Η ανεμπόδιστη ένταξη συνιστά εκπαιδευτικό “αυτονόητο”. Ομως μέρι σήμερα, μόνο στη θεωρία… Η ανεμπόδιστη ένταξη συνιστά εκπαιδευτικό “αυτονόητο”. Ομως μέρι σήμερα, μόνο στη θεωρία… Η σκέψη της κ. Κογκίδου ξεδιπλώνεται μέσω απαντήσεων σε θεμελιώδη ερωτήματα, που θέτουν τις προϋποθέσεις των αληθών ενταξιακών πολιτικών. Το άρθρο – παρέμβασή της έχει ως ακολούθως :
“Οι υποψήφιοι/ες που πάσχουν από σοβαρές παθήσεις (58 τον αριθμό) αποτελούν μια ομάδα που κάνει χρήση των μέτρων θετικής δράσης για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίς πανελλήνιες εξετάσεις σε ποσοστό θέσεων 5% και καθ΄υπέρβαση του αριθμού των εισακτέων. Από τη Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου μέχρι και τις 25 Σεπτεμβρίου μπορούν να υποβάλλουν ηλεκτρονικά τα Ειδικά Μηχανογραφικά Δελτία εισαγωγής σε ΑΕΙ και ΤΕΙ δηλώνοντας επίσης, ότι έχουν λάβει γνώση σε ποια τμήματα ανά κατηγορία πάθησης μπορούν να εισαχθούν και σε ποια αποκλείονται. Αυτό σημαίνει ότι δεν εισάγονται σε ορισμένα τμήματα στα οποία «λόγω της φύσης της επιστήμης είναι δυσχερής γι’ αυτούς/ές η παρακολούθηση». Αυτό γίνεται σύμφωνα με αιτιολογημένη απόφαση του τμήματος, που εγκρίνεται από τη σύγκλητο και ανακοινώνεται πριν από την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους για το οποίο γίνεται η επιλογή με απόφαση του Υπ. Παιδείας. Έχουν γίνει αρκετές σχετικές συζητήσεις στις Συγκλήτους όπου φθάνουν οι προτάσεις των τμημάτων. Τα κριτήρια που θέτουν τα τμήματα δεν είναι συχνά σαφή και οι προτάσεις για αποκλεισμό δεν είναι πάντοτε τεκμηριωμένες και ρεαλιστικές. Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτή η διακριτική ευχέρεια των τμημάτων οδηγεί τελικά σε θεσμικό αποκλεισμό ορισμένων ατόμων που πάσχουν από συγκεκριμένες ασθένειες και μάλιστα ”επιλεκτικής” φύσης -ανάλογα δηλ. με τις αποφάσεις των διαφόρων τμημάτων (π.χ. η ίδια πάθηση δεν αποτελεί αιτία αποκλεισμού σε ομοειδή τμήματα διαφόρων ΑΕΙ ή ΤΕΙ ή ακόμα και στο ίδιο).
Να μην ξεχνάμε, επίσης, ότι γενικά η πολιτική των θετικών δράσεων δεν μπορεί να αλλάξει τις ευκαιρίες πολλών παιδιών και ότι λειτουργεί αποτελεσματικότερα για τα πιο ευνοημένα άτομα στο εσωτερικό της κάθε περιθωριοποιημένης ομάδας. Και εδώ θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τη σχολική διαρροή πολλών παιδιών μη ευνοημένων ομάδων κατά την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείονται από τη δυνατότητα να κάνουν χρήση ειδικών διατάξεων για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Βεβαίως, υπάρχουν στη τριτοβάθμια εκπαίδευση φοιτητές/τριες με Αναπηρία που εισάγονται και μέσω των Πανελληνίων εξετάσεων ή αποκτούν αναπηρία κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.
Ερώτημα 1ο Γιατί δεν μπορεί να διασφαλιστεί το δικαίωμά τους για πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση;
Καταρχήν, δεν έχει εκδοθεί από την ελληνική πολιτεία νομοθέτημα με ουσιαστικές ρυθμίσεις σχετικά με τις εκπαιδευτικές ανάγκες των φοιτητών /τριών με αναπηρία σε ΑΕΙ/ΤΕΙ. Τα ελληνικά ΑΕΙ προσπαθούν να προσφέρουν τη τεχνογνωσία, το υλικό και το ανθρώπινο δυναμικό ώστε να υπάρχει ισότιμη πρόσβαση στη γνώση σε όλους τους φοιτητές και τις φοιτήτριες με αναπηρίες. Παρά τη συστηματική προσπάθεια που γίνεται τα τελευταία χρόνια και παρά το γεγονός ότι ο Νόμος 3549/20-5-2007 προέβλεπε τη σύσταση και λειτουργία υπηρεσίας υποστήριξης Φοιτητών µε Αναπηρία σε κάθε πανεπιστήμιο, τα ελληνικά ΑΕΙ και ΤΕΙ εξακολουθούν να είναι αφιλόξενα καθώς δεν έχει δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα ώστε να είναι προσβάσιμη κάθε όψη της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτό προϋποθέτει, μεταξύ των άλλων, κατάλληλο εκπαιδευτικό εξοπλισμό, συνεχή πληροφόρηση σε όλα τα μέλη του προσωπικού σχετικά με τις ιδιαίτερες ανάγκες των φοιτητών/τριών σε όλη τη διαδικασία της μάθησης (όχι μόνον στις εξετάσεις), κατάλληλη εκπαίδευση σε θέματα αναπηρίας και προσβασιμότητας, ενεργούς συμβούλους σπουδών σε κάθε τμήμα, συμπερίληψη της δράσης για την προσβασιμότητα ως κριτηρίου αξιολόγησης ατόμων /τμημάτων/Σχολών/ΑΕΙ ή ΤΕΙ.
Ακόμα και αν υπάρχουν παρεμβάσεις για ισότιμη πρόσβαση στις σπουδές σε κεντρικό επίπεδο σε κάθε Ίδρυμα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, αυτό δεν φθάνει καθώς η διασφάλιση των συνθηκών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις Σχολές και τα Τμήματα. Η δημιουργία ενταξιακής κουλτούρας αποτελεί μια δυναμική διαδικασία. Οι προσαρμογές στο περιβάλλον, οι υποστηρικτικές τεχνολογίες πληροφορικής και οι μονάδες ένταξης μπορούν να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά σε επίπεδο Σχολής. Σε επίπεδο Σχολής μπορεί να γίνει πιο συστηματική καταγραφή των αναγκών όλων των φοιτητών/τριών με αναπηρίες και να προταθούν εξειδικευμένες λύσεις, να γίνει προμήθεια του κατάλληλου εξοπλισμού και λογισμικού και η τεχνική υποστήριξη, να προταθούν τροποποιήσεις στα υφιστάμενα κτίρια ώστε να καταστούν προσβάσιμα, να γίνει η ψηφιοποίηση των διανεμόμενων διδακτικών συγγραμμάτων για τους φοιτητές/τριες με προβλήματα όρασης, να εγκαθιδρυθούν μηχανισμοί σταθερής παρακολούθησης. Σε πόσες άραγε Σχολές επιχειρούνται τα παραπάνω;
Πέρα από ορισμένες –πολύ λίγες όμως – ανυπέρβλητες μέχρι τώρα δυσκολίες – αυτός είναι ο λόγος που έχουμε διαφορετικές αποφάσεις των τμημάτων για την αποδοχή ή μη υποψηφίων με συγκεκριμένες παθήσεις.
Ερώτημα 2ο Αρκεί η εξασφάλιση μέσω θετικών διακρίσεων της πρόσβασης υποψηφίων ειδικών κατηγοριών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίς επαρκή στήριξη προκειμένου να αντεπεξέλθουν με επιτυχία στο επίπεδο αυτό;
Όχι βέβαια. Καταρχήν, υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις για να είναι αποτελεσματικά τα μέτρα θετικής δράσης στα πανεπιστήμια. Σημαντικό ρόλο σε αυτό το πλαίσιο παίζει η ανάπτυξη μιας τεκμηριωμένης προσέγγισης που θα προωθεί κοινωνικές καινοτομίες για την κάλυψη νέων κοινωνικών αναγκών και προκλήσεων. Ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, η προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων θα πρέπει να είναι στους βασικούς μας στόχους. Επιπλέον, οι μεγάλες περικοπές στους προϋπολογισμούς για την τριτοβάθμια εκπαίδευση επιτάσουν να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητα των δράσεών μας για τις πιο ευάλωτες ομάδες φοιτητών/τριών, να αναπτύξουμε πολιτικές πρόληψης και νέους τρόπους κάλυψης συγκεκριμένων αναγκών.
Ερώτημα 3ο Τι κάνουν τα Πανεπιστήμια για να διασφαλίσουν την ισότιμη πρόσβαση στη γνώση σε όλους τους φοιτητές και τις φοιτήτριες;
Είναι γνωστό ότι η ανάπτυξη και διατήρηση μιας κουλτούρας ένταξης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Χρειάζεται στρατηγικό σχεδιασμό. Η ύπαρξη ή ανάπτυξη σε κάθε ΑΕΙ και ΤΕΙ υποστηρικτικών υπηρεσιών που έχουν ως στόχο την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και άμεσης ψυχοκοινωνικής υποστήριξης –όπως η Επιτροπή Κοινωνικής Πολιτικής και Υγείας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης(ΑΠΘ) και οι διάφορες επιτροπές, καθώς και η “Μονάδα Προσβασιμότητας Φοιτητών με Αναπηρία” στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) – αποτελεί καταρχήν μια θειτική πρόκληση καθώς σημαίνει ότι αναγνωρίζεται η ανάγκη ενδυνάμωσης ορισμένων ομάδων. Η δημιουργία όμως μιας ενταξιακής κουλτούρας δεν είναι και δεν μπορεί να είναι στην αποκλειστική ευθύνη αυτών των ξεχωριστών δομών. Η ύπαρξή τους είναι αναγκαία και θετική για πολλούς λόγους, πλήν όμως δεν μπορεί να αποτελέσουν άλλοθι σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης και λειτουργίας κάθε ΑΕΙ για τη μη ανάληψη συλλογικής ευθύνης για τη δημιουργία συνθηκών ένταξης.
Η ενταξιακή κουλτούρα πρέπει να εμπεδωθεί σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας και να τα αναδιαδιοργώσει. Και το κυριότερο, δεν είναι μια υπόθεση που εξαντλείται στο επίπεδο της ρητορείας των διοικούντων. Πρέπει να γίνει πράξη με μετρήσιμα αποτελέσματα, απαιτεί προσωπική δέσμευση για την επίτευξή τους. Συχνά τα πανεπιστήμια επαναπαύονται με τη δημιουργία κάποιων ξεχωριστών δομών, την υλοποίηση σχετικών ερευνητικών προγραμμάτων, τη δημιουργία επιτροπών ή τη δημοσιοποίηση συναντήσεων/συσκέψεων και θεωρούν ότι έτσι εκπληρώνεται το χρέος τους προς τις μη ευνοημένες ομάδες φοιτητών και φοιτητριών χωρίς να προβούν σε άλλες αλλαγές στην οργανωσιακή τους κουλτούρα. Στην πραγματικότητα ελάχιστες αλλαγές πραγματοποιούνται στην καθημερινή πρακτική μέσα στο πανεπιστήμιο, τόσο στο επίπεδο των προτεραιοτήτων, όσο και των πρακτικών και της κατανομής των πόρων.
Τέλος, η τριτοβάθμια εκπαίδευση, κατά τη γνώμη μου, οφείλει να στραφεί πιο ενεργά προς το πρότυπο των ‘’θετικών υποχρεώσεων’’ που απαιτούν από τους δημόσιους φορείς να δημοσιεύουν προγράμματα που θα εξασφαλίζουν την εκπλήρωση της υποχρέωσης σχετικά με την προώθηση της ισότητας, να συλλέγουν σχετικά δεδομένα και να πραγματοποιούν αξιολόγηση των επιπτώσεων όλων των νέων και υφιστάμενων πολιτικών προκειμένου να εντοπίσουν τα αποτελέσματά τους στην ισότητα. Θα πρέπει, δηλ. τα ΑΕΙ να επανεξετάσουν άμεσα όλους τους φαινομενικά ουδέτερους κανονισμούς, διαδικασίες και πρακτικές προκειμένου να εντοπιστεί ο διαφορετικός αντίκτυπός τους σε άτομα ή ομάδες. Συχνά οι διακρίσεις μπορεί να μην είναι ορατές έτσι ώστε να προκύψει η αναγκαιότητα για θετική δράση. Εκεί πρέπει να βρεθούν οι δείκτες που θα συμβάλλουν στην τεκμηρίωση της ύπαρξης άμεσων ή έμμεσων διακρίσεων έτσι ώστε να ευαισθητοποιηθούν τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας και οι διοικήσεις σχετικά με την έκταση των διακρίσεων σε διαφορετικούς τομείς της πανεπιστημιακής ζωής και να συμβάλλουν στην αξιολόγηση των διαδικασιών και των πρακτικών που εφαρμόζονται. Ιδιαίτερη διασφάλιση προς την κατεύθυνση αυτή –πέραν των άλλων λόγων – είναι η συμμετοχή των ίδιων των ομάδων στη διαδικασία σχεδιασμού, εφαρμογής και αξιολόγησης των πολιτικών ένταξης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.”
Δήμητρα Κογκίδου, Kοσμητόρισσα παιδαγωγικής σχολής ΑΠΘ.
enet.gr, Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011