων και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ορίζεται η πρώτη του δεύτερου μήνα μετά το μήνα δημοσίευσης του παρόντος. Με την ημερομηνία αυτή, για το πρώτο έτος εφαρμογής, προσαρμόζονται αντίστοιχα οι προθεσμίες της αριθ. ΔΙΚΠΡ/Φ80/30/8703/16.9.1988 (Β΄ 684) απόφασης του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, όπως αυτή ισχύει. Κατά την πρώτη εφαρμογή, η θητεία των αιρετών εκπροσώπων λήγει στις 31.12.2012.
Τα ανωτέρω Υπηρεσιακά Συμβούλια είναι αρμόδια για την επιλογή προϊσταμένων Διευθύνσεων, Τμημάτων και αυτοτελών Γραφείων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου πέμπτου του ν. 3839/2010, καθώς και για την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων των ως άνω Φορέων.
2. Το Β΄ Κοινό Υπηρεσιακό Συμβούλιο, αρμόδιο για το προσωπικό των Ταμείων Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων και Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολουμένων στα Σώματα Ασφαλείας, η σύσταση του οποίου προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 123 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), μετονομάζεται σε «Κοινό Υπηρεσιακό Συμβούλιο».
3. Συστήνεται στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ) Υπηρεσιακό Συμβούλιο, αρμόδιο για το προσωπικό του.
Η συγκρότηση και ο ορισμός μελών του ανωτέρω Υπηρεσιακού Συμβουλίου γίνεται σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου πέμπτου του ν. 3839/2010 (Α΄ 51), μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι τη συγκρότηση των ΣΕΠ και των Υπηρεσιακών Συμβουλίων που προβλέπονται στα άρθρα 158 και 159 του Υ.Κ., όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο δεύτερο του ν. 3839/2010.
Στο ως άνω Υπηρεσιακό Συμβούλιο και μέχρι την εκλογή των αιρετών εκπροσώπων των υπαλλήλων, μόνιμων και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, μετέχουν δύο (2) εκπρόσωποι των υπαλλήλων με ισάριθμους αναπληρωτές με βαθμό Α΄, οι οποίοι υποδεικνύονται από την ΠΟΠΟΚΠ, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την έγγραφη ειδοποίηση του ΕΤΕΑΜ.
Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου, ως ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας εκλογής των εκπροσώπων των υπαλλήλων, μόνιμων και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ορίζεται η πρώτη του δεύτερου μήνα μετά το μήνα δημοσίευσης του παρόντος. Μετά την ημερομηνία αυτή, για το πρώτο έτος εφαρμογής, προσαρμόζονται αντίστοιχα οι προθεσμίες της αριθ. ΔΙΚΠΡ/Φ80/30/8703/16.9.1988 (Β΄ 684) απόφασης του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, όπως αυτή ισχύει. Κατά την πρώτη εφαρμογή, η θητεία των αιρετών εκπροσώπων λήγει στις 31.12.2012.
Το ανωτέρω Υπηρεσιακό Συμβούλιο είναι αρμόδιο για την επιλογή προϊσταμένων Διευθύνσεων, Τμημάτων και αυτοτελών Γραφείων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου πέμπτου του ν. 3839/2010, καθώς και για την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων του ως άνω Φορέα. Επίσης, το Υπηρεσιακό Συμβούλιο του ΕΤΕΑΜ είναι αρμόδιο για την εξέταση των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της ΓΓΚΑ, στο οποίο υπαγόταν το προσωπικό του ΕΤΕΑΜ.
Άρθρο 79
Θέματα αξιοποίησης κινητής και ακίνητης περιουσίας
1. Στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 38 του π.δ. 715/1979 (Α΄212), όπου αναφέρονται οι λέξεις «πέντε» ετών αντικαθίστανται από τις λέξεις «δώδεκα» ετών.
2. Η παρ. 4 του άρθρου 7 του π.δ. 34/1995 (Α΄ 34) εφαρμόζεται και στις μισθώσεις και εκμισθώσεις ακινήτων που διέπονται από τις διατάξεις του π.δ. 715/1979.
3. Στο τέλος της παρ. 19 του άρθρου 7 του ν. 2741/1999 (Α΄ 199) προστίθενται εδάφια ως ακολούθως:
«Ειδικότερα στις κατά τα ανωτέρω παρατάσεις μισθώσεων, αλλά και σε κάθε περίπτωση αναπροσαρμογής μισθώματος, όπου εκμισθωτής είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, το ετήσιο μίσθωμα δεν μπορεί να καθορισθεί κατώτερο από το 4,8% της εκάστοτε ισχύουσας αντικειμενικής αξίας του μισθίου ή της αγοραίας αξίας στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων με αντικειμενικά κριτήρια. Στις μισθώσεις ειδικών κτιρίων, ακάλυπτων χώρων, καθώς και κτιρίων στην περιοχή των οποίων υπάρχει δυσμενής εξέλιξη των μισθωτικών συνθηκών, το ετήσιο μίσθωμα μπορεί να συμφωνηθεί και κατώτερο του ως άνω αναφερομένου, με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, μετά από εκτίμηση του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών (ΣΟΕ).
Στις ως άνω περιπτώσεις, δεν εφαρμόζεται το τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής. Σε κάθε περίπτωση, το μηνιαίο μίσθωμα θα πρέπει να είναι ανάλογο με τα ισχύοντα στην αγορά.
Μισθώσεις ακινήτων με εκμισθωτή Ν.Π.Δ.Δ., αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, βρίσκονται εν ισχύ, δύνανται να τροποποιηθούν σύμφωνα με τα ανωτέρω.»
4. Η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3586/2007, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Επίσης, οι ΦΚΑ δύνανται, με αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων τους, να επενδύουν, μέχρι ποσοστού 10% του ποσού που προκύπτει από το συνυπολογισμό των στοιχείων της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου σε προθεσμιακές καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής, καθώς και σε τίτλους Ελληνικού Δημοσίου της παραγράφου 1α του άρθρου 3, ετήσιας ή μικρότερης διάρκειας, με απόδοση μεγαλύτερη από την απόδοση του Κοινού Κεφαλαίου, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί κατά την τελευταία διαχειριστική χρήση, μόνο από την πρωτογενή αγορά, με θεματοφύλακα την Τράπεζα της Ελλάδος.»
5. Η διενέργεια εκ μέρους των ΦΚΑ προθεσμιακών καταθέσεων, καθώς και η ανάθεση της ταμειακής τους διαχείρισης σε πιστωτικό ίδρυμα, με βάση τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 του ν. 3587/2007, διενεργούνται με απόφαση του Δ.Σ., μετά από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, στην οποία καθορίζονται τα κριτήρια επιλογής. Στη σύμβαση που καταρτίζεται καθορίζονται, κατά περίπτωση, το ύψος του επενδυόμενου ποσού και η χρονική διάρκεια της κατάθεσης, το ύψος του επιτοκίου, οι όροι και οι προϋποθέσεις της ανάθεσης, η διάρκεια της σύμβασης, οι προμήθειες, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
6. Η ακίνητη περιουσία του πρώην Ταμείου Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων (ΤΑΝΠΥ) κατανέμεται σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου μεταξύ του Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών και Τουριστικών Πρακτόρων του ΟΑΕΕ και του Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Ναυτικών και Τουριστικών Πρακτορείων (ΤΕΑΥΝΤΠ) του ΤΕΑΙΤ.
7. Το οικόπεδο επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας 175 που έχει παραχωρηθεί από το Δημόσιο δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2990/6.2.1958 απόφασης του Υπουργού Κοινωνικής Πρόνοιας, με το επ’ αυτού κτίσμα περιέρχεται χωρίς όρους στον Τομέα Υγείας Υγειονομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ). Τα έσοδα από την εκμετάλλευσή του χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες του σκοπού της Στέγης Υγειονομικών, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 3232/2004 και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτού Φ.40042/5038/374/2005 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Β΄ 280).
Άρθρο 80
ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α.
1. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1), που προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 18 του ν. 3846/2010 (Α΄ 66), αντικαθίσταται ως εξής:
«Η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης της κείμενης νομοθεσίας κατά τη διενέργεια του ελέγχου».
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 32 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1), όπως έχει τροποποιηθεί με την παράγραφο 3 του άρθρου 18 του ν. 3846/2010 (Α΄ 66), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Ο έλεγχος των υπηρεσιών υγείας που παρέχονται προς τους ασφαλισμένους των ασφαλιστικών οργανισμών ή του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. διενεργείται στα φαρμακεία, νοσοκομεία, ιδιωτικές κλινικές και κάθε φορέα παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας από το προσωπικό της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α..
Στους ελέγχους αυτούς δύναται να συμμετέχουν και υπάλληλοι των ασφαλιστικών οργανισμών ή του Ε.Ο.Π.Υ.Υ..
Ο έλεγχος αφορά στην παρακολούθηση των όρων των συμβάσεων ασφαλιστικών οργανισμών με τους παρόχους υγείας, στην πιστή τήρηση των ισχυουσών διατάξεων των κανονισμών παροχής υγειονομικής περίθαλψης και γενικά στην τήρηση της νομοθεσίας που διέπει την παροχή ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης.
Για κάθε έλεγχο υποβάλλεται πόρισμα από τις αρμόδιες Διευθύνσεις στον Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. το οποίο διαβιβάζεται στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, τον Ο.Π.Α.Δ. ή τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., καθώς και στην Αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο, σύμφωνα με τις προτάσεις των ελεγκτών που διενήργησαν τον έλεγχο. Για την αποστολή των πορισμάτων στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή δεν απαιτείται σύμφωνη γνώμη του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α..
Σε περίπτωση που από τον έλεγχο διαπιστωθεί παράβαση της κείμενης νομοθεσίας, ο Γενικός Επιθεωρητής της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. επιβάλλει τις οριζόμενες από το π.δ. 121/2008 (Α΄ 183) χρηματικές κυρώσεις, καθώς και τις χρηματικές κυρώσεις της περίπτωσης Ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του ν. 3846/2010, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
Οι ανωτέρω χρηματικές κυρώσεις επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α., κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας Διεύθυνσης, μετά την παροχή σχετικών εξηγήσεων, οι οποίες υποβάλλονται εγγράφως, μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα που αυτοί που τους αφορά έλαβαν το σχετικό έγγραφο, για παροχή εξηγήσεων και στο οποίο υποχρεωτικά αναφέρεται η διαπραχθείσα παράβαση.
Κατά της απόφασης αυτής μπορεί να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων της παραγράφου 4 του άρθρου 18 του ν. 3846/2010.
Η προθεσμία για την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης επιβολής χρηματικών κυρώσεων, μέχρι την έκδοση της απόφασης από την Επιτροπή Ενστάσεων.
Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ενστάσεων είναι άμεσα εκτελεστές.
Τα έσοδα από τα επιβαλλόμενα κατά τα ανωτέρω χρηματικά ποσά εισπράττονται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, σύμφωνα με τις διατάξεις περί είσπραξης δημοσίων εσόδων (ΚΕΔΕ) ή μέσω των λογαριασμών που υποβάλλουν προς εξόφληση τα φαρμακεία, διαγνωστικά κέντρα και ιδιωτικές κλινικές.
Ο Γενικός Επιθεωρητής της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. επιβάλλει πέραν των ως άνω χρηματικών κυρώσεων και τις λοιπές κυρώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 2, την παράγραφο 3 του άρθρου 3 και την παράγραφο 15 του άρθρου 4 του π.δ. 121/2008, καθώς και από την περίπτωση Ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του ν. 3846/2010. Οι χρηματικές διοικητικές αυτές κυρώσεις, μπορούν να επιβληθούν σωρευτικά με τις λοιπές διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλει ο Γενικός Επιθεωρητής.
Οι υπάλληλοι της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ενεργούν ως ανακριτικοί υπάλληλοι και έχουν πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους.»
3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του π.δ. 121/2008, όπως έχει τροποποιηθεί δυνάμει της παραγράφου 1 περίπτωσης Α΄ του άρθρου 32 του ν. 3846/2010 ( Α΄ 66), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, ανεξάρτητα τυχόν ποινικών ευθυνών και διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, αποτελεί:
Για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ., καθώς και για τους ιατρούς μονίμους ή επί συμβάσει των ασφαλιστικών οργανισμών, πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο επιβάλλονται κυρώσεις σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για κάθε κατηγορία.
Για τους ιατρούς τους συμβεβλημένους με τους ασφαλιστικούς οργανισμούς ή τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. λόγο προσωρινού αποκλεισμού από την παροχή υπηρεσιών σε ασφαλισμένους των φορέων από τέσσερις (4) μέχρι δώδεκα (12) μήνες ή οριστικής καταγγελίας της σύμβασης, για το συγκεκριμένο ασφαλιστικό οργανισμό ή και οποιονδήποτε άλλον ασφαλιστικό φορέα έχει συνάψει σύμβαση, ανάλογα με τη συχνότητα και σοβαρότητα αυτής, καθώς και λόγο αποκλεισμού κάθε μελλοντικής συνεργασίας με τους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Για τους μη συμβεβλημένους ιατρούς λόγο αποκλεισμού κάθε συνεργασίας με τους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Η απόφαση για τον προσωρινό αποκλεισμό ή την οριστική καταγγελία της σύμβασης ή για αποκλεισμό κάθε μελλοντικής συνεργασίας εκδίδεται κατά περίπτωση ανάλογα με το όργανο που έχει διαπιστώσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων των ιατρών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, από τον Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. ή τα αρμόδια όργανα των ασφαλιστικών οργανισμών, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας Διεύθυνσης, μετά από κλήση για παροχή εγγράφων εξηγήσεων, οι οποίες υποβάλλονται εντός προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής κλήσης. Η απόφαση του Γενικού Επιθεωρητή είναι δεσμευτική για τις Διοικήσεις των Ασφαλιστικών Φορέων.
Κατά της απόφασης του Γενικού Επιθεωρητή ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων της παραγράφου 4 του άρθρου 18 του ν. 3846/2010, ενώ κατά της απόφασης του αρμόδιου οργάνου του ασφαλιστικού φορέα εφαρμόζονται αναλόγως τα αναφερόμενα στην παράγραφο 18 του άρθρου 4 του π.δ. 121/2008.
Εάν η Επιτροπή Ενστάσεων δεν αποφανθεί επί της ασκηθείσας ενδικοφανούς προσφυγής εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία άσκησής της, θεωρείται ότι την απέρριψε.
Η προθεσμία για την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης του Γενικού Επιθεωρητή, μέχρι την έκδοση της απόφασης από την Επιτροπή Ενστάσεων.
Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ενστάσεων είναι άμεσα εκτελεστές.
Σε κάθε περίπτωση οι παραβάσεις των ιατρών γνωστοποιούνται και στον οικείο Ιατρικό Σύλλογο, προκειμένου να διερευνήσει την υπόθεση και να επιβάλλει τις προβλεπόμενες πειθαρχικές κυρώσεις.»
4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του π.δ 121/2008, όπως έχει τροποποιηθεί δυνάμει της παραγράφου 1 περίπτωση Β΄ του άρθρου 32 του ν 3846/2010 (Α΄ 66), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«4. Σε περίπτωση παραβάσεως των προβλεπόμενων από το παρόν άρθρο υποχρεώσεων των ιατρών, πλην των αναφερόμενων στην ανωτέρω παράγραφο πειθαρχικών, διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, επιβάλλονται επιπλέον στους ιατρούς που συνδέονται με οποιαδήποτε σχέση με τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και τον Ο.Π.Α.Δ., με αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων που διενήργησαν τον έλεγχο, οι κάτωθι κυρώσεις: ».
5. Η παράγραφος 15 του άρθρου 4 του π.δ. 121/2008 (Α΄ 183), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 περίπτωση Γ΄ παράγραφος 1 του ν. 3846/2010, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«15. Για την παράβαση από το συμβεβλημένο φαρμακοποιό των υποχρεώσεών του, όπως καθορίζονται από το παρόν άρθρο επιβάλλονται σωρευτικά, ανεξάρτητα από τις ενδεχόμενες ποινικές κυρώσεις ή τις διοικητικές που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως αυτή ισχύει κάθε φορά, και οι εξής κυρώσεις, για κάθε παράβαση ανάλογα με τη συχνότητα και τη σοβαρότητα αυτής:
α. Πρόστιμο κυμαινόμενο από ένα τοις εκατό (1%) έως πενήντα τοις εκατό (50%) επί της αξίας των συνταγών του Ο.Π.Α.Δ. ή του ασφαλιστικού οργανισμού ή του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. που εκτελέστηκαν από το φαρμακείο τον τελευταίο πριν από τον έλεγχο μήνα.
β. Προσωρινό αποκλεισμό του φαρμακείου από την εκτέλεση των συνταγών του Ο.Π.Α.Δ. ή του ασφαλιστικού οργανισμού ή του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. για διάστημα από τέσσερις (4) μέχρι δώδεκα (12) μήνες για το συγκεκριμένο ασφαλιστικό οργανισμό ή και οποιονδήποτε άλλο ασφαλιστικό φορέα έχει συνάψει σύμβαση.
γ. Οριστική καταγγελία της σύμβασης μονομερώς από την πλευρά του Ο.Π.Α.Δ. ή του ασφαλιστικού οργανισμού ή του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., για το συγκεκριμένο ασφαλιστικό οργανισμό ή και οποιονδήποτε άλλον ασφαλιστικό φορέα έχει συνάψει σύμβαση και αποκλεισμό από κάθε μελλοντική συνεργασία με τον Ο.Π.Α.Δ. ή τους ασφαλιστικούς οργανισμούς ή τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ..
Η απόφαση για την καταγγελία της σύμβασης, τον αποκλεισμό κάθε μελλοντικής συνεργασίας και τον προσωρινό αποκλεισμό του φαρμακείου από την εκτέλεση των συνταγών του Ο.Π.Α.Δ. ή του ασφαλιστικού οργανισμού ή του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. εκδίδεται κατά περίπτωση ανάλογα με το όργανο που έχει διαπιστώσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων των φαρμακοποιών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, από τον Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. ή τα αρμόδια όργανα των ασφαλιστικών οργανισμών, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας Διεύθυνσης, μετά από κλήση για παροχή εγγράφων εξηγήσεων, οι οποίες υποβάλλονται εντός προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής κλήσης. Η απόφαση του Γενικού Επιθεωρητή είναι δεσμευτική για τις Διοικήσεις των Ασφαλιστικών Φορέων.
Ειδικά για τις κατωτέρω αναφερόμενες παραβάσεις:
αα. Εύρεση στο χώρο του φαρμακείου ταινιών γνησιότητας ή χρησιμοποίηση ταινιών γνησιότητας πλαστών ή επαναχρησιμοποιημένων ή παραποιημένων ή με σβησμένες ενδείξεις ή ταινίες από τις οποίες έχει διαγραφεί με οποιονδήποτε τρόπο η ένδειξη «κρατικό είδος».
ββ. Εύρεση στο φαρμακείο μονάδων ιδιοσκευάσματος από τις οποίες είναι αποκολλημένες οι ταινίες γνησιότητας.
γγ. Ανεύρεση ή παράνομη χρήση συνταγολογίων ή βιβλιαρίων υγείας ασφαλισμένων.
δδ. Μη παράδοση ή παράδοση από τον φαρμακοποιό ή τον αντικαταστάτη του στο φαρμακείο άλλων φαρμάκων ή ειδών από εκείνα που αναγράφει η συνταγή και χρέωσή τους στον Ο.Π.Α.Δ. ή στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ή τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ..
εε. Άρνηση ή παρεμπόδιση με οποιονδήποτε τρόπο του ελέγχου που πραγματοποιείται, σύμφωνα με τα επί μέρους οριζόμενα στο παρόν διάταγμα, ο ελέγξας Επιθεωρητής συντάσσει άμα τη διαπιστώσει τους δελτίο ελέγχου στο οποίο περιγράφεται η διαπιστωθείσα παράβαση, το εγχειρίζει στον φαρμακοποιό ή στον αντιπρόσωπό του ή το θυροκολλεί, σε περίπτωση απουσίας αυτών, και τον καλεί σε παροχή εγγράφων εξηγήσεων εντός προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών. Μετά την παρέλευση της άνω προθεσμίας, ο Γενικός Επιθεωρητής της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. ή τα αρμόδια όργανα των ασφαλιστικών οργανισμών, ανάλογα με το όργανο που πραγματοποίησε τον έλεγχο επιβάλουν, ανεξάρτητα από τις λοιπές κυρώσεις, προσωρινό αποκλεισμό του φαρμακείου από την εκτέλεση των συνταγών του Ο.Π.Α.Δ. ή των ασφαλιστικών οργανισμών ή του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. για χρονικό διάστημα από πέντε (5) ημέρες έως έξι (6) μήνες.»
Κατά των αποφάσεων του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Φ.Κ.Α. ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων της παραγράφου 4 του άρθρου 18 του ν. 3846/2010.
Εάν η Επιτροπή Ενστάσεων δεν αποφανθεί επί της ασκηθείσας ενδικοφανούς προσφυγής εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία άσκησής της, θεωρείται ότι την απέρριψε.
Η προθεσμία για την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση των αποφάσεων του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α., μέχρι την έκδοση της απόφασης από την Επιτροπή Ενστάσεων.
Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ενστάσεων είναι άμεσα εκτελεστές.
6. Η παράγραφος 18 του άρθρου 4 του π.δ. 121/2008 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«18. Οι ανωτέρω κυρώσεις, πλην όσων επιβάλλονται από τα αρμόδια όργανα της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α., επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση του Ο.Π.Α.Δ. ή κάθε ασφαλιστικού οργανισμού, μετά την παροχή από τον φαρμακοποιό σχετικών εξηγήσεων, οι οποίες υποβάλλονται εγγράφως, μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, από την ημέρα που αυτός έλαβε το σχετικό έγγραφο για παροχή εξηγήσεων και στο οποίο υποχρεωτικά αναφέρεται η διαπραχθείσα παράβαση. Κατά της αποφάσεως αυτής ο φαρμακοποιός δύναται να ασκήσει, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίησή της, προσφυγή ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής του Ο.Π.Α.Δ. (άρθρο 41 παρ. 5 του ν. 3329/2005) ή ενώπιον του Διοικητή του Ιδρύματος για το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ ή ενώπιον του Προέδρου του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., μετά τη λειτουργία του, ή ενώπιον του Δ.Σ. του ασφαλιστικού φορέα, για τους λοιπούς οργανισμούς. Κατά τη διάρκεια της παραπάνω προθεσμίας, καθώς και σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής, μέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης δεν αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης επιβολής κυρώσεων.
Οι αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων και επιτροπών των ως άνω φορέων επί της ενδικοφανούς αυτής προσφυγής είναι άμεσα εκτελεστές.
Ειδικά για τις διοικητικές κυρώσεις του προσωρινού αποκλεισμού ή της οριστικής καταγγελίας της σύμβασης ή του αποκλεισμού κάθε μελλοντικής συνεργασίας, εάν το αρμόδιο όργανο δεν αποφανθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία άσκησης προσφυγής, θεωρείται ότι την απέρριψε.»
7. Η περίπτωση Ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του ν. 3846/2010 (Α΄ 66) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ε) Στα διαγνωστικά εργαστήρια και ιδιωτικές κλινικές που έχουν σύμβαση με τον Ο.Π.Α.Δ. ή τους Ασφαλιστικούς Φορείς ή τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. επιβάλλεται με απόφαση του Γενικού Επιθεωρητή ή των αρμόδιων οργάνων των ασφαλιστικών οργανισμών, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας Διεύθυνσης, μετά από κλήση για παροχή εγγράφων εξηγήσεων, οι οποίες υποβάλλονται εντός προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής κλήσης, η διοικητική ποινή του προσωρινού αποκλεισμού από την παροχή υπηρεσιών σε ασφαλισμένους των φορέων από τέσσερις (4) έως δώδεκα (12) μήνες ή οριστικής καταγγελίας της σύμβασης, για το συγκεκριμένο ασφαλιστικό φορέα ή και οποιονδήποτε άλλο φορέα έχει συνάψει σύμβαση, ή αποκλεισμού κάθε μελλοντικής συνεργασίας με τους φορείς αυτούς ή χρηματικής κύρωσης, εφόσον από σχετικό έλεγχο, κατόπιν εντολής του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α., του οικείου ασφαλιστικού φορέα, του Ο.Π.Α.Δ. ή του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. διαπιστωθούν πράξεις από μέρους των διαγνωστικών εργαστηρίων και των ιδιωτικών κλινικών, οι οποίες αντίκεινται στις ισχύουσες διατάξεις, τις διατάξεις των κανονισμών περίθαλψης των ασφαλιστικών φορέων, στους όρους των συμβάσεων ή προκαλούν ζημία στους φορείς αυτούς. Η διοικητική ποινή της χρηματικής κύρωσης μπορεί να επιβάλλεται σωρευτικά με τις λοιπές διοικητικές ποινές που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο. Η χρηματική κύρωση υπολογίζεται:
α) για τα διαγνωστικά εργαστήρια, ως πρόστιμο κυμαινόμενο από ένα τοις εκατό (1%) έως πενήντα τοις εκατό (50%) επί της αξίας των παραπεμπτικών του Ο.Π.Α.Δ. ή του Ασφαλιστικού Οργανισμού ή του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ανάλογα με τη συχνότητα και τη σοβαρότητα αυτής, που εκτελέστηκαν από το διαγνωστικό εργαστήριο τον τελευταίο πριν από τον έλεγχο μήνα, για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών του, όπως αυτές καθορίζονται από τους κανονισμούς περίθαλψης των ασφαλιστικών φορέων ή τους όρους των συμβάσεων,
β) για τις ιδιωτικές κλινικές, πρόστιμο κυμαινόμενο από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ ανάλογα με τη συχνότητα και τη βαρύτητα της παράβασης.
Κατά της απόφασης του Γενικού Επιθεωρητή ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων της παραγράφου 4 του άρθρου 18 του ν. 3846/2010, ενώ κατά της απόφασης του αρμόδιου οργάνου του ασφαλιστικού φορέα εφαρμόζονται αναλόγως τα αναφερόμενα στην παράγραφο 18 του άρθρου 4 του π.δ. 121/2008.
Εάν η Επιτροπή Ενστάσεων δεν αποφανθεί επί της ασκηθείσας ενδικοφανούς προσφυγής εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία άσκησής της, θεωρείται ότι την απέρριψε.
Η προθεσμία για την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης του Γενικού Επιθεωρητή, μέχρι την έκδοση της απόφασης από την Επιτροπή Ενστάσεων.
Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ενστάσεων είναι άμεσα εκτελεστές.
Ειδικά κατά των αποφάσεων περί επιβολής χρηματικών κυρώσεων από τον Γενικό Επιθεωρητή, ασκείται ενδικοφανής προσφυγή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 32 του ν. 2676/1999.»
8. Η παράγραφος 7 του άρθρου 32 του ν. 3232/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Με εντολή του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης δύναται να διενεργείται έλεγχος Υπηρεσιών Υγείας σε όλες τις περιφέρειες της χώρας από υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. και της Διεύθυνσης Περιφέρειας Αττικής. Η εντολή εκδίδεται με απόφαση του Υπουργού από την Υπηρεσία Ελέγχου Δαπανών Υγείας Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.»
9. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 32 του ν. 3846/2010 (Α΄ 66) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Η καταστροφή των ιδιοσκευασμάτων και των ταινιών γνησιότητας ή η διάθεση των ιδιοσκευασμάτων σε νοσηλευτικά ή άλλα ιδρύματα, ενεργείται με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Ο.Φ..»
10. Στους μόνιμους και στους επί συβάσει, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ιατρούς του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. μετά την έναρξη λειτουργίας του, οι οποίοι παραπέμπονται στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα για:
α) υπερσυνταγογράφηση ή β) προκλητή ζήτηση φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων ή γ) κατευθυνόμενη συνταγογράφηση, μπορεί με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος ή του Προέδρου του Ταμείου να αφαιρείται η δυνατότητα συνταγογράφησης για ασφαλισμένους των φορέων και, όπου τηρείται βιβλιάριο, να αφαιρείται το βιβλιάριο συνταγογράφησης, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο.
Η σχετική απόφαση της αφαίρεσης της δυνατότητας και του βιβλιαρίου συνταγογράφησης εκδίδεται από τον Διοικητή του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ ή από τον Πρόεδρο του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., μετά από κλήση του ιατρού για παροχή εγγράφων εξηγήσεων εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της σχετικής κλήσης.
Κατά το χρονικό διάστημα αφαίρεσης της δυνατότητας συνταγογράφησης και κατά περίπτωση του βιβλιαρίου συνταγογράφησης, ο ιατρός, με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος ή του Προέδρου του Ταμείου, απασχολείται σε άλλο έργο σχετικό με τα καθήκοντά του, χωρίς σε κάθε περίπτωση να μπορεί να συνταγογραφεί.
Άρθρο 81
Έκδοση ληξιαρχικών πράξεων και ενημέρωση του Ε.Μ.Α.Ε.Σ.
1. Στην παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 344/1976 (Α΄ 143), προστίθεται περίπτωση θ΄, ως εξής:
«θ. Τον Αριθμό Δελτίου Ταυτότητος, τον Αριθμό Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (Α.Μ.Κ.Α.) και τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) του θανόντος, καθώς και τον φορέα ή τους φορείς συνταξιοδότησης, αν ο θανών ήταν συνταξιούχος.»
2. Στο άρθρο 4 του ν. 344/1976 προστίθεται περίπτωση υπό στοιχείο θ΄ ως εξής:
«θ. Να ενημερώνει αμελλητί την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε.» που τηρεί το Εθνικό Μητρώο Ασφαλισμένων Εργοδοτών Συνταξιούχων (Ε.Μ.Α.Ε.Σ.) σχετικά με τις εκδιδόμενες ληξιαρχικές πράξεις θανάτου της αρμοδιότητάς του. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται ο χρόνος έναρξης εφαρμογής της διάταξης αυτής, ο τρόπος και χρόνος ενημέρωσης της Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε. και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.»
Άρθρο 82
Εφάπαξ αποζημίωση
1. Η παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 2079/1992 (Α΄ 142) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«5. Ως αποδοχές για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής θεωρούνται οι αποδοχές ή τα ποσά που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του εφάπαξ, κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισης σε ταμείο, κλάδο, τομέα ή λογαριασμό πρόνοιας.
Το ποσό της εφάπαξ παροχής που προκύπτει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παραπάνω εδάφιο, καταβάλλεται εντόκως με επιτόκιο 8% (με ανατοκισμό) για κάθε χρόνο από τη διακοπή της ασφάλισης από κάθε φορέα, κλάδο ή τομέα πρόνοιας και μέχρι την οριστική αποχώρηση του ασφαλισμένου από την εργασία του λόγω συνταξιοδότησης.
Σε καμιά περίπτωση το αναλογούν εφάπαξ βοήθημα από κάθε φορέα, λογαριασμό, κλάδο ή τομέα προνοίας δεν θα είναι μεγαλύτερο από εκείνο που θα ελάμβανε ο ασφαλισμένος με τις ισχύουσες διατάξεις του οικείου φορέα λογαριασμού, κλάδου, ή τομέα πρόνοιας κατά το χρόνο συνταξιοδότησής του και με τα ίδια χρόνια ασφάλισής του σε αυτόν.»
2. α. Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 2084/1992, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 5α του άρθρου 16 του ν. 2556/1997, προστίθεται διάταξη που έχει ως εξής:
«Στην περίπτωση που σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια δεν υπάρχουν πρόσωπα που να δικαιούνται το εφάπαξ βοήθημα, εφόσον ο θανών είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο θανάτου του εικοσαετή τουλάχιστον ασφάλιση στον οικείο φορέα πρόνοιας (ή διαδοχικά σε περισσότερους του ενός φορείς) το βοήθημα αυτό καταβάλλεται στους γονείς, αδελφούς/ές του θανόντος ασφαλισμένου, κατά το ποσοστό του κληρονομικού τους δικαιώματος.»
β. Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 56 του ν. 2084/1992, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 5β του άρθρου 16 του ν. 2556/1997, προστίθεται διάταξη που έχει ως εξής:
«Στην περίπτωση που σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια δεν υπάρχουν πρόσωπα που να δικαιούνται το εφάπαξ βοήθημα, εφόσον ο θανών είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο θανάτου εικοσαετή τουλάχιστον ασφάλιση στον οικείο φορέα πρόνοιας (ή διαδοχικά σε περισσότερους του ενός φορείς) το βοήθημα αυτό καταβάλλεται στους γονείς και αδελφούς/ές του θανόντος ασφαλισμένου, κατά το ποσοστό του κληρονομικού τους δικαιώματος.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΟΓΑ
Άρθρο 83
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 14 του π.δ. 78/1998 (Α´72) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«7. Ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως επιστρέφονται ατόκως στον δικαιούχο κατόπιν αιτήσεώς του. Σε περίπτωση που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως στον δικαιούχο από τον Οργανισμό συντάξεις ή άλλες πάσης φύσεως παροχές, επιτρέπεται ο συμψηφισμός τους με τις εισφορές αυτές. Ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως από αποβιώσαντα ασφαλισμένο καταβάλλονται, άνευ ευθύνης του ΟΓΑ έναντι τυχόν κληρονόμων δυναμένων να στραφούν μόνο κατά του λαβόντος, στον επιζώντα σύζυγο και, εν ανυπαρξία τούτου, στον κληρονόμο που έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από τους λοιπούς κληρονόμους.»
2. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 11 του π.δ. 78/ 1998 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η ασφάλιση στον Κλάδο διακόπτεται επίσης στην περίπτωση που το αρμόδιο Όργανο ασφάλισης ζητήσει εγγράφως από τον ασφαλισμένο δικαιολογητικά ή άλλη πληροφορία χρήσιμη, προκειμένου να διαπιστώσει αν εξακολουθούν να συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις υπαγωγής στην ασφάλιση του ΟΓΑ, και ο ασφαλισμένος δεν προσκομίσει τα ζητηθέντα στοιχεία εντός εξαμήνου από τότε που του ζητήθηκαν, ή στην περίπτωση που το αρμόδιο Όργανο ασφάλισης αδυνατεί να συγκεντρώσει τα απαραίτητα για τον έλεγχο δικαιολογητικά, επειδή ο ασφαλισμένος έχει αλλάξει τόπο κατοικίας και δεν έχει γνωστοποιήσει στον ΟΓΑ τη νέα διεύθυνση κατοικίας του. Η ασφάλιση διακόπτεται με απόφαση του Προϊσταμένου του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας του ΟΓΑ, από την 1η του μήνα έκδοσης της απόφασης. Εάν ο ενδιαφερόμενος προσκομίσει στη συνέχεια τα ζητηθέντα στοιχεία και διαπιστωθεί ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις ασφάλισης στον ΟΓΑ, επανεγγράφεται στα Μητρώα Ασφαλισμένων από το μήνα που πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις.»
3. Η παρ. 1 του άρθρου 45 του π.δ. 78/1998 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Ο Διοικητής του ΟΓΑ δύναται να ζητήσει με έγγραφό του, οποτεδήποτε, την επανεξέταση υπόθεσης για ανάκληση ή τροποποίηση απόφασης περί εγγραφής στα Μητρώα Ασφαλισμένων, αν αποδεικνύεται, κατά την κρίση του, ότι η εγγραφή πραγματοποιήθηκε παρά το νόμο, ή την επανεξέταση υπόθεσης για ανάκληση ή τροποποίηση της σχετικής περί απονομής σύνταξης απόφασης, αν αποδεικνύεται, κατά την κρίση του, ότι η σύνταξη χορηγήθηκε παρά το νόμο. Το έγγραφο για την επανεξέταση απευθύνεται στο Όργανο που έχει εκδώσει την απόφαση. Προκειμένου για αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από Ειρηνοδίκη ή Πρόεδρο Πρωτοδικών ή το Όργανο εκδικάσεως Εφέσεων, η αίτηση επανεξέτασης απευθύνεται στο αρμόδιο κατά το παρόν Καταστατικό Όργανο Ενστάσεων.»
4. Θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες για οφειλές του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) προς θεραπευτήρια και ασφαλισμένους του που αφορούν δαπάνες νοσηλείας ασφαλισμένων που νοσηλεύτηκαν έως τη δημοσίευση του παρόντος, στα παραστατικά των οποίων έχει τεθεί από τους ελεγκτές ιατρούς επιφύλαξη.
Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 20 της υπ’ αριθμ. 400/106/1979 υπουργικής απόφασης (Β΄ 191) εφαρμόζονται για τα πάσης φύσεως θεραπευτήρια του άρθρου 4 της ως άνω υπουργικής απόφασης.
5. Η τελευταία περίοδος της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 2458/1997 (Α΄15) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Χρόνος συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας από τον Κλάδο ή τον ΟΓΑ συνυπολογίζεται στο χρόνο ασφάλισης μόνο για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.»
ΜΕΡΟΣ Γ΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 84
Διαδικασία αναγνώρισης χρόνου υπαλλήλων των ΟΤΑ στους Τομείς Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας
Οι πράξεις αναγνώρισης του χρόνου προϋπηρεσίας των ασφαλισμένων στο πρώην ΤΑΔΚΥ, στον Τομέα «ΤΑΔΚΥ» του ΤΕΑΔΥ και στον Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, για τη χορήγηση επικουρικής σύνταξης και εφάπαξ βοηθήματος αντίστοιχα, εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα του Τομέα «ΤΑΔΚΥ» του ΤΕΑΔΥ με την έκδοση σχετικών απόφασεων, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Το ποσό της οφειλής και για τους δύο Τομείς μπορεί να παρακρατείται από το ποσό του δικαιούμενου εφάπαξ βοηθήματος και να αποδίδεται ταυτόχρονα με την καταβολή του στον Τομέα «ΤΑΔΚΥ» του ΤΕΑΔΥ. Η σύνταξη καταβάλλεται μετά την απόδοση του ποσού της εξαγοράς του χρόνου προϋπηρεσίας που αναγνωρίστηκε.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη των Δ.Σ. των δύο πιο πάνω Ταμείων, είναι δυνατή η ανάθεση του ελέγχου, της βεβαίωσης και της αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Τομέα «ΤΑΔΚΥ» του ΤΕΑΔΥ από τον Τομέα «ΤΑΔΚΥ» του ΤΠΔΥ. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο χρόνος έναρξης και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την υλοποίηση του άρθρου αυτού.
Άρθρο 85
Τροποποιήσεις διατάξεων του ν. 3869/2010
Α. 1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 (Α΄ 130) αντικαθίσταται η φράση «των οφειλών αυτών» από τη φράση «των οφειλών τους».
2. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Για την έκδοση προσωρινής διαταγής και τη λήψη προληπτικών μέτρων εφαρμόζεται και το άρθρο 781 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.»
3. Στο άρθρο 5 του ν. 3869/2010 η φράση «αντίγραφα:
α) της αίτησης με ορισμό δικασίμου για τη συζήτησή της, β) της κατάστασης της υπάρχουσας περιουσίας και των εισοδημάτων του οφειλέτη και γ) του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών,» αντικαθίσταται από τη φράση «αντίγραφο της αίτησης με ορισμό δικασίμου για τη συζήτησή της,».
4. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 3869/2010 η φράση «το δικαστήριο, μετά από αίτηση του οφειλέτη» αντικαθίσταται από τη φράση του «το δικαστήριο κατά τη συζήτηση της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, μετά από αίτηση του οφειλέτη».
5. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Η προστασία του ακινήτου, σύμφωνα με τα προηγούμενα, ισχύει και εφόσον ο οφειλέτης έχει την επικαρπία ή ψιλή κυριότητα ή ιδανικό μερίδιο επί αυτών.»
6. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 3869/2010 μετά τη φράση «με την επιφύλαξη όσων ορίζονται», προστίθεται η φράση «στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 και».
7. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 προστίθεται η φράση «καθώς και το επιτόκιο με το οποίο εκτοκίζεται η οφειλή.».
8. Στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 προστίθεται μετά τη φράση «της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,» η φράση «ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος,».
Καταργούμενες διατάξεις
Β.1. Η παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 3896/2010 (Α΄ 207) καταργείται.
2. Η παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 997/1979 (Α΄287), όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 56 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68) και το άρθρο 22 του ν. 1276/1982 (Α΄ 100), καθώς και η παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 997/1979, η οποία προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 1759/1988 (Α΄50 ), καταργούνται.
3. Τα δύο τελευταία εδάφια της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2512/1997 (Α΄138), όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), καταργούνται.
4. Η παρ. 5 του άρθρου 7 του ν. 3446/2006 (Α΄49) καταργείται.
5. Η ΔΙΑΔΠ/Α/32670/27.11.2007 (Β΄ 2353) κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Μεταφορών και Επικοινωνιών καταργείται.
6. Οι παράγραφοι 10 και 10α του άρθρου 3 του α.ν. 2276/1940 (Α΄ 117), όπως διαμορφώθηκαν με τις αριθ. 103/οικ. 378/27.2.1990 (Β΄ 320), 103/252/5.3.1996 (Β΄ 270) και 103/οικ.790/9.5.1997(Β΄ 407) αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η περίπτωση Β΄ της 32778/Σ.365/27.7.1959 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, η παράγραφος 4 της Φ80000/ 18926/832/1.8.2008 απόφασης της Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Β΄ 1621), καταργούνται από 1.1.2011.
7. Η παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 6441/1935 (Α΄3), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 517/1968 (Α΄188) καταργείται.
8. Η παρ. 9 του άρθρου 12 του ν. 3144/2003 (Α΄111) καταργείται.
9. Η παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 3717/2008 (Α΄ 239) καταργείται από την ημερομηνία ισχύος της (26.11.2008).
10. Το εδάφιο Α΄ της παρ. 23 του άρθρου 11 του ν. 2956/2001 (Α΄ 258), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 36 του ν. 3896/2010 (Α΄ 207), καταργείται.
11. Τα άρθρα 29 και 30 του ν. 3863/2010 (Α΄115) καταργούνται, πλην της περίπτωσης δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 3863/2010.
12. Η παρ. 4 του άρθρου 28 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48) και η παρ. 6 του άρθρου 57 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58) καταργούνται.
13. Η παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 2335/1995 (Α΄ 185) καταργείται.
14. Το άρθρο 68 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58) καταργείται.
15. Τα τρία τελευταία εδάφια της περίπτωσης ι΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του π.δ. 121/2008 (Α΄183) καταργούνται.
16. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.
Άρθρο 86
Κέντρα Εργαζομένης Νεότητας
1. Από τη δημοσίευση του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις: α) της υποπερίπτωσης αα΄ της περίπτωσης α΄ του άρθρου 1 του ν. 678/1977 (Α΄ 246), μόνο κατά το μέρος που αφορούν στην ίδρυση, οργάνωση, λειτουργία και συντήρηση Κέντρων Νεότητος (Κέντρων Εργαζόμενου Κοριτσιού − Κ.Ε.Κ. και Κέντρων Εργαζομένων Νέων − Κ.Ε.Ν.) και β) της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 3227/2004 (Α΄ 31), σχετικά με τη σύσταση του Τμήματος Κέντρων Εργαζόμενης Νεότητας (Κ.Ε.ΝΕ.) στη Διεύθυνση Βρεφονηπιακών Σταθμών και Κέντρων Εργαζόμενης Νεότητας, από την ονομασία της οποίας διαγράφεται η φράση «και Κέντρων Εργαζομένης Νεότητας», και αντικαθίστανται οι διατάξεις: α) της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του π.δ. 2/1977 (Α΄ 5) ως εξής: «Τμήμα Επιθεώρησης Λειτουργίας Βρεφονηπιακών Σταθμών» και β) της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του π.δ. 2/1977 (Α΄ 5) ως εξής: «α) Τμήμα Επιθεώρησης Λειτουργίας Βρεφονηπιακών Σταθμών: Η άσκηση διοικητικού ελέγχου με σκοπό τη διαπίστωση της ακριβούς εφαρμογής των κειμένων διατάξεων, αποφάσεων και διαταγών της Διοίκησης.
Η παροχή οδηγιών και κατευθύνσεων στους βρεφονηπιακούς σταθμούς του Οργανισμού επί διοικητικών θεμάτων. Η άσκηση ελέγχου επί της καταλληλότητας και απόδοσης του προσωπικού των βρεφονηπιακών σταθμών και επί της εύρυθμης λειτουργίας τους εν γένει.
Η υποβολή προτάσεων για τη βελτίωση της λειτουργίας των βρεφονηπιακών σταθμών. Η υποβολή εκθέσεων επί του συντελουμένου έργου.»
2. α. Οι υπάλληλοι του Οργανισμού Εργατικής Εστίας (Ο.Ε.Ε.), των κλάδων ΠΕ3 και ΠΕ11 Καθηγητών Γενικής Εκπαίδευσης, ΠΕ5 Καθηγητών Οικιακής Οικονομίας, ΠΕ6 Καθηγητών Φυσικής Αγωγής, ΤΕ1 Κοινωνικών Λειτουργών, ΤΕ6 Καθηγητών Μουσικής, ΤΕ12 Δραματικής Τέχνης και ΔΕ3 Εκπαιδευτικών πτυχιούχων μέσων σχολών, που υπηρετούν στα Κ.Ε.ΝΕ., μετατάσσονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με την ίδια σχέση εργασίας σε κενές οργανικές θέσεις μόνιμου προσωπικού των υφιστάμενων κλάδων Διοικητικού του Οργανισμού στις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ, με βάση τον τίτλο σπουδών που κατέχουν και, εφόσον κενές οργανικές θέσεις δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν, σε προσωποπαγείς θέσεις, οι οποίες συνιστώνται με την πράξη μετάταξης.
β. Είκοσι ένας (21) υπάλληλοι εκ των υπηρετούντων στα Κ.Ε.ΝΕ. των κατωτέρω πόλεων μετατάσσονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με την ίδια σχέση εργασίας σε υπηρεσίες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας των πόλεων όπου υπηρετούν, σε κενές οργανικές θέσεις ή, εφόσον τέτοιες δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν, σε προσωποπαγείς θέσεις, οι οποίες συνιστώνται με την πράξη μετάταξης με δέσμευση αντίστοιχης κενής οργανικής θέσης, στις παρακάτω πόλεις και νομούς σύμφωνα με την εξής κατανομή: Αλεξανδρούπολη Νομού Έβρου θέσεις τρεις (3), Δράμα Νομού Δράμας θέσεις (2), Ηράκλειο Νομού Ηρακλείου θέσεις πέντε (5), Καρδίτσα Νομού Καρδίτσας θέσεις δύο (2), Κομοτηνή Νομού Ροδόπης θέσεις τρεις (3), Μυτιλήνη Νομού Λέσβου θέσεις τέσσερις (4), Πύργος Νομού Ηλείας θέσεις δύο (2). Οι μετατασσόμενοι κατατάσσονται σε μισθολογικό κλιμάκιο με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους.
Οι μετατάξεις γίνονται είτε με αίτηση των υπαλλήλων που επιθυμούν να μεταταγούν σε υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε, η οποία υποβάλλεται εντός μηνός από τη δημοσίευση της κατωτέρω υπουργικής απόφασης περί καθορισμού των κριτηρίων, είτε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, σε περίπτωση που ο αριθμός των αιτήσεων δεν επαρκεί για να συμπληρωθούν οι ως άνω θέσεις.
Τα κριτήρια για τη διενέργεια των μετατάξεων στο Σ.ΕΠ.Ε. και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας υπό β΄ περίπτωσης καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία εκδίδεται εντός διμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
3. Τα έπιπλα, έντυπα και σκεύη, καθώς και ο πάσης φύσεως υλικοτεχνικός εξοπλισμός, τα οποία ανήκουν στην κυριότητα του Οργανισμού Εργατικής Εστίας και με τα οποία είναι εξοπλισμένα τα καταργούμενα Κέντρα Εργαζόμενης Νεότητας του Οργανισμού, διατίθενται άνευ οποιουδήποτε ανταλλάγματος και κατόπιν αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή σε συσταθείσες από αυτούς επιχειρήσεις, καθώς και σε μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα, εφόσον αυτά επιδιώκουν αποδεδειγμένα φιλανθρωπικούς ή κοινωφελείς σκοπούς βάσει του νομίμως κατατεθειμένου καταστατικού τους. Κατά την ως άνω διάθεση αυτών, ο Οργανισμός απαλλάσσεται από κάθε εις βάρος του φόρο, κράτηση και άλλο τέλος που τυχόν προβλέπεται στις κείμενες διατάξεις.
Άρθρο 87
Τροποποίηση και συμπλήρωση του άρθρου 18 του ν. 2458/1997
1. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 2458/1997 (Α΄15), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 18 του ν. 3144/2003 (Α΄111), προστίθεται η εξής διάταξη:
«Στην ασφάλιση του ΙΚΑ και για τον κλάδο παροχών ασθένειας σε είδος υπάγονται οι άνεργοι που δεν είναι ασφαλισμένοι σε οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ασφαλιστικό οργανισμό και παρακολουθούν τα συγχρηματοδοτούμενα από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο Προγράμματα Επαγγελματικής Κατάρτισης, με τη διαδικασία επιταγών κατάρτισης, και για όλη τη διάρκεια των προγραμμάτων αυτών.»
2. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 2458/1997 προστίθεται διάταξη ως εξής:
«Ο φορέας υλοποίησης του προγράμματος εξακολουθεί να βαρύνεται με τις ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη κατά τα οριζόμενα στο ανωτέρω εδάφιο και στην περίπτωση που το ποσό του εκπαιδευτικού επιδόματος καταβάλλεται από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ή άλλο δημόσιο φορέα.»
Άρθρο 88
1. Συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρωπίνου Δυναμικού» με διακριτικό τίτλο (Ε.Ι.Ε.Α.Δ.), με έδρα την Αθήνα. Το Ε.Ι.Ε.Α.Δ. εποπτεύεται από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Η επωνυμία του Ε.Ι.Ε.Α.Δ. για τις σχέσεις του με το εξωτερικό είναι «National Institute of Labour and Human Resources (N.I.L.H.R.)».
2. Σκοπός του «Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρωπίνου Δυναμικού» είναι:
α) η παροχή επιστημονικής τεκμηρίωσης προς το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σχετικώς με τις πολιτικές, οι οποίες σχεδιάζονται και εφαρμόζονται σε όλο το φάσμα αρμοδιότητάς του, πλην των εξειδικευμένων θεμάτων κοινωνικής ασφάλισης, β) η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς το εποπτεύον Υπουργείο, και κατόπιν εντολής του Υπουργού και προς άλλους φορείς του Υπουργείου, γ) η στήριξη των δράσεων και των πολιτικών του Υπουργείου με εργαλεία, μεθόδους και τεχνικές που αναπτύσσονται, συγκροτούνται και είναι διαθέσιμα από το Ε.Ι.Ε.Α.Δ., παρέχοντας κάθε δυνατή υποστήριξη στα εξειδικευμένα θέματα στα οποία καλείται να συμβάλει, σε εθνικό, περιφερειακό, τοπικό και κλαδικό επίπεδο, δ) η εκπόνηση μελετών και πλαισίων εφαρμογής στα θέματα αρμοδιότητάς του, η συλλογή και επεξεργασία στατιστικών ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων, όσον αφορά τα δεδομένα της αγοράς εργασίας, των εργασιακών σχέσεων και των πολιτικών απασχόλησης και κοινωνικής ένταξης, ως Εθνικού Φορέα, ε) η εκπόνηση και η έκδοση της Εθνικής Ετήσιας Έκθεσης για την Αγορά Εργασίας και την Απασχόληση στην Ελλάδα, στ) η προώθηση της επαγγελματικής κατάρτισης και της δια βίου μάθησης για το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας σε σχέση με τις εθνικές πολιτικές απασχόλησης, ζ) η ανάπτυξη εργαλείων για την εφαρμογή και την προώθηση της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης και δια βίου μάθησης, η) ο σχεδιασμός και η εκτέλεση δράσεων κατάρτισης και επανακατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού και η υλοποίηση ειδικών προγραμμάτων κατάρτισης για ευπαθείς κοινωνικά ομάδες, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για την Επαγγελματική Κατάρτιση και τη Δια Βίου Μάθηση.
3. Για την επίτευξη των σκοπών αυτών το Ε.Ι.Ε.Α.Δ.:
α) διενεργεί για λογαριασμό του Υπουργείου ερευνητικό και μελετητικό έργο στα πεδία της ανάλυσης της αγοράς εργασίας σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, των εργασιακών σχέσεων, της επαγγελματικής κατάρτισης – δια βίου μάθησης και των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών απασχόλησης, β) καταρτίζει εκθέσεις πολιτικής με τα συμπεράσματα και τις προτάσεις και τις υποβάλλει στο Υπουργείο, γ) παρέχει πλήρη τεχνική, επιστημονική και συμβουλευτική υποστήριξη στο Υπουργείο, σε όλο το εύρος των αρμοδιοτήτων του, για την επίτευξη των βέλτιστων δυνατών αποτελεσμάτων των πρωτοβουλιών και δράσεών του, δ) παράγει δείκτες παρακολούθησης, αξιολόγησης και μέτρησης επιπτώσεων των μέτρων και πολιτικών αγοράς εργασίας που υλοποιούνται από το Υπουργείο, εκδίδει τα αντίστοιχα πορίσματα και υποβάλλει σχετικές προτάσεις στο Υπουργείο, ε) εκπονεί ειδικά προγράμματα εφαρμογής για την υποστήριξη των δράσεων του Υπουργείου, λαμβάνοντας υπόψη καλές πρακτικές της διεθνούς εμπειρίας, και υποβάλλει στο Υπουργείο εκθέσεις με προτάσεις εφαρμογής, στ) παρακολουθεί συστηματικά τις εξελίξεις των θεμάτων αγοράς εργασίας και εφαρμογής πολιτικών και μέτρων απασχόλησης, καταπολέμησης της ανεργίας και των κοινωνικών ανισοτήτων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο και μεταφέρει την τεχνογνωσία που απορρέει από την παρακολούθηση αυτή στα ελληνικά δεδομένα, ζ) υποστηρίζει τη διάχυση πληροφόρησης για θέματα πολιτικών και δράσεων του Υπουργείου σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο, μέσω της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, τακτικών και έκτακτων εκδόσεων και επιστημονικών συναντήσεων, η) αναπτύσσει δίκτυο διασύνδεσής του με διεθνείς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς μετέχοντας σε διεθνή συμπόσια και συνέδρια συζήτησης και ανταλλαγής επιστημονικών δεδομένων και εναλλακτικών στρατηγικών για θέματα πολιτικών απασχόλησης, κοινωνικής συνοχής και ανάπτυξης εργαλείων για την καλύτερη λειτουργία της αγοράς εργασίας, θ) σχεδιάζει και εκτελεί επιχειρησιακά σχέδια ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού μέσω της επαγγελματικής κατάρτισης και δια βίου μάθησης σε σύνδεση με την απασχόληση και προώθηση των ανέργων στην αγορά εργασίας και αξιοποιεί τους διαθέσιμους πόρους των κοινοτικών κονδυλίων (Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, ΕΣΠΑ κ.ά.), εθνικών πόρων και άλλων πηγών σε διεθνές επίπεδο για την υλοποίηση προγραμμάτων που απευθύνονται στο ανθρώπινο δυναμικό, ι) υποστηρίζει το ρόλο του ως θεσμικού φορέα του Υπουργείου για τη σύνδεση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με την απασχόληση, σε συνεργασία με τις αντίστοιχες Γενικές και Ειδικές Γραμματείες και Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, ια) αναπτύσσει, μέσω των αποκεντρωμένων μονάδων του στις έδρες των Περιφερειών, δράσεις της αρμοδιότητάς του, σε συνεργασία με τις αντίστοιχες μονάδες ή διευθύνσεις απασχόλησης των Περιφερειών και με άλλους τοπικούς φορείς της αυτοδιοίκησης ή αναπτυξιακά δίκτυα, ιβ) συμμετέχει σε ανταγωνιστικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα πεδία της απασχόλησης, των κοινωνικών υποθέσεων και της ισότητας ευκαιριών, αυτοδύναμα ή σε συνεργασία με άλλους ενδιαφερόμενους φορείς, ιγ) συγκροτεί και διατηρεί δίκτυα διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους για θέματα που άπτονται της αρμοδιότητάς του, καθώς και ειδικές επιτροπές ή ομάδες εργασίας με καθορισμένο αντικείμενο, χρονοδιάγραμμα και παραδοτέα, σε συνεργασία με το Υπουργείο ή άλλο Υπουργείο ή φορέα του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα, ανάλογα το αντικείμενο, ιδ) μπορεί να συμπράττει με διεθνή ή ευρωπαϊκό οργανισμό αντίστοιχων αρμοδιοτήτων και συναφών ενδιαφερόντων, ιε) συστήνει και λειτουργεί κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης, ιστ) σχεδιάζει, εκτελεί και διαχειρίζεται προγράμματα, δράσεις και ενέργειες συναφείς με το σκοπό του, που του ανατίθενται από άλλους φορείς ή από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ή τις αρμόδιες Γενικές Γραμματείες του ή μετά από εισήγηση της Επιτροπής Διαχείρισης του Λ.Α.Ε.Κ., ιζ) εφαρμόζει στοχευόμενες και ευέλικτες δράσεις κατάρτισης για ειδικές ομάδες, ευπαθείς κοινωνικά ομάδες, μετανάστες / πρόσφυγες, μαζικά απολυμένους, κατοίκους απομακρυσμένων γεωγραφικά περιοχών αξιοποιώντας και τεχνολογίες σύγχρονης και ασύγχρονης τηλεκατάρτισης, ιη) υλοποιεί ενέργειες διάχυσης των πολιτικών και πρακτικών που συμβάλλουν στη προσβασιμότητα της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης μέσω των περιφερειακών γραφείων του και με τη συνέργεια της τοπικής αγοράς εργασίας, ιθ) συγκεντρώνει και καταγράφει στοιχεία αναφορικά με