Η ζωή είναι περιπέτεια και ταξίδι ως την τελευταία στιγμή της. Οι γηραιοί ξένοι το έχουν αντιληφθεί σε αντίθεση με τους έλληνες συνομήλικούς τους.
Στον δρόμο προς την Αρχαία Σικυώνα τούς είχαμε μπροστά μας. Το όχημά τους, κάτι σαν φορτηγάκι που το είχαν μετατρέψει σε κάτι σαν τροχόσπιτο. Ενα πράσινο τροχόσπιτο με ολλανδικές πινακίδες. Είχε, ομολογουμένως, ρετρό γοητεία έτσι όπως έπαιρνε αγκομαχώντας τις στροφές, υποχρεώνοντάς μας να πατάμε διαρκώς φρένο. Είχαμε, όμως, αποφασίσει να μη συμπεριφερθούμε ως Ελληνες, να μην κολλήσουμε «εκβιαστικά» πίσω του, να μην κορνάρουμε, να μην αγχώσουμε τους τουρίστες. Τότε το ρετρό τροχόσπιτο άναψε τα στοπ, σταμάτησε στη δεξιά πλευρά του δρόμου και μας έδωσε προτεραιότητα. «Οδική συμπεριφορά άλλου επιπέδου!» σχολιάσαμε.
Τους συναντήσαμε ξανά στο πάρκινγκ του αρχαιολογικού χώρου. Βρίσκονταν ακόμη μέσα στο τροχόσπιτο, είχαν όμως αφήσει ελεύθερο ένα γλυκύτατο φοξ τεριέ το οποίο εξερευνούσε τον χώρο. Αυτή τη φορά τα σχόλιά μας αφορούσαν την ευκολία με την οποία οι ξένοι ταξιδεύουν με τα κατοικίδιά τους, κάτι το οποίο στα μάτια των Ελλήνων μοιάζει βουνό. Τότε εμφανίστηκε στην πόρτα εκείνος. Ενας ηλικιωμένος αλλά ευθυτενής άνδρας που κρατούσε μπαστούνι. Τα πρώτα διστακτικά και ασταθή βήματά του οδήγησαν τα μάτια μας στα κάτω άκρα του για να διαπιστώσουμε ότι το δεξί πόδι του ήταν μηχανικό. Γρήγορα βρήκε την ισορροπία του. Πίσω του εμφανίστηκε μια γυναίκα, συνομήλική του, και εκείνη με μπαστούνι στο χέρι. Περπατούσε με μεγαλύτερη δυσκολία από τον κύριο, αυτό όμως δεν την εμπόδισε να φροντίσει τον σκύλο βάζοντάς του φαγητό και νερό.
Ντάλα μεσημέρι. Αεράκι ελάχιστο. Ηλιος. Γύρω μας ένα τοπίο γεμάτο σπαρμένα μάρμαρα και λουλούδια. Ενιωσα την ανάγκη να βουτήξω στη θάλασσα. Οι Ολλανδοί έχουν κάνει ήδη μπάνια, συμπεράναμε παρατηρώντας το έντονο μαύρισμα της επιδερμίδας τους. Τους κοιτούσαμε να πορεύονται αργά, καταβάλλοντας προσπάθεια, με εμφανή δυσκολία αλλά και εμφανώς ευτυχείς, στα μονοπάτια ανάμεσα στις πεσμένες κολόνες, στις κερκίδες του θεάτρου, στις παπαρούνες και τους «κλέφτες» που μαδούσαν γεμίζοντας την ατμόσφαιρα «κλεφτόπουλα». Ο κύριος με το ένα πόδι και η καταπονημένη κυρία του χρειάστηκαν πολύ περισσότερο χρόνο από εμάς για να εξερευνήσουν τον χώρο, δεν άφησαν όμως ούτε εκατοστό του που να μην το επισκεφθούν.
Η κουβέντα ήρθε συνειρμικά στους δικούς μας παππούδες και γιαγιάδες. Οι οποίοι – τι και αν ήταν αρτιμελείς και πολύ πιο κοτσονάτοι και καλοστεκούμενοι από τους Ολλανδούς – μόλις τα παιδιά τους παντρεύτηκαν και απέκτησαν με τη σειρά τους δικά τους παιδιά αποφάσισαν ότι οι ζωές τους είχαν τελειώσει. Από εκείνη τη στιγμή κλείστηκαν στα σπίτια τους για να μεγαλώσουν τα εγγόνια τους. Και όσο τα εγγόνια μεγάλωναν και δεν τους είχαν ανάγκη, τόσο εκείνοι παρέδιδαν τα όπλα, ελάττωναν τις δραστηριότητές τους, παραιτούνταν από τη ζωή ώσπου να καταλήξουν αμήχανοι, ανήμποροι, βουτηγμένοι στην κατάθλιψη σε μια πολυθρόνα δίπλα στη Γεωργιανή, Ουκρανή, Βουλγάρα, Φιλιππινέζα που θα τους φρόντιζε από τούδε και στο εξής ως την ημέρα που θα άφηναν την τελευταία πνοή τους. Περπατώντας στην Αρχαία Σικυώνα διηγούμασταν ο ένας στον άλλον παρόμοιες ιστορίες με τραγικούς πρωταγωνιστές δικούς μας ανθρώπους, απορώντας με την ελληνική νοοτροπία που θέλει τους συνταξιούχους, τους μιας κάποιας ηλικίας, να κατεβάζουν ρολά και να εκλαμβάνουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους (που μπορεί και να είναι δύο ή και τρεις δεκαετίες) ως μία εξόδιο ακολουθία διαρκείας.
Στον αντίποδα αυτής της μίζερης αντίληψης για τη ζωή στην τρίτη ηλικία, αμερικανοί, αυστραλοί και βορειοευρωπαίοι τουρίστες που βλέπουμε και στην Ελλάδα: γιαγιάδες και παππούδες με μπαστούνια, που ανεβαίνουν ως την κορυφή του Μυστρά. Που με το ζόρι περπατάνε και όμως αυτό δεν τους εμποδίζει να φορέσουν τα αθλητικά παπούτσια τους και να περιηγηθούν στην Πλάκα, να φωτογραφηθούν στον Παρθενώνα, στο Σούνιο, στην Επίδαυρο, να πιούνε τα ουζάκια τους στη Μύκονο και στη Σαντορίνη. Που ταξιδεύουν ως την άκρη της Γης με αναπηρικά καροτσάκια, με φιάλες οξυγόνου, με το τηλέφωνο του γιατρού τους καταχωρισμένο πρώτο πρώτο στις «επαφές» του κινητού τηλεφώνου τους. Ολοι αυτοί αποβιβάζονται και εφέτος στην Ελλάδα για να μας θυμίσουν με τα αβέβαια αλλά στην πραγματικότητα τόσο αποφασιστικά βήματά τους ότι η ζωή είναι χαρά ως την τελευταία στιγμή της. Πόσο θα ήθελα οι θλιμμένες γιαγιάδες μου να είχαν λίγη από την επιμονή τους, λίγη από την αισιοδοξία, λίγη από τη διάθεσή τους για δράση και διασκέδαση! Θα είχαν ζήσει μια πολύ πιο όμορφη ζωή.
Βίδος Κοσμάς
Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino τo Σάββατο 24 Μαΐου 2014