Η υιοθεσία ήταν και παραμένει ένα ζήτημα ρύθμισης σχέσεων μέσα από το οποίο η εκάστοτε κοινωνία δοκίμαζε τις αξίες της, την ηθική της, τους κανόνες της με βάση τον τρόπο που ήθελε να φροντίσει τους μόνους ανήλικους πολίτες της.
Οπως και αν προσδιορίζεται ή νοείται η έννοια του πολιτισμού, όσο κι αν στην εξέλιξή του εμπιστευόμαστε διαχρονικά τις προσδοκίες μας για ευημερία, κανένα πλαίσιο κοινωνικό-πολιτικό-πολιτισμικό δεν σταμάτησε να «παράγει» παιδιά μόνα, χωρίς τους φυσικούς τους γονείς και με ανάγκη προστασίας.
Η υιοθεσία συνεπάγεται την αποκατάσταση, τη διόρθωση, τη θεραπεία, την ελπίδα, την αισιοδοξία. Μπορεί να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Απελευθερώνει και μοιράζει θετικά συναισθήματα.
Αποτελεί ευκαιρία για να μετρήσει ο καθένας τα όριά του στην αγάπη, στη βαθιά σχέση.
Ποια υιοθεσία τα καταφέρνει όλα αυτά;
Η υιοθεσία που ακόμα η γενιά μας γνωρίζει είχε σαν κυρίαρχο ζητούμενο την
εξομοίωση της «άτεκνης» οικογένειας με αυτή που είχε φυσικά παιδιά και την ολοκλήρωσή της μ’ έναν τεχνητό τρόπο.
Πολλές φορές η προσπάθεια να μην αποκαλυφθεί η αδυναμία απόκτησης φυσικού παιδιού αλλά και η εκτός γάμου γέννηση είχαν αποτέλεσμα την απόκρυψη και του τρόπου που αυτό ερχόταν στην οικογένειά του.
Η απόκλιση ανάμεσα σε μια πράξη «επαινετή» και «όμορφη» και σε μια πράξη που δημιουργούσε αμηχανία είναι μια πραγματικότητα.
Τα άτομα (συνήθως υπερπροστατευμένα παιδιά) που το μάθαιναν πριν πάνε στο στρατό ή την παραμονή του γάμου τους κι έβλεπαν έναν κόσμο να γκρεμίζεται μπροστά τους για ένα ψέμα (που στην πραγματικότητα ήταν μια αλήθεια που δεν είχε ειπωθεί) δεν ήταν σπάνια.
Στις δύο ή τρεις ίσως τελευταίες δεκαετίες, το ζητούμενο είναι «είμαστε μαζί μέσα από την αλήθεια και να παλέψουμε για να είμαστε μαζί ευτυχισμένοι».
Ολο και περισσότεροι σύζυγοι ή σύντροφοι και των δύο φύλων κατανοούν ότι δεν μπορεί να αισθάνονται ενοχή ή ντροπή επειδή η μηχανή του οργανισμού τους δεν λειτουργεί άψογα. Μπορούν να μιλάνε με τους δικούς τους ανθρώπους για την αδυναμία τους να τεκνοποιήσουν, για τη λύπη που αυτό τους δημιουργεί, για τις εναλλακτικές λύσεις που τους ταιριάζουν, για τις διαδικασίες αλλά και για τη χαρά του ερχομού του παιδιού. Εχουν την ευκαιρία να γίνουν συνειδητοί γονείς και να προετοιμαστούν καλύτερα και στα ζητήματα της ανατροφής και διαπαιδαγώγησής του.
Από τη θέση που λέει ότι η αγάπη τα θεραπεύει όλα, πήγαμε στη θέση ότι η υιοθεσία είναι μια πολύπλοκη διαδικασία και οι άνθρωποι που εμπλέκονται σ’ αυτήν μπορεί στην αρχή ή σε κάποια φάση να χρειαστούν τη βοήθεια ειδικών.
Οι φυσικοί γονείς βγαίνουν από την αφάνεια και τη φαντασιωσική τους υπόσταση. Μπορεί να έχουν αποχωρήσει από τη ζωή των παιδιών, αλλά έχουν αφήσει τη συγκεκριμένη τους εικόνα μέσα στα έγγραφα των υπηρεσιών που θα αποτελέσουν το φάκελο του παιδιού. Διεκδικούν τη στήριξη από τους επαγγελματίες, την αναγνώριση και το σεβασμό του δικού τους πόνου για τον αποχωρισμό και, τέλος, το δικαίωμα να συναντήσουν το παιδί στο μέλλον.
Τα ελεύθερα προς υιοθεσία παιδιά είναι ελάχιστα γιατί ελάχιστοι είναι και οι φυσικοί γονείς που σήμερα δίνουν τα παιδιά τους. Οι οργανώσεις τούς ενισχύουν να τα κρατούν κοντά τους κινητοποιώντας τη βοήθεια της ευρύτερης οικογένειας ή της κρατικής μηχανής.
Αυτά που τελικά απομένουν να έχουν ανάγκη οικογένειας είναι παιδιά που η οικογένεια προέλευσής τους αντιμετωπίζει υπαρκτά και σοβαρά προβλήματα κυρίως στην ψυχική και συναισθηματική σφαίρα. Μπορεί ήδη τα παιδιά να έχουν υποστεί τις συνέπειες αυτής της δυσλειτουργίας και εκτός της αγάπης των νέων θετών γονιών να χρειάζονται και συστηματική βοήθεια ειδικού για να ξεπεράσουν τραυματικές εμπειρίες.
Οι καλά προετοιμασμένοι θετοί γονείς μιλούν σχεδόν πάντα από την αρχή στο παιδί τους για την υιοθεσία και το βοηθούν να αποδεχθεί αυτή την πραγματικότητα αλλά και να κατανοήσει τους φυσικούς του γονείς.
Η περιγραφή της πραγματικής εικόνας του θεσμού σήμερα από τα Μέσα (Μαζικής) Ενημέρωσης στη μεγάλη τους πλειονότητα όχι μόνο δεν είναι αντικειμενική, αλλά είναι εγκλωβισμένη σε νοοτροπία και πραγματικότητα παρωχημένων χρόνων. Η εμμονή της αναζήτησης «των ενόχων για παρατυπίες» σε συγκεκριμένα πρόσωπα καλύπτει τη συλλογική κοινωνική ενοχή που παραπέμπει σε παρθενορραφές, συκοφάντηση, στιγματισμό, κοινωνική απομόνωση γυναικών (και μόνο γυναικών), έκθεση παιδιών κ.λπ.
Ενοχή που σχετίζεται δυστυχώς με τους συγγενείς, τους γειτόνους μας, τους συγχωριανούς μας και όχι μόνο με 5-10 υπαλλήλους της κρατικής μηχανής.
Δυστυχώς, η σκανδαλοθηρική αυτή αντιμετώπιση έχει αρνητικές επιπτώσεις στις σημερινές τάσεις και ανάγκες του θεσμού. Συγχρόνως αποδυναμώνει τους επιστήμονες -επαγγελματίες στην πρόθεσή τους για δυναμική και προληπτική παρέμβαση, που πολλές φορές επιβάλλεται για την προστασία των παιδιών.
Ετσι ή αλλιώς, η υιοθεσία είναι απ’ όλους αποδεκτό ότι δεν είναι μαγική λύση σε προβλήματα γονιών- παιδιών, αλλά μια πολύπλοκη υπόθεση, ένα αλλιώτικο σχήμα δημιουργίας οικογένειας με παιδιά, σχήμα που χρειάζεται την προσοχή και τη φροντίδα όπως επίσης και την κοινωνική αναγνώριση.
Ο λόγος μέχρι σήμερα αφορούσε το περίφημο «τρίγωνο της υιοθεσίας», δηλαδή τις τρεις πλευρές που συνδέονται μεταξύ τους (με στόχο την κοινή κάλυψη αναγκών) και είναι: Οι φυσικοί γονείς -Το παιδί- Οι θετοί γονείς.
Δειλά δειλά στους χώρους των ειδικών συζητιέται ο ρόλος του ρυθμιστή που παίζουν οι κοινωνικές οργανώσεις και η θέση που αυτές μπορούν να έχουν σαν μια ακόμα πλευρά (τετράγωνο) στο «σχήμα» της υιοθεσίας.
Βασική προϋπόθεση για την κάθε επιτυχημένη απόφαση υιοθεσίας αποτελεί η ανάγκη οι τρεις πλευρές των ενηλίκων να εμπεριέξουν, να υποστηρίξουν, να σεβαστούν και να προβάλουν το λόγο, το συμφέρον και τα δικαιώματα του παιδιού, αφού το ίδιο στη δεδομένη στιγμή δεν είναι σε θέση να το κάνει.
ΟΙ ΦΥΣΙΚΟΙ ΓΟΝΕΙΣ
Συνήθως στερημένοι οι ίδιοι από εμπειρίες ικανοποιητικής φροντίδας κυρίως συναισθηματικής, με έλλειψη κοινωνικο- επαγγελματικών δεξιοτήτων, χωρίς πόρους, πολύ συχνά αδύναμοι να προστατέψουν τον εαυτό τους και εκτεθειμένοι σε έναν ακραίο τρόπο ζωής.
Για το παιδί που έρχεται χωρίς προγραμματισμό μπορεί ο γονιός ν’ αποφασίσει ότι θα τον ακολουθήσει στην τροχιά των προβλημάτων ή ότι θα του προσφέρει μια καλύτερη, αλλιώτικη ζωή σπάζοντας για πάντα και με πόνο τους δεσμούς αίματος.
Για πολλούς γονείς το συγκεκριμένο τρυφερό και αθώο μωρό αποτελεί το ομορφότερο δημιούργημα της ζωής τους όλης. Αν η απόφασή τους είναι να το εντάξουν στα δικά τους ακραία προβλήματα, τότε έρχονται σε αντίθεση με τις δικές του ανάγκες και δικαιώματα. Αφού το κάθε παιδί δικαιούται να ζει σε οικογένεια, σε σπίτι και όχι στο δρόμο, χωρίς βία, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς εγκατάλειψη κ.λπ.
Γι’ αυτές τις δύσκολες καταστάσεις η πολιτεία μέσω των αρμοδίων δικαστηρίων, ασκώντας τον υπερβατικό γονικό της ρόλο, αναπληρώνει το φυσικό γονιό και ορίζει την υιοθεσία παρά τη δική του θέληση και εφ’ όσον τα συγκεκριμένα προβλήματά του τον καθιστούν τεκμηριωμένα μη ικανό και ακατάλληλο όχι προς στιγμή, αλλά για την υπόλοιπη ζωή του.
Στις περιπτώσεις που οι γονείς συνεργάζονται υποστηρίζονται από τους ειδικούς, έτσι ώστε η απόφασή τους να είναι απόλυτα συνειδητή. Από το νόμο ορίζεται το διάστημα των τριών μηνών μετά τη γέννηση του παιδιού ως διάστημα επαρκές για να ληφθεί μια τόσο σημαντική απόφαση.
Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι ότι, όταν ένα παιδί φιλοξενείται σε ίδρυμα, ο γονιός μπορεί να έχει πολύ περισσότερο χρόνο για ν’ αποφασίσει, χρόνο που αρκετές φορές επιβαρύνει το παιδί, αφού υπόκειται στην περιορισμένη ιδρυματική ζωή.
Αντιθέτως, στις ιδιωτικές υιοθεσίες (υιοθεσίες που γίνονται με συμφωνία φυσικών και θετών γονιών μέσω συνήθως κάποιου τρίτου) το παιδί «αλλάζει χέρια» από τη μια στιγμή στην άλλη κάτω από συνθήκες αγωνίας, πανικού, αμφιβολίας. Ο γονιός συνήθως μένει μόνος, μ’ ένα συναίσθημα κενού, χωρίς τη θετική προσοχή των τρίτων που πλέον είναι στραμμένη όλη στο μωρό.
Ομως οι φυσικοί γονείς συνεχίζουν να έχουν ανάγκη υποστήριξης, πρέπει να έχουν το περιθώριο και διαχρονικά να μιλήσουν για το γεγονός και τα συναισθήματά τους μ’ έναν επαγγελματία που θα τους απενοχοποιήσει, θα τους ανακουφίσει και ίσως θα τους πληροφορήσει για την εξέλιξη του παιδιού στη νέα του οικογένεια.
ΟΙ ΘΕΤΟΙ ΓΟΝΕΙΣ
Με βάση το νόμο 2447/96 οι γονείς που επιθυμούν να έχουν ένα παιδί στην οικογένειά τους μπορεί ήδη να έχουν και φυσικά παιδιά ή να είναι μόνοι χωρίς σύζυγο, ηλικίας ώς 50 χρόνων ο ένας τουλάχιστον από το ζευγάρι, να είναι υγιείς και με λευκό ποινικό μητρώο. Αυτοί που απευθύνουν την αίτησή τους σε μια οργάνωση ακολουθούν συνεργασία με κοινωνικούς λειτουργούς και ενίοτε με ψυχολόγο, γιατρό κ.λπ. Η αίτηση εγκρίνεται ή δεν εγκρίνεται από τα επιστημονικά όργανα και το διοικητικό συμβούλιο της οργάνωσης.
Οι αιτήσεις που υποβάλλονται μπορεί και να είναι πενταπλάσιες αυτών που χρειάζονται. Τα περισσότερα ίσως ζευγάρια θα ήταν ικανά να υιοθετήσουν. Αν σκεφτεί κανείς την επεξεργασμένη ήδη επιθυμία τους για παιδί, τη μακρόχρονη σχέση τους, τις «στρωμένες» συνθήκες της ζωής τους όταν καταθέτουν την αίτηση, μπορεί η επιλογή να γίνεται ακόμα πιο δύσκολη.
Ποια είναι λοιπόν τα κριτήρια προκειμένου να επιλεγεί ένα ζευγάρι; Οι ειδικοί εστιάζουν στις προσωπικότητες, στα κίνητρα, στις σχέσεις (μεταξύ των συζύγων) αλλά και με το περιβάλλον στην ψυχολογική αντιμετώπιση της ατεκνίας, στην προετοιμασία για υποδοχή ενός «θετού» παιδιού και για αντιμετώπιση όλων των θεμάτων που θα προκύψουν γύρω από την υιοθεσία διαχρονικά.
Απ’ όλους επιλέγονται σε προτεραιότητα αυτοί που μπορούν να αναλάβουν παιδιά με στοιχεία ιστορικού σχετικά δύσκολα- με ιδιαιτερότητες ακόμα και με ειδικές ανάγκες. Τα υγιή παιδιά με ομαλό ιστορικό είναι πλέον μια μικρή μειοψηφία, αφού οι υγιείς, συγκροτημένοι γονείς (ή δεν έχουν προχωρήσει σε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ή αν έχουν προχωρήσει) κρατούν το παιδί τους.
Ο υποψήφιος θετός γονιός πρέπει να εξετάσει αν, πέρα από τις καλές προθέσεις και την ευαισθησία, έχει την τόλμη και τις αντοχές να υποστηρίξει ένα αθώο βρέφος ή μικρό παιδί και να του προσφέρει την οικογένειά του αντί του ιδρύματος που θα ήταν εναλλακτική λύση. Και σ’ αυτή την περίπτωση, η οργάνωση οφείλει προσεκτικά να εξετάσει τα κίνητρα, την ύπαρξη τυχόν προκαταλήψεων και στερεοτύπων, όπως και τη δυνατότητα ο γονιός να δεχτεί βοήθεια.
Ποιος όμως εγκρίνει μια υιοθεσία;
Είναι η οργάνωση -τα συμβούλια- τα δικαστήρια. Ολοι αυτοί έχουν ρόλο, αφού το ίδιο το ζευγάρι «εγκρίνει» τον εαυτό του, μέσα από μια διαδικασία ηθικής τοποθέτησης απέναντι στο όποιο μόνο και απροστάτευτο παιδί. Αν ο φυσικός γονιός προστάτεψε το παιδί του από προβλήματα, το ίδιο οφείλουν να κάνουν οι υποψήφιοι θετοί γονείς. Οι ειδικοί των οργανώσεων έχουν κατά μεγάλο μέρος επιτύχει στο έργο τους αν προκαλέσουν αυτή την ευαισθητοποίηση.
Ολοι όμως οι θετοί γονείς έχουν το δικαίωμα να αξιολογούνται με τα ίδια κριτήρια, σ’ ένα πλαίσιο θεσμικό – κοινωνικό – νομικό και όχι αυτά να διαφοροποιούνται εντελώς όταν πρόκειται για ιδιωτική υιοθεσία, διαφοροποίηση που ενδέχεται να περιπλέξει αρνητικά τη ζωή των παιδιών.
Οι θετοί γονείς που υγιώς ξεκινούν την κοινή με το παιδί τους ζωή μόνο με θετικές προσδοκίες και όνειρα θα μπουν στην πραγματικότητα των αυξημένων υποχρεώσεών τους σιγά – σιγά και πιθανώς θα χρειαστούν την οργάνωση όχι για τα τρία πρώτα χρόνια, όπως ορίζει πρόσφατη τροπολογία του νόμου, αλλά και σε άλλες μεταγενέστερες στιγμές (εφηβεία – ενημέρωση για την προέλευση κ.λπ.).
ΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Κρατικές κοινωνικές υπηρεσίες -όπως αυτή του Κέντρου Βρεφών «ΜΗΤΕΡΑ», που υλοποιεί υιοθεσίες από το 1955- είναι άμεσα εξαρτώμενες από το νόμο και τη κρατική πολιτική. Παράλληλα οφείλουν να είναι πολύ ανοιχτές και ευαισθητοποιημένες στο κοινωνικό γίγνεσθαι και να φιλτράρουν τις πράξεις τους πάντα μέσα από τα δικαιώματα των παιδιών. Απ’ αυτή την άποψη, είναι σχεδόν απαραίτητο οι επαγγελματίες που εργάζονται στον τομέα των υιοθεσιών να έχουν εργαστεί με τις φυσικές οικογένειες και στον τομέα της συμβουλευτικής και αναζήτησης ριζών.
Είναι εξαιρετικά σημαντική η λειτουργία της διεπιστημονικής ομάδας που εγγυάται για την αντικειμενικότερη αλλά και πιο θετική έκβαση της κάθε περίπτωσης.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι τα τελευταία χρόνια η έλλειψη επαρκούς αριθμού επαγγελματιών, η περιορισμένη τροφοδότησή τους με εξειδικευμένες γνώσεις, η μη παροχή συστηματικής εποπτείας αφαιρούν ευκαιρίες προβληματισμού και ευαισθητοποίησης.
Η «διεκπεραίωση» και τα πρακτικά ζητήματα, όπως είναι ο χρόνος αναμονής για υιοθεσία, γίνονται κυρίαρχα ζητήματα προς μεγάλη απογοήτευση των επαγγελματιών που θα ήθελαν κοινό και προχωρημένο τον προβληματισμό ανάμεσα σ’ όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη αλλά και με τον κάθε πολίτη.
Για τους ίδιους λόγους δεν είναι σε θέση να σταθούν στο πλάι των θετών γονιών όταν πρέπει, ούτε στα άτομα που αναζητούν τις ρίζες τους στο βαθμό που πρέπει. Η μοναδική στην Ελλάδα οργανωμένη Υπηρεσία Αναζήτησης Ριζών που λειτουργεί ως ανεξάρτητο τμήμα στο «ΜΗΤΕΡΑ» από 20ετίας απειλείται να σταματήσει τη λειτουργία της.
Η ανάγκη για ανανέωση κάποιων παραδοσιακών τρόπων δουλειάς (π.χ. στην αναζήτηση ζευγαριών για παιδιά με ειδικές ανάγκες) προσκρούει στην έλλειψη χρόνου και μέσων.
Για τους επαγγελματίες είναι αρκετά δυσάρεστο να έχουν επαγγελματικά οράματα που ταυτίζονται με τα δικαιώματα των πολιτών και να μην μπορούν να τα υλοποιήσουν (π.χ. παρακολούθηση υιοθεσιών, ομάδες προετοιμασίας, παρέμβαση στην ορθή ενημέρωση του κοινού κ.λπ.).
Λύσεις που παλαιότερα δημιούργησαν κοινωνική ντροπή και θυμό εξακολουθούν να αποτελούν «προτάσεις». Ο ανώνυμος τοκετός (Αυστρία 2000) ή η βρεφοδόχος (baby – klappe, Γερμανία 2000) συνυπάρχουν με αυτή της κληροδότησης του DNA προς το παιδί, όλα σ’ ένα αντιφατικό πλαίσιο που ακριβώς αναδεικνύει την ανάγκη προβληματισμού και ευρύτητας στη σκέψη και στην πρακτική των οργανώσεων.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ – ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΟΛΟΥΣ
Το συνήθως δυσκολεμένο εμβρυάκι, που έρχεται στον κόσμο αλλά νιώθει χαμένο, που πονάει για ό,τι έχασε αλλά είναι έτοιμο να χαμογελάσει μόλις βολευτεί στην καινούργια του γωνιά…
Που δεν πρέπει ούτε στιγμή να νιώσει εκείνο ντροπή, ενοχή ή αμηχανία για ό,τι έγινε…
Που έχει δικαίωμα να ξέρει από πού προέρχεται και τι ακριβώς έγινε στη ζωή του…
Που η δόμηση της ταυτότητάς του κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι μια πιο δύσκολη ιστορία και χρειάζεται την υπομονή των ενηλίκων αλλά και την παροχή πληροφοριών…
Που χρειάζεται να το αγαπήσουν γι’ αυτό που είναι και όχι γιατί θα συμπληρώσει κενά…
Που χρειάζεται να το ακούν και να το βλέπουν στα μάτια όσοι θα ετοιμάσουν τους νόμους που θα το αφορούν και δεν θ’ ακούνε μόνο τους ενήλικες με τον πειστικό λόγο…
Που ευχόμαστε ώσπου να μεγαλώσει να έχει εμπιστευτεί τις θετικές αξίες της ζωής μέσα από αυτό που πήρε στην πράξη σαν κληρονομιά και από τις δύο οικογένειες.
Σ’ αυτή την κοινωνία που οι άνθρωποι έχουν αγαθά, αλλά όλο και περισσότερο δυσκολεύονται, η σύγκλιση των δύο οικογενειών, θετής και φυσικής, στο στόχο της ευημερίας του παιδιού είναι στην πράξη μια πρόκληση για το μέτρο της αγάπης, της κατανόηση και του αλτρουισμού.
*Η Σ. ΚΟΥΣΤΑΝΤΕΛΙΑ είναι κοινωνική λειτουργός, προϊσταμένη της κοινωνικής υπηρεσίας στο κέντρο βρεφών «ΜΗΤΕΡΑ» (Το κέντρο βρεφών «ΜΗΤΕΡΑ» υπάγεται μαζί με το ΠΙΚΠΑ και τον ΕΟΠ στον ΕΟΚΦ-Εθνικός Οργανισμός Κοινωνικής Φροντίδας)
ΑΦΙΕΡΩΜΑ – 23/10/2001
Copyright © 2001 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.