Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας πετεινός καμαρωτός και φουντωτός,
που σένα κοτέτσι κατοικεί,
και έχει όμως έναν καημό βαρύ.
Ήθελε πολύ να πετάξει ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό
σαν τον αετό που πάνω από το κοτέτσι τους πετά
και θέλει να τους φάει,
αλλά ο πετεινός παρόλα αυτά
ήθελε να μάθει σαν και εκείνον που θαύμαζε να πετά.
Έκανε κάθε μέρα προσπάθειες πολλές
για να μπορέσει να φτάσει να απογειωθεί
τουλάχιστον από την γη και είχε επιτυχίες αρκετές
αλλά πάντα ήθελε και πιο πολλές.
Οι κότες όμως τον περιγελούσαν
και γελούσαν μαζί του αλλά αυτός εκεί,
έπρεπε να φτάσει το όνειρό του
και τον αετό που θαύμαζε και ζήλευε μαζί.
Μια μέρα, ένας κυνηγός πυροβόλησε και τραυμάτισε τον αετό
την ώρα που πετούσε πάνω από το κοτέτσι.
Έτσι έπεσε μέσα στην αυλή του κοτετσιού τραυματισμένος.
Δεν μπορούσε να πετάξει και πόναγε πολύ.
Οι κότες έτρεξαν αμέσως να δούνε τι είναι τούτο το φαΐ
που έπεσε από τον ουρανό
και εκείνος βλέποντάς τες να τρέχουν καταπάνω του φοβήθηκε πολύ,
στα αλήθεια φοβήθηκε το φαγητό του!
Μα ατρόμητος ο πετεινός έτρεξε και στάθηκε ανάμεσα στις κότες και τον αετό
και αφού τις παραμέρισε,
του έριξε μια συμπονετική ματιά
και έκατσε κοντά στον εχθρό του να τον προσέχει
και να τον φυλά.
Έκατσε για αρκετές ώρες εκεί
μέχρι που ήρθε η κυρία της αυλής και απόρησε και αυτή
και τον άντρα της φώναξε ευθείς να έρθει το περίεργο το θέαμα να δει.
Έκπληκτος και αυτός πήρε αμέσως το πληγωμένο το πουλί
και αφού του περιποιήθηκε την πληγή
τον έβαλε σε διπλανό απ΄το κοτέτσι κλουβί.
Κάθε μέρα ο πετεινός το είδωλο του πήγαινε να δει,
μα εκείνος δεν του έδινε σημασία,
σιγά μη μίλαγε με το φαΐ!
Με τον καιρό όμως και αφού η μοναξιά αβάσταχτη είχε γίνει,
έδωσε σημασία στον πετεινό
και του έδωσε και συμβουλές για το πώς θα πετάξει καλύτερα και πιο ψηλά
και ο πετεινός έπαιρνε θάρρος και χαρά.
Κάθε μέρα λίγο πιο ψηλά
και ήταν χαρούμενος για τον καινούργιο φίλο του αλλά
και η υπεροψία του αετού έγινε αγάπη και θαυμασμός
για αυτό το μειονεκτικό πουλί
που προσπαθούσε καλύτερο να γίνει στη ζωή.
Πέρασε ο καιρός και ήρθε η στιγμή
που έγειανε η πληγή
και ο αετός μπόρεσε τα φτερά του πάλι να κουνεί.
Πολύ προσεκτικά
και με παρότρυνση του φίλου του πετεινού,
τέντωσε τα πελώρια φτερά και να,
πάλι ψηλά πετά!
Κάνει τότε μια βουτιά
και δίπλα από τον πετεινό πετά
τον χαιρετά
και πάλι στον ουρανό ψηλά γυρνά.
Τώρα που κάθε μέρα πάνω από το κοτέτσι πετά
δεν σκέφτεται ούτε μια φορά
ότι πάνω από φαΐ πετά.
Θαυμάζει τον νέο φίλο του αλλά και τον φυλά
πετώντας και διώχνοντας τα άλλα αρπακτικά μακριά.
Τώρα ξέρει
ότι τι κι αν είναι διαφορετικοί,
φίλοι είναι και τα άλλα τα πτηνά
που έχουνε φτερά
και σαν τον πετεινό
του στάθηκαν σε δύσκολη στιγμή.