Υπάρχουν κάποιες στιγμές στην ζωή κάθε ανθρώπου που τον σημαδεύουν για την υπόλοιπη ζωή του. Στιγμές γεμάτες ένταση και δύναμη που αγγίζουν το μυαλό του και την ψυχή του τόσο βαθιά, που είναι ικανές να τον κάνουν να αναθεωρήσει τα πάντα και να ξαναγεννηθεί σαν ένας νέος άνθρωπος, μια δεύτερη γέννηση, μια δεύτερη ευκαιρία.
Προσπαθώντας να αναδείξω αυτό το ανθρώπινο προσόν, έφτασα στην ιδέα να γράψω αυτές τις ιστορίες βγαλμένες από την καθημερινότητα γυναικών που απλά εναπόθεσαν τις εμπειρίες τους αυτές, σε ένα ημερολόγιο.
Το κοινό στοιχείο τους βέβαια η αλλαγή της οπτικής γωνίας σκέψης, αλλά και το όνομα.
Όλες τους λέγονται ΜΑΡΙΑ.
Είναι οι Μαρίες που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, όλων των ηλικιών και όλων των κοινωνικών τάξεων.
Η κάθε μία, μια άλλη ιστορία, μια άλλη εμπειρία, μια άλλη αλήθεια, αλλά κατά βάθος…Είναι απλά μόνο μια γυναίκα, η ΜΑΡΙΑ.
Ελπίζω να σας παρασύρουν, η κάθε μία με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο, στην δικής της ιστορία και να σας μεταφέρουν μέσω της διήγησης, στο κέντρο της μοναδικής τους εμπειρίας, που κατάφερε να τους αλλάξει … την ζωή.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε κάθε ΜΑΡΙΑ, που μου έδωσε την έμπνευση.
Καλή ανάγνωση
Αγγελική Δ. Παπασταύρου
ΜΑΡΙΑ – Ιστορία Πρώτη
Με λένε Μαρία …και εδώ και ένα χρόνο κατάλαβα ότι ο πόνος της ψυχής είναι μεγαλύτερος και βαθύτερος από οποιονδήποτε σωματικό πόνο. Ο πόνος του να χάνεις το παιδί σου είναι ότι χειρότερο μπορεί να βιώσεις.
Σήμερα 14 Σεπτεμβρίου κλείνει ένας χρόνος που χάσαμε το αγγελούδι μας την δίχρονη Γωγούλα μας.
Το πρωί στο μνημόσυνο δεν μπορούσα πια να κλάψω, τα μάτια ένα χρόνο μετά πάγωσαν και στέρεψαν, όπως στέρεψε και κάθε ελπίδα για ζωή μέσα μου.
Ήμουν σαν ναρκωμένη. Ο άντρας μου το ίδιο και όλο το χωριό βουβό πια δεν ήξερε πια τι να ευχηθεί . Ούτε που τόλμησαν να μου ξαναπούν να κάνω άλλο παιδί, να σβήσει την θλίψη ή ότι η ζωή συνεχίζεται. Θυμούνται τις αντιδράσεις μου από τις άλλες φορές που μου το ευχήθηκαν. Οργή και αντίδραση. Φωτιά και σίδερο οι λέξεις που ξεχύθηκαν από το στόμα μου . Ποτάμι ατελείωτο τα δάκρυα και οι λιποθυμίες από την ένταση . Που να ξανά τολμήσουν .
Ούτε και το «ζωή σε λόγου σας» δεν κάλμαρε την πονεμένη ψυχή μου σαν ευχή . Εγώ θέλω το σπλάχνο μου πίσω με πράξεις και όχι με λόγια.
Το γλυκό μελαχρινό άγγελό μου με τα μεγάλα καστανά αμυγδαλωτά μάτια.
Το χαμόγελο της που γέμιζε τις μέρες μου , το κλάμα της που έσχιζε τις σάρκες μου όταν έσβηνε… Τον άγγελο αυτό που μου χάρισε ο Θεός και τόσο άσπλαχνα μου τον πήρε πίσω.
Ακόμη δεν πηγαίνω μέσα στην εκκλησία. Όπως και την μέρα της κηδείας έμεινα πεισματικά απέξω για να εκδικηθώ και να δηλώσω την κατηγορηματική μου άρνηση στο να δώσω πίσω το μονάκριβό παιδί μου στον Θεό.
Ακόμη μαζί του τα έχω. Ακόμη πονάω και δεν νομίζω ποτέ να το ξεπεράσω, μα τι λέω; ξεχνιέται τόσος πόνος; ξεχνιέται μια ζωή;
Θυμάμαι το βλέμμα της όταν γεννήθηκε , το πόσο μικροσκοπικό πλασματάκι ήταν, εύθραυστο στην αγκαλιά μου, φοβόμουν να μη σπάσει και το κοίταζα όλο λατρεία. Ήταν δικό μου, κατάδικό μου, πόσο ευτυχισμένη ήμουν, μια χαζομαμά. Αλλά και ο πατέρας της το ίδιο αισθανόταν και με τη περηφάνια έλεγε «κόρη έκανα, ένα θαύμα είναι τόσο δα»!
Ένα ανυπόμονο θαύμα που δεν περίμενε να κλείσει τον ένατο μήνα αλλά μας ήρθε ξαφνικά από τον έβδομο κιόλας!
Ποτέ δεν αγανάκτησα και δεν κουράστηκα τις ατέλειωτες νύχτες που ήμασταν ξάγρυπνοι δίπλα της, στα πονάκια από τα δόντια, τους πυρετούς το χειμώνα από τις πολλές ιώσεις ακόμη και όταν από καπρίτσιο ήθελε να έρθει και να κοιμηθεί μαζί μας στο κρεβάτι μας εμείς το δεχτήκαμε και πάντα μας έλλειπε όταν τελικά μας άκουγε και πήγαινε για ύπνο πίσω στο δικό της κρεβατάκι.
Στα πρώτα της βήματα, δεν θα ξεχάσω το καρδιοχτύπι μας που έπεφτε μονίμως και εμείς φοβόμασταν ότι θα χτυπήσει και εκείνη λες και το ήξερε μας δούλευε με τόσο νάζι και έπεφτε επίτηδες καμιά φορά για να τρέξουμε να την σηκώσουμε και να την σφίξουμε στην αγκαλιά μας και να την ρωτήσουμε γλυκά «χτύπησες καρδιά μου;»
Ποτέ δε θα ξεχάσω την πρώτη φορά που είπε «μαμά» ήταν η μεγαλύτερη χαρά στη ζωή μου , ήμουν τόσο περήφανη που το μικρό μου θαύμα άρχισε να μιλάει που την πήρα αγκαλιά την φίλησα και τρέχοντας την πήγα στο μαγαζί του πατέρα της να το ακούσει εκείνος αλλά και το υπόλοιπο χωριό, που ήταν εκεί μαζεμένο στο καφενείο, λάμπαμε και οι τρεις από ευτυχία και καμάρι.
Αυτή την ευτυχία ζήλεψε ο Θεός και μου την πήρε .
Αυτή την αγγελική ύπαρξη που ήρθε το Φθινόπωρο και έφερε την Άνοιξη στην ζωή μου. Που και τα μεγαλύτερα προβλήματα φαίνονταν μηδαμινά όταν ο άγγελός μου , το Γωγουλίνι μου, με κοίταγε στα μάτια και γελούσε ευτυχισμένο.
Όμως η κακία η ώρα ήρθε και το θεόσταλτο αυτό άγιο δώρο έμελλε να έχει ημερομηνία λήξης.
Όπως ένα Φθινοπωρινό βράδυ μου το χάρισε, έτσι ένα άλλο Φθινοπωρινό βράδυ 2 ολόκληρα χρόνια μετά, μου το στέρησε .
Από την προηγούμενη ήταν κακοδιάθετη και έτσι δεν την ζόρισα να φάει ή να πάει στο δικό της κρεβάτι να κοιμηθεί. Κούρνιασε ανάμεσά μας και εκεί προσπάθησε να ηρεμίσει και να κοιμηθεί. Αργά την νύχτα ξυπνήσαμε από τα κλάματα . Ο άγγελός μας ψηνόταν στον πυρετό και με το σαραντάρι κατευθείαν στην πόλη, στο νοσοκομείο. Η γνωμάτευση σαν μαχαίρι μας ξέσχισε την καρδιά, «μηνιγγίτιδα».
Το κορμάκι του έλιωνε από τον υψηλό πυρετό και οι πρόγνωση δυσοίωνη . Πόσο πολύ παρακάλεσα τον Θεό να το βοηθήσει να πέσει ο πυρετός και να το δω να ξαναγελάει, αλλά … το άσχημο τέλος ήρθε το άλλο βράδυ που έσβησε ξαφνικά, έτσι όπως ήρθε στην ζωή, ξαφνικά. Πρόωρα, δίχως να το περιμένουμε δίχως να μπορούμε να πιστέψουμε πως πήγαμε τρεις στο νοσοκομείο και θα φύγουμε δύο. Πως η αγκαλιά μας θα μείνει άδεια , όπως άδεια θα έμενε στο σπίτι και το κρεβάτι μας και το δωμάτιό της, αλλά άδεια θα έμενε και η ζωή μας πια.
Το σοκ διαδέχτηκε ο βαθύς πόνος που ρίζωσε και δεν θα έφευγε ποτέ και μάλλον θα μας έκανε συντρόφους του για πάντα. Θύμωσα πολύ, τα έβαλα με όλους και με όλα.
Έριξα ευθύνες στους γιατρούς, ευθύνες στους χωριανούς, στον άντρα μου, στους γονείς μας , στο Θεό . Όλα μου έφταιγαν και όλοι έπρεπε να πονέσουν για να βρω ικανοποίηση αλλά ίσως ήταν και λάθος.
Εκείνοι καταλάβαιναν το μέγεθος της οργής και του πόνου και απλά σώπαιναν. Μόνο η καλή μου φίλη, μου έδωσε μια συμβουλή σωστή, που όμως μέχρι σήμερα δεν είχα καταλάβει και δεν αποδεχόμουν και έτσι και εκείνη απομάκρυνα από την άθλια πια και κενή ζωή μου.
Τα λόγια της ήταν σαν το κερασάκι στην τούρτα, ήταν αυτά που με έκαναν για ένα χρόνο να κλειστώ στο σπίτι, πεισματικά να μη θέλω να δω κανέναν, μόνο να κοιμάμαι αγκαλιά με τα παιχνίδια της και να μυρίζω τα ρούχα της, γιατί φοβόμουν πως θα την χάσω ακόμη μια φορά αν πάψω να την νιώθω, να την αισθάνομαι, να την μυρίζω.
Τα λόγια της φωτιά μέσα στα άχυρα, «μόνο με ένα άλλο μωρό θα σβήσεις καλή μου τον πόνο». Την έδιωξα αμέσως από το σπίτι και την ζωή μου, μου φαινόταν αδιανόητο να ανταλλάξω την Γωγώ μου για οποιοδήποτε άλλο μωρό στον κόσμο, δεν θα έκανα άλλο παιδί ποτέ, όχι ποτέ…
Μόλις πριν λίγες εβδομάδες καταφέραμε να λειτουργήσουμε ξανά σαν ζευγάρι με τον άντρα μου και ομολογώ πως αυτό απάλυνε τον πόνο και των δυό μας.
Στο μνημόσυνο σήμερα το πρωί ήμουν πάλι έξω από την εκκλησία. Ακόμη δεν μπόρεσα να συγχωρέσω το Θεό, αν και ο πόνος άρχισε κάπως να μαλακώνει.
Είναι βράδυ και είμαι γυμνή μπροστά στον καθρέφτη.
Κοιτάω το σώμα μου και θυμάμαι πόσο σφιχτά με αγκάλιαζαν τα μικρά απαλά της χεράκια. Κοιτάω τα δύο στήθη μου που τόσο γλυκά και λαίμαργα ρουφούσε για να χορτάσει την πείνα της. Όλα εδώ είναι, μόνο εκείνη λείπει.
Σκέφτομαι να πάω στην εκκλησία αύριο το πρωί και να ζητήσω συγχώρεση από το Θεό για την τόσο πεισματική ,εγωιστική συμπεριφορά μου, να συναντήσω την καλή μου φίλη να την αγκαλιάσω και να της ζητήσω συγνώμη και να της πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την συμβουλή της.
Να βάψουμε το σπίτι μας, να πλύνω τα ρούχα της μικρής μου αγαπημένης, να ανοίξω τα παράθυρα να μπει ο ήλιος να φωτίσει τις ψυχές μας.
Τα μάτια μου καρφώνονται με αγωνία στο μικρό τεστ εγκυμοσύνης που μόλις πριν λίγα λεπτά έκανα. Οι οδηγίες στην συσκευασία μου λένε σιωπηλά «θετικό».
Η συννεφιά στην ψυχή μου σιγά σιγά διαλύεται.
Πρέπει να ετοιμαστώ, μια νέα ελπίδα με την μορφή ενός νέου αγγέλου θα έρθει σε λίγους μήνες στη ζωή μας.
Τώρα νοιώθω έτοιμη να αποχωριστώ το παιδί μου, τη Γωγώ μου.
Τώρα νοιώθω την αλήθεια του ποιήματος που κάποιος έγραψε στο μνήμα της κόρης μου
Ένας ακόμη Άγγελος στον ουρανό,
και τώρα τι;
Σιωπή, θλίψη, πόνος,
κραυγή που μένει εγκλωβισμένη στη ψυχή,
γονείς μόνοι, πονεμένοι,
στα χείλη τους μονίμως
ένα “γιατί”!
Όμως σας βλέπει και απορεί:
γιατί μαμά τόση θλίψη στη ψυχή;
είμαι καλά και σας αγαπώ
κάθε μέρα από κει ψηλά που σας κοιτώ,
να είστε ευτυχισμένοι
να είμαι και γω,
και μη με ξεχνάτε
σας ΑΓΑΠΩ!
Στο καλό καρδιά μου, πάντα θα είσαι στην ψυχή μου και να μη ξεχνάς
Σ΄ ΑΓΑΠΩ για ΠΑΝΤΑ.
Η μανούλα σου!!!
Μαρία…
Αγγελική Δ. Παπασταύρου
ΜΑΡΙΑ – Ιστορία Δεύτερη
Με λένε Μαρία… και είμαι είκοσι δύο ετών. Μέχρι σήμερα δεν είχα ξαναγράψει σε ημερολόγιο. Το θεωρούσα πολύ κοριτσίστικό και πολύ παιδικό.
Στο σχολείο θυμάμαι ότι μόνο σε λευκώματα συμμαθητριών μου έγραφα και μάλιστα έβαζα πάντα ψευδώνυμο, γιατί δεν ήθελα να με αναγνωρίσουν , δεν ήθελα να με θυμούνται , δεν ξέρω γιατί το έκανα , πάντως δεν !
Ήμουν πάντα χαμηλών τόνων , δεν μου άρεσε να είμαι στο επίκεντρο μιας συζήτησης πόσο μάλλον το θέμα της και έτσι δεν έδινα και αφορμές.
Σήμερα ένοιωσα να μιλήσω στον εαυτό μου μεγαλόφωνα, αλλά εδώ στις παλαιές πολυκατοικίες της Αθήνας που μένουμε, όλα ακούγονται και οι τοίχοι έχουν αφτιά και πόσο μάλλον να ακούσουν και τις ενδόμυχες κρυφές μου σκέψεις. Ο μόνος τρόπος που σκέφτηκα για να εκφραστώ ήταν να γράψω τις σκέψεις μου αλλά και την σημερινή μου απλή εμπειρία σε μια κόλλα χαρτί και μόλις εκπληρώσει το σκοπό του θα το πετάξω για να χαθούν και αυτές μαζί του. Μα καλά θα μου πείτε, οι φίλες σου, οι φίλοι σου, που τα μοιράζεστε όλα που είναι, μα ούτε και σε αυτούς δεν θέλω να τα πω, γιατί μέχρι σήμερα μας φαίνονταν σοβαρά θέματα αυτά που τώρα μου φαντάζουν γελοία και δε θα με καταλάβουν, θα με κοροϊδέψουν , θα γελάσουν ίσως και δεν θέλω , δεν μπορώ … μου θυμίζει το σχολείο και δεν ! Άλλωστε τους είπα και δεν κατάλαβαν πάλι…
Μέχρι σήμερα η ζωή μου ήταν συνηθισμένη και όπως νόμιζα όλα κυλούσαν ήρεμα, φυσιολογικά και … βαρετά. Είχα ανησυχίες και άγχη για ανούσια, όπως αποδείχτηκαν στην συνέχεια της σημερινής ημέρας, πράγματα.
Ήμουν αυτές τις τελευταίες εβδομάδες στην φάση της αναζήτησης εργασίας μετά το δίπλωμα μου από την σχολή δημοσιογραφίας και πέρα από το κουτσομπολιό ανάμεσα στις φίλες μου και στους φίλους μου δεν είχα και άλλη επαγγελματική εμπειρία στο θέμα.
Με την μικρή μου παρέα, μερικές κολλητές φίλες από το γυμνάσιο χαμηλών τόνων και αυτές όπως και εγώ και μερικούς , ελάχιστους θα έλεγα φίλους από την σχολή , βρισκόμασταν σχεδόν καθημερινά σε καφετέρια της γειτονιάς μου και λέγαμε τα νέα μας έτσι για να περάσει η ώρα, τα Σαββατόβραδα συνήθως για κλάμπινγκ μέχρι πρωίας . Καλά περνούσαμε και μας άρεσε, άλλωστε αν δεν κυκλοφορήσεις τι θα κάνεις, μέσα θα μείνεις και θα θαφτείς στους τέσσερις τοίχους;
Τις Κυριακές ήταν η καλύτερή μας, μεσημεράκι μετά το φαγητό της μαμάς στο σπίτι, για καφέ, συνήθως μακριά στην παραλιακή να δούμε και κάτι καινούργιο. Έτσι και χτες που ήταν Κυριακή εκεί βρεθήκαμε όλοι και συζητάγαμε αραχτοί .
Συζητάγαμε για… σοβαρά θέματα , βέβαια, το λέω με ειρωνεία αυτό τώρα, αλλά δεν φαίνεται στο χαρτί , σοβαρότατα, όπως, πως θα κόψουμε και πως θα χτενίσουμε τα μαλλιά μας, τι χρώμα τελικά θα τα βάψουμε, αν θα κάνουμε και ανταύγειες , τι καινούργιο παίζει το δίπλα σινεμά, σχολιάζαμε την καινούργια μηχανή του Αντρέα, και άμα θα αρέσει της Στέλλας και μπας και τα ξαναφτιάξουνε και χίλιες δύο τέτοιες σοβαρές, εδώ έχει πάλι τον τόνο της ειρωνείας αλλά δεν φαίνεται, χαζομάρες.
Την προσοχή μας τράβηξε μια ιδιαίτερη παρέα στο βάθος . Οι φωνές τους δυνατές και τα χαμόγελά τους δυνατά και συνεχή. Ήταν μια παρέα έξι εφήβων αγοριών όλα άτομα με ειδικές ανάγκες και δύο μεγαλύτερες κοπέλες που τους συνόδευαν και να τους πρόσεχαν σε αυτή την Κυριακάτική πρωτότυπη για μας βόλτα τους για καφέ. Αμηχανία στην παρέα και περιέργεια για λίγα λεπτά και μετά τα διάφορα σχόλια. «Αχ τα καημένα τα κορίτσια που χαλάνε τις Κυριακές τους με αυτά τα παιδιά.» , «Καημένα είναι τα παιδιά και τυχερά μαζί που τα πάνε βόλτα έξω από το σπίτι τους και πάλι καλά που δεν είναι κλεισμένα σε κανένα ίδρυμα», «Κανονικά θα έπρεπε να τους απαγορεύουν την είσοδο σε τέτοια μαγαζιά είδες τι φασαρία κάνουν» και άλλα τέτοια τα οποία εμένα δεν με άγγιξαν τότε και πολύ. Το θέμα αμέσως άλλαξε στην συνέντευξη που είχα για δουλειά την Δευτέρα και το πώς θα πάω με την συγκοινωνία ή ταξί και τι θα φορέσω τελικά.
Το βράδυ κύλησε ήσυχα και το επόμενο πρωινό με βρίσκει έτοιμη ντυμένη και στολισμένη για την συνέντευξη στο κέντρο της Αθήνας. Η σωστή και όμορφη εμφάνιση ήταν το πιο δυνατό μου προσόν.
Το βιογραφικό μου, φτωχό αλλά απαραίτητο, στην τσάντα, το χαμόγελο κολλημένο στα χείλη, το άγχος να μου κάθετε κόμπος στο λαιμό, η αισιοδοξία μου κάπου χαμένη στο διάστημα και είμαι έτοιμη προς αναχώρηση.
Πήρα το μετρό για να κατέβω στο κέντρο, τι πιο πρακτική λύση αλλά και γρήγορη. Κόσμος πολλής έμπαινε και έβγαινε, μικροί καθισμένοι στα καροτσάκια τους που με τα έκπληκτα μάτια τους ρουφούσαν τις εικόνες για να δημιουργήσουν τις δικές τους πρώτες εμπειρίες της πόλης. Νέοι πήγαιναν στις εργασίες τους αλλά και στις σχολές τους για μάθημα, μεγαλύτεροι άνθρωποι για την δουλειά τους και ηλικιωμένοι … δεν ξέρω πάντως έδειχναν και εκείνοι πολύ βιαστικοί να φτάσουν στον προορισμό τους και τα κουρασμένα τους πόδια έβγαζαν φτερά για να προλάβουν τον συρμό και να μην τον χάσουν. Υπήρχαν και άτομα διαφορετικά ανάμεσά τους, άτομα με καροτσάκια ανάπηροι, αλλά και τυφλοί που κρατούσαν τα λεπτά πτυσσόμενα μπαστούνια τους με το χαρακτηριστικό ήχο τικ τικ, που όμως μέσα στην όλη φασαρία χανόταν ο ήχος τους, και γίνονταν και εκείνοι ένα με την λαοθάλασσα που τους παρέσερνε γρήγορα μαζί της, αλλά ευτυχώς προς την σωστή κατεύθυνση.
Μπήκα στο βαγόνι και κάθισα αφημένη σε χιλιάδες σκέψεις, δεν πρόσεξα γύρω μου, δεν είδα, δεν ήθελα να δω; δεν ξέρω, όμως κάποια ηλικιωμένη κυρία που καθόταν δίπλα μου σχολίασε δυνατά μονολογώντας «Πως έγιναν οι νέοι μας σήμερα έτσι; ούτε σεβασμός ούτε ντροπή» Τότε άφησα τις σκέψεις μου και κοίταξα γύρω μου . Δεν χρειάστηκε να ψάξω πολύ για να καταλάβω για ποιον ήταν αυτά τα λόγια και η μπηχτή. Για μένα ήταν . Μπροστά μου στεκόταν εκείνος ο κύριος ο τυφλός που τον παρέσυρε η λαοθάλασσα και μάλιστα στεκόταν όρθιος και κανείς δεν του είχε προσφέρει την θέση του .
Ντράπηκα και πρέπει να κοκκίνισα, σηκώθηκα να του προσφέρω την θέση μου μάλιστα τον βοήθησα να καθίσει κιόλας, γιατί ήταν η στιγμή ενός μεγάλου ταρακουνήματος και έχασε την ισορροπία του και παραλίγο να πέσει.
Με ευχαρίστησε ευγενικά και εγώ το «παρακαλώ» το κατάπια από ντροπή και χαμήλωσα το βλέμμα μου .
Η ηλικιωμένη κυρία που και αυτή μπαστουνάκι κρατούσε λόγω ηλικίας, μου έστειλε με τα μάτια της ένα μήνυμα ικανοποίησης και ευχαρίστησης. Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας βοήθησα την ηλικιωμένη κυρία να κατέβει και το χαμόγελό της μου έδωσε δύναμη και αισιοδοξία για την υπόλοιπη μέρα.
Είμαι τώρα έξω από την πολυκατοικία με το νούμερα 14, όπως λέει και η διεύθυνση στο χαρτί μου. Όροφος δεύτερος, έχω σημειώσει και βγαίνοντας από το ανσασέρ χτυπάω την μισάνοιχτη πόρτα και μπαίνω στα γραφεία του περιοδικού .
Ένα γλυκό άρωμα μου έκανε αισθητό την παρουσία του στην ατμόσφαιρα και το γραφείο στην είσοδο πολύ φωτεινό και χαρούμενο . Η κοπέλα στην γραμματεία όμορφη με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της και τα κατάξανθα μαλλιά της έπεφταν μπούκλες στους ώμους της και όπως ήταν έτσι καθισμένη έδειχνε για πανύψηλη αν σηκωθεί αλλά….τι βλέπω, κάθεται σε αναπηρική καρέκλα . Μου προσφέρει χαμογελώντας πάντα, μια θέση να καθίσω στο απέναντι καναπέ και με ρωτάει αν θέλω κάτι να μου προσφέρουν για να πιω, αρνούμαι ευγενικά και κάθομαι σοκαρισμένη.
Τι κρίμα τέτοια όμορφη κοπέλα να μη μπορεί να περπατήσει.
Σε λίγο με φωνάζει ότι ο διευθυντής του περιοδικού είναι έτοιμος να με δεχθεί και εκεί με περιμένει και άλλη έκπληξη.
Ο κύριος πίσω από το μεγάλο γραφείο είναι και εκείνος σε αναπηρικό καροτσάκι και μάλιστα διαφορετικό τον στηρίζει ολόκληρο, γιατί σε αντίθεση με την γραμματέα, εκείνος δεν μπορεί να κουνήσει ούτε τα χέρια του είναι τετραπληγικός όπως μου εξήγησε αργότερα.
Τον χαιρετάω ευγενικά δίχως την ανάλογη χειραψία και θαυμάζω τον χώρο γύρω του. Μέσα στο φως από τον ήλιο, τα ράφια γύρω του γεμάτα λαμπερά και καλογυαλισμένα κύπελλα και μετάλλια από όλα τα αθλήματα όπως μπόρεσα να διακρίνω και φωτογραφίες πολλές από παιδάκια σε αναπηρικά καροτσάκια και αμαξίδια που κρατάνε αυτά τα κύπελλα και τα επιδεικνύουν με πάρα πολύ καμάρι.
Μια φωτογραφία μεγάλη στον τοίχο δείχνει ένα παιδάκι δίχως χέρια να είναι περήφανο και χαρούμενο που μόλις κέρδισε σε έναν αγώνα κολύμβησης και έχει περασμένο στο λαιμό του το μετάλλιο.
Καταλαβαίνοντας την αμηχανία μου ο διευθυντής μου εξηγούσε τις φωτογραφίες, τα ονόματα αυτών των μικρών αληθινών ηρώων που αν και η ζωή τους στέρησε σημαντικά όργανα όπως τα χέρια, τα πόδια, τα μάτια, εκείνοι κάνανε την υπέρβαση του εαυτού τους και κατάφεραν και νίκησαν την μειονεκτικότητα του σώματός τους.
Έμεινα να θαυμάζω αυτούς τους ήρωες που μόλις τώρα τους γνώρισα και δεν είχαν φυσικά καμία σχέση με τους μέχρι σήμερα άψυχους και εμπορικούς μας ήρωες της μεγάλης οθόνης. Αυτοί ήταν αληθινοί είχαν όνομα, διεύθυνση, σώμα ζωντανό και προπάντων αληθινή ψυχή.
Αυτούς τους μικρούς ήρωες μου ζήτησε να γνωρίσω και να τους πάρω συνέντευξη και να τους ακολουθήσω στις προπονήσεις τους και στους αγώνες τους γράφοντας από την βιογραφία τους με τα μέχρι τώρα κατορθώματά τους αλλά και τις μελλοντικές τους νίκες.
Ένας ολοκαίνουργιος κόσμος μου συστηνόταν ,μια πραγματική ευκαιρία να γνωρίσω αυτές τις θαυμαστές γεμάτες θάρρος ψυχές και θα την άφηνα χαμένη; Δέχτηκα με πολύ χαρά και έφυγα κατενθουσιασμένη από το γραφείο.
Είναι βράδυ τώρα ,είμαι ακόμη ενθουσιασμένη , κάθομαι μπροστά στον καθρέφτη μου και γράφω σε ένα ημερολόγιο .
Τελικά είμαστε αχάριστοι. Έχουμε τα πάντα και δεν τα εκτιμάμε. Έχουμε την υγεία μας την αρτιμέλεια μας και δεν το εκτιμάμε. Γκρινιάζουμε διαρκώς για ανούσια πράγματα το μόνος που μας ενδιαφέρει είναι ο υλικός κόσμος.
Οι φίλοι μου όταν τους είπα με λίγα λόγια τι ακριβώς μου ζήτησε ο διευθυντής του περιοδικού να κάνω δεν μοιράστηκαν μαζί μου τον ίδιο ενθουσιασμό.
Αρκέστηκαν στο ένα καλά και πόσο θα πληρώνεσαι γιαυτό και τίποτε άλλο.
Άλλος σχολίασε πόσο καταθλιπτικό θα είναι να συναναστρέφεσαι τα άτομα με αναπηρίες.
Μα εγώ ξέρω ότι δεν είμαι πια η ίδια κοπέλα του χτες που κοίταγε την άψογη εμφάνιση και έπαιρνε μέρος σε ανούσιες συζητήσεις . Άλλαξα ή τουλάχιστον θα προσπαθήσω.
Κακόμοιροι δεν είναι εκείνοι, αλλά όλοι εμείς που δεν ξέρουμε να εκτιμάμε αυτά που έχουμε , που δεν έχουμε καταφέρει τίποτα μέχρι σήμερα ούτε ένα τόσο δα μετάλλιο κι ας είμαστε αρτιμελής.
Η ζωή μου σε σύγκριση με την δική τους άδεια.
Οι άνθρωποι στην κοινωνία μας τους φέρονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, δεν τους αναγνωρίσουν τα δικαιώματά τους, ούτε τους θέλουν στην παρέες τους, ακόμη και στα μαγαζιά τους. Η νοοτροπία αυτή θα πρέπει να αλλάξει και θα κάνω ότι μπορώ . Το περιοδικό μου δίνει το βήμα και θα το πάρω. Πρέπει οι άνθρωποι να ξαναβρούμε την ανθρωπιά μας και αυτήν θα υποστηρίξω.
Μόλις βρήκα τον πραγματικό σκοπό μου.
Από σήμερα ξαναγεννήθηκα. Τα πιστεύω και οι ιδέες μου άλλαξαν.
Βλέπω τον κόσμο γύρω μου από μια άλλη σκοπιά.
Νομίζω πως θα πρέπει να ξανασυστηθώ…
Με λένε Μαρία… και είμαι είκοσι δύο ετών, από σήμερα ανοίγει ένα καινούργια κεφάλαιο στην ζωή μου. Οι στόχοι μου και τα πιστεύω μου πλέων θα εστιάζουν στο να γίνω ένας καλύτερος και χρήσιμος άνθρωπος.
Θα προσπαθήσω να βοηθήσω και να υποστηρίξω την ισότητα στην διαφορετικότητα.
Συγγραφέας
Αγγελική Δ. Παπασταύρου
ΜΑΡΙΑ – Ιστορία Τρίτη
Με λένε Μαρία…στην ζωή μου στάθηκα πάντα πολύ τυχερή. Σήμερα όμως το κατάλαβα πολύ καλά αυτό και ευχαριστώ τον Θεό για την καλή αυτή μου… τύχη.
Από τα σχολικά μου χρόνια θυμάμαι ότι αν και τεμπέλα ποτέ δεν έτυχε να με εξετάσει ο καθηγητής σε μάθημα που για μια κακή συγκυρία, δεν «έτυχε» να ανοίξω βιβλίο ή να τύχει πάλι εκείνη την «άτυχη» μέρα να γράψω διαγώνισμα ακόμη κι αν ήταν προγραμματισμένο, πάντα κάτι θα τύχαινε και θα την γλίτωνα. Ήμουν πάντοτε τυχερή , έτσι στάθηκα και στον γάμο μου, με το παιδί μου ακόμη και με την δουλειά μου .
Όμως σήμερα το μεσημέρι έγινε κάτι που με ταρακούνησε συθέμελα και με έκανε για πρώτη φορά στη ζωή μου να φοβηθώ ότι η καλή τύχη που με συντρόφευε τόσα χρόνια , ίσως να με εγκατέλειψε και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο.
Χρόνια τώρα είχα αποκτήσει μια πολύ κακιά συνήθεια, το κάπνισμα!
Γνώριζα βέβαια τις καταστροφικές για τον οργανισμό μου επιπτώσεις αλλά μπρος στην απόλαυση και την προσωπική μου ικανοποίηση αυτά μου φάνταζαν πολύ μακρινά . Έτσι το πακετάκι, μου έγινε κολλητός φίλος και σύντροφος, ιδιαίτερα τις ατέλειωτες ώρες της οδήγησης από το γραφείο στο σπίτι .
Μένουμε σε ένα προάστιο της πόλης αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της, με το καυσαέριο και την φασαρία της. Και σε αυτό, τον τομέα του σπιτιού, πάλι τυχερή υπήρξα. Μεζονέτα στην εξοχή, δίπλα στο κατάφυτο βουνό, το οποίο μου εξασφάλιζε το πολυπόθητο οξυγόνο, την βόλτα στην εξοχή και την ορειβασία στο βουνό ότι ώρα το επιθυμούσα! Δροσιά το κατακαλόκαιρο, μαγευτικό βουνίσιο χιονισμένο περιβάλλον τον χειμώνα. Ένας μικρός παράδεισος, ακριβώς λίγα χιλιόμετρα έξω από το πέπλο του μαύρου βρωμερού νέφους του καυσαερίου της μεγαλούπολης.
Όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα έφυγα το μεσημέρι από το γραφείο μου και δεν έβλεπα την ώρα να πάω να χαλαρώσω στο κρεβάτι μου, αγναντεύοντας από το παράθυρο το υπέροχο τοπίο, που σαν ζωγραφιά μεγάλου καλλιτέχνη που σε ολοζώντανο καμβά μέσα σε πράσινό και μπλε φόντο ξεπρόβαλε η μορφή του δικού μου παραδείσου, του γειτονικού μας βουνού!!!
Η κίνηση τέτοια ώρα φοβερή και το καυσαέριο στα ύψη. Οι αντοχές μας το ίδιο, είχαν και εκείνες χτυπήσει κόκκινο, το ίδιο και η θερμοκρασία. Το ραδιόφωνο που με συντρόφευε στο μοναχικό μου ταξίδι με πληροφορούσε πως κάπου στην ενδοχώρα μια μεγάλη εστία φωτιάς κατέτρωγε τα σωθικά ενός παρθένου δάσους, άλλα όπως χαρακτηριστικά είπε ο εκφωνητής «ευτυχώς δεν απειλήθηκαν κατοικημένες περιοχές».
«Εμπρηστές» σκέφτηκα, «πως μπορούν και το κάνουν αυτό; Πως καταστρέφουν τους κόπους μιας ζωής; Πως θέτουν σε κίνδυνο τις ανθρώπινες ζωές;» Συχίστηκα πάλι , σκέφτηκα και άναψα ένα τσιγάρο.
Η κάπνα του μου φάνταζε ακριβό άρωμα, μπροστά στις εξατμίσεις των φορτηγών και των ταξί!
Κουράγιο Μαρία, σκέφτηκα όπου νάναι φτάνεις στο δικό σου επίγειο παράδεισο και οι βαθιές εισπνοές του οξυγόνου εκεί θα σε ανταμείψουν !
Μετά από κάμποσα τσιγάρα και αρκετά κορναρίσματα και μπόλικο εκνευρισμό έφτασα στην τελευταία διασταύρωση της μεγαλούπολης που πλέων θα με έβγαζε στην τελική ευθεία για τον δικό μου παράδεισο.
Εκεί στους πρόποδες του βουνού θαύμασα το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία που μικροσκοπικό και κάτασπρο μας καλούσε κάθε καλοκαίρι στην αυλή του για την καθιερωμένη πια πανήγυρη . Ευκαιρία για πεζοπορία αλλά και θρησκευτική κατάνυξη μέσα στο μεγαλείο της φύσης!!! Το φανάρι πλέον πράσινο και συνεχίζω…
Κόντευα στο σπίτι όταν ξαφνικά, κάποιος πέρασε μπροστά μου με κόκκινο φανάρι και ευτυχώς δεν μου έκανε ζημιά, αλλά η λαχτάρα μου φτάνει για να ταραχτώ και να μου πέσει από το χέρι που είχα έξω από το παράθυρο, το τσιγάρο. Μέσα στην σύχιση δεν το καταλαβαίνω; Δεν δίνω την ανάλογη σημασία; Δεν ήταν άλλωστε και η πρώτη φορά που το πέταγα κάτω στην άσφαλτο, νομίζω ότι είμαι με τους υπόλοιπους καπνιστές συνυπεύθυνη για το θλιβερό θέαμα των αποτσίγαρων στους δρόμους και στα πεζοδρόμια !!!
Ένα χιλιόμετρο ακόμη σκέφτηκα με χωρίζει από το ησυχαστήριό μου, και έκανα υπομονή .
Φτάνοντας στο σπίτι, φανερά ακόμη σοκαρισμένη ξεντύθηκα, πλύθηκα και αφού τράβηξα τις κουρτίνες να βλέπω το πρασινωπό ζωντανό καμβά μου αποκοιμήθηκα.
Με ξύπνησαν οι ήχοι τις πυροσβεστικής. Ακούγοντας στην αρχή κάπου βαθιά μέσα στα κύτταρα του κουρασμένου μου μυαλού, μα όσο περνούσε η ώρα οι ήχοι δεν έλεγαν να σωπάσουν για να ξεκουράσω την τόσο κουρασμένη μου ψυχή και το σώμα μου που είχε βαρύνει και εκείνο από την κούραση αντιστεκόταν σθεναρά αλλά μάταια…
Πετάχτηκα πάνω όταν μύρισα το καμένο χόρτο! Η ματιά μου καρφώθηκε στο άλλοτε καταπράσινο ζωντανό καμβά μου που τώρα ήταν πιο συννεφιασμένος και θολωμένος κι από το πιο βρωμερό νέφος . Δεν υπήρχε αυτό το όμορφο τοπίο , έβλεπα μόνο μια μαυρίλα μια κάπνα . Το μπαλκόνι μου ήταν γεμάτο στάχτες.
«Θεέ μου», αναφώνησα «καίγεται το βουνό»!!!
Ντύθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη, όρμησα έξω από το σπίτι και κατευθύνθηκα στους πρόποδες του βουνού , εκεί στην διασταύρωση που έγινε το «παρ ολίγον» ατύχημα, το μεσημέρι.
Εκεί ήταν μαζεμένοι και οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής μας. Δύο οχήματα της πυροσβεστικής με τέσσερις πυροσβέστες βρίσκονταν από ώρα εκεί και πάλευαν με τη μάνικα που σαν αγριεμένο φίδι με μανία και ορμή έβγαζε το ιερό νερό που θα έτρωγε την φλόγα και θα έπνιγε την φωτιά.
Σχόλια πολλά από τους τριγύρω. Σενάρια για το πώς ξεκίνησε η φωτιά μέχρι τι όμορφοι που είναι οι πυροσβέστες!
Όμως εγώ ήθελα να βοηθήσω, όχι να μείνω να κοιτώ την καταστροφή σας απλός θεατής και σχολιαστής των πραγμάτων.
Καιγόταν ο καμβάς μου , το οξυγόνο μου , η ελπίδα μου ότι αναπληρώνω το οξυγόνο στους πνεύμονές μου από το τσιγάρο που καπνίζω και … τσιγάρο;;; Κάποιος ανέφερε ότι ίσως η φωτιά να προκρίθηκε από κάποιον αφελή που πέταξε ένα αναμμένο τσιγάρο στον δίπλα δρόμο, στην δίπλα διασταύρωση … εκεί που μου έπεσε το αναμμένο τσιγάρο σήμερα το μεσημέρι… Ω Θεέ μου τι έκανα! Έκαψα τον καμβά μου; Το οξυγόνο μου; Είμαι εμπρηστής;;;
Τώρα είχα χλομιάσει, τα χέρια μου έτρεμαν, το μυαλό μου θόλωσε στην σκέψη του εμπρηστή , εγώ εμπρηστής !!! Πήγα πιο πέρα να στηριχθώ σε μια πέτρα , ένοιωθα ζάλη και είχα έντονη την τάση για εμετό.
Μια χελώνα πρόβαλε τρομαγμένη δίπλα μου , έτρεχε με τα πόδια του «λαγού» να σωθεί από το θάνατο που την κυνηγούσε, βγήκε στο δρόμο και την μάζεψα στην άκρη στο απέναντι πεζοδρόμιο. Προς το παρών ήταν ασφαλείς, για μετά δεν μπορούσα να της εγγυηθώ, ούτε σε εκείνη ούτε στα υπόλοιπα χιλιάδες ζώα του δάσους. Έφταιγα εγώ γιαυτό; Αλλά και να μην έφταιγα ΕΠΡΕΠΕ να κάνω κάτι, τώρα αυτό προείχε!!!
Μια ομάδα κατευθύνθηκε για το βουνό , ήταν μια ομάδα δεκατεσσάρων νέων εθελοντών που με κουβέρτες και κλαδιά στο χέρι όρμησαν να τιθασεύσουν τις φλόγες, δεν το σκέφτηκα καθόλου ούτε καν το πανάκριβο πουκάμισό μου δεν σκέφτηκα όταν έσχιζα το μανίκι για να το βρέξω και να σκεπάσω με αυτό το πρόσωπό μου και παίρνοντας ένα μεγάλο κλαδί στο χέρι τους ακολούθησα μέσα στο καπνό.
Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να σώσω τον καμβά μου με όλο το τριγύρω τοπίο, τα πουλιά, τις χελώνες, τους σκαντζόχοιρους, τα σκιουράκια, ακόμη και τα φίδια που τώρα πρώτη φορά τα ένοιωθα σαν παιδιά μου και όχι σαν απλά ζώα του δάσους.
Λίγες στιγμές μετά, μπορεί να ήταν και ώρες δεν το κατάλαβα, μας δόθηκε το μήνυμα να κατέβουμε, μόνο κάποιες μικροεστίες είχαν μείνει και αυτές θα τις έσβηνα οι πυροσβέστες.
Ο γεροδεμένος αρχηγός της ομάδας με τράβηξε απότομα από το χέρι όταν εγώ πια με μανία συνέχιζα να κτυπάω με το κλαδί μια σπίθα που τελικά είχε σβήσει αλλά η φωνή μέσα στο μυαλό μου «εμπρηστής, εμπρηστής» δεν με άφηνε να δω την πραγματικότητα.
Με κατέβασε στους πρόποδες και στο δρόμο μου πρόσφεραν τις πρώτες βοήθειες, γιατί τελικά είχα κάποια εγκαύματα στο χέρι μου, που όμως ούτε που το κατάλαβα.
Τέτοια ήταν η μανία μου για την φωτιά, την οποία ίσως εγώ άθελά μου να προκάλεσα!
Στον ασύρματο του πυροσβεστικού οχήματος ακούω κάποια φωνή από την άλλη πλευρά να ειδοποιεί ότι έρχεται και η αστυνομία γιατί βρέθηκε εμπρηστικός μηχανισμός αρκετά μέσα στο δάσος .
Ο ξέφρενος ρυθμός που χτυπούσε η καρδιά μου άρχισε να παίρνει τον φυσιολογικό ρυθμό και πάλι. Τα εγκαύματα πια στο χέρι μου τα νοιώθω να με τραβάνε και να με καίνε. Πρώτη φορά μετά από ώρα αισθάνομαι ξανά τον εαυτό μου νοιώθω τα πόδια μου κουρασμένα παρατηρώ το σχισμένο μου πουκάμισο και το τακούνι που λείπει από τα πέδιλά μου. Μούρχεται να φωνάξω από τον αβάσταχτο πόνο της πληγής , αλλά η λογική μου λέει πως μπορεί να είσαι τυχερή ως συνήθως αλλά είσαι ένας παραλίγο εμπρηστής και αυτό δεν αλλάζει. Είσαι αμελής και έθεσες σε κίνδυνο κάτι πολύ πιο πολύτιμο από τον εαυτό σου , τη φύση , τα ζώα το μέλλον των παιδιών σου.
Ένα χέρι με αγκαλιάζει μέσα στην αγωνία που τρέμει, με κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του, με φιλά! Δάκρυα τρέχουν από το γεμάτο αγωνία πρόσωπό του που δεν μπορεί να μιλήσει από τους λυγμούς, μόνο με κρατάει και με φιλά. Είναι ο άντρας μου που τόσες ώρες με έψαχνε με αγωνία . Θέλω να πάμε σπίτι να πλυθώ, τώρα που πέρασε ο εφιάλτης και να χαθώ μέσα στην ασφαλή αγκαλιά του.
Είναι βράδυ και είμαι μπροστά στον καθρέφτη μου, εγώ και ο εαυτός μου μόνοι. Σκέφτομαι την ένταση της μέρας, το πώς σε ελάχιστες στιγμές μπορεί να έρθει το κακό και η καλή τύχη να σε εγκαταλείψει για μια μόνο απερισκεψία, για μια μόνο ψευτο ευχαρίστηση όπως το τσιγάρο. Πριν λίγο τελειώσαμε το δείπνο, ο άντρας μου, μου πρόσφερε ένα τσιγάρο ως συνήθως, δεν το πήρα αρνήθηκα.
Αύριο θα είναι μια καινούργια μέρα δίχως τσιγάρο μόνο εγώ και ο καμβάς μου.
Κάνω τώρα την βραδινή μου προσευχή…
Με λένε Μαρία… Θεέ μου, σε ευχαριστώ που δεν με εγκατέλειψες αλλά μου έδωσες ένα καλό μάθημα, να προσέχω και να σέβομαι όλα τα δημιουργήματά σου!!!
Συγγραφέας
Αγγελική Δ. Παπασταύρου