Έγιναν νόμος του κράτους (Ν. 4051 ΦΕΚ 40/Α/29.2.2012) οι «ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του Ν. 4046/2012». Σημειώνεται πως εξαιρούνται της μείωσης της σύνταξης όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξή τους επίδομα ανικανότητας ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α’ 120) και 1977/1991 (Α’ 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω, και οι συνταξιούχοι του Δημοσίου που είναι ανίκανοι για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 80% και άνω. Διαβάστε όλα τα άρθρα του Ν. 4051/2012:
ΝΟΜΟΣ 4051 ΦΕΚ 40/Α/29.2.2012
Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΠΟΥ ΒΑΡΥΝΟΥΝ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΙ Ν.Π.Δ.Δ.
Άρθρο 1
Αναπροσαρμογή συντάξεων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ.
1.α. Από 1.1.2012 για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, γενικά, αναπροσαρμόζεται με μείωση κατά 12% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ.
β. Για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το μηνιαίο ποσό της κύριας σύνταξης, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2011. Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται μετά την ανωτέρω ημερομηνία.
γ. Η ανωτέρω μείωση θα αρχίσει από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012, τα δε οφειλόμενα ποσά για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 μέχρι 30.4.2012 θα παρακρατηθούν σε οκτώ (8) ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012.
δ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην περίπτωση α’ όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξή τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ.169/2007 (Α’ 210) ή των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α’ 209) ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α’ 120) και 1977/1991 (Α’ 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω.
Επίσης, εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, γενικά, οι οποίοι είναι ανίκανοι για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 80% και άνω.
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της υποπαραγράφου β’ λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το ποσό της μείωσης επιμερίζεται ανάλογα.
στ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο περισσοτέρων από μία κύριες συντάξεις από το Δημόσιο ή από Ασφαλιστικό Φορέα, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των συντάξεων αυτών. Η μείωση γίνεται από τον Φορέα που χορηγεί το μεγαλύτερο ποσό σύνταξης.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο.
η. Τα πρόσωπα του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης δ’ εξαιρούνται και από τη μείωση της περίπτωσης α’ της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α’ 276).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ ΤΟΥ Ν. 4046/2012
Άρθρο 2
Τροποποίηση Κρατικού Προϋπολογισμού έτους 2012
1. Ο Κρατικός Προϋπολογισμός οικονομικού έτους 2012 όπως εγκρίθηκε με το ν. 4032/2011 (Α’ 257) τροποποιείται ως εξής:
α) Οι πιστώσεις των προϋπολογισμών όλων των Υπουργείων, πλην του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, των Περιφερειακών Υπηρεσιών των Υπουργείων και των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων για μετακινήσεις (Κ.Α.Ε. της υποκατηγορίας 0700), λειτουργικές δαπάνες (Κ.Α.Ε. της υποκατηγορίας 0800), Προμήθειες αγαθών (Κ.Α.Ε. της κατηγορίας 1000), διάφορες άλλες δαπάνες (Κ.Α.Ε. των ομάδων 2130, 5120 έως 5190, 7210 και 7240 και των υποκατηγοριών 3300 και 4300 έως 4600) μειώνονται κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%).
β) Οι ίδιες, ως ανωτέρω, πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας μειώνονται κατά εκατό εκατομμύρια (100.000.000) ευρώ και οι πιστώσεις για υποχρεώσεις από προγράμματα εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεων (Κ.Α.Ε. της ομάδας 6910) κατά τριακόσια εκατομμύρια (300.000.000) ευρώ.
γ) Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για αποζημίωση εφημεριών γιατρών Ε.Σ.Υ. (Κ.Α.Ε. 0562) μειώνονται κατά πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ και για επιδόματα πολυτέκνων κ.λπ. (Κ.Α.Ε. 2731) κατά σαράντα τρία εκατομμύρια (43.000.000) ευρώ.
δ) Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού για μεταβιβαστικές πληρωμές (Κ.Α.Ε. της κατηγορίας 2000) μειώνονται κατά είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ.
ε) Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για μεταβιβαστικές πληρωμές (Κ.Α.Ε. της κατηγορίας 2000) μειώνονται κατά είκοσι έξι εκατομμύρια (26.000.000) ευρώ και οι πιστώσεις για δαπάνες προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από το ΕΓΤΑΑ (Κ.Α.Ε. 5323) κατά εξήντα εκατομμύρια (60.000.000) ευρώ.
στ) Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων μειώνονται ως ακολούθως:
1. Για μεταβιβαστικές πληρωμές (Κ.Α.Ε. της κατηγορίας 2000) του ειδικού Φορέα 19 – 710 Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας κατά δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ.
2. Για αμοιβές αναπληρωτών εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας (Κ.Α.Ε. 0344 και 0354) κατά είκοσι τέσσερα εκατομμύρια (24.000.000) ευρώ.
3. Για επιμίσθια αποσπασμένου σε σχολεία του εξωτερικού προσωπικού του Υπουργείου (Κ.Α.Ε. 0229) κατά δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) ευρώ.
4. Για επιχορήγηση στα Α.Ε.Ι. για δαπάνες μισθοδοσίας έκτακτου διδακτικού προσωπικού (Κ.Α.Ε. 2894) κατά έντεκα εκατομμύρια (11.000.000) ευρώ.
5. Για επιχορήγηση στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα του τεχνολογικού τομέα (Κ.Α.Ε. 2422) κατά δεκατέσσερα εκατομμύρια (14.000.000) ευρώ.
6. Για επιχορήγηση σε εκπαιδευτικά ιδρύματα για δαπάνες φοιτητικής μέριμνας (Κ.Α.Ε. 2425) κατά έξι εκατομμύρια (6.000.000) ευρώ.
ζ) Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εσωτερικών για δαπάνες εκλογών (Κ.Α.Ε. της ομάδας 5260) αυξάνονται κατά πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ και οι πιστώσεις για απόδοση εσόδων σε Ο.Τ.Α. α’ βαθμού (Κ.Α.Ε. της ομάδας 3210) μειώνονται κατά πενήντα εννέα εκατομμύρια (59.000.000) ευρώ.
η) Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών για συντάξεις δημοσίων λειτουργών (Κ.Α.Ε. της υποκατηγορίας 0600) μειώνονται κατά εξήντα έξι εκατομμύρια (66.000.000) ευρώ, οι πιστώσεις για αποδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Κ.Α.Ε. υποκατηγορίας 3400) μειώνονται κατά διακόσια πενήντα ένα εκατομμύρια (251.000.000) ευρώ.
θ) Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για επιχορήγηση στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ για τον κλάδο σύνταξης του ΤΑΠ – ΟΤΕ (Κ.Α.Ε. 2361) μειώνονται κατά δεκαπέντε εκατομμύρια τετρακόσιες χιλιάδες (15.400.000) ευρώ, οι πιστώσεις για αντιπαροχή έναντι της ενσωματωμένης στη ΔΕΗ Α.Ε. περιουσίας των τομέων ασφάλισης προσωπικού ΔΕΗ (Κ.Α.Ε. 7293) μειώνονται κατά είκοσι ένα εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες (21.300.000) ευρώ, οι πιστώσεις για επιχορήγηση στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Κ.Α.Ε. 2365) μειώνονται κατά πεντακόσια εκατομμύρια (500.000.000) ευρώ και οι πιστώσεις για λοιπές δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης (Κ.Α.Ε. 2369) αυξάνονται κατά διακόσια πενήντα ένα εκατομμύρια (251.000.000) ευρώ.
ι) Οι κατά φορέα πιστώσεις του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων για την υλοποίηση προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων, αποκλειστικά από εθνικούς πόρους, τροποποιούνται ως ακολούθως:
1. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εσωτερικών μειώνονται κατά εκατόν σαράντα εκατομμύρια (140.000.000) ευρώ.
2. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης μειώνονται κατά εννέα εκατομμύρια (9.000.000) ευρώ.
3. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών μειώνονται κατά δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ.
4. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εξωτερικών μειώνονται κατά τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) ευρώ.
5. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας μειώνονται κατά ογδόντα δύο εκατομμύρια (82.000.000) ευρώ.
6. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής μειώνονται κατά οκτώ εκατομμύρια (8.000.000) ευρώ.
7. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων μειώνονται κατά τριάντα οκτώ εκατομμύρια (38.000.000) ευρώ.
8. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων μειώνονται κατά εκατόν δώδεκα εκατομμύρια (112.000.000) ευρώ.
9. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μειώνονται κατά δεκατέσσερα εκατομμύρια (14.000.000) ευρώ.
10. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μειώνονται κατά πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ.
11. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μειώνονται κατά οκτώ εκατομμύρια (8.000.000) ευρώ.
12. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μειώνονται κατά ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ.
13. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη μειώνονται κατά τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) ευρώ.
14. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού μειώνονται κατά δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) ευρώ.
15. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής αυξάνονται κατά εξήντα εκατομμύρια (60.000.000) ευρώ.
16. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης μειώνονται κατά πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ.
17. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου – Δυτικής Μακεδονίας μειώνονται κατά τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) ευρώ.
18. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας μειώνονται κατά τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) ευρώ.
19. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου – Δυτικής Ελλάδας – Ιονίων Νήσων μειώνονται κατά δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ.
20. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου μειώνονται κατά τρία εκατομμύρια (3.000.000) ευρώ.
ια) Οι κατά φορέα πιστώσεις του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων για την υλοποίηση προγραμμάτων συγχρηματοδοτουμένων από πόρους της Ε.Ε. τροποποιούνται ως ακολούθως:
1. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εσωτερικών αυξάνονται κατά εκατόν σαράντα επτά εκατομμύρια (147.000.000) ευρώ.
2. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης μειώνονται κατά δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ.
3. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας μειώνονται κατά είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) ευρώ.
4. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής μειώνονται κατά σαράντα πέντε εκατομμύρια (45.000.000) ευρώ.
5. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων μειώνονται κατά ογδόντα (80.000.000) ευρώ.
6. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μειώνονται κατά επτά εκατομμύρια (7.000.000) ευρώ.
7. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αυξάνονται κατά πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ.
8. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού αυξάνονται κατά δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ.
2. Με απόφαση του αρμόδιου διατάκτη που εκδίδεται εντός πέντε (5) ημερών από την ψήφιση του παρόντος νόμου κατανέμονται οι ανωτέρω μειώσεις σε επί μέρους ειδικούς φορείς και Κωδικούς Αριθμούς Εξόδων (Κ.Α.Ε.) του προϋπολογισμού κάθε Υπουργείου.
Άρθρο 3
Ρυθμίσεις θεμάτων Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής
1. Οι τυχόν διαφορές αποδοχών, λόγω μείωσης αυτών από την εφαρμογή του Δεύτερου Κεφαλαίου του ν. 4024/2011 (Α’ 226), που αναλογούν στο χρονικό διάστημα από 1.11.2011 μέχρι και τον πρώτο μήνα εφαρμογής του, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί τη μισθοδοσία μηνός Απριλίου 2012, παρακρατούνται ισόποσα από τη μισθοδοσία των επόμενων μηνών και μέχρι το μήνα Ιούνιο 2012.
2. Το άρθρο 131 του π.δ. 96/2007 (Α’ 116 ) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 131
1. Στους λειτουργούς και υπαλλήλους των Υπουργείων Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και Περιφερειών, καθώς και στους εφόρους αντιπροσώπων δικαστικής αρχής, τους αντιπροσώπους δικαστικής αρχής και στους γραμματείς και διερμηνείς των εφορευτικών επιτροπών, που αποδεδειγμένα απασχολούνται για την προπαρασκευή και τη διεξαγωγή των βουλευτικών, δημοτικών και περιφερειακών εκλογών και των ευρωεκλογών, καθώς και κάθε άλλης εκδήλωσης της λαϊκής ετυμηγορίας, τη συγκέντρωση, μετάδοση και έκδοση των σχετικών αποτελεσμάτων, χορηγείται ειδική εκλογική αποζημίωση, το ύψος και ο τρόπος καταβολής της οποίας, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών. Η ανωτέρω αποζημίωση υπόκειται στις νόμιμες κρατήσεις, καθώς και σε φορολογία εισοδήματος. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ο αριθμός των ανωτέρω λειτουργών και υπαλλήλων που απασχολούνται κάθε φορά.
Ειδικά για τους λειτουργούς και υπαλλήλους των Υπουργείων Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και Περιφερειών, η ανωτέρω αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ εφάπαξ.
Η συνολική κάθε φορά δαπάνη, για όλους τους ανωτέρω, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ.
2. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 9 του άρθρου 20 του ν. 2386/1996 (Α’43), καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτό, καταργούνται.
3. Πέραν των ανωτέρω ρητά αναφερομένων δικαιούχων, δεν επιτρέπεται η χορήγηση της ειδικής εκλογικής αποζημίωσης σε άλλες κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων. Επίσης, δεν επιτρέπεται η διπλή καταβολή της ανωτέρω αποζημίωσης στον ίδιο λειτουργό ή υπάλληλο.»
3.α. Η αντιμισθία των δημάρχων και περιφερειαρχών που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 92 παρ. 2 και 181 παρ. 2 του ν. 3852/ 2010 (Α’ 87) μειώνεται κατά 10%.
β. Η παρ. 3 του άρθρου 181 του ν. 3852/ 2010 τροποποιείται ως εξής:
«Στον αντιπεριφερειάρχη καταβάλλεται αντιμισθία ίση με το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της αντιμισθίας του περιφερειάρχη και στον πρόεδρο του περιφερειακού συμβουλίου καταβάλλεται αντιμισθία ίση με το πενήντα τοις εκατό (50%) της αντιμισθίας του περιφερειάρχη.»
γ. Οι αντιπεριφερειάρχες, αντιδήμαρχοι και πρόεδροι περιφερειακών και δημοτικών συμβουλίων, οι οποίοι λαμβάνουν αντιμισθία, δεν λαμβάνουν αποζημίωση για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις των περιφερειακών ή δημοτικών συμβουλίων και των οικονομικών επιτροπών, καθώς και της επιτροπής ποιότητας ζωής των δήμων ή των διοικητικών επιτροπών του άρθρου 164 του ν. 3852/2010 των Περιφερειών.
δ. Η ισχύς των υποπαραγράφων α’, β’ και γ’ της παρούσας παραγράφου αρχίζει από 1.1.2012.
ε. Η παράγραφος 1 του άρθρου 92 του ν. 3852/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι δήμαρχοι, οι αντιδήμαρχοι όπως ορίζονται στην παρούσα παράγραφο και οι πρόεδροι δημοτικών συμβουλίων, λαμβάνουν αντιμισθία η οποία καταβάλλεται από το δήμο.
Από το σύνολο των αντιδημάρχων σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 59 του ν. 3852/2010, ο αριθμός των δικαιουμένων αντιμισθία ορίζεται ως εξής:
Σε δήμους με αριθμό αντιδημάρχων έως δύο (2) δικαιούται αντιμισθίας ο ένας (1), έως τέσσερις (4) δικαιούνται αντιμισθίας οι δύο (2), έως πέντε (5) οι τρεις (3), έως έξι (6) οι τέσσερις (4), έως οκτώ (8) οι πέντε (5), έως εννέα (9) οι έξι (6), από δέκα (10) έως δώδεκα (12) οι επτά (7) και από δεκατρείς (13) και άνω οι οκτώ (8).
Σε δήμους άνω των 200.000 κατοίκων το σύνολο των αντιδημάρχων δικαιούται αντιμισθίας.
Οι ανωτέρω αντιδήμαρχοι οι οποίοι δικαιούνται αντιμισθίας ορίζονται με την απόφαση του άρθρου 59 παρ. 6 του ν. 3852/2010.»
στ. Ημερομηνία έναρξης ισχύος της παραγράφου 1 του άρθρου 92 του ν. 3852/2010, όπως τροποποιείται με την προηγούμενη υποπαράγραφο ε’, ορίζεται η 1.1.2013.
Άρθρο 4
Ρυθμίσεις θεμάτων Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων
1. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 70Α του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994, Α’ 151), ως ισχύει, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Εφόσον η αμφισβητούμενη από τον υπόχρεο διαφορά του κύριου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, για την άσκηση προσφυγής του φορολογουμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, απαιτείται, επί ποινή απαραδέκτου ασκήσεως της προσφυγής, να έχει προηγηθεί η αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, η οποία στην περίπτωση αυτή έχει το χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής, και η ολοκλήρωση αυτής, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της. Η αίτηση κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κοινοποίηση της πράξης καταλογισμού φόρου ή της πράξης επιβολής οποιασδήποτε κυρώσεως για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας. Η απόφαση του αρμόδιου οργάνου στην ενδικοφανή προσφυγή του προηγούμενου εδαφίου, εκδίδεται το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την περιέλευση της αίτησης σε αυτό. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες για τη λειτουργία της Επιτροπής, τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων ως προς την εξέταση της ως άνω ενδικοφανούς προσφυγής.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 (Α’ 218) αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα ποσά του ειδικού τέλους που εισπράττονται από τη Δ.Ε.Η. και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο μέχρι τις δέκα του επόμενου μήνα από το μήνα στον οποίο εισπράχθηκαν οι σχετικοί λογαριασμοί, όπως ειδικότερα καθορίζεται με την υπουργική απόφαση της παραγράφου 13.»
3. Η περίπτωση α’ της παρ. 5 του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 (Α’ 152) τροποποιείται ως εξής:
«5.α) Για την καταβολή του ποσού της εισφοράς του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994).»
4. Η προηγούμενη παράγραφος 3 ισχύει από τις δηλώσεις οικονομικού έτους 2012.
Άρθρο 5
Συγχωνεύσεις ερευνητικών φορέων
1.α) Το Ινστιτούτο Αστρονομίας και Αστροφυσικής (Ι.Α.Α.) και το Ινστιτούτο Διαστημικών Εφαρμογών και Τηλεπισκόπησης του Ν.Π.Δ.Δ. εθνικού ερευνητικού κέντρου «Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών» (Ε.Α.Α.) που ιδρύθηκε με το ν.δ. 1975/1942 (Α’ 295), όπως τροποποιήθηκε με το ν.δ. 3402/1955 (Α’ 279) και το ν. 1349/1983 (Α’ 52) συγχωνεύονται σε ένα Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Αστρονομίας, Αστροφυσικής, Διαστημικών Εφαρμογών και Τηλεπισκόπησης».
β) Το Ινστιτούτο Αστροσωματιδιακής Φυσικής «ΝΕΣΤΩΡ» του Ε.Α.Α. μεταφέρεται στο Εθνικό Κέντρο ‘Ερευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος» (ΕΚΕΦΕ «Δ»).
γ) Μετά την κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συγχώνευση και μεταφορά Ινστιτούτων, το Ε.Α.Α. αποτελείται από τα εξής Ινστιτούτα:
αα) Γεωδυναμικό Ινστιτούτο,
ββ) Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης, και
γγ) Ινστιτούτο Αστρονομίας, Αστροφυσικής, Διαστημικών Εφαρμογών και Τηλεπισκόπησης.
2. α) Τα Ινστιτούτα Νεοελληνικών Ερευνών, Βυζαντινών Ερευνών και Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας του Ν.Π.Ι.Δ. μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα «Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών» (Ε.Ι.Ε.), το οποίο ιδρύθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 9.10.1958 (Α’ 155) με την επωνυμία «Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών» (Β.Ι.Ε.) και μετονομάστηκε σε «Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών» (Ε.Ι.Ε.) με το ν.δ. 572/1970 (Α’125), συγχωνεύονται σε ένα νέο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών».
β) Τα Ινστιτούτα Βιολογικών Ερευνών και Βιοτεχνολογίας και Οργανικής και Φαρμακευτικής Χημείας του Ε.Ι.Ε. συγχωνεύονται σε ένα νέο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Βιολογίας, Φαρμακευτικής Χημείας και Βιοτεχνολογίας».
γ) Το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών αποτελείται εφεξής από τα εξής Ινστιτούτα:
αα) Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών,
ββ) Ινστιτούτο Βιολογίας, Φαρμακευτικής Χημείας και Βιοτεχνολογίας και
γγ) Ινστιτούτο Θεωρητικής και Φυσικής Χημείας.
3. α) Τα Ινστιτούτα Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής, Μικροβιολογίας και Ιολογίας, Κυτταρικής και Αναπτυξιακής Βιολογίας, Μοριακής Ογκολογίας και το Ινστιτούτο Ανοσολογίας (AIDS) του Ν.Π.Ι.Δ. μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με την επωνυμία «Ερευνητικό Κέντρο Βιοϊατρικών Επιστημών “Αλέξανδρος Φλέμιγκ”» (ΕΚΕΒΕ «Α. ΦΛΕΜΙΓΚ»), που ιδρύθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 93/1995 (Α’ 57), όπως τροποποιήθηκε με τα προεδρικά διατάγματα 362/1995 (Α’193) και 198/1997 (Α’156), συγχωνεύονται σε ένα νέο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Βι-οϊατρικών Επιστημών “Αλέξανδρος Φλέμιγκ”».
β) Το Ερευνητικό Κέντρο Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμιγκ» αποτελείται εφεξής μόνο από το Ινστιτούτο Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμιγκ».
4.α) Το Ινστιτούτο Αγροβιοτεχνολογίας (ΙΝ.Α.) και το Ινστιτούτο Βιοϊατρικών και Βιομοριακών Ερευνών (Ι.Β.Β.Ε.) του Ν.Π.Ι.Δ. μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με την επωνυμία «Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης» (Ε.Κ.Ε.Τ.Α.), που συστήθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 77/2000 (Α’ 65), όπως τροποποιήθηκε με τα προεδρικά διατάγματα 82/2002 (Α’ 59) και 161/2007 (Α’202), συγχωνεύονται σε ένα νέο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών».
β) Το Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Εφαρμογών Στερεών Καυσίμων (Ι.Τ.Ε.Σ.Κ.) και το Ινστιτούτο Τεχνικής Χημικών Διεργασιών (Ι.Τ.ΧΗ.Δ.) του Ε.Κ.Ε.Τ.Α. συγχωνεύονται σε ένα νέο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Χημικών Διεργασιών και Ενεργειακών Πόρων».
γ) Τα Ινστιτούτα Μεταφορών (Ι.ΜΕΤ.) και Πληροφορικής και Τηλεματικής του Ε.Κ.Ε.Τ.Α. μετονομάζονται σε Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας και Δικτύων Μεταφορών και Ινστιτούτο Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών, αντίστοιχα.
δ) Το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης αποτελείται εφεξής από τα εξής Ινστιτούτα:
αα) Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών,
ββ) Ινστιτούτο Χημικών Διεργασιών και Ενεργειακών Πόρων,
γγ) Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας και Δικτύων Μεταφορών και
δδ) Ινστιτούτο Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών.
5. α) Το Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων και το Ινστιτούτο Θαλασσίων Βιολογικών Πόρων του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών» (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.). που συστήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 2919/2001 (Α’128), συγχωνεύονται σε ένα νέο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Θαλασσίων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων».
β) Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας και Γενετικής και το Ινστιτούτο Υδατοκαλλιεργειών του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. συγχωνεύονται σε ένα νέο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών».
γ) Το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών αποτελείται εφεξής από τα εξής Ινστιτούτα:
αα) Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας,
ββ) Ινστιτούτο Θαλασσίων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων και
γγ) Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών.
6.α) Τα Ινστιτούτα: Κοινωνικής Πολιτικής (ΙΝ.Κ.ΠΟ.), Πολιτικής Κοινωνιολογίας (Ι.ΠΟ.ΚΟΙΝΩ.), Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας (Ι.Α.Α.Κ.) και Μελέτης Ηθικών Αξιών και Κοινωνικής Συμπεριφοράς του Ν.Π.Δ.Δ. Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (Ε.Κ.Κ.Ε.) που ιδρύθηκε με το άρθρο 9 του ν.δ. 3998/1959 με την επωνυμία «Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών» και μετονομάσθηκε σε «Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών» (Ε.Κ.Κ.Ε.) με τα βασιλικά διατάγματα 502/1968 (Α’168) και 539/1968 (Α’ 203), συγχωνεύονται σε ένα νέο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών».
β) Το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών αποτελείται εφεξής μόνο από το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών.
7.α) Το Ινστιτούτο Πυρηνικής Τεχνολογίας και Ακτινοπροστασίας και το Ινστιτούτο Ραδιοϊσοτόπων και Ραδιοδιαγνωστικών Προϊόντων του Ν.Π.Δ.Δ. Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος» (ΕΚΕΦΕ «Δ») που συστήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 1514/ 1985 (Α’ 13), συγχωνεύονται σε ένα νέο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Πυρηνικών και Ραδιολογικών Επιστημών, Ενέργειας, Τεχνολογίας και Ασφάλειας».
β) Το Ινστιτούτο Επιστήμης των Υλικών, το Ινστιτούτο Φυσικοχημείας και το Ινστιτούτο Μικροηλεκτρονικής του ΕΚΕΦΕ «Δ» συγχωνεύονται σε ένα νέο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Προηγμένων Υλικών, Φυσικοχημικών Διεργασιών, Νανοτεχνολογίας και Μικροσυστημάτων».
γ) Το Ινστιτούτο Βιολογίας του ΕΚΕΦΕ «Δ» μετονομάζεται σε Ινστιτούτο Βιοεπιστημών και Εφαρμογών.
δ) Το Ινστιτούτο Αστροσωματιδιακής Φυσικής «ΝΕΣΤΩΡ» που μεταφέρεται, σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 1, από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (Ε.Α.Α.) στο Ν.Π.Δ.Δ. Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος» συγχωνεύεται με το Ινστιτούτο Πυρηνικής Φυσικής, το οποίο μετονομάζεται σε Ινστιτούτο Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής του Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «Δημόκριτος».
ε) Το ΕΚΕΦΕ «Δ» αποτελείται εφεξής από τα εξής Ινστιτούτα:
αα) Ινστιτούτο Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών, ββ) Ινστιτούτο Βιοεπιστημών και Εφαρμογών, γγ) Ινστιτούτο Πυρηνικών και Ραδιολογικών Επιστημών, Ενέργειας, Τεχνολογίας και Ασφάλειας,
δδ) Ινστιτούτο Προηγμένων Υλικών, Φυσικοχημικών Διεργασιών, Νανοτεχνολογίας και Μικροσυστημάτων, και
εε) Ινστιτούτο Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής.
8.α) Τα Ινστιτούτα: Πληροφοριακών Συστημάτων και Προσομοίωσης (Ι.Π.ΣΥ.Π.) και Δικτυακής Έρευνας και Τεχνολογιών (Ι.Δ.Ε.Τ.) του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «Κέντρο Εφαρμογών των Τεχνολογιών Επικοινωνιών και Πληροφορίας (Κ.Ε.Τ.Ε.Π.)» που συστήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 2919/2001 και μετονομάσθηκε σε «”Αθηνά”- Ερευνητικό Κέντρο Καινοτομίας στις Τεχνολογίες της Πληροφορίας, των Επικοινωνιών και της Γνώσης», με την παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3438/2006 (Α’33), συγχωνεύονται σε ένα νέο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Πληροφοριακών Συστημάτων» (Ι.Π.ΣΥ.).
β) Το Ινστιτούτο Πολιτιστικής και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας του Ε.Κ. «Αθηνά» συγχωνεύεται στο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου» (Ι.Ε.Λ.).
γ) Το Ερευνητικό Κέντρο «Αθηνά» – Ερευνητικό Κέντρο Καινοτομίας στις Τεχνολογίες της Πληροφορίας, των Επικοινωνιών και της Γνώσης αποτελείται εφεξής από τα εξής Ινστιτούτα:
αα) Ινστιτούτο Πληροφοριακών Συστημάτων (Ι.Π.ΣΥ.),
ββ) Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου (Ι.Ε.Λ.) και
γγ) Ινστιτούτο Βιομηχανικών Συστημάτων (ΙΝ.ΒΙ.Σ.).
9.α) Το Ερευνητικό Ινστιτούτο Χημικής Μηχανικής και Χημικών Διεργασιών Υψηλής Θερμοκρασίας του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «Ιδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας» (Ι.Τ.Ε.), που συστήθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 432/1987 (Α’ 204), μετονομάζεται σε Ινστιτούτο Επιστημών Χημικής Μηχανικής.
β) Το Ινστιτούτο Βιοϊατρικών Ερευνών του Ι.Τ.Ε. συγχωνεύεται στο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας».
γ) Το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας αποτελείται εφεξής από τα εξής Ινστιτούτα:
αα) Ινστιτούτο Πληροφορικής,
ββ) Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας,
γγ) Ινστιτούτο Υπολογιστικών Μαθηματικών,
δδ) Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών,
εε) Ινστιτούτο Επιστημών Χημικής Μηχανικής και
στστ) Ινστιτούτο Ηλεκτρονικής Δομής και Λέιζερ.
10.α) Τα Ινστιτούτα: Μηχανοτρονικής (ΙΜΤΡΟΝΙΚΣ), Τεχνολογίας και Διαχείρισης Αγροοικοσυστημάτων (Ι.ΤΕ.Δ.Α.), Βιοϊατρικής Έρευνας και Τεχνολογίας (Ι.Β.Ε.Τ.) και Σωματικής Απόδοσης και Αποκατάστασης (Ι.Σ.Α.Α.) του Ν.Π.Ι.Δ. «Κέντρο Έρευνας, Τεχνολογίας & Ανάπτυξης Θεσσαλίας» (Κ.Ε.ΤΕ.Α.Θ.), που συστήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 9/2006 (Α’ 7), συγχωνεύονται σε ένα νέο Ινστιτούτο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Έρευνας και Τεχνολογίας Θεσσαλίας».
β) Το Κέντρο Έρευνας, Τεχνολογίας και Ανάπτυξης Θεσσαλίας αποτελείται εφεξής μόνο από το Ινστιτούτο Έρευνας και Τεχνολογίας Θεσσαλίας.
11. Το πάσης φύσεως μόνιμο και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό, καθώς και οι ερευνητές επί θητεία του Ν.Π.Δ.Δ. «Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών» (Ε.Α.Α.), που κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου κατέχουν οργανικές θέσεις στο εν λόγω Ν.Π.Δ.Δ. και υπηρετούν στο Ινστιτούτο Αστροσωματιδιακής Φυσικής ΝΕΣΤΩΡ, μεταφέρονται αυτοδίκαια με ταυτόχρονη μεταφορά των οργανικών θέσεων που κατέχουν και με την ίδια σχέση εργασίας στο Ν.Π.Δ.Δ. Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «Δημόκριτος», διατηρώντας όλα τα δικαιώ-ματά τους. Για την αυτοδίκαιη μεταφορά των οργανικών θέσεων και του ως άνω προσωπικού εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Α.Α.».
12. Διοίκηση:
α) Στην περίπτωση συγχωνευόμενων Ινστιτούτων με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων ορίζεται, ως προσωρινός Διευθυντής, ο αρχαιότερος σε συνολική και συνεχόμενη θητεία από τους Διευθυντές των συγχωνευόμενων Ινστιτούτων, ενώ λήγει η θητεία και καταργούνται οι θέσεις των λοιπών Διευθυντών των Ινστιτούτων αυτών. Αν δεν υφίσταται κανένας Διευθυντής Ινστιτούτου, με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων ορίζεται ως προσωρινός Διευθυντής του Ινστιτούτου που προκύπτει από τη συγχώνευση ο αρχαιότερος σε θητεία ερευνητής Α’ των συγχωνευόμενων Ινστιτούτων. Αν δεν υπάρχει ερευνητής Α’, ως προσωρινός Διευθυντής ορίζεται με απόφαση του ίδιου Υπουργού ο αρχαιότερος σε θητεία ερευνητής Β’ των Ινστιτούτων.
β) Οι προσωρινοί Διευθυντές των Ινστιτούτων ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι το διορισμό των νέων Διευθυντών, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Η πλήρωση των θέσεων των Διευθυντών προκηρύσσεται μέσα σε ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ειδικά στην περίπτωση του Ινστιτούτου Επεξεργασίας του Λόγου (Ι.Ε.Λ.) που προβλέπεται στην υποπερίπτωση ββ’ της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 8 και του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας που προβλέπεται στην υποπερίπτωση ββ’ της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 9, ως Διευθυντές παραμένουν οι υπηρετούντες σε αυτά μέχρι τη λήξη της θητείας τους.
γ) Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στην περίπτωση α’, αν το Ερευνητικό Κέντρο αποτελείται από ένα μόνο Ινστιτούτο, ο Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου ασκεί και καθήκοντα Διευθυντή του Ινστιτούτου. Σε περίπτωση έλλειψης Διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου, καθήκοντα Διευθυντή του Κέντρου αυτού και Προέδρου του διοικητικού του συμβουλίου ασκεί ο Διευθυντής του μοναδικού Ινστιτούτου, ο οποίος ορίζεται ως προσωρινός Διευθυντής, σύμφωνα με την περίπτωση α’. Η θητεία του Διευθυντή αυτού, που ασκεί και καθήκοντα Διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, λήγει με τον ορισμό του νέου Διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
δ) Αν ελλείπει Διευθυντής Ερευνητικού Κέντρου, καθήκοντα Διευθυντή του Κέντρου αυτού και Προέδρου του διοικητικού του συμβουλίου ασκεί προσωρινά, μέχρι την επιλογή του νέου Διευθυντή, ο αρχαιότερος σε συνολική και συνεχόμενη θητεία Διευθυντής των Ινστιτούτων του Κέντρου αυτού, ελλείψει δε Διευθυντών Ινστιτούτων, ο αρχαιότερος σε θητεία ερευνητής Α’ του Ερευνητικού Κέντρου.
ε) Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων συγκροτούνται τα νέα διοικητικά συμβούλια των ερευνητικών κέντρων των παραγράφων 1 έως και 10, στα οποία αντικαθίστανται οι Διευθυντές των συγχωνευόμενων Ινστιτούτων που συμμετέχουν σε αυτά, σύμφωνα με τον Οργανισμό τους, με τους προσωρινούς Διευθυντές των Ινστιτούτων που προκύπτουν από τη συγχώνευση, σύμφωνα με τις προηγούμενες περιπτώσεις. Αν, κατά τη συγκρότηση που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι λιγότερα απο τρία, με την απόφαση της συγκρότησης ορίζονται ως μέλη αυτού οι αρχαιότεροι σε θητεία ερευνητές Α’ ή, ελλείψει αυτών, οι αρχαιότεροι ερευνητές Β’, μέχρι τη συμπλήρωση του ανωτέρω αριθμού.
Μετά το διορισμό των νέων Διευθυντών των Ινστιτούτων, σύμφωνα με την περίπτωση β’, στα διοικητικά συμβούλια των Ερευνητικών Κέντρων των παραγράφων 1 έως και 10, τα οποία ανασυγκροτούνται με απόφαση του ίδιου Υπουργού, οι προσωρινοί Διευθυντές που συμμετέχουν σε αυτά αντικαθίστανται με τους Διευθυντές αυτούς.
13. Θέματα περιουσίας – Εξοπλισμός:
Ο εξοπλισμός και η εν γένει κινητή περιουσία του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (Ε.Α.Α.), που χρησιμοποιείται από το Ινστιτούτο Αστροσωματιδιακής Φυσικής «ΝΕΣΤΩΡ», περιέρχονται στην κυριότητα του Ν.Π.Δ.Δ. Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος» στο οποίο μεταφέρεται το Ινστιτούτο αυτό και χρησιμοποιούνται απο το Ινστιτούτο Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής του Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «Δημόκριτος». Για την παράδοση – παραλαβή του εξοπλισμού και της εν γένει κινητής περιουσίας που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο διενεργείται το αργότερο εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου απογραφή και καταγραφή των παραδοτέων κινητών και συντάσσεται σχετικό πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφεται από τον Διευθυντή του Ε.Α.Α. και τον Διευθυντή του ΕΚΕΦΕ «Δ».
14. Τα ερευνητικά προγράμματα που εκτελούνται από τα συγχωνευόμενα Ερευνητικά Ινστιτούτα εκτελούνται εφεξής από τα Ινστιτούτα που προκύπτουν από τη συγχώνευση.
Άρθρο 6
Αναπροσαρμογή συντάξεων, επικουρικών συντάξεων και άλλες ρυθμίσεις για τον περιορισμό της κρατικής επιχορήγησης προς ασφαλιστικά ταμεία
1. Τα ποσά της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνουν τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ και καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και τους λοιπούς φορείς κύριας Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μειώνονται κατά 12% από 1.1.2012. Η μείωση αυτή καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για τη μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της καταβλητέας την 1.1.2012 κύριας σύνταξης.
Το ποσό της κύριας σύνταξης μετά και την παραπάνω μείωση της παραγράφου αυτής δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.
Όταν δικαιούχοι για τη σύνταξη λόγω θανάτου είναι περισσότεροι του ενός, το ποσό πέραν των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ του συνολικού ποσού σύνταξης μειώνεται κατά το ως άνω ποσοστό. Το εναπομείναν ποσό σύνταξης επιμερίζεται κατά τα ποσοστά των δικαιοδόχων.
2. Τα καταβαλλόμενα ποσά συντάξεων από το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), τους Τομείς του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ), το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ) και τους Τομείς αυτού «ΤΕΑΠΟΚΑ» και «ΤΑΔΚΥ», το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), τους Τομείς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ) και τον Κλάδο Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, μειώνονται από 1.1.2012 ως εξής:
Οι συντάξεις έως διακόσια πενήντα (250) ευρώ, κατά ποσοστό 10% στο συνολικό ποσό. Το ποσό της σύνταξης μετά τη μείωση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ.
Οι συντάξεις από διακόσια πενήντα ευρώ και ένα λεπτό (250,01) έως τριακόσια (300) ευρώ, κατά ποσοστό 15% στο συνολικό ποσό. Το ποσό της σύνταξης μετά τη μείωση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων είκοσι πέντε (225) ευρώ.
Οι συντάξεις από τριακόσια ευρώ και ένα λεπτό (300,01) και άνω κατά ποσοστό 20% στο συνολικό ποσό. Το ποσό της σύνταξης μετά τη μείωση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων πενήντα πέντε (255) ευρώ.
Τα ποσοστά των μειώσεων αυτών καταλαμβάνουν και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος.
Για τη μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της καταβλητέας την 1.1.2012 επικουρικής σύνταξης.
3. Από τη μείωση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού εξαιρούνται οι συνταξιούχοι που προβλέπονται από τις διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
4. Οι αναδρομικές μειώσεις των παραγράφων 1 και 2 παρακρατούνται σε 8 ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τη σύνταξη Μαΐου 2012.
5. Τα ποσά των μειώσεων των συντάξεων του άρθρου αυτού αποτελούν έσοδα του φορέα από τον οποίο καταβάλλεται η σύνταξη.
6. Το καταβαλλόμενο ποσό του εξωιδρυματικού επιδόματος των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, καθώς και το ανώτατο ποσό προσαύξησης της σύνταξης των συνταξιούχων ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης λόγω απολύτου αναπηρίας της παραγράφου 3 του ιδίου ως άνω άρθρου υπολογίζονται με το ποσό που αντιστοιχεί στο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη της 31.12.2011.
Άρθρο 7
Συμπλήρωση διατάξεων του ν.4013/2011, του ν. 4014/2011 και του ν. 3833/2010
1. Στο έκτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4013/2011 (Α’ 204), μετά τις λέξεις «καθώς και η άσκηση» προστίθενται οι λέξεις «δημοσίου ή».
2.α. Η προθεσμία υποβολής των δικαιολογητικών, που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του ν. 4014/2011 (Α’ 209), παρατείνεται μέχρι 30.6.2012.
β. Για τις υποβαλλόμενες, μετά την 28.2.2012, αιτήσεις, η προθεσμία του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του ίδιου ως άνω νόμου παρατείνεται μέχρι 30.9.2012.
γ. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής μπορούν να παρατείνονται οι παραπάνω προθεσμίες.
δ. Δικαιολογητικά, που έχουν υποβληθεί μετά τις 28.2.2012 και μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, θεωρούνται νομίμως υποβληθέντα.
3. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 3833/2010 (Α’ 40) προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά για το έτος 2012, ο λόγος ένα προς πέντε διατηρείται για τους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3812/2009, με εξαίρεση τις δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς και ανώνυμες εταιρείες του άρθρου 1 του ν.3429/2005, για τις οποίες ο λόγος τροποποιείται για το 2012 σε ένα προς δέκα, δηλαδή μία πρόσληψη ανά δέκα αποχωρήσεις.»
Άρθρο 8
Παροχή εξουσιοδότησης και έγκριση Σχεδίου «Δέσμευσης για την εμπιστοσύνη στα στατιστικά στοιχεία»
Παρέχεται στον Πρωθυπουργό η εξουσιοδότηση να εκπροσωπήσει την Ελληνική Δημοκρατία και να υπογράψει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «Δέσμευση για την Εμπιστοσύνη στα Στατιστικά Στοιχεία» (Commitment on Confidence in Statistics), με την οποία θα εξασφαλίζεται η εφαρμογή των αρχών του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τα Στατιστικά Στοιχεία και η προσαρμογή του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος στον Κώδικα αυτόν, της οποίας το Σχέδιο, στην αγγλική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα και σε μετάφρασή του στην ελληνική γλώσσα προσαρτάται στον παρόντα νόμο ως Παράρτημα I.
Άρθρο 9
Ρύθμιση θεμάτων ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων (Τροποποιήσεις του ν. 3864/2010)
1. Στο άρθρο 2 του ν. 3864/2010 προστίθενται παράγραφοι 3, 4 και 5 ως εξής:
«3. Το Ταμείο εξετάζει το κατά πόσον πιστωτικά ιδρύματα προς τα οποία έχει χορηγήσει κεφαλαιακή ενίσχυση και επί των οποίων εφαρμόζεται το άρθρο 7α, υλοποιούν τα σχέδια αναδιάρθρωσής τους, διασφαλίζοντας και την επιχειρησιακή τους αυτονομία. Όπου το άρθρο 7α δεν εφαρμόζεται, το Ταμείο μεριμνά ώστε τα ενδιαφερόμενα πιστωτικά ιδρύματα να λειτουργούν με όρους αγοράς, με τρόπο ώστε να προάγεται η κατά διαφανή τρόπο συμμετοχή ιδιωτών στο κεφάλαιό τους.»
«4. Το Ταμείο μεριμνά για την αποτελεσματική διαχείριση των επενδύσεων των μεταβατικών πιστωτικών ιδρυμάτων κατά την έννοια του άρθρου 63Ε του ν. 4021/2011, καθώς και για τη με όρους αγοράς λειτουργία τους, με τρόπο ώστε να προάγεται η κατά διαφανή τρόπο συμμετοχή ιδιωτών στο κεφάλαιό τους, να τηρούνται οι περί κρατικών ενισχύσεων κανόνες και να διασφαλίζεται η ισόρροπη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους.
5. Το Ταμείο επιτελεί τους σκοπούς των προηγούμενων παραγράφων βάσει μίας ολοκληρωμένης στρατηγικής, η οποία αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ του Υπουργείου Οικονομικών, της Τράπεζας της Ελλάδος και του Ταμείου.»
2. Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 3864/2010 προστίθενται οι εξής λέξεις: «εκτός εάν υπάρχει ειδική περί αυτού πρόβλεψη στο νόμο».
3. Το άρθρο 4 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 4
Όργανα του Ταμείου
1. Ως όργανα Διοίκησης του Ταμείου ορίζονται το Γενικό Συμβούλιο και η Εκτελεστική Επιτροπή του.
2. Το Γενικό Συμβούλιο είναι πενταμελές. Δύο εκ των μελών του, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, επιλέγονται μεταξύ προσώπων με διεθνή εμπειρία σε τραπεζικά θέματα. Τις θέσεις των υπολοίπων μελών του Γενικού Συμβουλίου συμπληρώνουν ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών, ένα πρόσωπο που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και ένα ακόμη πρόσωπο.
3. Η Εκτελεστική Επιτροπή είναι τριμελής. Δύο εκ των μελών της, συμπεριλαμβανομένου του Διευθύνοντος Συμβούλου, επιλέγονται μεταξύ προσώπων με διεθνή εμπειρία σε τραπεζικά θέματα ή σε θέματα εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων. Ένα εκ των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής υποδεικνύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
4. Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής επιλέγονται από ειδική προς τούτο επιτροπή αποτελούμενη από ισάριθμους εκπροσώπους του Υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος, ύστερα από δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος. Εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δύνανται να συμμετέχουν στην επιτροπή του προηγούμενου εδαφίου.
5. Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου, τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής διορίζονται, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, για πενταετή θητεία, με δυνατότητα ανανέωσης, μη δυνάμενη να υπερβεί την οριζόμενη στην παρ. 2 του άρθρου 2 ημερομηνία. Σε περίπτωση κένωσης θέσεως μέλους του Γενικού Συμβουλίου ή της Εκτελεστικής Επιτροπής, η θέση πληρούται εντός εξήντα (60) ημερών δια του διορισμού νέου μέλους μέχρις εξαντλήσεως της θητείας του αποχωρήσαντος μέλους. Εξαιρουμένου του εκπροσώπου, στο Γενικό Συμβούλιο, του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και του μέλους που έχει οριστεί από την Τράπεζα τη Ελλάδος, για το διορισμό των μελών του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθώς και για την ανανέωση της θητείας τους, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Euro Working Group.
6. Μόνο ανεπίληπτα πρόσωπα δύνανται να επιλεγούν ως μέλη του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής. Ουδείς δύναται να επιλεγεί ως μέλος του Γενικού Συμβουλίου ή της Εκτελεστικής Επιτροπής εφόσον:
α. έχει καταδικαστεί για αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης με ή χωρίς τη δυνατότητα μετατροπής της ποινής αυτής σε χρηματική,
β. έχει κηρυχθεί σε πτώχευση,
γ. λόγω οποιουδήποτε παραπτώματος δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την άσκηση επαγγέλματος ή έχει αποκλειστεί ή τεθεί σε διαθεσιμότητα από την αρμόδια αρχή ως προς την άσκηση επαγγέλματος ή του έχει απαγορευθεί να ασκεί καθήκοντα διευθυντή ή υπαλλήλου σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή ή σε ιδιωτική επιχείρηση, ή
δ. έχει υποπέσει σε βαρύ παράπτωμα.
7. Οι ιδιότητες του Βουλευτή, μέλους της Κυβερνήσεως, στελέχους Υπουργείου ή άλλης δημόσιας αρχής, στελέχους, υπαλλήλου ή συμβούλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή προσώπου που κατέχει 5% ή άνω του μετοχικού κεφαλαίου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, είναι ασυμβίβαστες με εκείνην του μέλους του Γενικού Συμβουλίου ή της Εκτελεστικής Επιτροπής. Στέλεχος ή υπάλληλος πανεπιστημίου, οργανισμού ή ιδρύματος λειτουργικά αυτόνομου από την Κυβέρνηση, δεν λογίζεται ως στέλεχος της Κυβέρνησης ή υπάλληλος Υπουργείου ή άλλης δημόσιας αρχής. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, δεν είναι ασυμβίβαστη προς το διορισμό ως μέλους του Γενικού Συμβουλίου η ιδιότητα υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου περί του εκπροσώπου αυτού στο Γενικό Συμβούλιο σύμφωνα με την παράγραφο 2.
8. Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής δύνανται να παύονται, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, και πριν τη λήξη της θητείας τους, εφόσον κατά τη διάρκειά της συντρέξουν στο πρόσωπό τους παράγοντες που τους καθιστούν μη επιλέξιμους με βάση τα άρθρα 6 και 7.
9. Το Γενικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο για την επίβλεψη της άσκησης των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Ταμείου, καθώς και για τον έλεγχο της διοίκησης και των δραστηριοτήτων του. Ειδικότερα, το Γενικό Συμβούλιο έχει τις ακόλουθες εξουσίες και αρμοδιότητες:
α. να επιβλέπει την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων του Ταμείου και τη συμμόρφωσή του προς τις αρχές που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2,
β. να λαμβάνει τις αποφάσεις που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 6, καθώς και στο άρθρο 8,
γ. να εγκρίνει την πολιτική, τις καταστατικές διατάξεις και τους εσωτερικούς κανόνες που εφαρμόζονται προκειμένου για τη διοίκηση και τις πράξεις του Ταμείου, συμπεριλαμβανομένου και του Κώδικα Δεοντολογίας των μελών του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής,
δ. να εγκρίνει το διορισμό των ανώτατων στελεχών του Ταμείου, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, του Διευθυντή Εσωτερικής Επιθεώρησης, του Διευθυντή Διαχείρισης Κινδύνων, του Διευθυντή Διαχείρισης Επενδύσεων και του Διευθυντή Νομικής Υπηρεσίας,
ε. να εγκρίνει τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις απασχόλησης του Ταμείου, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής αμοιβών,
στ. να εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό του Ταμείου,
ζ. να εγκρίνει την ετήσια έκθεση και άλλες επίσημες εκθέσεις και τις λογιστικές καταστάσεις του Ταμείου,
η. να εγκρίνει το διορισμό εξωτερικών ελεγκτών του Ταμείου,
θ. να εγκρίνει τη σύσταση ενός ή περισσοτέρων συμβουλευτικών οργάνων, να καθορίζει τους όρους και προϋποθέσεις διορισμού των μελών τους και να καθορίζει τους όρους αναφοράς των εν λόγω οργάνων,
ι. να συγκροτεί μία ή περισσότερες επιτροπές αποτελούμενες από μέλη του Γενικού Συμβουλίου και/ή άλλα πρόσωπα και να καθορίζει τις αρμοδιότητές τους,
κ. να εγκρίνει τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Γενικού Συμβουλίου και
κα. να ασκεί οποιαδήποτε άλλη εξουσία ή αρμοδιότητα που προβλέπεται από τον παρόντα νόμο ή την κείμενη νομοθεσία.
10. Η Εκτελεστική Επιτροπή είναι αρμόδια για την προπαρασκευή του έργου, την εφαρμογή των αποφάσεων και την εκτέλεση των πράξεων του Ταμείου. Ειδικότερα, η Εκτελεστική Επιτροπή έχει τις ακόλουθες εξουσίες και αρμοδιότητες:
α. να προτείνει και να θέτει σε εφαρμογή τις αποφάσεις του Γενικού Συμβουλίου, δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου,
β. με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, να λαμβάνει όλες τις πρόσφορες ή απαιτούμενες ενέργειες για τη διοίκηση του Ταμείου, την εκτέλεση των πράξεών του, συμπεριλαμβανομένων των δυνάμει του άρθρου 2 εξουσιών και αρμοδιοτήτων του, την ανάθεση συμβάσεων για την προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών, της ανάληψης συμβατικών υποχρεώσεων επ’ ονόματι του Ταμείου, το διορισμό των μελών του προσωπικού και των συμβούλων του Ταμείου και γενικότερα την εκ-προσώπησή του,
γ. να αναθέτει οποιαδήποτε εκ των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της σε οποιοδήποτε εκ των μελών της ή σε στελέχη του Ταμείου, σύμφωνα με τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις που έχουν εγκριθεί από το Γενικό Συμβούλιο, υπό την προϋπόθεση ότι ο Διευθύνων Σύμβουλος ασκεί πρωτίστως τις εξουσίες του σύμφωνα προς την παράγραφο 7, και ότι τα λοιπά μέλη της Επιτροπής είναι πρωτίστως υπεύθυνα για τη διοίκηση ενός εκάστου των Τμημάτων του Ταμείου που είναι αρμόδια αφ’ ενός μεν για πιστωτικά ιδρύματα, αφ’ ετέρου δε για μεταβατικά πιστωτικά ιδρύματα, κατά την έννοια του άρθρου 63Ε του ν. 4021/2011,’
δ. να ασκεί κάθε άλλη εξουσία και αρμοδιότητα που προβλέπεται στον παρόντα νόμο ή την κείμενη νομοθεσία.
Όλες οι εξουσίες, δυνάμει του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, οι οποίες έχουν ανατεθεί στο Ταμείο, θεωρούνται ότι έχουν ανατεθεί στην Εκτελεστική Επιτροπή, εκτός αν προορίζονται ρητά για το Γενικό Συμβούλιο.
11. Ο Διευθύνων Σύμβουλος είναι υπεύθυνος έναντι του Γενικού Συμβουλίου για την εκτέλεση των αποφάσεών του και για τον έλεγχο της διοίκησης και των πράξεων του Ταμείου. Ο Διευθύνων Σύμβουλος τηρεί ενήμερο το Γενικό Συμβούλιο, όσο συχνά απαιτείται από αυτό αλλά κατ’ ελάχιστον δέκα φορές ετησίως, για την εκτέλεση της πολιτικής και των πράξεων του Ταμείου, για όλα τα γεγονότα και συνθήκες που έχουν ή αναμένεται να έχουν σημαντική επίδραση στην εκτέλεση της πολιτικής του Ταμείου και στη διοίκηση ή τις πράξεις του.
12. Οι αμοιβές και αποζημιώσεις των μελών του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής:
α. καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ορίζονται στις εκάστοτε αποφάσεις διορισμού τους και δημοσιεύονται στην ετήσια έκθεση του Ταμείου,
β. ορίζονται με τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η πρόσληψη και διατήρηση στις θέσεις τους, προσώπων με εξειδικευμένα προσόντα και επαγγελματική εμπειρία,
γ. δεν δύνανται να τύχουν μειώσεως κατά τη διάρκεια της θητείας των μελών του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής,
δ. δεν αποτελούν συνάρτηση των κερδών ή εσόδων του Ταμείου,
ε. αποτελούν αντικείμενο διαβούλευσης με το Euro Working Group.
13. Το Γενικό Συμβούλιο συνέρχεται όσο συχνά απαιτούν οι εργασίες του Ταμείου, σε κάθε δε περίπτωση δέκα (10) φορές κατ’ ημερολογιακό έτος. Οι συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου συγκαλούνται από τον Πρόεδρο ή σε περίπτωση απουσίας του από το πρόσωπο που τον αναπληρώνει. Οι συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου συγκαλούνται με κοινοποίηση της ώρας, του τόπου και της ημερήσιας διάταξης της συνεδρίασης σε όλα τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου, τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία για την οποία έχει οριστεί η συνεδρίαση, εκτός από περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή έπειτα από συναίνεση όλων των μελών, οπότε στην περίπτωση αυτή η συνεδρίαση μπορεί να συγκληθεί σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα όπως ορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Γενικού Συμβουλίου. Οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δύνανται να ζητήσουν από τον Πρόεδρο να συγκαλέσει συνεδρίαση του Γενικού Συμβουλίου. Συνεδριάσεις μπορούν τέλος να συγκληθούν και κατόπιν αιτήματος δύο (2) μελών του Συμβουλίου.
14. Η Εκτελεστική Επιτροπή συνέρχεται όσο συχνά απαιτούν οι εργασίες του Ταμείου, σε κάθε δε περίπτωση άπαξ κατ’ εβδομάδα. Οι συνεδριάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής συγκαλούνται από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ή σε περίπτωση απουσίας του από το πρόσωπο που τον αναπληρώνει. Η Εκτελεστική Επιτροπή συγκαλείται με κοινοποίηση της ώρας, του τόπου και της ημερήσιας διάταξης της συνεδρίασης σε όλα τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου, τουλάχιστον τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία για την οποία έχει οριστεί η συνεδρίαση, πλην περιπτώσεων επείγουσας ανάγκης ή έπειτα από συναίνεση όλων των μελών, οπότε και η Εκτελεστική Επιτροπή μπορεί να συνεδριάσει σε συντομότερο χρονικό διάστημα όπως ορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Γενικού Συμβουλίου. Οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλούνται με τον αυτό τρόπο. Συνεδριάσεις μπορούν τέλος να συγκληθούν και κατόπιν αιτήματος των δύο λοιπών μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής.
15. Στις συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής δύνανται να συμμετέχουν ένας (1) εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ένας (1) εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή οι αναπληρωτές τους. Στις συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου δύνανται να συμμετέχουν, κατόπιν προσκλήσεως του προεδρεύοντος, ο Διευθύνων Σύμβουλος ή ο αναπληρωτής του. Εφόσον εκλήθησαν νομίμως, η απουσία των εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή των αναπληρωτών τους δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση του Γενικού Συμβουλίου ή της Εκτελεστικής Επιτροπής. Οι προεδρεύοντες του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής δύνανται να καλούν στελέχη του Ταμείου και λοιπούς ειδικούς στις συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής, όπως ορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας τους.
16. Το Γενικό Συμβούλιο τελεί σε απαρτία όταν είναι παρόντα τουλάχιστον τρία (3) μέλη του. Η Εκτελεστική Επιτροπή τελεί σε απαρτία όταν είναι παρόντα τουλάχιστον δύο (2) μέλη της, ένας εκ των οποίων είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος. Εάν δεν υπάρχει απαρτία, ο Πρόεδρος ή ο Διευθύνων Σύμβουλος, κατά περίπτωσιν, δύνανται να συγκαλέσουν έκτακτη συνεδρίαση, στην οποία οι αποφάσεις μπορεί να ληφθούν και χωρίς την ύπαρξη απαρτίας. Για να παράγουν έννομα αποτελέσματα, αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται χωρίς την ύπαρξη απαρτίας πρέπει να επικυρωθούν κατά την επόμενη τακτική συνεδρίαση του Γενικού Συμβουλίου.
17. Κάθε μέλος του Γενικού Συμβουλίου έχει μία (1) ψήφο. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η ψήφος του προεδρεύοντα είναι καθοριστική. Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, οι αποφάσεις του Γενικού Συμβουλίου λαμβάνονται με την πλειοψηφία των παρόντων μελών. Οι Εσωτερικοί Κανονισμοί Λειτουργίας του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής δύνανται να επιτρέπουν τη διεξαγωγή συνεδριάσεων και την ψηφοφορία μέσω τηλεδιάσκεψης ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μέσω γραπτής διαδικασίας ή ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας.
18. Οι συνεδριάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής είναι εμπιστευτικές. Το Γενικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να δημοσιοποιήσει το αποτέλεσμα των συζητήσεών του επί οποιουδήποτε θέματος. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, καμία πράξη ή διαδικασία του Γενικού Συμβουλίου δεν καθίσταται άκυρη λόγω της κένωσης θέσεως ή θέσεων στο Γενικό Συμβούλιο.
19. Όλες οι ενέργειες οποιουδήποτε μέλους του Γενικού Συμβουλίου παραμένουν έγκυρες παρά την διαπίστωση ελαττώματος αναφορικά με το διορισμό, τη καταλληλότητα ή τα προσόντα του μέλους. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Γενικού Συμβουλίου υπογράφονται από τον προεδρεύοντα της συνεδρίασης αυτής και τον Γραμματέα του Γενικού Συμβουλίου.
20. Ο Γραμματέας του Γενικού Συμβουλίου διορίζεται από το Γενικό Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως του Διευθύνοντα Συμβούλου. Ο Γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής διορίζεται από το Γενικό Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως του Διευθύνοντα Συμβούλου. Οι Γραμματείς είναι στελέχη του Ταμείου.»
4. Το άρθρο 6 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 6
Διαδικασίες ενεργοποίησης του Ταμείου
1. Πιστωτικό ίδρυμα, του οποίου η βιωσιμότητα έχει αξιολογηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, μπορεί να υποβάλει αίτημα στο Ταμείο για κεφαλαιακή ενίσχυση δυνάμει του παρόντος νόμου, κατόπιν υπόδειξης της Τράπεζας της Ελλάδος.
2. Το αίτημα του πιστωτικού ιδρύματος για κεφαλαιακή ενίσχυση πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται από:
(α) επιχειρησιακό σχέδιο, το οποίο καθορίζει τους τρόπους με τους οποίους το πιστωτικό ίδρυμα θα διασφαλίσει κερδοφορία και βιωσιμότητα εντός τριών ετών βάσει συντηρητικών εκτιμήσεων και το οποίο έχει αξιολογηθεί ως βιώσιμο και αξιόπιστο από την Τράπεζα της Ελλάδος, στο οποίο στοιχειοθετείται το ύψος της αναγκαίας κεφαλαιακής ενίσχυσης και περιγράφονται αναλυτικά τα μέτρα, τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να λάβει, ώστε να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατόν η διασφάλιση και ενίσχυση της φερεγγυότητάς του, μέσω, μεταξύ άλλων, αύξησης κεφαλαίου (και μέσω της παροχής κεφαλαιακής ενίσχυσης από το Ταμείο), της πώλησης κλάδων του πιστωτικού ιδρύματος και/ή αποκατάστασης της κερδοφορίας του, μέσω μείωσης εξόδων, κινδύνων ή την εξασφάλιση στήριξης από άλλες εταιρίες του ομίλου, και
(β) λεπτομερές χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των μέτρων που περιγράφονται στο επιχειρησιακό σχέδιο.
3. Εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή του επιχειρησιακού σχεδίου, το Ταμείο μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με την Τράπεζα της Ελλάδος, να ζητήσει από το πιστωτικό ίδρυμα τροποποιήσεις στο εν λόγω σχέδιο, οι οποίες θα πρέπει να υιοθετηθούν από το πιστωτικό ίδρυμα εντός δέκα (10) ημερών από της γνωστοποιήσεώς τους σε αυτό.
4. Μετά την οριστικοποίηση των όρων και προϋποθέσεων αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, το Ταμείο παρέχει την κατά το άρθρο 7 κεφαλαιακή ενίσχυση, τηρουμένων σε κάθε περίπτωση της νομοθεσίας της Ε.Ε. περί κρατικών ενισχύσεων και των ακολουθούμενων πρακτικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
5. Το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να εκπονήσει λεπτομερές σχέδιο αναδιάρθρωσης ή να τροποποιήσει σχέδιο που έχει ήδη υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τη νομοθεσία της E.E. περί κρατικών ενισχύσεων και τις ακολουθούμενες πρακτικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το οποίο εγκρίνεται από το Ταμείο. Εντός τριών (3) μηνών από τη χορήγηση της κεφαλαιακής ενίσχυσης, το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να υποβληθεί προς έγκριση από το Υπουργείο Οικονομικών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
6. Η υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια. Παράταση του χρόνου υλοποίησης μέχρι δύο (2) έτη μπορεί να χορηγηθεί με απόφαση του Ταμείου, κατόπιν διαβούλευσης με την Τράπεζα της Ελλάδος, κατ’ εφαρμογή της διαδικασίας που περιγράφεται ανωτέρω και με την επιφύλαξη της έγκρισης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
7. Το Ταμείο παρακολουθεί και αξιολογεί την προσήκουσα εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης και οφείλει περαιτέρω να παράσχει στο Υπουργείο Οικονομικών κάθε αναγκαία πληροφόρηση και στοιχεία, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις ενημέρωσης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»
5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η κατά τον παρόντα νόμο κεφαλαιακή ενίσχυση παρέχεται μέσω συμμετοχής του Ταμείου σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος με την έκδοση κοινών μετοχών ή υπό αίρεση μετατρέψιμων ομολογιών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι μετατροπής των ομολογιών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου.»
6. Στο άρθρο 7 του ν. 3864/2010 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«Το Ταμείο εκδίδει τίτλους παραστατικούς δικαιωμάτων κτήσης μετοχών για τις κοινές μετοχές που αναλαμβάνει κατά την παράγραφο 1, όταν προβαίνει σε κεφαλαιακή ενίσχυση πιστωτικών ιδρυμάτων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7α. Τους τίτλους αυτούς δύνανται να αναλάβουν ο ιδιωτικός τομέας που συμμετέχει στην αύξηση κεφαλαίου της παραγράφου 1, κατά το λόγο της συμμετοχής τους στην αύξηση. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έκδοσης των τίτλων, ο τρόπος έκδοσης των τίτλων, ο χρόνος άσκησης των δικαιωμάτων που ενσωματώνουν, ο τρόπος άσκησης των δικαιωμάτων που ενσωματώνουν, ο τρόπος υπολογισμού της αξίας των μετοχών, ο αριθμός των μετοχών για τις οποίες παρέχει δικαίωμα κτήσης κάθε τίτλος, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι τίτλοι δύνανται να μεταβιβάζονται και κάθε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.»
7. Μετά το άρθρο 7 του ν. 3864/2010 προστίθεται άρθρο 7α ως εξής:
«Άρθρο 7α
Δικαίωμα ψήφου
1. Εάν η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου είναι τουλάχιστον ίση με το ποσοστό που θα καθοριστεί με την απόφαση της παραγράφου 3 επί του ποσού της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, το Ταμείο ασκεί το δικαίωμα ψήφου στη Γενική Συνέλευση μόνο για τις αποφάσεις τροποποίησης του καταστατικού, περιλαμβανομένης της αύξησης ή μείωσης κεφαλαίου ή της παροχής σχετικής εξουσιοδότησης στο διοικητικό συμβούλιο, συγχώνευσης, διάσπασης, μετατροπής, αναβίωσης, παράτασης της διάρκειας ή διάλυσης της εταιρίας μεταβίβασης στοιχείων του ενεργητικού, περιλαμβανομένης της πώλησης θυγατρικών, ή για όποιο άλλο θέμα απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών». Για τους σκοπούς υπολογισμού της απαρτίας και της πλειοψηφίας στη Γενική Συνέλευση, οι μετοχές του παρόντος άρθρου δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεων για θέματα άλλα από αυτά που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια της παραγράφου αυτής.
2. Εάν διαπιστωθεί ουσιώδης παραβίαση των όρων του σχεδίου αναδιάρθρωσης, η οποία διαπιστώνεται μετά από ομόφωνη απόφαση των μελών του Γενικού Συμβουλίου και του Εκτελεστικού του Συμβουλίου, το Ταμείο ασκεί πλήρως τα δικαιώματα ψήφου, χωρίς τους περιορισμούς της παραγράφου 1.
3. Το ποσοστό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ορίζεται σε 10% ή ανώτερο, το οποίο προσδιορίζεται με την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 7. Κατά τον καθορισμό του ποσοστού αυτού λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη παροχής κινήτρων για τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα.»
8. Το δύο πρώτα εδάφια του άρθρου 8 του ν. 3864/2010 αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 8
Διάθεση μετοχών και ομολογιών
Το Ταμείο αποφασίζει τον τρόπο και τη διαδικασία διάθεσης των μετοχών και των υπό αίρεση μετατρέψιμων ομολογιών του, σε χρόνο που κρίνει σκόπιμο και πάντως εντός πενταετίας από τη συμμετοχή του στην αύξηση των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος εάν εφαρμόζεται το άρθρο 7α, εντός δε διετίας από τη συμμετοχή του στην αύξηση των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος, δυνάμενης να παραταθεί για άλλα δύο χρόνια με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εάν δεν εφαρμόζεται το άρθρο 7α. Η διάθεση μπορεί να γίνεται τμηματικά ή άπαξ, κατά την κρίση του Ταμείου, υπό την προϋπόθεση ότι οι μετοχές ή οι υπό αίρεση μετατρέψιμες ομολογίες διατίθενται εντός των χρονικών ορίων του πρώτου εδαφίου. Η διάθεση των μετοχών ή των υπό αίρεση μετατρέψιμων ομολογιών, εντός των χρονικών ορίων του πρώτου εδαφίου, δεν μπορεί να γίνεται σε οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία ανήκει άμεσα ή έμμεσα στο κράτος σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.»
9. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν. 3864/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του, ο εκπρόσωπος του Ταμείου στο Γενικό Συμβούλιο, λαμβάνει υπόψη του την επιχειρηματική αυτονομία του πιστωτικού ιδρύματος.»
10. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 του ν. 3864/ 2010, μετά την περίπτωση γ’ προστίθενται δύο νέες περιπτώσεις οι οποίες έχουν ως εξής:
«δ) το δικαίωμα να ζητεί τη σύγκληση του Διοικητικού Συμβουλίου,
ε) το δικαίωμα να εγκρίνει τον Οικονομικό Διευθυντή.»
11. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 10 προστίθενται οι λέξεις «με συμβούλους της επιλογής του».
12. Το άρθρο 16 του ν. 3864/2010 αναριθμείται σε άρθρο 16Γ και προηγούνται νέα άρθρα 16Α και 16Β που έχουν ως εξής:
«Άρθρο 16Α
Ευθύνη και αυτονομία του Ταμείου
1. Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου και του Εκτελεστικού Συμβουλίου, πλην του εκπροσώπου του Υπουργείου Οικονομικών, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, λειτουργούν με πλήρη αυτονομία και δεν αναζητούν ή δέχονται οδηγίες από την Ελληνική Κυβέρνηση ή από άλλο κρατικό φορέα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και δεν υπόκεινται σε κανενός είδους επιρροή. Ωσαύτως, η Ελληνική Κυβέρνηση ή άλλος κρατικός φορέας δεν δίνει κανενός είδους οδηγίες στα μέλη των Συμβουλίων του Ταμείου.
2. Το Γενικό Συμβούλιο ενημερώνει, κατ’ ελάχιστον δύο φορές το χρόνο και σε όποιες άλλες περιπτώσεις αυτό παρίσταται αναγκαίο, τον Υπουργό Οικονομικών, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σχετικά με την πορεία επίτευξης της αποστολής του.
3. Το Γενικό Συμβούλιο ενημερώνει, μέσω διμηνιαίων ενημερωτικών δελτίων, τον Υπουργό Οικονομικών και, μετά από αίτημά του, ο Υπουργός Οικονομικών ενημερώνεται περαιτέρω από τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο.
4. Ο Υπουργός Οικονομικών και το Γενικό Συμβούλιο συνάπτουν μία Συμφωνία – Πλαίσιο, η οποία εξειδικεύει τη συχνότητα της ενημέρωσης, τη λήψη αποφάσεων στρατηγικής σημασίας από το Ταμείο και τον τρόπο συμμετοχής του Υπουργείου Οικονομικών σε αυτές, την επενδυτική πολιτική και το επιχειρησιακό σχέδιο του Ταμείου και την πολιτική αποδοχών του Ταμείου.
Άρθρο 16Β
Σύγκρουση συμφερόντων και υποχρέωση πίστεως
1. Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου, το Εκτελεστικό Συμβούλιο και το προσωπικό του Ταμείου έχουν υποχρέωση πίστεως στο Ταμείο, ώστε να προκρίνουν τα συμφέροντα του Ταμείου έναντι των ιδίων αυτών συμφερόντων.
2. Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου, του Εκτελεστικού Συμβουλίου και το προσωπικό του Ταμείου αποφεύγουν κάθε περίπτωση κατά την οποία μπορεί να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων. Σύγκρουση συμφερόντων προκύπτει όταν μέλη του Γενικού Συμβουλίου, του Εκτελεστικού Συμβουλίου και του προσωπικού έχουν ιδιωτικά ή προσωπικά συμφέροντα, τα οποία μπορεί να επηρεάσουν ή φαίνεται ότι επηρεάζουν την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ως ιδιωτικά ή προσωπικά συμφέροντα των μελών του Γενικού Συμβουλίου, του Εκτελεστικού Συμβουλίου ή του προσωπικού νοούνται οποιαδήποτε πιθανά πλεονεκτήματα υπέρ των ιδίων, των οικογενειών τους ή άλλων συγγενών τους μέχρι δευτέρου βαθμού ή του κύκλου των φίλων ή γνωστών εις αυτά προσώπων.
3. Τα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου εκτελούν τα καθήκοντά τους υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Κανένα από αυτά τα μέλη δεν δύναται να έχει άλλη απασχόληση, αμοιβόμενη ή μη, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις για τις οποίες χορηγείται εξαίρεση από τον περιορισμό αυτόν από το Γενικό Συμβούλιο.
4. Κανένα μέλος του Γενικού Συμβουλίου, του Εκτελεστικού Συμβουλίου ή του προσωπικού δεν λαμβάνει ή δέχεται υπόσχεση από οποιαδήποτε πηγή για οποιαδήποτε, οικονομικά ή μη, ωφελήματα, ανταμοιβές, αμοιβές ή δώρα πέραν ενός συνήθους ή αμελητέου ποσού, τα οποία ωφελήματα, ανταμοιβές, αμοιβές ή δώρα συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τις δραστηριότητές τους στο Ταμείο.
5. Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου, του Εκτελεστικού Συμβουλίου ή του προσωπικού δεν κάνουν χρήση εμπιστευτικής πληροφόρησης στην οποία έχουν πρόσβαση, με σκοπό να διενεργούν ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω τρίτων προσώπων, είτε αυτές διενεργούνται με κίνδυνο αυτών των ιδίων και για λογαριασμό τους είτε με κίνδυνο και για λογαριασμό τρίτου προσώπου.
6. Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου και του Εκτελεστικού Συμβουλίου υποχρεούνται να γνωστοποιούν πλήρως, πριν την τελευταία ημερολογιακή ημέρα του Ιανουαρίου κάθε έτους, στο Γενικό Συμβούλιο τυχόν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα τα οποία έχουν τα ίδια ή τα οποία έχει συγγενής μέχρι δεύτερου βαθμού ή του κύκλου των επαγγελματικών ή οικονομικών τους επαφών, άμεσα ή έμμεσα, και οι πληροφορίες αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες με τους εσωτερικούς κανόνες που θα έχει υιοθετήσει το Γενικό Συμβούλιο για τέτοια ζητήματα. Το Γενικό Συμβούλιο υιοθετεί τέτοιους κανόνες για το προσωπικό του Ταμείου.
7. Οποτεδήποτε τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με τέτοια συμφέροντα ενώπιον του Γενικού ή Εκτελεστικού Συμβουλίου, το μέλος το οποίο αυτά αφορούν, υποχρεούται να γνωστοποιήσει το συμφέρον του κατά την έναρξη της συζήτησης και να μην συμμετάσχει στη συζήτηση και στη λήψη απόφασης στο θέμα αυτό. Η παρουσία του μέλους του Γενικού ή Εκτελεστικού Συμβουλίου, το οποίο απέχει από τη συζήτηση και λήψη αποφάσεων, λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της απαρτίας.
8. Τυχόν παράβαση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων από μέλος του Γενικού Συμβουλίου, της Εκτελεστικής Επιτροπής ή του προσωπικού συνιστά σοβαρό παράπτωμα που δύναται να αποτελέσει λόγο καταγγελίας της σύμβασής τους.
9. Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου, της Εκτελεστικής Επιτροπής και των εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν υποχρέωση απορρήτου σχετικά με τις υποθέσεις του Ταμείου και δεσμεύονται από τις διατάξεις που αφορούν το επαγγελματικό απόρρητο. Η υποχρέωση απορρήτου δεν ισχύει έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος.
10. Μέχρι το διορισμό των μελών του Γενικού και του Εκτελεστικού Συμβουλίου και τη συγκρότηση των οργάνων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3864/2010, το Ταμείο διοικείται από το υφιστάμενο Διοικητικό Συμβούλιο. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 16 του ν. 3864/2010, οι λέξεις «δύο (2) έτη» αντικαθίστανται με τις λέξεις «έξι (6) μήνες» και οι λέξεις «έξι (6) μήνες» αντικαθίστανται με τις λέξεις «τρεις (3) μήνες».
11. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 16 του ν. 3864/2010 η φράση «μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το Προσωπικό του Ταμείου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μέλη του Γενικού Συμβουλίου, της Εκτελεστικής Επιτροπής και του προσωπικού του Ταμείου».
12. Για δώδεκα μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα καταβάλλει το ποσό που θα κατέβαλε το ΤΕΚΕ κατά την παράγραφο 13 του άρθρου 63Δ και την παράγραφο 7 του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007. Στην περίπτωση αυτή το Ταμείο θα αποκτά την αξίωση και το προνόμιο του ΤΕΚΕ κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 13Α του ν. 3746/2009.
13. Κάθε αναφορά στο ν. 3864/2010 στο «Διοικητικό Συμβούλιο» του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο αυτόν, αντικαθίσταται από αναφορά στο «Εκτελεστικό Συμβούλιο», εκτός από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ν. 3864/2010, όπου η αναφορά στο «Διοικητικό Συμβούλιο» αντικαθίσταται από αναφορά στο «Γενικό Συμβούλιο».
14. Στο άρθρο 5 του ν. 3864/2010, κάθε αναφορά στον «Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου» αντικαθίσταται από αναφορά στον «Διευθύνοντα Σύμβουλο του Ταμείου».
15. Στο άρθρο 8 του ν. 3864/2010, οι λέξεις «Το Διοικητικό Συμβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Το Γενικό Συμβούλιο».
16. Στην παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 3864/2010, οι λέξεις «την έκθεση πεπραγμένων του Διοικητικού Συμβουλίου» αντικαθίστανται με τις λέξεις «έκθεση πεπραγμένων του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής και τις εκθέσεις του Προέδρου και του Διευθύνοντος Συμβούλου αναφορικά με τη διαχείριση του Ταμείου».
17. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 13 του ν. 3864/2010, όπου αναφέρονται οι λέξεις «Διοικητικό Συμβούλιο» αυτές αντικαθίστανται από τις λέξεις «Γενικό Συμβούλιο».
18. Η παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Με απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής και με την έγκριση του Γενικού Συμβουλίου ορίζεται πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και ελεγκτικής λογιστικής εμπειρίας ως επικεφαλής εσωτερικός ελεγκτής, ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου του Ταμείου, με πενταετή θητεία, που μπορεί να ανανεώνεται και η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν της ημερομηνίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 2. Ο προϊστάμενος εσωτερικός ελεγκτής δεν υπάγεται στην υπηρεσιακή ιεραρχία, απολαμβάνει πλήρους ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, έχει πρόσβαση σε όλα τα βιβλία, στοιχεία και λογαριασμούς του Ταμείου και αναφέρεται απευθείας στο Γενικό Συμβούλιο και την Εκτελεστική Επιτροπή, όποτε δε κρίνεται απαραίτητο, μέσω της Επιτροπής Εσωτερικού Ελέγχου.»
19. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου εποπτεύεται από Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου, που συγκροτείται με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου και αποτελείται από δύο (2) μέλη του Γενικού Συμβουλίου και έναν εξωτερικό ειδικό εγνωσμένου κύρους και εμπειρίας σε θέματα ελεγκτικής λογιστικής. Αναφορικά με τη διάρκεια και την τυχόν πρόωρη λήξη της θητείας, τις υποχρεώσεις και τα ασυμβίβαστα του τελευταίου, ισχύουν τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.»
20. Στην παρ. 5 του άρθρου 14 του ν. 3864/2010, οι λέξεις «το Διοικητικό Συμβούλιο» αντικαθίστανται με τις λέξεις «Γενικό Συμβούλιο, Εκτελεστική Επιτροπή και την Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου».
21. Στην παρ. 6 του άρθρου 14 του ν. 3864/2010, οι λέξεις «τα εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η Εκτελεστική Επιτροπή».
22. Στην παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 3864/2010, οι λέξεις «του Διοικητικού Συμβουλίου» αντικαθίστανται με τις λέξεις «η Εκτελεστική Επιτροπή και το Γενικό Συμβούλιο».
23. Μετά την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3864/2010 προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
«Το κεφάλαιο του Ταμείου δύναται να αυξηθεί, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.».»
Άρθρο 10
Τροποποιήσεις του ν. 3601/2007
1. Στο άρθρο 27 του ν. 3601/2007 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ορίζει με γενικής ισχύος απόφασή της το ποσοστό του συνόλου των σταθμισμένων κατά κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, που πρέπει να καλύπτεται με ειδικές κατηγορίες στοιχείων ιδίων κεφαλαίων όπως αυτές ορίζονται σε αποφάσεις γενικής ισχύος της Τράπεζας της Ελλάδος. Το σύνολο των σταθμισμένων κατά κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού ορίζεται ως το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 1, πολλαπλασιασμένο με συντελεστή 12,5.»
2. Η περίπτωση θ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 62 του ν. 3601/2007 διαγράφεται και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 62 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με απόφασή της να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα, ακόμα και χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, να καταρτίζουν και να της υποβάλουν σχέδιο ανάκαμψης, καθώς και να καταρτίζει η ίδια σχέδιο εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων.»
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 63Β του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα μέτρα αυτά στοχεύουν στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής ευστάθειας, την ελαχιστοποίηση του κόστους της εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος και την προστασία των καταθετών και επενδυτών, όπως προβλέπουν οι διατάξεις του ν. 3746/2009.»
4. Η περίπτωση δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 63Β του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) την ανάγκη να επωμιστούν τις τυχόν απώλειες από την εξυγίανση ενός πιστωτικού ιδρύματος οι μέτοχοι, οι μη ενέγγυοι πιστωτές και με την επιφύλαξη της ανάγκης προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας οι καταθέτες που δεν καλύπτονται από τις διατάξεις του ν. 3746/2009».
5. Η πρώτη υποπαράγραφος της παραγράφου 4 του άρθρου 63Δ του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η διαδικασία υποβολής προσφορών, ο καθορισμός του ανταλλάγματος, του ποσού της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 και η μεταβίβαση χωρούν βάσει προσωρινής αποτίμησης των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, η οποία διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με συντηρητικές εκτιμήσεις των ως άνω στοιχείων επί τη βάσει της εύλογης αξίας αυτών. Αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος αναθέτει σε έναν ή δύο νόμιμους ελεγκτές τη σύνταξη έκθεσης ή εκθέσεων αποτίμησης. Εντός τριμήνου από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει οριστικά το ποσό της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ή τις εκθέσεις αποτίμησης, τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς και την ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο οριστικός καθορισμός του ποσού της διαφοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να τύχει περαιτέρω προσαρμογής κατά την παράγραφο 15. Σε περίπτωση που οι υποβαλλόμενες προσφορές κρίνονται μη συμφέρουσες, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει είτε τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων προς μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται για το σκοπό αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 63Ε είτε προς υφιστάμενο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα είτε τη θέση σε ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 68.»
6. Στο τέλος του άρθρου 63Δ του ν. 3601/2007 προστίθεται, από τότε που ίσχυσε ο ν. 4021/2011, παράγραφος 15 ως εξής:
«15. Εντός έξι μηνών από την έκδοση της αποφάσεως της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εκδίδει νεότερες αποφάσεις για τη μεταβίβαση περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων στο προς η μεταβίβαση πρόσωπο ή για την αναμεταβίβαση ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο προς επίτευξη των σκοπών που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 63Β. Με την ίδια απόφαση αναπροσαρμόζεται ανάλογα το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του παθητικού και της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού του υποκειμένου σε μέτρα εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων.»
7. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα τελεί υπό τον έλεγχο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3864/2010. Σε περίπτωση που παύσει να υφίσταται το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα εφεξής τελεί υπό τον έλεγχο του Δημοσίου.»
8. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία ορίζονται με την απόφαση της παραγράφου 1, αφού προηγηθεί η κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 63Δ προσωρινή αποτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η πρώτη υποπαράγραφος της παραγράφου 4 του άρθρου 63Δ εφαρμόζεται ανάλογα.»
9. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007 προστίθενται από τότε που ίσχυσε ο ν. 4021/2011 δύο εδάφια ως εξής:
«Εντός έξι (6) μηνών από την έκδοση της αποφάσεως της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εκδίδει νεότερες αποφάσεις για τη μεταβίβαση περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα ή για την αναμεταβίβαση ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο προς επίτευξη των σκοπών της παραγράφου 1 του άρθρου 63Β. Με την ίδια απόφαση αναπροσαρμόζεται ανάλογα το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του παθητικού και της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού του υποκειμένου σε μέτρα εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 5 έως 12 του άρθρου 63Δ.»
10. Η παράγραφος 9 του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε ο ν. 4021/2011, ως εξής:
«Το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να λειτουργήσει για διάστημα πέραν των δύο (2) ετών. Για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, το διάστημα αυτό μπορεί να παρατείνεται για δύο (2) ακόμη έτη.»
11. Η παράγραφος 10 του άρθρου 63Δ αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα άρθρα 4 και 5 του π.δ. 178/2002 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 63Δ και 63Ε του ν. 3601/2007 και οι συμβάσεις εργασίας δεν μεταφέρονται.»
12. Στο άρθρο 63Β προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν αποφασίζει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενός μέτρου εξυγίανσης σε πιστωτικό ίδρυμα, γνωστοποιεί την απόφασή της στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει στο Ταμείο πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, όπως και κάθε άλλη πληροφορία που χρειάζεται το Ταμείο για να προετοιμάσει τη χρήση των κεφαλαίων του στη λήψη μέτρων εξυγίανσης ή την ανακεφαλαιοποίηση αυτού του πιστωτικού ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο θα συνάψουν μνημόνιο συνεργασίας που θα προβλέπει τις πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσουν και άλλες λεπτομέρειες της συνεργασίας τους σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα, στα οποία εφαρμόζεται το παρόν.»
13. Τα δύο πρώτα εδάφια της δεύτερης υποπαραγράφου της παραγράφου 4 του άρθρου 63Δ του ν. 3601/2007 διαγράφονται.
14. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Προς εκπλήρωση αυτών των σκοπών το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αναδιοργανωθεί με κάθε κατάλληλο μέσο, περιλαμβανομένων ενδεικτικά της μετατροπής, εντολής μεταβίβασης, συγχώνευσης, απόσχισης κλάδου και διάσπασης σύμφωνα με το δίκαιο του ανταγωνισμού και με την επιφύλαξη των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις.»
15. Στο άρθρο 63ΣΤ του ν. 3601/2007 προστίθεται από τότε που ίσχυσε ο ν. 4021/2011 παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε μεταβατικά πιστωτικά ιδρύματα που τελούν υπό τον έλεγχο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.»
16. Το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 63ΣΤ του ν. 3601/2007 διαγράφεται.
17. Στο άρθρο 68 του ν. 3601/2007 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Εάν στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος υπάρχουν απαιτήσεις που έχουν προνόμιο σε ορισμένο πράγμα ή σε ποσότητα χρημάτων, εφαρμόζεται το άρθρο 156 του Πτωχευτικού Κώδικα, εκτός αν πρόκειται για δικαιώματα από συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3301/2004, οπότε ο ασφαλειολήπτης ικανοποιείται από την ασφάλεια κατ’ αποκλεισμό, μέχρι πλήρους ικανοποίησής του, των απαιτήσεων του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα, της παραγράφου 4 του άρθρου 13Α του ν. 3746/2009 και της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου.»
18. Στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 13Α του ν. 3746/2009 διαγράφονται οι λέξεις «ή από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας».
19. Η τέταρτη παράγραφος του άρθρου 13Α του ν. 3746/2009 αντικαθίσταται ως εξής:
«Εάν ενεργοποιηθεί το ΤΕΚΕ για τους σκοπούς των άρθρων 63Δ και 63Ε του ν. 3601/2007, σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης τα Σκέλη του ΤΕΚΕ αποκτούν αξιώσεις κατά του πιστωτικού ιδρύματος που τίθεται υπό ειδική εκκαθάριση, οι οποίες ικανοποιούνται προνομιακά από το προϊόν της ειδικής εκκαθάρισης μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 154 περίπτωση γ’ του Πτωχευτικού Κώδικα και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα. Το ύψος της απαίτησης του άρθρου 154 περίπτωση γ’ του Πτωχευτικού Κώδικα ανά δικαιούχο που ικανοποιείται προνομιακά κατά το προηγούμενο εδάφιο υπόκειται σε ανώτατο όριο, που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Το τυχόν υπερβάλλον ποσό της απαίτησης κάθε δικαιούχου ικανοποιείται μετά τα Σκέλη του ΤΕΚΕ και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα.»
20. Η παράγραφος 16 του άρθρου 4 του ν. 3746/2009 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι αξιώσεις των καταθετών, εάν είναι εγγυημένες και έως του ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις του άρθρου 154 περίπτωση γ’ του Πτωχευτικού Κώδικα και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα. Το ύψος της απαίτησης του άρθρου 154 περίπτωση γ’ του Πτωχευτικού Κώδικα ανά δικαιούχο που ικανοποιείται προνομιακά κατά το προηγούμενο εδάφιο υπόκειται σε ανώτατο όριο, που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Το τυχόν υπερβάλλον ποσό της απαίτησης κάθε δικαιούχου ικανοποιείται μετά τους καταθέτες και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα.»
Άρθρο 11
Ρυθμίσεις θεμάτων Ταμείου Εγγυήσεως Καταθέσεων και Επενδύσεων (τροποποίηση του ν. 3746/2009)
1. Μετά το δεύτερο εδάφιο της υποπαραγράφου β’ της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 3746/2009 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση που τα διαθέσιμα του κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ κατέλθουν του ορίου του ενός επί τοις εκατό (1%) των καταθέσεων που αποτελούν τη βάση υπολογισμού της εισφοράς, οι ετήσιες εισφορές των πιστωτικών ιδρυμάτων θα ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ ποσοστιαία, με τέτοιο τρόπο, ώστε τα διαθέσιμα να αποκαθίστανται σε επίπεδο ανώτερο του ως άνω ποσοστιαίου ορίου του 1%. Κατά τον προσδιορισμό της εισφοράς, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν τη δυνατότητα πληρωμής της από τα πιστωτικά ιδρύματα.»
2. Μετά την υποπαράγραφο ζ’ της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 3746/2009, προστίθενται υποπαράγραφοι η’ και θ’ ως εξής:
«η) Η καταβολή των αναλογουσών κατά πιστωτικό ίδρυμα εισφορών του έτους 2013 και εφεξής, καταργουμένου έκτοτε του τρόπου καταβολής που προβλέπει η παράγραφος 4 περίπτωση στ’ στοιχεία i και ii του παρόντος άρθρου, πραγματοποιείται με πίστωση των ειδικών λογαριασμών του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ που τηρούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το ποσό αυτό, κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου, επενδύεται εν όλω ή εν μέρει κατά τους όρους του άρθρου 4 παρ. 4 περίπτωση στ’ στοιχεία i και iv και περίπτωση ζ’.
θ) Τα διαθέσιμα κεφάλαια του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων που τηρούνται σε λογαριασμούς τρίμηνων προθεσμιακών καταθέσεων του ΤΕΚΕ στα συμμετέχοντα σε αυτό πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν σχηματισθεί από καταβληθείσες κάθε είδους εισφορές και πόρους από την αξιοποίηση της περιουσίας του, θα μεταφέρονται σταδιακά, με απόφαση του Δ.Σ. του ΤΕΚΕ και αφού λαμβάνονται υπ’ όψη οι εξελίξεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, στους ειδικούς λογαριασμούς του ΤΕΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος και θα επενδύονται κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη υποπαράγραφο. Η εν λόγω μεταφορά πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο μέχρι την 31.12.2025. Το εκάστοτε υπόλοιπο των ανωτέρω διαθεσίμων και μέχρι την ολοκλήρωση της μεταφοράς θα εξακολουθεί να τηρείται σε λογαριασμούς τρίμηνης προθεσμιακής κατάθεσης, κατά τους όρους της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 4 περίπτωση στ’ στοιχείο ii.»
3. Η περίπτωση β’ της παρ. 8 του άρθρου 4 του ν. 3746/2009 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) κατάθεση στους ειδικούς λογαριασμούς του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος».
4. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 23 του ν. 3746/ 2009 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Το ΤΕΚΕ διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.). Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζεται ένας εκ των Υποδιοικητών της Τράπεζας της Ελλάδος. Από τα υπόλοιπα έξι (6) μέλη, ένα (1) προέρχεται από το Υπουργείο Οικονομικών, τρία (3) από την Τράπεζα της Ελλάδος και δύο (2) από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών.»
5. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 23 του ν. 3746/2009 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικότερα, το ένα προερχόμενο από την Τράπεζα της Ελλάδος μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου είναι νομικός. Για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων, τα δύο μέλη που υποδεικνύονται από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών δεν πρέπει να απασχολούνται με οποιονδήποτε τρόπο ή σχέση στη διοίκηση, ως υπάλληλοι ή ως σύμβουλοι στα συμμετέχοντα στο ΤΕΚΕ πιστωτικά ιδρύματα ούτε τα ίδια, οι σύζυγοι ή οποιοδήποτε μέλος της οικογενείας τους θα πρέπει να είναι μέτοχοι αυτών. Πρόσωπα κατάλληλα να ορίζονται μέλη στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ θα πρέπει να είναι αναγνωρισμένης εντιμότητας. Δεν είναι κατάλληλα προς τούτο πρόσωπα τα οποία έχουν καταδικαστεί για αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης με ή χωρίς τη δυνατότητα μετατροπής της ποινής αυτής σε χρηματική, ή που έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση ή πρόσωπα τα οποία, λόγω οποιουδήποτε παραπτώματος δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για την άσκηση επαγγέλματος ή έχουν αποκλειστεί ή τεθεί σε διαθεσιμότητα από την αρμόδια αρχή ως προς την άσκηση επαγγέλματος ή στα οποία έχει απαγορευθεί να ασκούν καθήκοντα διευθυντή ή υπαλλήλου σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή ή σε ιδιωτική επιχείρηση ή τα οποία έχουν υποπέσει σε βαρύ παράπτωμα.»
6. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 23 του ν. 3746/2009 τροποποιείται ως εξής:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο ευρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα όταν είναι παρόντα τέσσερα (4) τουλάχιστον μέλη.»
7. Η παρ. 9 του άρθρου 23 του ν. 3746/2009 τροποποιείται ως εξής:
«Η ειδική πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ επιτυγχάνεται με τη σύμφωνη ψήφο πέντε (5) τουλάχιστον μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.»
8. Οι διατάξεις του άρθρου 16Β του ν. 3864/2010 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και στο προσωπικό του ΤΕΚΕ.
Άρθρο 12
Τροποποιήσεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
1. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 203 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2717/1999 (Α’ 97), αντικαθίσταται και προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, μαζί με την αίτηση αναστολής συνυποβάλλεται και επικυρωμένο αντίγραφο της προσφυγής. Στις διαφορές του προηγούμενου εδαφίου, η αίτηση αναστολής περιλαμβάνει με ποινή το απαράδεκτο της ασκήσεώς της, κατάσταση στην οποία ο αιτών δηλώνει: α) το παγκόσμιο εισόδημά του από κάθε πηγή και β) την περιουσιακή του κατάσταση στην Ελλάδα και οπουδήποτε στην αλλοδαπή.
Αν ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, δηλώνεται και το παγκόσμιο εισόδημα από κάθε πηγή, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή του ή της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων.
Αν ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο, δηλώνεται και το παγκόσμιο εισόδημα από κάθε πηγή, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή συνδεδεμένου νομικού προσώπου με τον αιτούντα. Ως συνδεδεμένο νομικό πρόσωπο για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, νοείται η σύνδεση με σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής ή οικονομικής εξάρτησης ή ελέγχου, λόγω συμμετοχής του αιτούντος νομικού προσώπου στο κεφάλαιο ή τη διοίκηση του άλλου νομικού προσώπου ή λόγω συμμετοχής των ιδίων προσώπων στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση και των δύο νομικών προσώπων.
Η περιουσιακή κατάσταση περιλαμβάνει ιδίως τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε ακίνητα, τις καταθέσεις οποιουδήποτε είδους και τα συναφή τραπεζικά προϊόντα, τις επενδύσεις σε κινητές αξίες, τα μηχανοκίνητα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς, τα δάνεια και τις δωρεές, τις μετοχές, τα μερίδια, τα δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής σε κεφάλαιο σε οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 51Α του Κ.Φ.Ε. και τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε κινητά μεγάλης αξίας. Μαζί με την περιουσιακή κατάσταση, δηλώνεται από τον αιτούντα και η εκτιμώμενη αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης που περιλαμβάνεται στην αίτηση αναστολής, μπορεί να εξειδικεύονται τα περιουσιακά στοιχεία που δηλώνονται και προσδιορίζεται η αξία των εμπράγματων και ενοχικών δικαιωμάτων σε κινητά, πάνω από την οποία τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης.»
2. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2717/ 1999 (Α’97), προστίθεται περίπτωση γ’ που έχει ως εξής:
«γ) Αν η δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 203 έχει ουσιώδεις παραλείψεις ή ανακρίβειες.»
Άρθρο 13
Λοιπές διατάξεις
1. Το στοιχείο γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 3691/2008 τροποποιείται ως εξής:
«γ) Τη συλλογή πληροφοριών για το σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης ή σημαντικών συναλλαγών ή δραστηριοτήτων του πελάτη ή του πραγματικού δικαιούχου και την επαλήθευση των εισοδημάτων των ανωτέρω από τα πιστωτικά ιδρύματα με βάση προσκομιζόμενο πρόσφατο εκκαθαριστικό σημείωμα φορολογίας εισοδήματος, πλην των περιπτώσεων που ο πελάτης δεν υποχρεούται να υποβάλει δήλωση φόρου εισοδήματος.»
2. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, που κυρώθηκε με το ν. 2238/1994 (Α’ 151), προστίθεται νέα περίπτωση ια’ που έχει ως εξής:
«ια) Τα κεφαλαιακά κέρδη που προκύπτουν από την ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ή εταιρικών ομολόγων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου με άλλους τίτλους κατ’ εφαρμογήν προγράμματος συμμετοχής στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους.»
3. Στο τέλος της περίπτωσης η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Όταν δικαιούχος του εισοδήματος των προϊόντων της παραγράφου αυτής είναι κάτοικος αλλοδαπής φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το εισόδημα αυτό αποτελεί εισόδημα από κινητές αξίες.»
4. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέα περίπτωση θ’ που έχει ως εξής:
«θ) Από τη μεταβίβαση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου και εταιρικών ομολόγων σε τιμή ανώτερη της τιμής κτήσης τους.»
5. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 62 του ν. 2214/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η διάρκεια των χορηγηθέντων τοκοχρεολυτικών δανείων που δεν έχουν εξοφληθεί μπορεί να παρατείνεται μετά από αίτηση του δικαιούχου και πέραν των 40 ετών συνολικά από το χρόνο της αρχικής σύμβασης.»
6. Η διαδικασία της παραγράφου 17 του άρθρου 7 του ν. 4038/2012 (Α’ 14) ισχύει και για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, χωρίς να απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 68 του ν. 4002/2011 (Α’ 180), όταν πρόκειται για μετατάξεις προσωπικού από το στενό δημόσιο τομέα.
7. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 69 του ν. 3601/2007 διαγράφονται από τότε που ίσχυσε ο ν. 4021/2011 οι λέξεις «βαριά αμέλεια ή».
Άρθρο 14
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.
ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΣΧΕΔΙΟ
Η Ελληνική Δημοκρατία:
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι τα αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία αποτελούν έναν από τους κύριους παράγοντες που είναι απαραίτητοι για την Ελληνική διοίκηση, τους πολίτες και τις επιχειρήσεις καθώς και για τα διεθνή και Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τις αγορές για τη λήψη κατάλληλων αποφάσεων ·
ΤΟΝΙΖΟΝΤΑΣ ότι η αξιοπιστία των επίσημων στατιστικών είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό του μεγέθους τόσο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας όσο και των προγραμμάτων βοήθειας που παρέχονται από τους Ευρωπαίους εταίρους και τον ιδιωτικό τομέα ·
ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η αξιοπιστία των επίσημων στατιστικών στοιχείων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εμπιστοσύνη στα μέτρα οικονομικής πολιτικής που εξαγγέλλει και υλοποιεί η Ελληνική Κυβέρνηση καθώς και για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων των νέων οικονομικών προγραμμάτων
ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗΝ ότι η δημόσια εμπιστοσύνη στα ελληνικά στατιστικά στοιχεία εξαρτάται, από τη φύση της, από τη συνολική αξιοπιστία του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος, και συγκεκριμένα από την επαγγελματική ανεξαρτησία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, και ότι έχει άμεση επίδραση στη γενική αποδοχή των οικονομικών μέτρων
ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να επιτύχει και να διατηρήσει ένα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης στα ελληνικά στατιστικά στοιχεία στη βάση της πλήρους εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τα Στατιστικά Στοιχεία
ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι έχουν γίνει ήδη σημαντικά βήματα προς το σχεδιασμό του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος σύμφωνα με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τα Στατιστικά Στοιχεία ·
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ την τεχνική βοήθεια που έλαβε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του Κοινού Συνολικού Ελληνικού Σχεδίου Δράσης για τα Στατιστικά Στοιχεία (Joint Overall Statistical Greek Action Plan (JOSGAP))
ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ την πλήρη εμπιστοσύνη της στον επαγγελματισμό του προσωπικού που παράγει στατιστικά στοιχεία σε όλες τις αρχές που αποτελούν κομμάτι του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος και εκφράζοντας την εκτίμηση της για τις βελτιώσεις στην ποιότητα που έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα ·
ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ ΤΗΣ τις συνεχιζόμενες ανάγκες για σημαντικές βελτιώσεις αναφορικά με το θεσμικό πλαίσιο του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος και με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ελληνικών στατιστικών στοιχείων ·
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η συνολική ποιότητα των στατιστικών στοιχείων βασίζεται, επίσης, στην ποιότητα των πηγών των δεδομένων, η οποία πρέπει να βελτιώνεται συνεχώς
ΚΑΤΑ ΣΥΝΕΠΕΙΑ του στόχου να καθιερωθεί μια «Δέσμευση για την εμπιστοσύνη στα στατιστικά στοιχεία» σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος στην περίπτωση της Ελλάδας συμφωνήθηκε και αναφέρεται στο «Μνημόνιο Συνεννόησης για τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής», το οποίο θα υπογραφεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αναλαμβάνει τις ακόλουθες επίσημες δεσμεύσεις:
να ΣΕΒΑΣΤΕΙ πλήρως τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα για την ποιότητα των στατιστικών στοιχείων, και συγκεκριμένα τις αρχές του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τα Στατιστικά Στοιχεία
να ΕΓΓΥΗΘΕΙ και να ΠΡΟΑΣΠΙΣΕΙ την επαγγελματική ανεξαρτησία του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος, και ειδικότερα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) και να την ΠΡΟΩΘΗΣΕΙ στο κοινό μέσω των κατάλληλων επικοινωνιακών δράσεων ·
να ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ την Ελληνική Στατιστική Αρχή στην προάσπιση της δημόσιας εμπιστοσύνης για τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία και να τα ΠΡΟΑΣΠΙΖΕΤΑΙ ενάντια σε οποιαδήποτε προσπάθεια υπονόμευσης της αξιοπιστίας τους ·
να ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΕΙ επαρκείς και σταθερούς πόρους απαραίτητους για τη διατήρηση και περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας και κάλυψης των Ελληνικών στατιστικών στοιχείων ·
να ΛΑΒΕΙ όλες τις απαραίτητες ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ για την αποτελεσματική και ταχεία επίτευξη της συμμόρφωσης του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος με τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τα Στατιστικά Στοιχεία, και συγκεκριμένα τις ενέργειες που απαριθμούνται στο Παράρτημα αυτού του εγγράφου, το συντομότερο δυνατό αν δεν ορίζεται συγκεκριμένα
να ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙ περαιτέρω το σύστημα στατιστικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα προτείνοντας και υποστηρίζοντας αλλαγές στον Στατιστυκό Νόμο με σκοπό την αντικατάσταση του συλλογικού οργάνου της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής με ένα νέο όργανο που θα αναφέρει για την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τα Στατιστικά Στοιχεία, και, σε πλήρη συμμόρφωση με τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τα Στατιστικά Στοιχεία/να αναθέσει στον Πρόεδρο της ΕΛ.ΣΤΑΤ. την αποκλειστική ευθύνη να αποφασίζει για διεργασίες, στατιστικές μεθόδους, πρότυπα και διαδικασίες, και για το περιεχόμενο και χρονοδιάγραμμα των δημοσιεύσεων στατιστικών στοιχείων καθώς και την απαραίτητη αυτονομία και ευελιξία στη χρήση των διατεθειμένων πόρων, σε συνδυασμό με πλήρη λογοδοσία ·
να ΥΠΟΒΑΛΛΕΙ ετήσιες εκθέσεις στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την εφαρμογή των παραπάνω δεσμεύσεων·
να ΕΠΑΝΑΣΥΝΤΑΞΕΙ τη «Δέσμευση για την Εμπιστοσύνη στα Στατιστικά Στοιχεία», αν εντοπιστούν τυχόν σχετικές ανάγκες για βελτιώσεις από την Ελληνική Κυβέρνηση, το Ελληνικό Κοινοβούλιο ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Για την Ελληνική Κυβέρνηση:
[………………………Ο Πρωθυπουργός]
Συνυπογράφοντας αυτό το έγγραφο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλωσορίζει τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν από την Ελληνική Κυβέρνηση, αναγνωρίζει τους στόχους και τις βελτιωτικές ενέργειες που έχει εξαγγείλει, και θα συνεχίσει να παρέχει τεχνική βοήθεια καθώς και να υποστηρίζει την εφαρμογή τους και να παρακολουθεί την πρόοδο που επιτυγχάνεται.
Παράρτημα
Ενέργειες για βελτίωση
1. Ο στατιστικός νόμος (νόμος 3832/2010) θα τροποποιηθεί μέχρι τις 31 Μαρτίου 2012, και συγκεκριμένα με στόχο να :
α. Διασφαλίσει ότι ο στατιστικός νόμος περιέχει μια σαφή αναφορά στην ανάγκη να τηρείται ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Ορθής Πρακτικής για τα Στατιστικά Στοιχεία στο σύνολο του.
β. Ορίσει το νομικό καθεστώς της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ) ως ξεχωριστή νομική οντότητα με στόχο να διασφαλίσει την επαγγελματική της ανεξαρτησία.
γ. Αντικαταστήσει το συλλογικό σώμα της ΕΛΣΤΑΤ με ένα νέο στατιστικό συμβουλευτικό σώμα που θα παρέχει ανεξάρτητες αναφορές για την υλοποίηση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τα Στατιστικά Στοιχεία στο Ελληνικό Στατιστικό Σύστημα αναφορικά με το θεσμικό περιβάλλον αυτό το σώμα δεν θα έχει καμία επιρροή στη διοίκηση της ΕΛΣΤΑΤ ή στη συλλογή, παραγωγή και δημοσίευση στατιστικών στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ.
δ. Συγκεκριμενοποιήσει ότι το νέο στατιστικό συμβουλευτικό σώμα θα έχει διάρκεια 2 ετών και ότι ο ρόλος του και η αποτελεσματικότητα του θα αξιολογηθούν σε δύο χρόνια από τη σύσταση του.
ε. Εισαγάγει την υποχρέωση για το στατιστικό συμβουλευτικό σώμα να αναφέρεται κάθε χρόνο στο Ελληνικό Κοινοβούλιο μετά από ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Σώματος Στατιστικής Διακυβέρνησης · αυτή η αναφορά θα δημοσιεύεται.
στ. Καθορίσει τους κανόνες διορισμού και απόλυσης των μελών του στατιστικού συμβουλευτικού σώματος, που θα αποτελείται από Έλληνες και ξένους ειδικούς και φορείς του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος · ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ θα έχει ρόλο παρατηρητή σε αυτό το σώμα.
ζ. Καθορίσει τους κανόνες διορισμού και απόλυσης του προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ, με βάση μόνο επαγγελματικά κριτήρια.
η. Εμπιστευτεί στον πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ την αποκλειστική ευθύνη να αποφασίζει για τις διεργασίες, στατιστικές μεθόδους, πρότυπα και διαδικασίες και για το περιεχόμενο και τον χρόνο των δημοσιεύσεων στατιστικών στοιχείων καθώς και την απαραίτητη αυτονομία και ευελιξία στην χρήση και κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού και των χρηματικών πόρων.
θ. Δεσμεύσει τον Πρόεδρο της ΕΛ.ΣΤΑΤ ως συντονιστή του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος και εν προκειμένω ως αρμόδιο για την εφαρμογή του εθνικού πλαισίου διασφάλισης της ποιότητας.
ι. Καταστήσει τον Πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ υπόλογο στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.
κ. Αποσυνδέσει τον προϋπολογισμό της ΕΛΣΤΑΤ από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών και να εισάγει τον προγραμματισμό του προϋπολογισμού, την εκτέλεση και την παρακολούθηση του σύμφωνα με τις υφιστάμενες διαδικασίες με τη συμμετοχή του Ελληνικού Κοινοβουλίου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
λ. Άρει την ανάγκη να διαβουλεύεται με το Κοινοβούλιο σχετικά με τον Κανονισμό Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΕΛ.ΣΤΑΤ
μ. Καταστήσει τον Πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ ρητά υπεύθυνο για το διορισμό του Νομικού Συμβούλου της ΕΛ.ΣΤΑΤ· και για να προτείνει την οργανωτική δομή (οργανόγραμμα) της ΕΛ.ΣΤΑΤ.
2. Στη συνέχεια, μέχρι τις 31 Μαΐου 2012, το στατιστικό συμβουλευτικό σώμα θα πρέπει να στελεχωθεί σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στον τροποποιημένο Στατιστικό Νόμο.
3. Θα πρέπει να παρασχεθούν επαρκείς οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι στους φορείς του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος προκειμένου να μπορούν να παρέχουν στατιστικές υψηλής ποιότητας στους χρήστες, σύμφωνα με όλες τις υποχρεώσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
4. Η πλήρης και έγκαιρη πρόσβαση σε πηγές διοικητικών δεδομένων και η παροχή διοικητικών στοιχείων θα πρέπει να διασφαλίζεται, σύμφωνα με τον Στατιστικό Νόμο.
5. Η ΕΛ.ΣΤΑΤ θα δικαιούται για στατιστικούς σκοπούς την πλήρη και έγκαιρη πρόσβαση στους οικονομικούς και χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς όλων των οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται από τη γενική κυβέρνηση.
6. Οι δράσεις που προβλέπονται στο Κοινό Συνολικό Ελληνικό Σχέδιο Δράσης για τα Στατιστικά Στοιχεία (JOSGAP) θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται αποτελεσματικά σύμφωνα με τις προθεσμίες που έχουν οριστεί.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 29 Φεβρουαρίου 2012