1. Ο N. 3304/2005 και οι νέες αρµοδιότητες του Συνηγόρου του Πολίτη
Η ψήφιση του Ν. 3304/2005 για την «εφαρµογή της αρχής της ίσης µεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισµού» αποτελεί τοµή για την προαγωγή της αρχής της ισότητας και την προστασία των δικαιωµάτων του ανθρώπου στη χώρα µας. Το νοµοθέτηµα αυτό ενισχύει τον ρόλο του Συνηγόρου του Πολίτη, προσθέτοντας νέες αρµοδιότητες που αναµένεται να συµβάλουν στην αποτελεσµατικότερη εκπλήρωση της θεσµικής αποστολής του.
Με τον νόµο αυτόν ενσωµατώθηκαν στην ελληνική έννοµη τάξη δύο Οδηγίες της EE: α) η Οδηγία 2000/43/ΕΚ «περί εφαρµογής της αρχής της ίσης µεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής» στους τοµείς της απασχόλησης, της εργασίας, της συµµετοχής σε σωµατεία και επαγγελµατικές οργανώσεις, καθώς και στην εκπαίδευση, τις κοινωνικές παροχές και την πρόσβαση στη διάθεση και την παροχή αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται στο κοινό, και β) η Οδηγία 2000/78/ΕΚ «για την καταπολέµηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισµού» αποκλειστικά στον τοµέα της απασχόλησης και της εργασίας.
Οι διατάξεις του νόµου επιδιώκουν να καταπολεµήσουν τα φαινόµενα τόσο της άµεσης όσο και της έµµεσης διάκρισης (άρθρα 3 και 7). Επίσης, παρέχουν ειδική αυτοτελή προστασία έναντι της παρενόχλησης (άρθρο 2, παράγρ. 2) και έναντι της εντολής για διακριτική µεταχείριση (άρθρο 2, παράγρ. 3). Εκτός όµως από την εξειδίκευση των κρίσιµων αυτών εννοιών, οι διατάξεις οργανώνουν, στις βασικές τους γραµµές, ένα σύνθετο και εν µέρει καινοφανές πλέγµα µηχανισµών προστασίας του θιγόµενου προσώπου, που υπερβαίνει κατά πολύ το παραδοσιακό πρότυπο επιβολής κυρώσεων σε εξατοµικευµένες περιπτώσεις. Έτσι, µολονότι προβλέπονται, µε ασαφή πάντως τρόπο, νέες διευρυµένες διοικητικές και ποινικές κυρώσεις (άρθρα 16 και 17), η έµφαση µετατίθεται στη διαµεσολαβητική δράση ειδικών δηµόσιων φορέων για την προώθηση της ίσης µεταχείρισης, στη δραστηριοποίηση της κοινωνίας των πολιτών τόσο σε επίπεδο ευαισθητοποίησης του κοινού όσο και εκπροσώπησης των θιγοµένων, στην πρόβλεψη ειδικών στρατηγικών υλοποίησης για την προώθηση του θεσµοθετηµένου κοινωνικού διαλόγου, καθώς και στην ανάληψη θετικών µέτρων.
Οι νέες αυτές µορφές δράσης, τις οποίες προβλέπουν ήδη στο κείµενό τους οι σχετικές Οδηγίες, φαίνεται πράγµατι να ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες των «ευπαθών οµάδων» που είναι και οι αποδέκτες της παρεχόµενης προστασίας, στον συχνά δοµικό χαρακτήρα των πρακτικών άνισης µεταχείρισης και στην ανάγκη ευρύτερου κοινωνικού συντονισµού για την καταπολέµηση του φαινοµένου των διακρίσεων. Ωστόσο, κατά τη συνήθη κανονιστική πρακτική των οργάνων του ελληνικού κράτους, το κείµενο της ενσωµάτωσης ελάχιστα προσθέτει στο ήδη υφιστάµενο ρυθµιστικό περιεχόµενο-πλαίσιο των δύο κοινοτικών Οδηγιών. Έτσι όµως µεταφέρεται στην πράξη αυτούσιο σχεδόν το βάρος της εξειδίκευσης των θεσµικών αυτών καινοτοµιών στους εθνικούς φορείς προώθησης και στα εθνικά όργανα εφαρµογής των ρυθµίσεων.
Από πρακτική τουλάχιστον σκοπιά, κρισιµότερη όλων εµφανίζεται η καινοτόµος ρύθµιση του άρθρου 14, µε την οποία επιδιώκεται η ανακατανοµή του βάρους της απόδειξης περί συνδροµής αθέµιτης διάκρισης µεταξύ εγκαλούντος-θιγοµένου και εγκαλουµένου, µε τον περιορισµό της υποχρέωσης του πρώτου να τεκµηριώσει την καταγγελία του εις βάρος του δεύτερου απλώς prima facie.1 Η επαρκής πρόσβαση σε στοιχεία καλείται να αποτελέσει
τον θεµέλιο λίθο της ορθής εφαρµογής του νόµου και της αποτελεσµατικής εφαρµογής της αντιστροφής του βάρους απόδειξης ειδικότερα.
Από την πλευρά του, ο Συνήγορος του Πολίτη, όπως φαίνεται και από τις µέχρι σήµερα ετήσιες εκθέσεις του, έχει ήδη αναλώσει µέρος της δραστηριότητάς του στη διερεύνηση αναφορών πολιτών για άνιση µεταχείριση από όργανα του κράτους. Με τις νέες νοµοθετικές διατάξεις, η Αρχή ανέλαβε, εκτός από την αυτονόητη αρµοδιότητά της να προστατεύει τους πολίτες από την κακοδιοίκηση που προσλαµβάνει τη µορφή αθέµιτων διακρίσεων, και τον ρόλο του επίσηµου φορέα προώθησης της αρχής της ίσης µεταχείρισης στο πεδίο του δηµόσιου τοµέα. Εν όψει ακριβώς της ειδικότερης αυτής αποστολής της, δυνάµει του άρθρου 20, παράγρ. 2 του νέου νόµου, η Αρχή δεν κωλύεται πλέον να διερευνήσει αναφορές σχετικές µε την υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού του δηµοσίου, όταν αυτές αφορούν σε περιπτώσεις διακριτικής µεταχείρισης εµπίπτουσες στο πεδίο των νέων διατάξεων περί προστασίας.2 Εκτός όµως από το να ενισχύουν και να επεκτείνουν την αρµοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη να διαµεσολαβεί σε ατοµικές περιπτώσεις ύστερα από αναφορά, οι νέες διατάξεις κωδικοποιούν και άλλες θεσµικές δυνατότητες δράσης. Έτσι, για τους σκοπούς της προώθησης της ίσης µεταχείρισης, ο Συνήγορος του Πολίτη µπορεί να κλιµακώνει την έρευνα και τη διαµεσολάβησή του σε ευρύτερο πεδίο, να συντάσσει σχετικές εκθέσεις και να συµµετέχει ενεργώς στον συντονισµό των κρατικών αρχών και την ευαισθητοποίηση της διοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών. ΣΤΟ πλαίσιο ιδίως των ευρύτερης εµβέλειας δράσεών του, ο Συνήγορος του Πολίτη αναµένεται να αξιοποιήσει τη συνεργασία του µε τη νέα Επιτροπή Ίσης Μεταχείρισης του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης (άρθρο 21) και µε το Σώµα Επιθεώρησης Εργασίας (άρθρο 29, παράγρ. 3), όργανα, που, αν και στερούνται του χαρακτήρα ανεξάρτητης αρχής, έχουν επωµιστεί τον ρόλο των φορέων προώθησης της ίσης µεταχείρισης στο πεδίο του ιδιωτικού τοµέα.
2. Αναφορές που διερευνήθηκαν από τον Συνήγορο του Πολίτη
Από την έναρξη ισχύος του Ν. 3304/2005 (27.1.2005), περιήλθαν στον Συνήγορο του Πολίτη αναφορές πολιτών που διαµαρτύρονταν για αθέµιτες διακρίσεις, τις οποίες σύµφωνα µε τους ισχυρισµούς τους είχε διενεργήσει εις βάρος τους η διοίκηση, κατά παράβαση των νέων διατάξεων περί ίσης µεταχείρισης. Οι πρώτες αυτές υποθέσεις, που διερευνήθηκαν υπό το πρίσµα των νέων διατάξεων, ανέρχονται συνολικά στις 26 και εννέα από αυτές εξακολουθούν να ερευνώνται. Από τις υπόλοιπες, τέσσερις είχαν επιτυχή έκβαση, επτά κρίθηκαν ως µη εµπίπτουσες στις ρυθµίσεις του Ν. 3304/2005, τρεις αρχειοθετήθηκαν ως αβάσιµες και τρεις ως µη εµπίπτουσες στις αρµοδιότητες της Αρχής. Το σύνολο σχεδόν των υποθέσεων που διερευνήθηκαν παρουσιάζονται συνοπτικά στη συνέχεια, ταξινοµηµένες µε βάση τον επικαλούµενο λόγο διάκρισης και το οικείο πεδίο προστασίας.
2.1 ∆ιακρίσεις λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής
2.1.1 Εργασία
α. Πολιτογραφηθείσα Eλληνίδα ουκρανικής καταγωγής ασκούµενη δικηγόρος ζήτησε να µην εφαρµοστεί στην περίπτωσή της το άρθρο 3, παράγρ. 1, εδάφιο β΄ του Κώδικα ∆ικηγόρων (Ν∆ 3026/1954), σύµφωνα µε το οποίο «Αλλογενής αποκτήσας την ελληνικήν ιθαγένειαν διά πολιτογραφήσεως, δεν δύναται να διορισθή δικηγόρος προ της συµπληρώσεως πενταετίας από ταύτης». Με δεδοµένο ότι η ενδιαφερόµενη δεν έχει ακόµη συµπληρώσει τη 18µηνη περίοδο άσκησής της, µετά την οποία µπορεί να υποβάλει αίτηση συµµετοχής στις εξετάσεις για την απόκτηση άδειας άσκησης επαγγέλµατος, ο Συνήγορος του Πολίτη, αποδεχόµενος ότι η εν λόγω διάταξη θέτει πράγµατι τους αλλογενείς πολιτογραφηθέντες Έλληνες σε µειονεκτική θέση συγκριτικά µε τους υπολοίπους Έλληνες ιθαγενείς λόγω εθνοτικής καταγωγής και άρα εγείρει ζητήµατα εναρµόνισης µε τις διατάξεις του Ν. 3304/2005, συνέστησε σε αυτήν να επανέλθει µε το πέρας της άσκησής της, γνωστοποιώντας ήδη το ζήτηµα στον οικείο δικηγορικό σύλλογο (υπόθεση 12420/2004).
β. Πολίτης διαµαρτυρήθηκε διότι σε προκήρυξη για πλήρωση θέσεων στο Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής περιελήφθη ο όρος της «άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας», επικαλούµενος ότι ο συγκεκριµένος όρος ενδέχεται να οδηγήσει σε διακριτική µεταχείριση των υποψηφίων µη ελληνικής καταγωγής. Η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο λόγω έλλειψης έννοµου συµφέροντος του αναφεροµένου, καθώς ο ίδιος δεν ήταν το «άµεσα ενδιαφερόµενο», δηλαδή το θιγόµενο πρόσωπο. Έγιναν όµως άτυπες προφορικές συστάσεις προς τον διεθυντή του ινστιτούτου να ληφθεί µέριµνα ώστε να εκλείψει ο κίνδυνος ο παραπάνω όρος της προκήρυξης να οδηγήσει σε έµµεση διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής εις βάρος των υποψηφίων που δεν θα έχουν ελληνική καταγωγή (υπόθεση 3457/2005).
2.1.2 Παροχή υπηρεσιών – Πρόσβαση σε αγαθά
α. Πολιτογραφηθέντες Έλληνες, προερχόµενοι από χώρες της πρώην ΕΣΣ∆, αντιµετώπισαν την άρνηση του Υπουργείου Μεταφορών να µετατρέψει τις άδειες οδήγησης, που είχαν εκδοθεί στις χώρες προέλευσής τους. Το υπουργείο επικαλέστηκε διάταξη κανονιστικής πράξης, σύµφωνα µε την οποία η δυνατότητα µετατροπής των αδειών παρέχεται µόνο σε όσους απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια από τη γέννησή τους (δηλαδή µε καθορισµό) και όχι σε εκείνους που την απέκτησαν µε πολιτογράφηση (είτε οµογενείς είτε αλλογενείς).
Ο Συνήγορος του Πολίτη έκρινε, κατ’ αρχήν, ότι η υπό κρίση διάταξη τελεί σε προφανή αντίθεση µε το άρθρο 4, παράγρ. 1 του Συντάγµατος (αρχή της ισότητας). Όσον αφορά στη συµφωνία της διάταξης προς τις διατάξεις του Ν. 3304/2005, κρίθηκε ότι ενώ η συγκεκριµένη διάταξη εισάγει δυσµενή διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής εις βάρος των πολιτογραφηθέντων, οµογενών ή αλλογενών, ελλήνων πολιτών, η διάκριση αυτή εκφεύγει του πεδίου εφαρµογής του Ν. 3304/2005. Τούτο διότι, ενώ η ερασιτεχνική χρήση ενός οχήµατος συγκαταλέγεται στα έννοµα αγαθά, την επί ίσοις όροις απολαβή των οποίων προϋποθέτει η εφαρµογή της αρχής της ίσης µεταχείρισης, η πρόσβαση στο επίµαχο αγαθό δεν είναι ελεύθερα διαθέσιµη στον καθένα υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγρ. 1, στοιχείο η΄ της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ και του άρθρου 4, παράγρ. 1, στοιχείο η΄ του Ν. 3304/2005, καθώς στην ουσία εξαρτάται από την απόκτηση της εκάστοτε προβλεπόµενης άδειας οδήγησης. Η χορήγηση δε τέτοιων αδειών δεν συνιστά παροχή υπηρεσιών αλλά συναρτάται ευθέως προς τη µονοµερώς ασκούµενη ρυθµιστική αρµοδιότητα των δηµόσιων φορέων υπέρ του δηµόσιου συµφέροντος. Σηµειώνεται ότι το Υπουργείο Μεταφορών ανταποκρίθηκε εν µέρει στις παρατηρήσεις του Συνηγόρου του Πολίτη και τροποποίησε την επίµαχη διάταξη (υποθέσεις 5672/2005 και 6297/2005).
β. Αλβανός υπήκοος διαµαρτυρήθηκε για διακριτική µεταχείριση εις βάρος του, επειδή πρώτον, αστυνοµικό όργανο κατά την καταγραφή συµβάντος σε αστυνοµικό τµήµα της επαρχίας δεν αναφέρθηκε στο πρόσωπό του µε το ονοµατεπώνυµό του, όπως συνέβη µε τους άλλους έλληνες εµπλεκοµένους, αλλά µε τον χαρακτηρισµό «αλβανός τσοµπάνος», και δεύτερον, επειδή τα αστυνοµικά όργανα του ίδιου τµήµατος δεν ανταποκρίθηκαν όταν απευθύνθηκε σε αυτά για να τον συνδράµουν σε περιστατικό σοβαρής συµπλοκής µεταξύ ιδιωτών, στο οποίο εµπλεκόταν και ο ίδιος. Η Αρχή διερευνά εάν οι παραπάνω ενέργειες ή παραλείψεις της διοίκησης εµπίπτουν στο πεδίο της «παροχής υπηρεσιών στο κοινό» µε την έννοια του άρθρου 4, παράγρ. 1η του Ν. 3304/2005 (υπόθεση 12460/2005).
2.1.3 Παροχή υπηρεσιών – Στέγαση
α. Έλληνας πολίτης, καταγωγής Pοµ, διαµαρτυρήθηκε για την επιβολή υπέρογκων προστίµων από τη ∆ιεύθυνση Πολεοδοµίας της Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αργολίδας. Τα πρόστιµα επιβλήθηκαν µε το αιτιολογικό της ανέγερσης αυθαίρετης πρόχειρης κατοικίας• επειδή ο ενδιαφερόµενος αδυνατούσε να τα πληρώσει, κατεδαφίστηκε το παράπηγµα, το οποίο είχε τοποθετήσει προσωρινά σε οικόπεδο ιδιοκτησίας του για τις ανάγκες στέγασης του ίδιου και της οικογένειάς του. Πρέπει να σηµειωθεί ότι πρόθεση του πολίτη ήταν να καταστρέψει την κατασκευή αυτή µετά την περάτωση των οικοδοµικών εργασιών ανέγερσης κατοικίας στο οικόπεδο, το οποίο, αξίζει να επισηµανθεί ότι είχε αγοραστεί από τον αναφερόµενο µε την αξιοποίηση δανείου στο πλαίσιο του προγράµµατος στεγαστικής αποκατάστασης των Pοµά.
Ο Συνήγορος του Πολίτη παρενέβη άµεσα προς τη ΝΑ Αργολίδας και τον ∆ήµο Νέας Τίρυνθας. Στη νοµαρχιακή αυτοδιοίκηση επισηµάνθηκε η εσφαλµένη επιβολή προστίµων και η εξώθηση του αναφερόµενου Ροµά σε άµεση κατεδάφιση της πρόχειρης κατοικίας του (ενέργειες που ενδεχοµένως να υποκρύπτουν διακριτική µεταχείριση). Σε απαντητικό έγγραφό της, η ΝΑ Αργολίδας αποδέχθηκε µερικώς παράβαση νόµου στην επιβολή προστίµων, χωρίς ωστόσο να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις σε όλα τα ζητήµατα που τέθηκαν από τον Συνήγορο του Πολίτη, ιδίως σε ό,τι αφορά την εξέταση ενστάσεων αλλά και τις επισηµάνσεις του σχετικά µε τη νοµιµότητα της διατήρησης πρόχειρης κατοικίας σε οικόπεδο ιδιοκτησίας ενός Pοµά που έχει ενταχθεί σε πρόγραµµα στεγαστικής αποκατάστασης. Επίσης, από τον ∆ήµο Νέας Τίρυνθας ζητήθηκαν διευκρινίσεις για τη µαταίωση της διάνοιξης δρόµου µετά την αγορά του παρόδιου οικοπέδου από τον αναφερόµενο πολίτη. Ο ∆ήµος Νέας Τίρυνθας δεν έχει απαντήσει ικανοποιητικά στο ζήτηµα της ανάκλησης της αρχικής του απόφασης να αποδεχθεί την παραχώρηση γης από τους όµορους ιδιοκτήτες για τη διάνοιξη δρόµου, µε αποτέλεσµα να εγείρονται υπόνοιες µεροληψίας σχετικά µε τους λόγους ανάκλησης της οικείας παραχώρησης. Επιδιώκοντας τη γενικότερη αντιµετώπιση του προβλήµατος, ο Συνήγορος του Πολίτη έχει υποβάλει προς τη ΝΑ Αργολίδας, το YΠEΣ∆∆A και το ΥΠEXΩ∆E τις απόψεις του, ζητώντας να διευκρινιστούν τα σχετικά ζητήµατα και να εναρµονιστούν οι πρακτικές όλων των εµπλεκόµενων υπηρεσιών στην κατεύθυνση λήψης θετικών µέτρων που θα εναρµονίζονται µε το πρόγραµµα στεγαστικής αποκατάστασης, διασφαλίζοντας τη δυνατότητα νόµιµης προσωρινής εγκατάστασης στο ιδιόκτητο ακίνητο έως την αποπεράτωση του κτίσµατος (υπόθεση 12372/2005).
β. Σύλλογος Ροµά υπέβαλε αναφορά στον Συνήγορο του Πολίτη διαµαρτυρόµενος για την αδυναµία εξεύρεσης λύσης στο στεγαστικό πρόβληµα των µελών του που διαµένουν στα διοικητικά όρια του ∆ήµου Λάρισας. Ο ∆ήµος Λάρισας, κατά την αναζήτηση λύσης στο πρόβληµα αυτό, διαπίστωσε ότι η αγορά οικοπέδων εντός των ορίων του δήµου είναι απαγορευτική λόγω υψηλού κόστους. Για τον λόγο αυτόν προτάθηκε η µετεγκατάσταση των Ροµά στην περιοχή Κουλουρίου -όρια βιοµηχανικής περιοχής- αλλά ο οικείος σύλλογος Ροµά, µέσω του επίσηµου εκπροσώπου του, αρνήθηκε την πρόταση διότι η συγκεκριµένη περιοχή δεν είναι κατάλληλη και πιθανόν να έχει επιπτώσεις στην υγεία των Pοµά. Ύστερα από αυτά, κάποιοι δηµότες Ροµά αγόρασαν έκταση στον όµορο ∆ήµο Πλατυκάµπου µε σκοπό τη δηµιουργία οικισµού, αξιοποιώντας στεγαστικά δάνεια που τους είχαν ήδη εγκριθεί. Mετά τις αντιδράσεις όµως των κατοίκων της περιοχής, σε συνδυασµό µε το ότι οι συγκεκριµένες εκτάσεις -σύµφωνα µε σχέδιο προεδρικού διατάγµατος περί ζώνης οικιστικού ελέγχου-χαρακτηρίζονταν ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας, αποφασίστηκε η αναστολή έκδοσης οικοδοµικών αδειών για λόγους δηµόσιου συµφέροντος (23.12.2004). Ύστερα από προφορικές δεσµεύσεις του ∆ηµάρχου Κοιλάδας ότι δέχεται τη µετεγκατάσταση των Ροµά σε εκτάσεις του δήµου του, κάποιοι Ροµά αγόρασαν έκταση στον ∆ήµο Κοιλάδας. Επειδή όµως την ίδια στιγµή προτάθηκε από τον ίδιο δήµο η εκπόνηση «Σχεδίου Οικιστικής Ανάπτυξης Ανοιχτής Πόλης», εκδόθηκε εξάµηνη αναστολή έκδοσης αδειών και οικοδοµικών εργασιών στην επίµαχη περιοχή. Τα συγκεκριµένα αγροτεµάχια χαρακτηρίστηκαν και πάλι ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας, απόφαση η οποία ενεργοποιήθηκε τον Σεπτέµβριο του 2005. Τον Μάρτιο του 2006, οπότε και λήγει η αναστολή, θα έχει εκπνεύσει και το 18µηνο της εγγύησης του ελληνικού δηµοσίου για κάποια από τα δάνεια που έχουν ήδη χορηγηθεί στους Ροµά. Αποτέλεσµα όλων των παραπάνω είναι αρκετοί Ροµά να έχουν επιτύχει τη δανειοδότησή τους, χωρίς όµως να έχει ολοκληρωθεί η στεγαστική τους αποκατάσταση µε την αγορά και την οριστική τους εγκατάσταση σε κατοικίες (υπόθεση 18637/2005).
γ. Eλληνίδα πολίτις διαµαρτυρήθηκε για την υπέρµετρη καθυστέρηση της αρµόδιας υπηρεσίας του ∆ήµου Άνω Λιοσίων να της χορηγήσει βεβαίωση τέλους ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π) για ακίνητο το οποίο κληρονόµησε, προκειµένου να τη χρησιµοποιήσει κατά τη σύνταξη συµβολαίου αγοραπωλησίας, όπου ο αγοραστής ήταν πολίτης ροµά. Τελικά, µολονότι µετά την παρέµβαση της Αρχής η οικεία βεβαίωση χορηγήθηκε, ο Συνήγορος του Πολίτη προτίθεται να παρακολουθήσει περαιτέρω το ζήτηµα, δεδοµένου ότι και στο παρελθόν έχει δεχθεί αναφορές για αντίστοιχες καθυστερήσεις κατά τη χορήγηση βεβαιώσεων τέλους ακίνητης περιουσίας, από τον ∆ήµο Άνω Λιοσίων, ιδίως σε περιπτώσεις αγοραπωλησίας, κατά τις οποίες οι συµβαλλόµενοι αγοραστές είναι µέλη της κοινότητας των Ροµά, γεγονός που δηµιουργεί υπόνοιες διάκρισης (υπόθεση 4050/2005).
δ. Μη κυβερνητική οργάνωση, που δραστηριοποιείται στο πεδίο της προστασίας των δικαιωµάτων του ανθρώπου, υπέβαλε αναφορά σχετικά µε την καθυστέρηση υλοποίησης του προγράµµατος «Στεγαστική αποκατάσταση Aθιγγάνων» του ∆ήµου Πατρέων, ειδικότερα όσον αφορά στην περιοχή Ριγανόκαµπου. Προκειµένου ο Συνήγορος του Πολίτη να διερευνήσει αναφορές που προέρχονται από φορείς της κοινωνίας των πολιτών, απαιτείται, σύµφωνα µε το άρθρο 13, παράγρ. 4 του Ν. 3304/2005, η ύπαρξη πληρεξουσίου από τους άµεσα θιγοµένους (συµβολαιογραφικό ή ιδιωτικό έγγραφο µε θεώρηση για το γνήσιο της υπογραφής). Αντίθετα, η σχετική κοινοτική ρύθµιση αρκείται στην ύπαρξη συγκατάθεσης των θιγοµένων, γεγονός που επιτρέπει ενδεχοµένως και εναλλακτικές, λιγότερο τυπικές, µορφές πιστοποίησης της εκπροσώπησης. Στη συγκεκριµένη, ωστόσο, περίπτωση, η οργάνωση παρέλειψε να επικαλεστεί οποιαδήποτε µορφή εκπροσώπησης θιγοµένων. Η παράλειψη αυτή υποχρέωσε την Αρχή να απόσχει από την περαιτέρω διερεύνηση της αναφοράς (υπόθεση 11906/2005).
2.1.4 Εκπαίδευση
Αλβανός υπήκοος διαµαρτυρήθηκε στον Συνήγορο του Πολίτη για την άρνηση χορήγησης του φοιτητικού επιδόµατος στέγης, καθώς και υποτροφίας από το Ίδρυµα Κρατικών Υποτροφιών, µε την αιτιολογία ότι δεν διαθέτει ελληνική ιθαγένεια. Κατά την έρευνα της υπόθεσης, ο Συνήγορος του Πολίτη διαπίστωσε ότι η οικεία νοµοθεσία δεν αναγνωρίζει το δικαίωµα σε αλλοδαπούς σπουδαστές τρίτων χωρών να απολαµβάνουν τις παροχές αυτές. Ωστόσο, η διάκριση αυτή, δηλαδή µε βάση την ιθαγένεια του αιτούντος, δεν εµπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του Ν. 3304/2005.
Συγκεκριµένα, στο πεδίο εφαρµογής της αρχής της ίσης µεταχείρισης, ανεξάρτητα από φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, εντάσσεται και η «εκπαίδευση» (άρθρο 4, παράγρ. 1, στοιχείο ζ΄), γεγονός που θα επέτρεπε κατ’ αρχήν την εξέταση του αιτήµατος του ενδιαφεροµένου υπό το πρίσµα του εν λόγω νόµου. Ωστόσο, η εφαρµογή του κανόνα της απαγόρευσης άµεσων και έµµεσων διακρίσεων κατά την άσκηση ενός δικαιώµατος ή την απολαβή ενός έννοµου αγαθού αναγνωρίζει ως µόνη επιτρεπτή απόκλιση τη διάκριση λόγω ιθαγένειας. Ειδικότερα, σύµφωνα µε το άρθρο 4, παράγρ. 2 του Ν. 3304/2005 «Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρµόζονται στις περιπτώσεις που προβλέπεται διαφορετική µεταχείριση λόγω ιθαγένειας και δεν θίγουν τη µεταχείριση που συνδέεται µε τη νοµική κατάστασή τους ως ιθαγενών τρίτων χωρών ή ατόµων άνευ ιθαγένειας». Από τον συνδυασµό των παραπάνω συνάγεται ότι η διαφοροποίηση στη µεταχείριση λόγω αλλοδαπής ιθαγένειας είναι ανεκτή από το νοµοθετικό πλαίσιο που έχει θεσπιστεί για την καταπολέµηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής (υπόθεση 3393/2005).
2.2 ∆ιακρίσεις λόγω αναπηρίας – Εύλογες προσαρµογές και ειδικά µέτρα
2.2.1 Εργασία
α. Πολίτις µε αναπηρία σε ποσοστό 51% προσλήφθηκε στο Νοσοκοµείο «Παπαγεωργίου» ως µέλος προσωπικού θαλάµου. Σε αίτηµά της για χορήγηση άδειας αναπηρίας έλαβε αρνητική απάντηση από τη διεύθυνση του νοσοκοµείου, και µετά το πέρας της δοκιµαστικής περιόδου απασχόλησής της απολύθηκε µε την αιτιολογία ότι δεν µπορεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της. Προφορικά, όµως, σύµφωνα µε τους ισχυρισµούς της, της δηλώθηκε ότι απολύθηκε επειδή ήταν ανάπηρη. Στη συνέχεια, η αναφερόµενη συµµετείχε σε νέα προκήρυξη για την ίδια θέση και δεν επιλέχθηκε, µε την αιτιολογία ότι είχε ήδη κριθεί ως υπάλληλος και δεν ανταποκρινόταν επαρκώς στα καθήκοντά της. Κατέθεσε ένσταση και αναµένεται η απόφαση. Η Αρχή έκρινε ότι υπάρχει prima ίδάβ περίπτωση διακριτικής µεταχείρισης (άρθρο 8, παράγρ. 1α του Ν. 3304/2005) και αναµένει την παρέλευση τριµήνου από την υποβολή της ένστασης ή την έκδοση της σχετικής απόφασης, προκειµένου να προβεί σε ενέργειες προς το νοσοκοµείο (υπόθεση 9581/2005).
β. Πολίτης προσελήφθη στα ΕΛΤΑ µε βάση το καθεστώς των ποσοστώσεων που εισήγαγε ο Ν. 1648/1986 για τα άτοµα µε ειδικές ανάγκες, ως ψυχικά ασθενής, και εργάζεται εκεί από το 1990. Τον τελευταίο χρόνο, δύο διαδοχικοί προϊστάµενοι του υποκαταστήµατος, αφενός δεν αποδέχθηκαν ιατρικά πιστοποιητικά ως δικαιολογητικά για την απουσία του από την εργασία, προβαίνοντας κατά συνέπεια σε περικοπές αποδοχών, και αφετέρου έδειξαν δυσµενή στάση σε αίτηµα µετάθεσης, την οποία η υπηρεσία αναγκάστηκε να ανακαλέσει. Καθώς ο αναφερόµενος επικαλείται και αποδεικνύει την έως τώρα ευδόκιµη υπηρεσία του, η Αρχή έκρινε ότι υπάρχει prima ίδάβ υπόθεση διακριτικής µεταχείρισης (άρθρο 8, παράγρ. 1α του Ν. 3304/2005), απευθύνθηκε εγγράφως προς τα ΕΛΤΑ και αναµένει απάντηση (υπόθεση 7871/2005).
γ. Ο Συνήγορος του Πολίτη εξέτασε αναφορά ατόµου µε ειδικές ανάγκες, που κινείται µε αναπηρικό αµαξίδιο, µε θέµα τη διακοπή λειτουργίας φωτεινού σηµατοδότη για πεζούς επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, µε αποτέλεσµα να δυσχεραίνεται καθηµερινά η πρόσβασή της στην εργασία της σε αντικρινό νοσοκοµείο. Η Αρχή υπενθύµισε στους αρµόδιους φορείς την υποχρέωση (άρθρο 10 σε συνδυασµό µε το άρθρο 12 του Ν. 3304/2005) να λάβουν µέτρα για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας των ατόµων µε κινητικά προβλήµατα στο σηµείο του συγκεκριµένου σηµατοδότη (υπόθεση 15589/2005).
δ. Πολίτις, άτοµο µε ειδικές ανάγκες, επικαλέστηκε άµεση διάκριση εις βάρος της επειδή η διοίκηση υποκαταστήµατος της Τράπεζας της Ελλάδος σε πόλη της επαρχίας αρνήθηκε να την προσλάβει κατ’ εφαρµογήν των διατάξεων του Ν. 2643/1998 «περί απασχόλησης προσώπων ειδικών κατηγοριών». Επειδή οι τράπεζες εξαιρούνται ρητά από το πεδίο αρµοδιοτήτων του Συνηγόρου του Πολίτη (άρθρο 3, παράγρ. 1 του Ν. 3094/2003), η Αρχή διαβίβασε την αναφορά στην Επιτροπή Ίσης Μεταχείρισης και στη ∆ιεύθυνση Κοινωνικής Προστασίας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, προκειµένου να διερευνηθεί η αρµοδιότητά τους για εξέταση της υπόθεσης, ιδίως της επιτροπής, ως φορέα προώθησης της αρχής της ίσης µεταχείρισης (υπόθεση 5410/2005).
2.3 ∆ιακρίσεις λόγω ηλικίας
2.3.1 Συµµετοχή σε επαγγελµατική οργάνωση
Πολίτης απευθύνθηκε στον Συνήγορο του Πολίτη προκειµένου να εξεταστεί η συµφωνία µε την αρχή της ίσης µεταχείρισης των διατάξεων του Κώδικα ∆ικηγόρων, οι οποίες θέτουν ανώτατο όριο ηλικίας για την εγγραφή πτυχιούχων Νοµικής στο βιβλίο ασκουµένων των δικηγορικών συλλόγων. Η Αρχή διαπίστωσε την ανάγκη περαιτέρω εξειδίκευσης των διατάξεων του Κώδικα ∆ικηγόρων προς την κατεύθυνση της σαφούς εναρµόνισής τους µε τις ελάχιστες απαιτούµενες στον Ν. 3304/2005 προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι θεµιτή η διαφορετική µεταχείριση λόγω ηλικίας στον τοµέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειµένου να αποφευχθεί το ενδεχόµενο να θεωρηθούν οι διατάξεις αυτές ως αντικείµενες στην αρχή της ίσης µεταχείρισης υπό την έννοια του Ν. 3304/2005 και ως ήδη καταργηθείσες (άρθρο 26: «µε την έναρξη ισχύος του νόµου αυτού καταργείται κάθε νοµοθετική και κανονιστική διάταξη… η οποία είναι αντίθετη προς την, κατά τον παρόντα νόµο, αρχή της ίσης µεταχείρισης»). Για τον σκοπό αυτόν απέστειλε έγγραφο προς τον Υπουργό ∆ικαιοσύνης, το οποίο κοινοποίησε προς τον πρόεδρο της ολοµέλειας των δικηγορικών συλλόγων. Αναµένεται απάντηση (υπόθεση 18213/2005).
2.3.2 Εργασία
Πολίτης απευθύνθηκε στον Συνήγορο του Πολίτη ζητώντας να εξεταστεί κατά πόσον ανταποκρίνονται στην αρχή της ίσης µεταχείρισης οι όροι προκήρυξης πρόσληψης προσωπικού στο Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής, µε τους οποίους τίθεται ανώτατο όριο ηλικίας για τη συµµετοχή των υποψηφίων στη διαδικασία επιλογής. Η Αρχή απηύθυνε έγγραφο προς τον πρόεδρο του ινστιτούτου, µε το οποίο ζητήθηκε η αιτιολόγηση της απόκλισης των όρων της προκήρυξης από τη γενική απαγόρευση θέσπισης ορίων ηλικίας, δηλαδή αν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπει ο Ν. 3051/2002 (κατάργηση ορίου ηλικίας τακτικού προσωπικού των δηµόσιων φορέων) καθώς και εάν τηρήθηκαν οι ειδικότερες προϋποθέσεις θεµιτής εξαίρεσης από τη γενική απαγόρευση που προβλέπει ο Ν. 3304/2005. Αναµένεται απάντηση (υπόθεση 18429/2005).
2.4 ∆ιακρίσεις λόγω θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων
2.4.1 Εργασία
Τρεις πολίτες διαµαρτυρήθηκαν για τη µεταχείριση που υφίστανται στην υπηρεσία τους, επικαλούµενοι ότι, λόγω της κοµµατικής τους ένταξης, υφίστανται διάκριση. Ο Συνήγορος του Πολίτη έθεσε τις αναφορές στο αρχείο, διότι έκρινε ότι η διακριτική µεταχείριση εις βάρος υπαλλήλου λόγω πιθανολογούµενης κοµµατικής ένταξης δεν εµπίπτει στον Ν. 3304/2005, εφόσον η κοµµατική ένταξη δεν παραπέµπει σε πεποιθήσεις, οι οποίες καλύπτονται από την έννοια των «πεποιθήσεων», όπως αυτές προστατεύονται από το άρθρο 7, παράγρ. 1 του Ν. 3304/2005.
Η έννοια των πεποιθήσεων στο συγκεκριµένο νοµικό πλαίσιο δεν περιορίζεται βέβαια στις θρησκευτικές πεποιθήσεις, δεν θα αντιστοιχούσε όµως στη βούληση του νοµοθέτη η διεύρυνσή της ώστε να συµπεριλαµβάνει παντός είδους επιλογές, πρακτικές ή κίνητρα. Κατά την ερµηνευτική προσέγγιση που προκρίνει ο Συνήγορος του Πολίτη, ύστερα από µακρά νοµική και συγκριτική µελέτη, ως πεποιθήσεις προστατευόµενες από την παραπάνω διάταξη νοούνται κατ’ αρχήν µόνον οι συνειδησιακές επιλογές ιδεολογικού ή κοσµοθεωρητικού περιεχοµένου, των οποίων: (α) τεκµηριώνεται η προηγούµενη εξωτερίκευση µε ανάλογη δηµόσια δράση ή στάση ζωής, και (β) πιθανολογείται η αιτιώδης συνάφεια προς τη δυσµενή υπηρεσιακή διάκριση. Σε αντίθεση µε την τρέχουσα ευρύτατη χρήση του όρου «πολιτικές διώξεις», η στενότερη νοµική χρήση του όρου «διάκριση λόγω πεποιθήσεων» δεν περιλαµβάνει άνευ άλλου τινός τα φαινόµενα δυσµενούς υπηρεσιακής µεταχείρισης. Ο N. 3304/2005 δεν µεριµνά γενικά για την αξίωση αξιοκρατίας και διαφάνειας στην υπηρεσιακή κατάσταση, αλλά προστατεύει µόνο, απέναντι στους κινδύνους διακρίσεων, το ενδιάθετο φρόνηµα. Η ανάγκη αξιοκρατίας στο δηµοσιοϋπαλληλικό σώµα έχει ισχύ αρχής δικαίου και η αξίωση τήρησής της αποτελεί αγώγιµο δικαίωµα, πλην όµως ο νοµοθέτης δεν θέλησε να καταστήσει τον Συνήγορο του Πολίτη αρµόδιο για την εφαρµογή αυτών των κανόνων• την αρµοδιότητα αυτή επιφύλαξε µόνο για τα διοικητικά δικαστήρια (υποθέσεις 13820/2005, 18035/2005, 16885/2005).
2.4.2 Συµµετοχή σε επαγγελµατική οργάνωση
Γιατρός µουσουλµανικού θρησκεύµατος, πρώην υπήκοος Ιορδανίας και νυν έλληνας υπήκοος, διαµαρτυρήθηκε για την άρνηση του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης να τον εγγράψει ως µέλος του, µολονότι είχε όλες τις απαιτούµενες προϋποθέσεις. Ύστερα από άτυπη διερευνητική παρέµβαση της Αρχής, ο γιατρός ενηµέρωσε τον Συνήγορο του Πολίτη ότι η εγγραφή του τελικά πραγµατοποιήθηκε (υπόθεση 12573/2005).
2.4.3 Παροχή υπηρεσιών
Οµάδα µουσουλµάνων, κατοίκων δήµου του Νοµού Ροδόπης, διαµαρτυρήθηκε για τη συµπεριφορά αστυνοµικού οργάνου που υπηρετεί στο αστυνοµικό τµήµα της περιοχής. Συγκεκριµένα, ο αστυνοµικός επέβαλε πρόστιµα εις βάρος τους για αµφισβητούµενες παραβάσεις και εξαπέλυσε εναντίον τους απειλές και ύβρεις. Σύµφωνα µε τους ισχυρισµούς τους, η συµπεριφορά του αυτή αποτελούσε παρενόχληση και, για τον λόγο αυτόν, ζήτησαν τον έλεγχο των προαναφερόµενων ενεργειών µε βάση τον Ν. 3304/2005. Μολονότι ο Συνήγορος του Πολίτη έκρινε ότι οι καταγγελλόµενες ενέργειες δεν εµπίπτουν στο πεδίο δράσης της Αστυνοµίας, πράγµα που θα αποτελούσε «παροχή υπηρεσιών» κατά την έννοια του νόµου, προέβη σε άτυπη διαµεσολάβηση προς την προϊσταµένη αρχή (Αστυνοµική ∆ιεύθυνση Ροδόπης), προκειµένου να ελεγχθεί η νοµιµότητα των ενεργειών του αστυνοµικού µε βάση το γενικότερο νοµοθετικό πλαίσιο. Η παρέµβαση αυτή οδήγησε στη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας και στο πόρισµα ότι δεν υπήρχαν πειθαρχικές ευθύνες του εµπλεκόµενου οργάνου. Η Αρχή έκανε άτυπες συστάσεις προς τη διοίκηση του Αστυνοµικού Τµήµατος για καταβολή ιδιαίτερης προσοχής στο θέµα, καθώς διενέξεις αυτής της µορφής µπορεί να οδηγήσουν σε διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης (υπόθεση 13256/2005).
2.5 ∆ιακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισµού
2.5.1 Εκπαίδευση – Κατάρτιση
Πολίτης της ΠΓ∆Μ, υπότροφος µεταπτυχιακός φοιτητής του ελληνικού κράτους, κατήγγειλε τη διοίκηση τµήµατος του Πανεπιστηµίου Αθηνών για διακριτική συµπεριφορά εις βάρος του, λόγω του γενετήσιου προσανατολισµού του. Συγκεκριµένα, η διοίκηση, σε αναφορά του πολίτη για παρενόχληση από τους συµφοιτητές του, έλαβε µέτρα εναντίον του και τον απείλησε µάλιστα µε αποβολή ως υπεύθυνο για τη διατάραξη της οµαλής λειτουργίας του τµήµατος. Aπό την έρευνα του Συνηγόρου του Πολίτη αποδείχθηκε ότι ορθώς το πανεπιστήµιο έκρινε ότι επρόκειτο για σύγκρουση µεταξύ φοιτητών, µε υπόβαθρο προβληµατικές διαπροσωπικές σχέσεις µάλλον παρά τον γενετήσιο προσανατολισµό του αναφεροµένου. ∆ιαφώνησε όµως µε το ενδεχόµενο αποβολής του φοιτητή. Μετά την παρέµβαση της Aρχής αποσύρθηκε η εισήγηση αποβολής και επιτράπηκε στον ενδιαφερόµενο να ολοκληρώσει τις σπουδές του ως υπότροφος και να αποφοιτήσει. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, παρά τη σχετική επιχειρηµατολογία του ενδιαφεροµένου, η υπόθεση αυτή δεν θα ενέπιπτε στο προστατευτικό πεδίο των άρθρων 7 και 8 του Ν. 3304/2005, καθώς η τριτοβάθµια εκπαίδευση καλύπτεται ως πεδίο µόνον από την ειδική προστασία κατά των διακρίσεων λόγω φυλετικής και εθνοτικής καταγωγής (υπόθεση 2967/2005).
3. Αξιοποίηση θεσµικών δυνατοτήτων του Συνηγόρου του Πολίτη ως φορέα εφαρµογής του νόµου και φορέα προώθησης της ίσης µεταχείρισης
3.1 Σύνθετη δράση για τη στεγαστική αποκατάσταση των Ροµά
Οι ποικίλες εκδηλώσεις του αποκλεισµού, τον οποίο εξακολουθούν να υφίστανται οι περισσότεροι έλληνες Τσιγγάνοι ή Ροµά από την κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της χώρας, έχουν κατ’ επανάληψη απασχολήσει τον Συνήγορο του Πολίτη. Όψεις της οκταετούς αυτής εµπειρίας αποτυπώνονται στις ετήσιες εκθέσεις της Αρχής (Ετήσια έκθεση 2000, σ. 61-62, Ετήσια έκθεση 2002, σ. 106-107), στην ειδική έκθεση του Κύκλου ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου για την «Πειθαρχική/διοικητική διερεύνηση καταγγελιών εναντίων αστυνοµικών υπαλλήλων» (Ετήσια έκθεση 2004, σ. 222-223) σε πολλά πορίσµατα αλλά και σε ειδική έκθεση της Εθνική Επιτροπής ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (2002).
Το θλιβερό και, σε ορισµένες περιπτώσεις, προσβλητικό της αξίας του ανθρώπου αυτό φαινόµενο συνδέεται µε θεσµικές ή οιονεί θεσµικές µορφές – έµµεσης κυρίως- δυσµενούς διακριτικής µεταχείρισης των µελών του πληθυσµού αυτού από όργανα του κράτους, ιδίως δε της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και από το κοινωνικό σύνολο. Παρά τη νοµική και ηθική κρισιµότητα τέτοιων πρακτικών αθέµιτων διακρίσεων, η εµπειρία του Συνηγόρου του Πολίτη έχει καταδείξει ότι τα πάγια σχήµατα κοινωνικού αποκλεισµού των ελλήνων Ροµά στηρίζονται εν τέλει σε δοµικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας (όπως λ.χ. η αδιαφανής οργάνωση της απασχόλησης, η άναρχη οικιστική διάρθρωση της χώρας και τα πελατειακά χαρακτηριστικά της πολιτικής, ιδίως τοπικής, ζωής), παράλληλα δε αγγίζουν το ίδιο το ιδεολογικό υπόστρωµα της εθνικής µας συγκρότησης και της κοινωνικής συνοχής.
Ο διαρθρωτικός χαρακτήρας του φαινοµένου αυτού καθιστά εκ των πραγµάτων εν πολλοίς αναποτελεσµατική την παρέµβαση φορέων προστασίας των δικαιωµάτων του ανθρώπου, όπως του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος εστιάζει τη δράση του σε ατοµικές περιπτώσεις. Έτσι, ακόµη και αν ο συγκεκριµένος πολίτης Ροµά καταφέρει να αποκτήσει εν τέλει την άδεια ή το πιστοποιητικό που έχει ανάγκη, να αποφύγει την καταστροφή του προσωρινού του καταλύµατος ή να εγγράψει εν τέλει τα παιδιά του στο σχολείο, η επενέργεια σωρείας παραγόντων πιθανότατα θα µαταιώσει τους πιο µακροπρόθεσµους βιοτικούς στόχους που επιδίωκε να καλύψει µε τα προαναφερθέντα. Τέτοιες διαπιστώσεις κατέστησαν σαφή στον Συνήγορο του Πολίτη την ανάγκη να κλιµακώσει την εµπλοκή του στο συγκεκριµένο, εξαιρετικά εκτεταµένο, πεδίο προστασίας των δικαιωµάτων του ανθρώπου και καταπολέµησης των διακρίσεων αναπτύσσοντας παρεµβάσεις ευρύτερης εµβέλειας και επιζητώντας λύσεις σε επίπεδο συντονισµού φορέων του κράτους, της τοπικής αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και σε αυτό της νοµοθετικής και εν γένει κανονιστικής παραγωγής.
Η ανάδειξη του Συνηγόρου του Πολίτη σε επίσηµο φορέα προώθησης της ίσης µεταχείρισης και καταπολέµησης των διακρίσεων από τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 3304/2005 του παρέχει τη δυνατότητα να προσδώσει στην κλιµάκωση αυτή της δράσης του τον χαρακτήρα παρέµβασης στρατηγικής εφαρµογής των κατευθύνσεων της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ (ιδίως άρθρο 7, παράγρ. 1). Στο πλαίσιο της καίριας αυτής αναβάθµισης της παρέµβασής του, ο Συνήγορος του Πολίτη επέλεξε να εστιάσει τη δραστηριότητά του στις θεσµικές πρακτικές διαχείρισης της εγκατάστασης των πληθυσµών ελλήνων Ροµά, καθώς, όπως κατέδειξε η µέχρι σήµερα εµπειρία του, το ιδιότυπο ζήτηµα της εγκατάστασης αποτελεί το πεδίο στο οποίο κατά κύριο λόγο συµπυκνώνονται και ταυτόχρονα τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα βασικά προβλήµατα κοινωνικής ένταξης και συµµετοχής του ευαίσθητου αυτού τµήµατος του πληθυσµού. Αυτό άλλωστε αναγνωρίζει πλέον έµπρακτα και η ελληνική διοίκηση, καθώς οι δύο µοναδικές ουσιαστικά εθνικές θετικές δράσεις για τους Ροµά, που έχουν µέχρι σήµερα εν µέρει αναπτυχθεί και εξελίσσονται (το «Ολοκληρωµένο πρόγραµµα δράσης» και το δανειοδοτικό πρόγραµµα στεγαστικής αποκατάστασης), εστιάζονται επίσης ακριβώς στο ζήτηµα της εγκατάστασης.
Σκοπός της εστιασµένης δράσης του Συνηγόρου του Πολίτη είναι να αναδειχθούν και να αξιολογηθούν, µε αφορµή τις ατοµικές αναφορές, οι τρέχουσες πρακτικές εγκατάστασης Ροµά, ο ειδικός τρόπος συνάρθρωσης των επί µέρους τύπων εγκατάστασης µε τα προβλήµατα κοινωνικού αποκλεισµού, ιδίως όσον αφορά στην υγιεινή, την απασχόληση, την εκπαίδευση, τη συµµετοχή στη δηµόσια ζωή, καθώς και οι πρακτικές αντίδρασης της διοίκησης, ιδίως δε οι πρακτικές διαχείρισης του προβλήµατος στα πεδία: χωροταξίας-πολεοδοµίας, δηµοτολογικής κατάστασης, πρόνοιας και εκπαίδευσης. Αναµένεται λοιπόν να αναδειχθούν µε σαφήνεια ως προς τον τρόπο εκδήλωσης και την ιδιαιτερότητά τους τόσο τα ίδια τα προβλήµατα που υπονοµεύουν τη στοιχειώδη συµµετοχή των ελλήνων αυτών πολιτών στη ζωή της χώρας όσο και, κατ’ εξοχήν, η τυπολογία των πρακτικών αντίδρασης των αρµόδιων αρχών και της διαχείρισης των προβληµάτων. Με αυτόν τον τρόπο θα καταστεί δυνατή η συνολικότερη αποτίµηση των πρακτικών αυτών τόσο από τη σκοπιά της νοµιµότητας καθαυτής όσο και από τη σκοπιά της αποτελεσµατικότητάς τους ως προς τους διακηρυγµένους στόχους της δηµόσιας µέριµνας για τους έλληνες Ροµά. Αναµένεται συνεπώς να αναδειχθούν συστηµατικά τα θεσµικά και κανονιστικά ελλείµµατα που συντείνουν στη διαιώνιση ή και την επιδείνωση του προβλήµατος, ώστε να καταστεί δυνατή µια επωφελής συµβολή της Αρχής µε συγκεκριµένες θεσµικές προτάσεις.
Οι δράσεις περιλαµβάνουν επισκέψεις και αυτοψίες σε εγκαταστάσεις Ροµά σε ολόκληρη τη χώρα και συναντήσεις µε αρµόδιους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και της κεντρικής διοίκησης. Η παρέµβαση του Συνηγόρου του Πολίτη σε θέµατα δικαιωµάτων του παιδιού εστιάζεται εν προκειµένω κυρίως στα ζητήµατα εκπαίδευσης και ιατρικής φροντίδας των ανήλικων Ροµά και είναι σε σηµαντικό βαθµό συντονισµένη µε την υπόλοιπη δραστηριότητα της Αρχής.
Αφορµή για τις ενέργειες του Συνηγόρου του Πολίτη αποτελούν ατοµικές αναφορές που προέρχονται από Ροµά, από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ή και από πολίτες που διαµαρτύρονται για την ολιγωρία των αρµόδιων αρχών όσον αφορά στην αντιµετώπιση των οχλήσεων που υφίστανται λόγω της συµβίωσής τους µε πληθυσµούς Ροµά. Με τις ενέργειες αυτές επιδιώκεται εν πρώτοις η άµεση παρέµβαση στο συγκεκριµένο πρόβληµα που επισηµαίνουν οι αναφορές. ∆εδοµένου πάντως ότι το πρόβληµα, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, συνδέεται µε τα συνήθη δοµικά ζητήµατα του κοινωνικού αποκλεισµού των Pοµά, η δράση του Συνηγόρου του Πολίτη περιλαµβάνει και την καταγραφή των παραµέτρων που συνθέτουν το υπόβαθρο του προβλήµατος στην περιοχή (συµπεριλαµβανοµένης και της γειτονικής εγκατάστασης άλλων οµάδων Pοµά) και του τρόπου διαχείρισής του από τις τοπικές αρµόδιες αρχές (αστυνοµικές, δηµοτικές, περιφερειακές), καθώς και τη δηµιουργία σχέσεων καλής επαφής και συνεργασίας µε τα εµπλεκόµενα µέρη.
Συγκεκριµένα στο πλαίσιο των δράσεων αυτών, ο Κύκλος ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου σε συνεργασία µε τον Κύκλο Ποιότητας Ζωής και τον Κύκλο Κοινωνικής Προστασίας, πραγµατοποίησαν σειρά συναντήσεων µε αρµόδιους φορείς, τόσο της τοπικής αυτοδιοίκησης όσο και της κεντρικής διοίκησης, επιδιώκοντας παράλληλα την απευθείας επαφή µε τους άµεσα θιγόµενους ροµά. Ειδικότερα, στο πλαίσιο των ως άνω πρωτοβουλιών, ο Βοηθός Συνήγορος του Κύκλου ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου, καθώς και στελέχη του Κύκλου αυτού πραγµατοποίησαν συναντήσεις µε τον Γενικό ∆ιευθυντή της
∆ιεύθυνσης Ανάπτυξης του ΥΠ.ΕΣ.∆.∆Α, µε τον ∆ήµαρχο Αγ. Παρασκευής, τον ∆ήµαρχο Πατρέων, τον ∆ήµαρχο Ασπροπύργου και τον ∆ήµαρχο Χαλανδρίου. Παράλληλα, ο Συνήγορος του Πολίτη διενήργησε αυτοψίες σε καταυλισµούς Ροµά εντός του λεκανοπεδίου Αττικής (Ασπρόπυργος, Βοτανικός), αλλά και σε ∆ήµους της ευρύτερης επικράτειας και συγκεκριµένα στους ∆ήµους Ερµιόνης, Λάρισας, Μεσολογγίου, Μιδέας, Πάτρας, Ρίου, Ν. Κίου, Τεγέας και Ν. Τύρινθας. Τα αποτελέσµατα των συναντήσεων αυτών, αλλά και των διαπιστώσεων από τις αυτοψίες έχουν προκαλέσει ήδη, στις περισσότερες από τις ως άνω περιπτώσεις, την έγγραφη παρέµβαση της Αρχής προς τους εκάστοτε εµπλεκόµενους φορείς και εκτίθενται αναλυτικά στην Ετήσια Έκθεση τους έτους 2005.
3.2 ∆ράσεις ευαισθητοποίησης – διακίνησης τεχνογνωσίας -διαλόγου µε την κοινωνία των πολιτών
3.2.1 Συγκρότηση πάγιας οµάδας του Συνηγόρου του Πολίτη για τον χειρισµό υποθέσεων που εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής του Ν. 3304/2005
3.2.2 Εκπαίδευση στελεχών του Συνηγόρου του Πολίτη και προσφορά εκπαίδευσης
Μέλη της Αρχής συµµετείχαν σε σεµινάρια κατάρτισης και διαβούλευσης κατά το στάδιο πριν από την ενσωµάτωση των Oδηγιών, τα οποία διοργανώθηκαν από διεθνείς φορείς, µε στόχο την επίτευξη συµφωνίας των κοινοτικών Oδηγιών µε το εθνικό δίκαιο κάθε κράτους-µέλους. Ενδεικτικά αναφέρουµε:
• Συµµετοχή στο 2ο Συνέδριο του προγράµµατος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για «…τη δυναµική ενσωµάτωση της νοµοθεσίας της ΕΕ περί καταπολέµησης των διακρίσεων (εθνοτικών, φυλετικών, λόγω φύλου κ.λπ.) στις εθνικές νοµοθεσίες των κρατών µελών: Ο ρόλος των ειδικών φορέων» µε θέµα: «Προστασία κατά των διακρίσεων και ισότητα των φύλων». Το συνέδριο (Βιέννη, 20-21.5.2003) διοργανώθηκε από το Policy Group και τον Αυστριακό Συνήγορο του Πολίτη για την ισότητα ευκαιριών στην εργασία.
• Συµµετοχή στο 4ο συνέδριο του προαναφερόµενου προγράµµατος, µε
θέµα «∆ιακρίσεις στην εργασία. Μέτρα επανόρθωσης και ενδυνάµωσης». Το συνέδριο (Στοκχόλµη 14-15.10.2003) διοργανώθηκε από τη Σουηδή Συνήγορο του Πολίτη σε συνεργασία µε το Migration Polic yGroup, στο πλαίσιο του ευρύτερου προγράµµατος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την καταπολέµηση των διακρίσεων (2001-2006).
• Συµµετοχή σε συνέδριο, στο πλαίσιο του προαναφερόµενου προγράµµατος (Λονδίνο 29-31.1.2004) µε θέµα «Προς την ενιαία και δυναµική εφαρµογή της κοινοτικής νοµοθεσίας κατά των διακρίσεων.
Παροχή και πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και θετικές δράσεις».
• Συµµετοχή σε συνέδριο που διοργάνωσαν από κοινού η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή και το Υπουργείο Εργασίας της Ολλανδίας στο πλαίσιο της
Ολλανδικής Προεδρίας της ΕΕ, µε θέµα «Mainstreaming (διάχυση)
πολιτικών κατά των διακρίσεων» (Χάγη 22-23.11.2004).
• Συµµετοχή σε συνέδριο που διοργάνωσε η Ακαδηµία Ευρωπαϊκού
∆ικαίου, µε θέµα «Kαταπολέµηση των διακρίσεων στην καθηµερινή
πρακτική» (Ακαδηµία Ευρωπαϊκού ∆ικαίου, TRIER 2-3.5.2005).
Για την εµβάθυνση και τη διάχυση της τεχνογνωσίας σχετικά µε την ερµηνεία και την εφαρµογή των διατάξεων του Ν. 3304/2005 και των δύο κοινοτικών Οδηγιών στο σύνολο του επιστηµονικού προσωπικού της Αρχής, διοργανώθηκε από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο του 2005 εσωτερικό εργαστήριο για την κατ’ άρθρο ερµηνεία του νόµου και την ανάπτυξη υποδειγµάτων χειρισµού υποθέσεων µε συµµετοχή στελεχών από όλους τους Κύκλους του Συνηγόρου του Πολίτη. Η σειρά των σεµιναρίων ολοκληρώθηκε µε εισήγηση εθνικού εµπειρογνώµονα σε ζητήµατα ίσης µεταχείρισης.
Eπίσης, δύο στελέχη της Αρχής παρακολούθησαν το πρόγραµµα κατάρτισης του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης στο Μάαστριχτ σε θέµατα ίσης µεταχείρισης (βλ. κεφ. 9, 3).
Τέλος, στις 20.12.2005 ο Βοηθός Συνήγορος για τα ∆ικαιώµατα του Ανθρώπου και επιστηµονικό στέλεχος της Αρχής συµµετείχαν ως εισηγητές σε εκδήλωση κατάρτισης του Σώµατος Επιθεώρησης Εργασίας.
3.2.3 Συµµετοχή στην Εθνική Οµάδα Εργασίας του προγράµµατος
κατά των διακρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ο Συνήγορος του Πολίτη συµµετέχει στην Εθνική Οµάδα Εργασίας του προγράµµατος «Για τη διαφορετικότητα/κατά των διακρίσεων», που αποτελεί πρωτοβουλία της Γενικής ∆ιεύθυνσης Απασχόλησης, Κοινωνικών Υποθέσεων και Ίσων Ευκαιριών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σκοπός του προγράµµατος είναι να συντονιστούν οι εθνικοί φορείς για την καταπολέµηση των διακρίσεων και οι οργανώσεις των οµάδων που υφίστανται διακρίσεις να αναλάβουν ενέργειες δηµοσιοποίησης του σχετικού νοµικού πλαισίου και των πρακτικών. Eπίσης, το πρόγραµµα στοχεύει στην ευαισθητοποίηση υπηρεσιών και οργανισµών του ιδιωτικού και του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα σε θέµατα διακριτικής µεταχείρισης και στην ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών για την καταπολέµηση τέτοιων φαινοµένων. Στο πλαίσιο της επιδίωξης του στόχου αυτού ο Βοηθός Συνήγορος στον Kύκλο ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και ένα στέλεχος του Κύκλου συµµετείχαν σε ειδική ηµερίδα που διοργανώθηκε, στις 7.12.2005 στο ξενοδοχείο Ledra Marriott, µε θέµα «Το νέο νοµικό πλαίσιο για την καταπολέµηση των διακρίσεων και οι φορείς προώθησης της αρχής της ίσης µεταχείρισης».
3.2.4 Συµµετοχή στο δίκτυο Εquinet
Ο Συνήγορος του Πολίτη συµµετέχει ενεργά στο ευρωπαϊκό δίκτυο «Equinet», ένα δίκτυο οριζόντιας σύνδεσης και συντονισµού των επίσηµων φορέων για την υλοποίηση των κοινοτικών Oδηγιών κατά των διακρίσεων στις χώρες της ΕΕ και στις υπό ένταξη χώρες. Συγκεκριµένα, η Αρχή διαθέτει ενισχυµένο ρόλο στη δεύτερη τράπεζα του δικτύου, που ασχολείται µε την ανταλλαγή πληροφοριών για τα µέσα και τις στρατηγικές δράσης που χρησιµοποιούν οι φορείς εφαρµογής των οδηγιών για την αποτελεσµατικότερη και συνολικότερη άσκηση των αρµοδιοτήτων τους πέραν των ατοµικών υποθέσεων. Η συνεργασία έγκειται ειδικότερα στη διαρκή ανταλλαγή δεδοµένων σχετικά µε υποθέσεις και καλές πρακτικές χειρισµού τους, µέσω ηλεκτρονικά διακινούµενων ερωτηµατολογίων και τακτικών συναντήσεων. Την Αρχή εκπροσωπεί στις σχετικές εργασίες ο Βοηθός Συνήγορος που προΐσταται του Κύκλου ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου.
4. Συµπεράσµατα – Ζητήµατα πρακτικής εφαρµογής του Ν. 3304/2005
Ο αριθµός των αναφορών που διερευνήθηκαν από τον Συνήγορο του Πολίτη υπό την ιδιότητά του ως φορέα προώθησης της αρχής της ίσης µεταχείρισης, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι οι ρυθµίσεις του Ν. 3304/2005 τέθηκαν σε ισχύ σχετικά πρόσφατα, δεν επιτρέπουν επί του παρόντος τη συναγωγή οριστικών συµπερασµάτων, καθιστούν ωστόσο δυνατή τη διατύπωση κάποιων βασικών προκαταρκτικών παρατηρήσεων:
1. Η προσπάθεια εφαρµογής των διατάξεων κατά τη διερεύνηση των υποθέσεων που προαναφέρθηκαν ανέδειξε σοβαρές ερµηνευτικές δυσκολίες οι οποίες ανάγονται ήδη στο ευρύτατο και αρκετά ασαφές κανονιστικό περιεχόµενο των κοινοτικών ρυθµίσεων που ενσωµατώθηκαν στην ελληνική έννοµη τάξη µε τον Ν. 3304/2005. Ιδιαίτερο προβληµατισµό γεννά η ερµηνευτική εξειδίκευση της έννοιας «παροχή υπηρεσιών» ειδικά ως προς τον δηµόσιο τοµέα και ιδίως ως προς τη δράση κρατικών οργάνων που ανήκει κατ’ αρχήν στον πυρήνα της «κυριαρχικής» διοίκησης, όπως είναι η χορήγηση αδειών ή η αστυνόµευση. Εξίσου ακανθώδη ερµηνευτικά ζητήµατα φαίνεται να αναφύονται από: την ασάφεια προσδιορισµού των «άλλων» -πλην των θρησκευτικών- πεποιθήσεων, οι οποίες ενδέχεται να αποτελέσουν λόγο διάκρισης, την ασαφή σχέση υποκειµενικών και αντικειµενικών στοιχείων για τη διαπίστωση της συνδροµής «παρενόχλησης» και την ελλιπή διατύπωση του, κρισιµότατου από πρακτική σκοπιά, δικονοµικού µηχανισµού της νέας κατανοµής του βάρους της απόδειξης. Μολονότι η αποκτηθείσα εµπειρία του Συνηγόρου του Πολίτη στο πεδίο της καταπολέµησης των διακρίσεων εν γένει και η συνεργασία του µε φορείς προώθησης άλλων κρατών της ΕΕ επιτρέπουν την υπέρβαση των δυσχερειών αυτών, τυχόν κατευθυντήριες οδηγίες της Επιτροπής της ΕΕ θα ήταν εξαιρετικά καλοδεχούµενες, τουλάχιστον για λόγους οµοιόµορφης εφαρµογής σε όλα τα κράτη-µέλη.
2. Τις ερµηνευτικές αυτές δυσχέρειες δυστυχώς δεν µερίµνησε να αµβλύνει ο εθνικός νοµοθέτης, καθώς, όπως ήδη επισηµάνθηκε, αρκέστηκε εν πολλοίς στη µεταφορά αυτούσιας της κοινοτικής ρύθµισης. Σε ορισµένες µάλιστα περιπτώσεις δηµιουργείται η εντύπωση ότι ο εθνικός νοµοθέτης αποκλίνει σχετικά από την κοινοτική ρύθµιση: εκτός από τις δυσκολίες να ευθυγραµµιστεί πλήρως η συγκρότηση των φορέων προώθησης της ίσης µεταχείρισης στον ιδιωτικό τοµέα µε τις συνήθεις προδιαγραφές θεσµικής ανεξαρτησίας, ο όρος της τυπικής πληρεξουσιότητας για τη δραστηριοποίηση φορέων της κοινωνίας των πολιτών υπέρ προσώπων υφιστάµενων διακρίσεις φαντάζει σαφώς πιο περιοριστικός από τον όρο της «συγκατάθεσης» που µνηµονεύει η κοινοτική ρύθµιση (άρθρο 7, παράγρ. 2 της Οδηγίας 2000/43 και άρθρο 9, παράγρ. 2 της Οδηγίας 2000/78). Κυρίως όµως πρέπει να επισηµανθεί το γεγονός ότι ο εθνικός νοµοθέτης παρέλειψε να
κάνει χρήση της ρήτρας της δυνητικότητας των σχετικών Οδηγιών και να επεκτείνει, όπως θα µπορούσε, το προστατευτικό πεδίο της ρύθµισής του και σε άλλους τοµείς, πέραν των ρητά µνηµονευοµένων από τις Οδηγίες, περιοριζόµενος κατ’ ουσίαν στο πεδίο της απασχόλησης.
3. Παρά τη δραστηριοποίηση της Εθνικής Οµάδας Εργασίας υπό την αιγίδα της ΕΕ και του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας µε στόχο την ευρεία δηµοσιότητα του νέου θεσµικού πλαισίου, θα ήταν οπωσδήποτε ανακριβές να γίνεται σήµερα λόγος για σοβαρό επίπεδο ενηµέρωσης του κοινού. Η εντονότερη δραστηριοποίηση της οµάδας, σε συνδυασµό µε τη σχεδιαζόµενη έκδοση σχετικού ενηµερωτικού εντύπου του ίδιου του Συνηγόρου του Πολίτη για την καταπολέµηση των διακρίσεων ειδικά στον δηµόσιο τοµέα, αναµένεται να µεταβάλει κάπως την κατάσταση αυτή. Αντίθετα, όµως, µε το ευρύ κοινό, οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών φαίνονται κατ’ αρχήν ενήµεροι των θεσµικών εξελίξεων στο πεδίο της καταπολέµησης των διακρίσεων, αν και η ερµηνεία των σχετικών διατάξεων εκ µέρους τους φαίνεται να υποτάσσεται µάλλον στους στόχους του µαχητικού ακτιβισµού, ιδίως όσον αφορά στη νέα κατανοµή του βάρους της απόδειξης και τις προϋποθέσεις της εκπροσώπησης των θιγοµένων. Είναι ωστόσο άξιο µνείας το γεγονός ότι, παρά το σχετικά υψηλό επίπεδο ενηµέρωσης των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, µόνο µία από αυτές έχει απευθυνθεί για ζητήµατα ρυθµιζόµενα από τον Ν. 3304/2005 στον Συνήγορο του Πολίτη, και µάλιστα δίχως να πιστοποιεί όχι µόνο πληρεξουσιότητα αλλά και οποιαδήποτε άλλη µορφή συγκατάθεσης εκ µέρους των θιγοµένων. Η σχετική αυτή αδράνεια πρέπει να προβληµατίσει και να ενεργοποιήσει τα αρµόδια υπουργεία ∆ικαιοσύνης, Απασχόλησης αλλά και Εσωτερικών στην κατεύθυνση της παροχής κινήτρων και υποστήριξης, ενδεχοµένως δε και χρηµατικής, σε αξιόπιστες οργανώσεις που δραστηριοποιούνται αποτελεσµατικά, ιδίως στο πεδίο της συµβουλευτικής, της στήριξης των θιγοµένων και της εκπροσώπησης ενώπιον αρχών.
4. Eπίσης πρέπει να επισηµανθεί ότι όσοι πολίτες ρητά επικαλέστηκαν την προστασία του Ν. 3304/2005 ανήκουν σε οµάδες που έχουν ευχέρεια πρόσβασης στη συγκεκριµένη νοµική πληροφορία (δηµόσιοι υπάλληλοι, µέλη σωµατείων ΑµεΑ κ.ά.). Και σε αυτές ωστόσο τις περιπτώσεις η ενηµέρωση φαίνεται ότι δεν ήταν επαρκής, αφού πολλά από τα σχετικά παράπονα οφείλονταν ενδεχοµένως σε λόγους αναφερόµενους στη σχετική νοµοθεσία, δεν ενέπιπταν όµως στα προβλεπόµενα από αυτήν πεδία προστασίας. Τη σχετική απογοήτευση των ενδιαφεροµένων µετρίασε το γεγονός ότι ο Συνήγορος του Πολίτη παρενέβη στις υποθέσεις τους δυνάµει της γενικής του αρµοδιότητας, η οποία αναδεικνύεται έτσι σε κρίσιµο µέσο για την αναπλήρωση της µειωµένης εµβέλειας των νέων ρυθµίσεων, που οφείλεται στη διστακτικότητα του εθνικού νοµοθέτη.
5. Επίσης, προβληµατίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι τα περισσότερα παράπονα που περιήλθαν στον Συνήγορο του Πολίτη αφορούν σε διακρίσεις για λόγους που η δηµοσιοποίησή τους δεν προκαλεί συνήθως πρόσθετο κοινωνικό τίµηµα στους θιγοµένους (λ.χ. η ηλικία ή η αναπηρία). Η σχετική άγνοια, ο φόβος της κοινωνικής έκθεσης ή άλλων άτυπων δυσµενών συνεπειών σε περίπτωση καταγγελίας (λ.χ. η διαµαρτυρία εκπαιδευτικού του δηµοσίου για διάκριση εις βάρος του για λόγους γενετήσιου προσανατολισµού), καθώς και το γεγονός της σχετικά µικρής συµµετοχής προσώπων µε διακριτά εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά στο σώµα των στελεχών της ελληνικής διοίκησης πιθανώς εξηγούν τη µειωµένη ροή σοβαρών παραπόνων. Η µειωµένη αυτή ροή, ωστόσο, δεν µπορεί να εκληφθεί ως τεκµήριο ανυπαρξίας σοβαρών φαινοµένων αθέµιτης διάκρισης.
6. Τέλος, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η γενική ρήτρα εξαίρεσης από το ρυθµιστικό πεδίο του Ν. 3034/2005 των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, εφόσον τέτοιες διακρίσεις βρίσκουν έρεισµα στην κείµενη νοµοθεσία, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι
στη χώρα µας η πρόσβαση σε πολλούς κλάδους απασχόλησης εξακολουθεί αδικαιολόγητα να συνδέεται µε την ελληνική ιθαγένεια, δηµιουργεί τις προϋποθέσεις εκτεταµένων διακρίσεων εις βάρος αλλοδαπών για λόγους φυλετικής ή εθνοτικής
καταγωγής.
1 Η πρώτη εµφάνιση αυτής της νέας κατανοµής του βάρους απόδειξης έγινε µε την Οδηγία 97/80/ΕΕ «σχετικά µε το βάρος αποδείξεως σε περιπτώσεις διακριτικής µεταχείρισης λόγω φύλου», η οποία ήταν προϊόν ενός σχεδίου που παρέµεινε υπό διαπραγµάτευση για δέκα ολόκληρα χρόνια και ενσωµατώθηκε στο ελληνικό δίκαιο µε το Π∆ 105/2003.
2 Συγκεκριµένα, µε τη νέα ρύθµιση το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 2 του N. 3094/2003 τροποποιείται ως εξής: «∆εν υπάγονται επίσης στην αρµοδιότητά του [δηλαδή του Συνηγόρου του Πολίτη] θέµατα που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού των δηµόσιων υπηρεσιών, µε εξαίρεση τις περιπτώσεις που ο Συνήγορος του Πολίτη ενεργεί ως φορέας προώθησης της αρχής της ίσης µεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισµού».
http://www.synigoros.gr/