Το Υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε την 1η Νοεμβρίου 2010 οδηγίες για την εφαρμογή των άρθρων 8, 10 και 14 του ν. 3865/2010, «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος του Δημοσίου και συναφείς διατάξεις», που αφορούν θέματα συνταξιοδότησης επιζώντων συζύγων, απασχόληση συνταξιούχων και συνταξιοδότησης αιρετών οργάνων, αντίστοιχα.
Αθήνα, 1 Νοεμβρίου 2010
Αρ.Πρωτ: 157363/0092
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΓΕΝΙΚΟ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ, ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: 47η Νομ/κής Εργασίας & Ενστάσεων
ΤΜΗΜΑ : Α ‘
Ταχ.Δ/νση : Κάνιγγος 29, 101 10 Αθήνα
Τηλ : 213-212 67701-702-703-704, Fax : 213-212 6778, E-mail : D47@mof-glk.gr
ΘΕΜΑ: Οδηγίες για την εφαρμογή των άρθρων 8, 10 και 14 του ν. 3865/2010, «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος του Δημοσίου και συναφείς διατάξεις», που αφορούν θέματα συνταξιοδότησης επιζώντων συζύγων, απασχόληση συνταξιούχων και συνταξιοδότησης αιρετών οργάνων, αντίστοιχα.
1. ΑΡΘΡΟ 8
Α. Όροι συνταξιοδότησης επιζώντος συζύγου
Παρ. 1
α) Με τις διατάξεις της παρ. 1, επιμηκύνεται από 21-07-2010 και μετά, ο χρόνος διάρκειας του έγγαμου βίου που λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο προκειμένου να δικαιωθεί σύνταξη ο επιζών σύζυγος, σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου του Δημοσίου, γενικά, ή υπαλλήλου που υπάγεται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου καθώς και εν ενεργεία στρατιωτικού.
Ειδικότερα, ο επιζών σύζυγος δικαιούται σύνταξη:
i) Εάν ο γάμος τελέστηκε πριν τη συνταξιοδότηση του θανόντος, εφόσον ο θάνατος επήλθε μετά την πάροδο τριών ετών από την τέλεση του γάμου και
ii) Εάν ο γάμος τελέστηκε μετά τη συνταξιοδότηση του θανόντος, εφόσον ο θάνατος επήλθε μετά την πάροδο πέντε ετών από την τέλεσή του.
β) Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου που προβλέπουν τη συνταξιοδότηση των επιζώντων συζύγων ανεξάρτητα από τη διάρκεια του έγγαμου βίου, εξακολουθούν να ισχύουν.
γ) Κατά τα λοιπά, για τη συνταξιοδότηση των επιζώντων συζύγων, εξακολουθούν να ισχύουν οι όροι και οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των π.δ. 167/2007, 168/2007 και 169/2007 καθώς και του ν. 2084/92, κατά περίπτωση.
Β. Περιορισμοί στις συντάξεις των επιζώντων συζύγων
Παρ. 2
α) Με τις διατάξεις της παρ.2, επεκτείνονται και στους συνταξιούχους του Δημοσίου οι διατάξεις των περιπτώσεων α’ και β’ της παρ. 1 του άρθρου 62 του ν. 2676/1999, όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 3863/2010.
Ειδικότερα με τις ανωτέρω διατάξεις προβλέπεται ότι, η κατά μεταβίβαση σύνταξη του επιζώντος συζύγου, καταβάλλεται σε αυτόν χωρίς περιορισμούς, για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα ή από την επομένη της λήξης των τριμήνων αποδοχών, κατά περίπτωση.
Μετά την πάροδο της τριετίας, εφόσον ο επιζών σύζυγος εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει και άλλη σύνταξη από φορέα κοινωνικής ασφάλισης, η κατά μεταβίβαση σύνταξή του καταβάλλεται μειωμένη κατά 50% μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του. Μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, η κατά μεταβίβαση σύνταξή του καταβάλλεται μειωμένη κατά 30%.
β) Από τους ανωτέρω περιορισμούς εξαιρούνται όσοι επιζώντες σύζυγοι:
i) Έχουν αναπηρία 67% και άνω.
ii) Λαμβάνουν και εξ’ ιδίου δικαιώματος σύνταξη από το Δημόσιο για τους οποίους εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 4 του ν. 3620/2007, που προβλέπουν την κατόπιν επιλογής, καταβολή της μίας εκ των δύο συντάξεων μειωμένης κατά 75%
iii) Λαμβάνουν πολεμική σύνταξη ή σύνταξη παθόντος στην υπηρεσία λόγω αυξημένου κινδύνου (ν. 1977/1991) ή λόγω τρομοκρατικής ενέργειας (ν.1897/1990 ).
iv) Απασχολούνται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
γ) Εάν στη σύνταξη του επιζώντος συζύγου η οποία μειώνεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, συμμετέχουν ανάπηρα τέκνα ή ανήλικα τέκνα ή τέκνα που σπουδάζουν, ο επιζών σύζυγος μπορεί να ζητήσει την αναστολή καταβολής του μεριδίου του, οπότε αυτό επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη.
Γ) ΄Εκταση εφαρμογής
Παρ. 4
Με τις διατάξεις της παρ. 4, προβλέπεται ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις έχουν εφαρμογή για τις περιπτώσεις που ο θάνατος του υπαλλήλου ή του συνταξιούχου επέλθει μετά την ισχύ του ν.3865/2010 (21-7-2010), ενώ δεν επέρχεται καμία μεταβολή στις περιπτώσεις που ο θάνατος επήλθε πριν την ημερομηνία αυτή.
2. ΑΡΘΡΟ 10
Α. Περιορισμοί στις συντάξεις των εξ’ ιδίου δικαιώματος συνταξιούχων του Δημοσίου, που αναλαμβάνουν εργασία ως μισθωτοί εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή αυτοαπασχολούνται.
Παρ. 1
α) Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.3865/2010 επεκτείνεται και στους εξ’ ιδίου δικαιώματος συνταξιούχους του Δημοσίου, η εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 63 του ν. 2676/1999, όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν.3863/2010, με τις οποίες τίθενται περιορισμοί που αφορούν στην καταβολή της κύριας σύνταξης, στις περιπτώσεις που οι συνταξιούχοι αναλαμβάνουν εργασία ως μισθωτοί ή αυτοαπασχολούνται. Ως αυτοαπασχολούμενος θεωρείται αυτός που ασκεί δραστηριότητα υπακτέα στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) ή του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.) καθώς και αυτός που με βάση τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ.186/1992 όπως ισχύει), υποχρεούται σε τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων.
Ειδικότερα:
Για τους συνταξιούχους του Δημοσίου που εργάζονται ως μισθωτοί ή αυτοαπασχολούνται, προβλέπεται αναστολή καταβολής της σύνταξης η των συντάξεων που λαμβάνουν από οποιαδήποτε πηγή, μέχρι τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους.
Για τους στρατιωτικούς συνταξιούχους η αναστολή καταβολής της σύνταξης ισχύει μέχρι τη συμπλήρωση του 53ου έτους της ηλικίας τους.
Μετά τη συμπλήρωση του 53ου ή του 55ου έτους της ηλικίας, κατά περίπτωση, τα ανωτέρω πρόσωπα λαμβάνουν το ποσό της μηνιαίας ακαθάριστης κύριας ή του αθροίσματος των ακαθάριστων κύριων συντάξεων που αντιστοιχεί σε τριάντα ημερομίσθια του άγαμου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους (σήμερα 991,20 ευρώ), ενώ το ποσό της μηνιαίας ακαθάριστης κύριας ή του αθροίσματος των ακαθάριστων κυρίων συντάξεων που υπερβαίνει τα τριάντα ημερομίσθια του άγαμου ανειδίκευτου εργάτη καταβάλλεται μειωμένο κατά 70%.
Για τον προσδιορισμό του ανωτέρω εισοδηματικού κριτηρίου δεν λαμβάνεται υπόψη η επικουρική ή οι επικουρικές συντάξεις καθώς και το τυχόν καταβαλλόμενο με τη σύνταξη επίδομα οικογενειακών βαρών.
Το ανωτέρω όριο των τριάντα ημερομισθίων του άγαμου ανειδίκευτου εργάτη προσαυξάνεται κατά έξι ημερομίσθια (σήμερα 198,24 ευρώ), για κάθε ανήλικο ή ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία παιδί ή παιδί που σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές ή Ι.Ε.Κ. και μέχρι να τελειώσει τις σπουδές του, σύμφωνα με τα έτη φοίτησης που προβλέπει ο Οργανισμός της κάθε Σχολής ή του κάθε Ι.Ε.Κ., κατά περίπτωση και για ένα ακόμα έτος εφόσον συνεχίζεται η φοίτηση και πάντως όχι πέρα από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας του, προκειμένου για φοίτηση σε ανώτερες ή ανώτατες Σχολές και του 22ου έτους της ηλικίας του προκειμένου για φοίτηση σε Ι.Ε.Κ.
Στις περιπτώσεις που προκύπτει περικοπή της κύριας σύνταξης και ο συνταξιούχος λαμβάνει περισσότερες της μίας κύριες συντάξεις, η περικοπή θα γίνεται στο ποσό της μεγαλύτερης κύριας σύνταξης, και εάν δεν επαρκεί, στην αμέσως επόμενη σε ύψος κύρια σύνταξη.
Στις περιπτώσεις δικαιούχου κατωτάτου ορίου κύριας σύνταξης, η σύνταξη περιορίζεται στο οργανικό ποσό, για όσο διάστημα διαρκεί η εργασία. Επί συρροής δύο ή περισσοτέρων κατωτάτου ορίου κύριων συντάξεων, η κάθε μία σύνταξη περιορίζεται στο οργανικό και εφόσον το άθροισμα των οργανικών ποσών υπερβαίνει τα προαναφερόμενα, κατά περίπτωση, ημερομίσθια του άγαμου ανειδίκευτου εργάτη, τότε τα ποσά αυτά περικόπτονται αναλόγως, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω.
β) Από τους ανωτέρω περιορισμούς εξαιρούνται:
i. Όσοι απασχολούνται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982, για τους οποίους εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν.2592/1998, καθώς και οι διατάξεις των παρ. 1 έως και 7 του άρθρου 58 του π.δ. 169/2007.
ii. Τα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν.3833/2010 (αιρετά όργανα Ο.Τ.Α., διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι, αντιπρόεδροι, μέλη συλλογικών οργάνων διοίκησης Ν.Π.Δ.Δ., πρόεδροι, αντιπρόεδροι και μέλη ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, πρόεδροι, αντιπρόεδροι, διευθύνοντες σύμβουλοι και τα μέλη διοικητικών συμβουλίων, κ.λ.π.), για τα οποία έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν.3865/2010.
iii. Όσοι απασχολούνται με μειωμένο ωράριο εργασίας και μέχρι 10 ώρες την εβδομάδα.
iv. Όσοι αυτασφαλίζονται καθώς και όσοι ασφαλίζονται υποχρεωτικά, λόγω της ιδιότητάς τους, σε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης χωρίς να ασκούν επάγγελμα. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να προσκομιστεί στην αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γ.Λ.Κ. βεβαίωση του οικείου φορέα από την οποία να προκύπτει η αυτασφάλιση ή η υποχρεωτική ασφάλιση καθώς και σχετική υπεύθυνη δήλωση των ενδιαφερομένων.
γ) Παραδείγματα:
i. Συνταξιούχος άνω των 55 ετών, που εργάζεται ως μισθωτός στον ιδιωτικό τομέα ή αυτοαπασχολείται, λαμβάνει ακαθάριστη κύρια σύνταξη ποσού 1.500€.
Το ποσό της ανωτέρω σύνταξης θα περικοπεί κατά 356,16€ δηλ: το 70% του ποσού των 508,80€ που υπερβαίνει τα τριάντα ημερομίσθια του άγαμου ανειδίκευτου εργάτη (991,20€) και θα διαμορφωθεί στο ποσό των 1.143,84€.
ii. Εάν ο ανωτέρω συνταξιούχος έχει και δύο παιδιά που είναι ανήλικα ή ανάπηρα ή σπουδάζουν, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, το ποσό της σύνταξής του που θα περικοπεί ανέρχεται σε 78,62€, αφού τα τριάντα ημερομίσθια του άγαμου ανειδίκευτου εργάτη θα προσαυξηθούν κατά έξι ημερομίσθια για κάθε παιδί (991,20€+396,48€). Το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης στην περίπτωση αυτή θα διαμορφωθεί σε 1.421,38€.
Β. Δήλωση απασχόλησης – Παράλειψη υποβολής της σχετικής δήλωσης
Παρ. 2
Με τις διατάξεις της παρ. 2, προβλέπεται ότι οι συνταξιούχοι που εργάζονται ως μισθωτοί ή αυτοαπασχολούνται οφείλουν να το δηλώσουν στις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Σε περίπτωση που ο απασχολούμενος συνταξιούχος δεν δηλώσει ότι εργάζεται ή αυτοαπασχολείται, γίνεται καταλογισμός του ποσού των συντάξεων που έλαβε κατά το διάστημα που εργάστηκε ή αυτοαπασχολήθηκε και επιβάλλεται πρόστιμο επί του καταλογισθέντος ποσού ίσο με το νόμιμο τόκο
υπερημερίας.
Γ. Έναρξη ισχύος
Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 10, έχουν εφαρμογή για τους συνταξιούχους που θα αναλάβουν εργασία εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή θα αυτοαπασχοληθούν από την ημερομηνία δημοσίευσης του ν.3865/2010 (21-7-2010) και εφεξής.
Για τους συνταξιούχους που είχαν ήδη αναλάβει εργασία εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή αυτοαπασχολούνταν μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία (21-7-2010), οι διατάξεις του άρθρου 10, σε συνδυασμό με αυτές της παρ. 2 του άρθρου 16 του ν.3863/2010, με τις οποίες τροποποιείται το άρθρο 63 του ν.2676/1999 και προβλέπεται η έναρξη ισχύος του, εφαρμόζονται από 1/1/2013 και μετά.
3. ΑΡΘΡΟ 14
Α. Περιορισμοί στις συντάξεις των αιρετών οργάνων
Παρ. 1
Με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 14 του ν.3865/2010 προβλέπεται ότι στους βουλευτές και στα αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού που λαμβάνουν συγχρόνως σύνταξη από το Δημόσιο, είτε εξ’ ιδίου δικαιώματος είτε κατά μεταβίβαση και βουλευτική αποζημίωση ή έξοδα παράστασης, αντίστοιχα, η σύνταξη του Δημοσίου καταβάλλεται μειωμένη κατά 70%. Από τις διατάξεις αυτές εξαιρούνται όσοι λαμβάνουν σύνταξη παθόντος στην υπηρεσία λόγω αυξημένου κινδύνου (ν. 1977/1991) ή λόγω τρομοκρατικής ενέργειας (ν.1897/1990), καθώς και όσοι λαμβάνουν εξ’ ιδίου δικαιώματος πολεμική σύνταξη ή σύνταξη παθόντος στην Υπηρεσία και εξ’ αιτίας αυτής.
Εξυπακούεται ότι εάν τα ανωτέρω πρόσωπα παραιτηθούν από το δικαίωμά τους για λήψη βουλευτικής αποζημίωσης ή εξόδων παράστασης, κατά περίπτωση, δεν εμπίπτουν στις προαναφερόμενες διατάξεις.
Παρ. 2
Με τις διατάξεις της παρ. 2, προβλέπεται ότι οι δήμαρχοι και οι πρόεδροι κοινοτήτων που έχουν την υπαλληλική ιδιότητα και επιλέγουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του ν.3833/2010, να λαμβάνουν τα έξοδα παράστασης και όχι τις αποδοχές της οργανικής τους θέσης, διατηρούν το καθεστώς της υγειονομικής περίθαλψης στο οποίο υπάγονταν πριν την εκλογή τους στις θέσεις αυτές. Οι αναλογούσες κρατήσεις για υγειονομική περίθαλψη υπολογίζονται επί των εξόδων παράστασης και αποδίδονται κάθε μήνα στον οικείο Φορέα.
Παρ. 3
Με τις διατάξεις της παρ. 3, προβλέπεται ότι τα αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού που έχουν την υπαλληλική ιδιότητα, με εξαίρεση τους προέδρους νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, τους νομάρχες, τους δημάρχους και τους προέδρους κοινοτήτων και επιλέγουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του ν.3833/2010, την καταβολή των εξόδων παράστασης αντί των αποδοχών της οργανικής τους θέσης, εξακολουθούν να διέπονται από το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς της προηγούμενης θέσης τους, οπότε και όλη η θητεία τους ως αιρετών οργάνων λογίζεται ως πραγματική και συντάξιμη στη θέση από την οποία προέρχονται. Οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές θα υπολογίζονται επί των τακτικών αποδοχών της οργανικής τους θέσης, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και θα παρακρατούνται από τα έξοδα παράστασης, αποδιδόμενες στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς, με την ίδια διαδικασία που ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3833/2010. Όπου προβλέπεται εργοδοτική εισφορά, αυτή καταβάλλεται από το Φορέα της οργανικής τους θέσης.
Εάν από την ισχύ του ανωτέρω νόμου 3833/2010 μέχρι την ημερομηνία ισχύος του ν.3865/2010 (21-7-2010), δεν παρακρατήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές επί των αποδοχών της οργανικής θέσης των ανωτέρω προσώπων, αυτές παρακρατούνται αναδρομικά, σύμφωνα με τα ανωτέρω και αποδίδονται στον οικείο ασφαλιστικό Φορέα.
Οι ανωτέρω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή για τους προέδρους νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, νομάρχες, δημάρχους και προέδρους κοινοτήτων που έχουν την υπαλληλική ιδιότητα και επιλέγουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του ν. 3833/2010, την καταβολή των εξόδων παράστασης αντί των αποδοχών της οργανικής τους θέσης, γιατί ο χρόνος θητείας τους στις θέσεις αυτές λογίζεται συντάξιμος από το Δημόσιο. Σε περίπτωση που δεν θεμελιώσουν δικαίωμα χορηγίας, ο χρόνος αυτός αξιοποιείται συνταξιοδοτικά, αφού μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 21 του άρθρου 2 του ν.3075/2002, να προσμετρηθεί στη λοιπή δημόσια υπηρεσία τους.
Επομένως, οι ασφαλιστικές εισφορές που πρέπει να καταβάλλουν τα πρόσωπα αυτά, θα υπολογίζονται επί των εξόδων παράστασης, με την ίδια διαδικασία που ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3833/2010.
Ο Υφυπουργός
Φίλιππος Σαχινίδης
Ακριβές Αντίγραφο
Ο Τμημ/τχης Διεκ/σης