«Είναι υγιές να είμαστε πού και πού και άρρωστοι» αποφαινόταν ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρο. «Και όμως, έχουμε φτάσει πια στο σημείο να μην επιτρέπουμε στο σώμα μας να ασθενήσει» μου έλεγε προ ημερών μια φίλη γιατρός.
«Και αν τελικά αυτό κάποια στιγμή συμβεί, το υποχρεώνουμε με αναλγητικά και αντιβιοτικά να γίνει καλά. Πόσοι, αλήθεια, έχουν τολμήσει να λείψουν πάνω από μία ημέρα από τη δουλειά;». Και δεν είναι μόνο ο φόβος ότι θα γυρίσεις και θα βρεις κάποιον άλλο αλυσοδεμένο πάνω στην καρέκλα του γραφείου σου. Είναι ένα ακόμη από αυτά τα κλασικά συμπτώματα της «αθνητότητας» (amortality) όπως την περιέγραφε προ καιρού το αμερικανικό «Time». Που σε κάνει να ψάχνεις για πάνες νεογέννητου πολλούς μήνες μετά τα δικά σου 45α γενέθλια, να θεωρείς ότι η μέση ηλικία είναι εκεί γύρω στα 60, να αισθάνεσαι στα 72 σου σχεδόν υπερσεξουαλικός κ.ο.κ.
Γενικά, η ασθένεια είναι ταμπού. Η τρωτότητά σου είναι ταμπού. Δεν υπάρχει αν εσύ πεισθείς ότι δεν υπάρχει. Εχεις λοιπόν ανεβάσει πυρετό, έχεις τάσεις για έμετο και ρίγη; Τιγκάρεις το ντουλαπάκι του μπάνιου με Panadol Cold & Flu, καταδύεσαι σαν τζάνκι στη C (σε αναβράζοντα βέβαια, όχι στυμμένο πορτοκάλι) και εντάξει, είσαι ΟΚ, θα πας στο γραφείο, δεν τρέχει και τίποτα. Η καθημερινότητα πρέπει να διατηρηθεί ανέπαφη, κανονική, μέσα στη φορμαλδεΰδη της, τίποτε δεν μπορεί και δεν πρέπει να τη διαταράξει.
Στην Ελλάδα, η θωράκιση της υγείας παραμένει μια υπόθεση ιδιαζόντως βαρετή (αν βεβαίως εξαιρεθεί το δράμα του συστήματος υγείας). Οι περισσότεροι Ελληνες θεωρούν ότι υπάρχει λόγος να ασχοληθούν μαζί της σε πολύ ειδικές περιπτώσεις (εγκυμοσύνες, «κακιές» αρρώστιες, προκεχωρημένο γήρας κ.ο.κ.). Υπάρχει, βέβαια, η new age «ελίτ» με τη σχεδόν εμμονική προσήλωση στην υγιεινή ζωή (όπως μου έλεγε περιχαρής πρόσφατα ένας γιατρός, αρκετοί ένθερμοι εκπρόσωποί της ανήκουν στην ηλικιακή γκάμα των 20-30 ετών). Η οποία ρωτάει πού θα βρει «βιολογικό ψάρι» (!), που σερβίρει κέικ με φακές στα παιδικά πάρτι και ντολμάδες με ιπποφαές και γκότζι μπέρι για τα δείπνα με φίλους στο σπίτι. Και, βέβαια, που τρέχει μαραθώνιο (ίσως η τελευταία πινελιά λάιφσταϊλ στην Ελλάδα της κρίσης). Ο περισσότεροι, όμως, αρνούνται να ασχοληθούν.
Ο μέσος Ελληνας θα ήταν ενδεχομένως ευτυχής με έναν health cop (μπάτσος υγείας), κάτι σαν τους τρεις diet cops (μπάτσους διαίτης) που είχε ο Λουτσιάνο Παβαρότι για εκείνα τα μελαγχολικά βράδια που ήθελε να ασελγήσει στο εσωτερικό του ψυγείου του. Επειδή, όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό στη χώρα του ΕΟΠΥΥ, καταφεύγει στις προσφιλείς συνήθειες ετών. Τσιγάρο (σε ποια άλλη χώρα της ευρωζώνης τα φουαγιέ των παιδικών θεάτρων είναι τεκέδες, ο ταξιτζής σε κοιτάζει ακόμη συγκαταβατικά όταν του ζητήσεις να το σβήσει και επτά στους δέκα καπνιστές ψάχνουν για αναπτήρα αμέσως μόλις ξυπνήσουν;). Κακή διατροφή (εντάξει, μπορεί και να θορυβηθούμε κάπως όταν η 12χρονη θυγατέρα μας εμφανίσει χοληστερίνη). Καθιστική ζωή (ήδη από το 2008 ένα 20% των Ελλήνων παραδέχονται ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν περπατούν ούτε για ένα δεκάλεπτο και ας καταθέτει όλο χολή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ότι περισσότερο από το 3% όλων των ασθενειών στις ανεπτυγμένες χώρες προκαλείται από τη σωματική αδράνεια).
Πάλι καλά δηλαδή που ήρθε η κρίση. Το τέλειο άλλοθι. Πού λεφτά τώρα για προληπτικό έλεγχο, για τσεκάπ, για άσκηση, για σωστή διατροφή κ.ο.κ. Οι ειδικοί αποφαίνονται ότι και στην Ελλάδα (με τρία εκατομμύρια ανασφάλιστους πλέον) το προσδόκιμο ζωής θα πάρει, πού θα πάει, την κατιούσα. Οπότε το μόνο που σου μένει είναι να απολαύσεις ανεξέλεγκτα τον καιρό που σου απομένει στο «βασίλειο των υγιών», όπως το είχε βαφτίσει η σκοτεινή grand dame των αμερικανικών γραμμάτων Σούζαν Σόνταγκ στο βιβλίο της «Η νόσος ως μεταφορά». Μόνο που για να πολιτογραφηθείς υπήκοος αυτού του βασιλείου πρέπει πάντα να θυμάσαι ότι υπάρχει και το άλλο. Η τρωτότητά σου είναι πάντα εκεί. Να σου θυμίζει ότι η υγεία σου δεν είναι βαρετή. Ούτε διαπραγματεύσιμη.
Παπαδημητρίου Λένα
tovima.gr 10-3-2014