Για να θεωρηθεί ότι υπάρχει πλήρης, διαρκής ανικανότητα, λόγω ατυχήματος, το οποίο υπέστη εργάτης ή υπάλληλος κατά την εργασία του ή εξ αφορμής αυτής και για να λάβει τη σχετική αποζημίωση θα πρέπει να περιήλθε σε απόλυτη αδυναμία να ασκεί όχι μόνο το μέχρι τότε επάγγελμά του, αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο.
Αυτό υπογραμμίζεται στην 131/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου, Σπύρος Κολυβάς), στην οποία αναφέρονται, ειδικότερα και τα εξής:
«Επί εργατικού ατυχήματος από βίαιο συμβάν, ο εργάτης ή ο υπάλληλος, ο οποίος, υπέστη πλήρη, διαρκή, ανικανότητα να ασκεί όχι μόνο το μέχρι τότε επάγγελμά του, αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά ισοδύναμο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η κοινωνική και οικονομική μετάταξή του, δικαιούται την προβλεπόμενη, κατά περίπτωση, νόμιμη αποζημίωση. Για τον καθορισμό της αποζημίωσης (περιλαμβάνει μισθούς έξι ετών), το μεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε μισθός, προκειμένου επί οποιουδήποτε εργάτη, πλην μαθητευομένων και εργατών, που δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους, λογίζεται ίσος με την αντιμισθία, που ελήφθη πραγματικά από αυτόν κατά τους 12 μήνες πριν από το ατύχημα, είτε σε χρήματα, είτε σε είδος.
Συγκεκριμένα, για τον καθορισμό της αποζημίωσης στην περίπτωση της πλήρους διαρκούς ανικανότητας, ο υπολογισμός των μισθών γίνεται με βάση το σύνολο των καταβαλλομένων αποδοχών του παθόντος – εργαζομένου, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται όλα τα συμβατικά νόμιμα επιδόματα, οι προσαυξήσεις και αποζημιώσεις λόγω παροχής υπερεργασίας και νόμιμης υπερωριακής εργασίας, τα επιδόματα εορτών, Κυριακών και αδειών, η αποζημίωση άδειας και το αντίτιμο τροφής».
Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ
Δευτέρα, 20 Αυγούστου 2007