Τα ασφαλιστικά ταμεία και τα υποκαταστήματά τους μοιάζουν με βομβαρδισμένες ζώνες. Τα μέσα μαζικών μεταφορών (με εξαίρεση το μετρό) λειτουργούν όποτε θέλουν, όπως θέλουν, εάν θέλουν. Το Φ.Π.Α για τις πεοκαλύπτρες έχει φτάσει στο 23%. Ο πληθωρισμός τα τελευταία τρία χρόνια έχει ξεπεράσει το 7% (κατά έτος) και συνολικά το 21%. Τα επιδόματα παραπληγίας και τετραπληγίας περιορίζονται χωρίς καμία προειδοποίηση. Τα νοσοκομεία κάνουν «λευκή απεργία» και δεν εξυπηρετούν ανθρώπους με παραπληγίες, τετραπληγίες, κακώσεις νωτιαίου μυελού, σκλήρυνση κατά πλάκας και άλλες «δύσκολες» παθολογίες. Τα υποστηρικτικά δίκτυα που λειτουργούν στο πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως πάντα, δεν λειτουργούν και δεν εξυπηρετούν ΑμεΑ. Στα κρατικά ιδρύματα οι ανάπηροι πεθαίνουν! Ο ΟΕΚ έχει να λειτουργήσει περισσότερα από δύο χρόνια, ενώ ο ΟΑΕΔ καθημερινά μας ανακοινώνει την μια έκπτωση μετά την άλλη. Τα ειδικά σχολεία βρίσκονται σε κατάσταση λαθραίας διαβίωσης.
Σε αντίθεση με αυτά τα παραπάνω, οι πολιτικοί εγκαινιάζουν νέα προγράμματα «Βοήθεια στο σπίτι», νέες δομές για την αποκατάσταση σπάνιων αναπηριών στο τέρμα του πουθενά, κατασκευάζουν παροχές από το πουθενά και για το τίποτα.
Θεραπεία για όλα θεωρείται το ΕΣΠΑ, αλλά το ΕΣΠΑ θα δοθεί για υλοποίηση στο γνωστό για την αναποτελεσματικότητά του κράτος ή στους άλλους ημικρατικούς φορείς. Όποιος ελεύθερος (και ιδιωτικός) φορέας πάει να διεκδικήσει κομμάτι του ΕΣΠΑ θα βρει απέναντί του τους προστάτες του δημοσίου συμφέροντος, όλους αυτούς δηλαδή που κατόρθωσαν να βουλιάξουν την ελεύθερη και ιδιωτική οικονομία που από τους φόρους της τους συντηρούσε.
Ας το πάρουμε απόφαση, δεν υπάρχει ούτε κοινωνική ούτε πρόνοια – και ύστερα από τόσα χρόνια, εκ του αποτελέσματος μπορούμε να πούμε πως δεν υπήρξε ποτέ.
Η κοινωνική πρόνοια ήταν μια δικαιολογία και ένα άλλοθι για τη χρηματοδότηση του κρατικού μηχανισμού, για την επαγγελματική αποκατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων, την χρηματοδότηση συνδικαλιστικών κομματικών στρατών και τον πλουτισμό των υπουργικών συμβούλων.
Η κοινωνική πρόνοια ήταν μια μεγάλη μπίζνα παραγωγής μίζας, διαφθοράς και προμηθειών από κάθε λογής διορισμένους ή εκλεγμένους κρατικούς υπαλλήλους, «λειτουργούς» και παράγοντες. Σε αυτή την μπίζνα ο ανάπηρος ήταν όμηρος, άλλοτε με το ασφαλιστικό του βιβλιάριο, άλλοτε με την κάρτα ανεργίας, άλλοτε με την ιδιότητά του ως αναπήρου.
Η κοινωνική πρόνοια υπήρξε προνομιακός οικονομικός, κοινωνικός και πολιτικός χώρος ανάδειξης διαχειριστών, παραγόντων και ηγετών, των οποίων η προνομιακή θέση δεν καθορίζεται από εκλογές, αλλά από κάποια σφραγίδα σωματείου ή από κάποιο ΦΕΚ. Σε αυτόν το χώρο ο ανάπηρος ήταν απλώς η στατιστική του διάσημου πλέον 10% των οφελουμένων (κατά την Ε.Ε. και την ελληνική γραφειοκρατία των κοινοτικών προγραμμάτων) με σκοπό τον πλουτισμό των κάθε λογής αυτόκλητων διαχειριστών της ανθρώπινης αναπηρίας και ανικανότητας.
Και φτάσαμε αισίως στο 2011 όπου όλα έχουν περικοπεί – εκτός όμως από ένα, που αντέχει ακόμα τις περικοπές: Την μίζα, την προμήθεια και το φακελάκι (πάντα αφορολόγητα).
Και ενώ όλα έχουν καταρρεύσει, οι μεμονωμένοι πολίτες με αναπηρίες δεν φαίνεται να αντιδρούν. Δεν αντέδρασαν σε καμία περικοπή, σε κανέναν εξευτελισμό, στην ετεροδιαχείριση, στην εκμετάλλευση, στην υποτίμηση, στον εξανδραποδισμό…
Τί χειρότερο μπορεί να συμβεί σε έναν παραπληγικό και σε ένα τετραπληγικό από το να του περικοπούν οι καθετήρες και τα συστήματα ουροσυλλογής; Πόσο μεγαλύτερη απώλεια μπορεί να υπάρξει όταν το ποσό που εισπράττουν από το ασφαλιστικό ταμείο για ένα μαξιλάρι για την προστασία από τις κατακλίσεις ισούται με 0 ή το πολύ 300 ευρώ; Πόσο μεγάλη κοροϊδία θα μπορούσε να είναι όταν ορισμένα ασφαλιστικά ταμεία δεν καλύπτουν ούτε ένα ευρώ για την αγορά αναπηρικού καθίσματος;
Στις παρέες και στις μικρές κοινότητες που συγκεντρώνονται άνθρωποι που ζουν κάτω από συνθήκες κάποιας σοβαρής αναπηρίας, η δυσαρέσκεια φαίνεται – κανείς δεν έχει την διάθεση να συγκαλύψει τη δυσαρέσκεια. Μάλιστα ορισμένες φορές συζητούν την δημοσιοποίηση αυτής της δυσαρέσκειας και της οργής. Όμως καμία αντίδραση ακόμη δεν έχει εκδηλωθεί, και όπως όλα δείχνουν, ούτε μελλοντικά πρόκειται να εκδηλωθεί κάποια αντίδραση.
Η πολιτικοποίηση της δυσαρέσκειας των πολιτών με αναπηρίες ακόμη και σε μαζική βάση δεν μπορεί να αμφισβητήσει το καθεστώς της κοινωνικής πρόνοιας, αφού επί δεκαετίες οι πολίτες με αναπηρίες είναι οι αποδέκτες των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, με εξαίρεση μια πολύ μικρή μειοψηφία συνδικαλιστικών και πολιτικών παραγόντων.
Όμως είναι πολύ πιθανό το κατασκεύασμα της κοινωνικής πρόνοιας να οδηγηθεί στην έκρηξη από τους ίδιους τους παράγοντες που το συγκροτούν. Δεν αποκλείεται, εν τω μέσω της οικονομικής κρίσης και για όσο το χρήμα δεν φτάνει για όλους, να ξεκινήσουν οι πρώτοι καβγάδες μεταξύ των παραγόντων και των στελεχών και σταδιακά αυτοί οι καβγάδες να πολιτικοποιηθούν έστω και εάν η απονομή της δικαιοσύνης καθυστερεί υπερβολικά πολύ. Δεν έχει σημασία εάν τα λεφτά είναι πολλά ή λίγα. Σημασία έχει πως οι κακομαθημένοι Έλληνες είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για τα λεφτά και την εξουσία.
Η κατάσταση είναι εκρηκτική και αυτό είναι ορατό στους κύκλους των παραγόντων που διεκδικούν ένα, έστω και περικοπέν, κομμάτι της διαθέσιμης πίτας.
Ανεξάρτητα από το τί θα κάνουν οι ηγέτες, οι παράγοντες, οι διαχειριστές και οι αρχηγοί μας, η αλήθεια είναι μία: Οι πολίτες με αναπηρίες θα πρέπει έστω και την τελευταία στιγμή να αποκτήσουν οικονομικό και πολιτικό ρόλο, αποκλειστικά και μόνο για τη διεκδίκηση της επιβίωσης. Οι ανάπηροι είναι μόνοι τους και το ξέρουν. Αφού λοιπόν το ξέρουν, στοιχειωδώς θα πρέπει να οργανώσουν την άμυνά τους πριν είναι αργά.
Η εποχή που οι παροχές εδίδοντο ως κρατική φιλανθρωπία έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Τα λεφτά είναι λίγα και προτεραιότητα έχουν οι πολιτικοί (πρώτα), οι συνδικαλιστικοί φορείς (δευτερευόντως) και ο δημόσιος τομέας. Τα λεφτά δεν φτάνουν για τους ανεξάρτητους πολίτες με ή χωρίς αναπηρίες.
Η δυσαρέσκεια μπορεί να έχει διογκωθεί και να γεμίζει ασφυκτικά τις πλατείες, δεν μπορεί όμως να πολιτικοποιηθεί και να εκδηλωθεί ως ένα νέο αναπηρικό κίνημα δυσαρεστημένων, για τον απλό λόγο ότι η δυσαρέσκεια δεν είναι πολιτική και δεν μπορεί να εκφραστεί πολιτικά.
Όμως τη λύση θα τη δώσει η διεκδίκηση των λιγοστών χρημάτων. Όλα δείχνουν πως δεν θα υπάρξει επιείκεια πλέον στα άλλα δόγματα και τις προκαταλήψεις ενός πολιτικού καθεστώτος και μιας πολιτικής υποκουλτούρας που έχει καταρρεύσει. Οι πολίτες είναι έτοιμοι για παρεξήγηση και χρειάζονται μόνο την αφορμή.
Η δυσαρέσκεια ζυμώνεται εδώ και αρκετά χρόνια και στο διαδίκτυο, και είναι ζήτημα χρόνου να μπορέσει αυτό το νέο αναπηρικό ψηφιακό κίνημα να αποκτήσει μαζική βάση, και αν μη τί άλλο, να αρχίσει να ροκανίζει τα σημεία στήριξης του παλιού, του ξεπερασμένου, του δύσχρηστου και της ασχήμιας.
Αλλά και τίποτα από αυτά τα παραπάνω να μη γίνει, είναι πλέον βέβαιο πως οι μεμονωμένοι χρήστες των υπηρεσιών και των προϊόντων κοινωνικής πρόνοιας έχουν πλέον αγριέψει και οι φορείς που ασκούν κοινωνική πρόνοια πρέπει να σηκώσουν ψηλά κάγκελα για να γλιτώσουν τον θυμό που προκαλείται από τις ανικανοποίητες προσδοκίες όλων αυτών των Ελλήνων και των Ελληνίδων που έχουν ανάγκη την κοινωνική πρόνοια αλλά κοινωνική πρόνοια δεν βλέπουν, και το μόνο που βλέπουν είναι ανάγωγοι κρατικοί υπάλληλοι και υπερόπτες πολιτικοί παράγοντες.
Οι άνθρωποι έχουν αγριέψει επειδή νομίζουν πως τους έχουν προδώσει. Δεν έχει σημασία εάν η αντίδραση προκύψει από ανθρώπους με αντικειμενικές και σοβαρές αναπηρίες ή από τους συγγενείς τους ή από οργισμένους εξωτερικούς ασθενείς. Σημασία έχει πως η Ελλάδα είναι καζάνι που βράζει και τα σημεία όπου συγκεντρώνεται το οτιδήποτε κρατικό ή προνοιακό ή αναπηρικό γίνεται αποδέκτης των έμπρακτων αντιδράσεων, που συχνά υπερβαίνουν τη γραμμή της σύγκρουσης με τον νόμο…
Ν.Β. – www.disabled.gr – Ιούλιος 2011