Ζητούμενα ο συνδυασμός της ευελιξίας, της ασφάλειας των εργαζομένων και του χαμηλού κόστους παραγωγής
Μια παράξενη λέξη πλανάται πάνω από την Ευρώπη το τελευταίο διάστημα, κερδίζοντας αργά αλλά σταθερά ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στην ορολογία της αγωνίας των Ευρωπαίων για το οικονομικό μέλλον τους. Στην αγγλική είναι καταγεγραμμένη ως flexicurity, στα ελληνικά η αντιστοιχία θα ήταν ίσως η «ευελισφάλεια», αδέξιο κράμα της ευελιξίας και της ασφάλειας, σε μια εκ πρώτης όψεως οξύμωρη απόπειρα να συνδεθούν, με μία λέξη, ο αμερικανικός τρόπος ζωής, ο κινεζικός τρόπος εργασίας και το λεγόμενο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο.
Τι σημαίνει αυτή η «ευελισφάλεια»; Πολύ συνοπτικά θα μπορούσε να περιγραφεί ως η απόπειρα να δοθεί στη μεν εργοδοσία η ευελιξία στην αγορά εργασίας που φέρεται να ισχύει στις ΗΠΑ, στους εργαζομένους η εργασιακή ασφάλεια που επικρατούσε στο μυθικό πια παρελθόν των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών και στις οικονομίες της Ενωσης συνολικά, μια ανταγωνιστικότητα κινεζικού τύπου.
Στην εναγώνια αναζήτηση εναλλακτικών μορφών, οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης, πρωτίστως δε η γαλλική και η πλέον απολιθωμένη όλων, η γερμανική, εντοπίζουν κατά καιρούς ποικίλα «μοντέλα». Δεδομένου δε ότι ούτε το κινεζικό μοντέλο ούτε το αμερικανικό αποτελούν προϊόντα με… προοπτικές στην ευρωπαϊκή πολιτική αγορά, οι έρευνες εστιάζονται στην εγχώρια παραγωγή. Στη δεκαετία του ’90, οι πάντες μιλούσαν για το ολλανδικό μοντέλο αμελητέας ανεργίας, ταχείας ανάπτυξης και γενναιόδωρης κοινωνικής πρόνοιας. Με την πάροδο των ετών διαπιστώθηκε ότι το ολλανδικό μοντέλο απέχει κάπως του ιδεατού: η ταχεία ανάπτυξη δεν ήταν τελικά και τόσο ταχεία και, το κυριότερο, ο ορισμός της ανεργίας απεδείχθη ιδιαίτερα στενός, συνυπολογίζοντας στους εργαζομένους ακόμα και τους εξαιρετικά σπανίως απασχολουμένους…
Το παράδειγμα της Δανίας
Της μόδας τώρα αρχίζει να γίνεται η Δανία, η οποία δείχνει να συνδυάζει ακριβώς όλα εκείνα που τελικά ευρέθη να μη συνδυάζει η Ολλανδία. Πολύς λόγος γίνεται λοιπόν περί Δανίας, όμως το πρώτο στο οποίο έχουν εστιάσει όλοι είναι ενδεικτικό και της φοράς της όλης συζήτησης. Στη Δανία δεν υπάρχει ο παραμικρός περιορισμός στις απολύσεις… Ετσι, το μοντέλο παρουσιάζεται ως δελεαστικό για τις επιχειρήσεις, αλλά και ως «σκανδιναβικό», με ό,τι αυτό σημαίνει σε επίπεδο κράτους προνοίας, ελκυστικό για τον απλό πολίτη-εργαζόμενο.
Ομως, τα μοντέλα αυτά είναι εν τέλει παραδείγματα εφαρμογής θεωρίας. Τι προβλέπει η θεωρία αυτή της «ευελισφάλειας»; Στην απλούστερη μορφή της σημαίνει να μη γνωρίζει πια ο εργαζόμενος ότι «έχει δουλειά», υπό την έννοια μιας επίσημης ή έστω και άτυπης μονιμότητας, αλλά ότι μπορεί να «βρει δουλειά», λίγο ώς πολύ ανά πάσα στιγμή. Είναι εκείνο που κάποτε είχε περιγραφεί στην Ελλάδα ως «απασχολησιμότητα».
Μερική απασχόληση
Εξ ου και η έμφαση που δίδεται πανευρωπαϊκά στη λεγόμενη μερική απασχόληση. Το μεγάλο, συγκριτικά, κόστος για τις επιχειρήσεις της διαρκούς απασχόλησης προσωπικού, ανεξαρτήτως των αναγκών της στιγμής, έχει εντοπισθεί ως ένα από τα κύρια ανταγωνιστικά μειονεκτήματα της Ευρώπης, το οποίο περιπλέκεται από το γεγονός ότι είναι πολιτικά και πρακτικά αδύνατον να δοθούν στους εργαζομένους αυτούς μισθοί… Κίνας.
Ετσι, η λύση που προβάλλει είναι η λεγόμενη «ευελιξία», με κυριότερη έκφανσή της τη μερική απασχόληση που επιτρέπει, θεωρητικά, στις επιχειρήσεις να διατηρούν ανά πάσα στιγμή στο μισθολόγιό τους μόνον εκείνους τους εργαζομένους, ποσοτικά και ποιοτικά, που χρειάζονται. Είναι η μεταφορά στην αγορά εργασίας της λεγόμενης αρχής του «on time delivery» που εφηύραν προ ολίγων δεκαετιών οι ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες: η επιχείρηση διατηρεί στο «στοκ» της μόνο εκείνα τα υλικά και εξαρτήματα που χρειάζεται ανά πάσα στιγμή, γνωρίζοντας ότι οι προμηθευτές της θα καλύψουν σε πραγματικό χρόνο κάθε ανάγκη της, παράγοντας ή κατασκευάζοντας τα εξαρτήματα και υλικά αναλόγως της ζήτησης, όπως αυτή διαμορφώνεται κάθε μήνα, εάν όχι κάθε εβδομάδα.
Αυτή η μερική απασχόληση, συνήθως με τη μορφή συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή ακόμα με τη μορφή της «ενοικίασης» εργαζομένων που, στην πράξη, είναι υπάλληλοι εταιρείας ευρέσεως εργασίας και «ενοικιάζονται» σε άλλες επιχειρήσεις αναλόγως των αναγκών των επιχειρήσεων αυτών.
Και αν στην Ελλάδα συνήθως το ερώτημα είναι πώς θα μονιμοποιηθούν οι συμβασιούχοι, στην Ευρώπη σήμερα το ερώτημα είναι πώς θα γίνουν συμβασιούχοι οι μόνιμοι. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, μια από τις σταθερές των διαφόρων κοινοτικών εκθέσεων αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνει και την παρότρυνση προς τη χώρα να φροντίσει για την «περαιτέρω αύξηση της ελκυστικότητας της μερικής απασχόλησης και ανάπτυξη των υπηρεσιών προσωρινής απασχόλησης για μεγαλύτερη ποικιλομορφία στις εργασιακές ρυθμίσεις»…
Ομως, εάν για τις επιχειρήσεις το δέλεαρ της προσωρινής απασχόλησης είναι προφανές, για τον εργαζόμενο-ψηφοφόρο δεν είναι και τόσο. Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται στη συζήτηση το δεύτερο συστατικό της ευελισφάλειας, η «ασφάλεια», με άλλα λόγια πώς ο μη μόνιμος εργαζόμενος θα απολαμβάνει ενός βιοτικού επιπέδου που δεν υπολείπεται ουσιωδώς εκείνου του μονίμου.
Δύο είναι οι κεντρικές παράμετροι της «ασφάλειας» αυτής, όπως προσδιορίζονται στα πολλά και ποικίλα επίσημα και ανεπίσημα κείμενα που παράγει η ευρωπαϊκή «μηχανή». Η πρώτη, που σε μεγάλο βαθμό κατοχυρώνεται και νομικά, είναι ότι οι πάσης φύσεως μη μόνιμοι εργαζόμενοι δεν θα πρέπει να υπολοίπονται των μονίμων συναδέλφων τους σε ασφαλιστικά και συναφή δικαιώματα.
Το δεύτερο, που δεν απορρέει από κάποια συγκεκριμένη νομική επιταγή, αλλά από την απλή λογική είναι και το πιο κρίσιμο συστατικό του όλου εγχειρήματος: η «ασφάλεια» της απασχολησιμότητας: είναι η μετάβαση από τη μονιμότητα σε μια συγκεκριμένη εργασία στη «μονιμότητα» στην εργασία γενικά.
Από αυτό πηγάζουν και οι διάφοροι άλλοι, περισσότερο ή λιγότερο φαιδροί νεολογισμοί, όπως η «διά βίου κατάρτιση» ή «διά βίου μάθηση» και άλλα τινά, που ως αποτέλεσμα έχουν, ή υποτίθεται ότι θα έχουν, ακριβώς, την «απασχολησιμότητα» στο πλαίσιο της «ευελισφάλειας». Με άλλα λόγια, ο εργαζόμενος, αεί διδασκόμενος, παραμένει πάντα επίκαιρος, άρα ελκυστικός στις επιχειρήσεις, άρα απασχολούμενος ή έστω απασχολήσιμος.
Η ουσιώδης διαφορά είναι ότι αν κατά το κλασικό μοντέλο αυτή τη διά βίου κατάρτιση την ανελάμβανε εκ των πραγμάτων η επιχείρηση, είτε κυριολεκτικά είτε έμμεσα, διά της συνεχούς τριβής των εργαζομένων με τις ανάγκες και πραγματικότητες της δουλείας, υπό καθεστώς «ευελισφάλειας» η κατάρτιση παραδίδεται σε τρίτους ως υπεργολαβία, με το κόστος να αναλαμβάνουν ο ίδιος ο εργαζόμενος και το κράτος.
Τα ελληνικά προβλήματα
Και αυτό, μοιραία, μας φέρνει στην Ελλάδα. Τα διάφορα μοντέλα που κατά καιρούς εμφανίζονται έχουν ως κεντρικό χαρακτηριστικό την ύπαρξη ενός πολύ ισχυρού κρατικού μηχανισμού, ικανού να κρατήσει τις λεπτές ισορροπίες της ευελισφάλειας, την κοινωνική προστασία των απασχολήσιμων (πολύ πέραν των απλών επιδομάτων), την πραγματική «διά βίου κατάρτισή» τους και την πραγματικά εύρυθμη λειτουργία της νέας αγοράς εργασίας.
Ομως αυτό προϋποθέτει δαπάνες, οι δαπάνες προϋποθέτουν φόρους και στο σημείο αυτό η συνταγή χαλάει για την Ελλάδα της υποχρεωτικά χαμηλής φορολογίας και της σχεδόν καθολικής φορο- και εισφορο- διαφυγής. Η Δανία μπορεί να ακούγεται σαν καλή ιδέα, όμως εκεί η φοροδιαφυγή είναι εξαιρετικά περιορισμένη και τα εισοδήματα φορολογούνται βαρύτατα. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι στη Δανία, για παράδειγμα, η παραεργασία, με άλλα λόγια η μη φορολογούμενη και μη συνεισφέρουσα στις ασφαλιστικές δαπάνες εργασία, εκτιμάται ότι κινείται στο 5% του ΑΕΠ. Στην Ελλάδα υπερβαίνει το 20% του ΑΕΠ…
Το κυριότερο δε, όπως και σε σχεδόν κάθε άλλη πτυχή της διαβόητης «σύγκλισης» βιωτικών επιπέδων Ελλάδας-Ευρώπης υπάρχει η μια σταθερά που ταλαιπωρεί την Ελλάδα από τη γένεση του νεοτέρου ελληνικού κράτους: τη δυσλειτουργία του ιδίου αυτού κράτους, του κρατικού μηχανισμού που απλώς αδυνατεί να παράσχει σε κυβέρνηση και κοινωνία τα εργαλεία εκείνα, γραφειοκρατικά και οικονομικά, που επιτρέπουν την ύπαρξη και λειτουργία των διαφόρων δυτικοευρωπαϊκών «μοντέλων».
Ετσι, δεν είναι παράδοξο ότι καταθέτοντας προ μηνών το σχέδιό της για την ελληνική οικονομία του αύριο στο πλαίσιο της λεγόμενης στρατηγικής της Λισσαβώνας, η κυβέρνηση έθεσε ως πρωταρχικούς στόχους αφ’ ενός την καταπολέμηση των ελλειμμάτων, ώστε να αποκτήσει σταδιακά την οικονομική δυνατότητα να πράξει το δέον, αφ’ ετέρου τη ριζική αναμόρφωση της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, ώστε να είναι το δέον αυτό υλοποιήσιμο.
Δεν είναι επίσης καθόλου παράδοξο ότι αξιολογώντας αυτό τον στόχο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον βρήκε απόλυτα θεμιτό, αναγκαίο ακόμα, πλην όμως εξαιρετικά «φιλόδοξο», με άλλα λόγια δύσκολο στα όρια του αδύνατου να επιτευχθεί εντός λογικών χρονικών ορίων.
Οσο για την Ευρώπη… Αργά, πολύ αργά ίσως, αλλά με κάποια σταθερότητα προχωρεί αναζητώντας μια Νεα Ιερουσαλήμ εξ ίσου ελκυστική για καπιταλιστές και προλεταρίους, για εταιρείες, εργαζομένους, νοικοκυρές και συνταξιούχους, στην οποία επιχειρήσεις τύπου Αμερικής θα πωλούν προϊόντα γερμανικής ποιότητος σε τιμές Κίνας, με πελάτες, πολίτες τύπου Ελβετίας που ζουν στην αγκαλιά ενός κράτους τύπου Σουηδίας.
«Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουότσον», θα έλεγε ο Σέρλοκ Χολμς, αλλά η ειρωνεία δεν ταιριάζει στην περίσταση: αυτή η Νέα Ιερουσαλήμ πρέπει να βρεθεί γιατί, διαφορετικά, ολόκληρη η Ευρώπη κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια απέραντη Βενετία, υπέροχη, ιστορική και μουμιοποιημένη, τουριστικό αξιοθέατο για υπερπόντιους επισκέπτες.
Του ανταποκριτή μας στις Βρυξελλες Κωνσταντινου Καλλεργη
Hμερομηνία : 29-01-06
Copyright: http://www.kathimerini.gr