Στον απόηχο του συνεδρίου με θέμα τη βία κατά των γυναικών με αναπηρία, που πραγματοποιήθηκε στο 12ο διαμέρισμα στο Παρίσι στις 19 Ιουνίου 2010 στην αίθουσα συνεδρίων του Νοσοκομείου των Διακονισσών (σε συνέχεια σχετικού άρθρου στο προηγούμενο τεύχος), το πιο κάτω κείμενο επιχειρεί να μεταδώσει το κλίμα των συζητήσεων και να παρουσιάσει το μέγεθος του προβλήματος της «σιωπηρής» βίας που θυματοποιεί γυναίκες με αναπηρία από όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Ο στόχος του συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία των «Γυναικών για να πουν, γυναικών για να δράσουν» (FDFA-Femmes pour le dire, Femmes pour agir) εντάσσεται σε μια συνολικότερη προσπάθεια ανάδειξης και αντιμετώπισης της βίας κατά των γυναικών. Κι ενώ στη Γαλλία κάθε δυόμυσι μέρες μία γυναίκα πεθαίνει εξαιτίας βίας που έχει υποστεί από το σύντροφό της (νυν ή πρώην), οι φωνές που θέλουν να μιλούν για φαινόμενο περιφερειακό ή δευτερεύον διαψεύδονται δραματικά. Έτσι, παρά το ότι ολοένα και περισσότερα στοιχεία έρχονται στο φως για να επιβεβαιώσουν το γεγονός ότι η βία αφορά όλες τις γυναίκες ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, μορφωτικό επίπεδο, εθνική ή θρησκευτική ταυτότητα, σιωπή και μυστήριο σκεπάζουν, από την άποψη των επίσημων στοιχείων, την κατάσταση των γυναικών με αναπηρία απέναντι στη βία.
«Το σώμα θυμάται πάντα αυτό που ξέχασε το πνεύμα»
Φρανσουάζ Ντολτό (Γαλλίδα ψυχίατρος/συγγραφέας με σημαντικό έργο κυρίως στην ψυχική ανάπτυξη των παιδιών)
Σε αυτή την πρώτη προσπάθεια συλλογικού και δημόσιου στοχασμού, οι παρεμβάσεις (βλ. προηγούμενο τεύχος), παρότι προέρχομενες από ομιλητές διαφορετικών τομέων και αντικειμένων, συγκλίνουν στο βασικό συμπέρασμα ότι οι γυναίκες με αναπηρία όχι μόνο δεν είναι προστατευμένες, αλλά, αντίθετα, παράγοντες που σχετίζονται με την κατάστασή τους τις καθιστούν (σε σχέση με άλλες γυναίκες) περισσότερο ευάλωτες στη βία που προκαλείται από επιβολή ελέγχου και κυριαρχίας. Πιο συγκεκριμένα, στις γυναίκες με αναπηρία, η γενική βία κατά των γυναικών – φαινόμενο ιστορικό και κοινωνικό, περισσότερο ή λιγότερο ανεκτό ανάλογα με τις εποχές – συναντά τη συνθήκη της αναπηρίας ως αφορμή για την άσκηση βίας.
Η βία κατά των γυναικών και το σώμα
Σύμφωνα με τις ιστορικές, κοινωνικές ή ψυχολογικές προσεγγίσεις, η βία κατά των γυναικών έχει ως επίκεντρο το σώμα. Είτε μιλάμε για μορφές βίας που φαντάζουν χρονικά ή γεωγραφικά μακρινές (χωρίς απαραίτητα να είναι), όπως ο εξαναγκαστικός γάμος, η κλειτοριδεκτομή, η γενοκτονία βρεφών θηλυκού γένους, είτε για εγγύτερες μορφές και άρα πιο «ανθεκτικές» στην αλλαγή ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου, όπως ο βιασμός, η οικιακή βία, η πορνεία, η σεξουαλική παρενόχληση, το γυναικείο σώμα αναδεικνύεται ταυτόχρονα σε αντικείμενο και πεδίο άσκησης ελέγχου και, κατά συνέπεια, κυριαρχίας. Αναγνωρίζοντας ότι, στις μέρες μας, η βία κατά των γυναικών αποτελεί ολοένα και περισσότερο ένα φαινόμενο καταδικαστέο, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε επίσης την ύπαρξή της όχι μόνο σε περιβάλλοντα βίαια, εθνικά και κοινωνικά, σε συνθήκες φτώχειας ή πολέμου, αλλά και σε αυτά που θεωρούνται ειρηνικά και εξορθολογισμένα, όπως οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.
Κι ενώ στις τελευταίες, σε επίπεδο λόγου και ενημέρωσης, μπορούμε να μιλήσουμε για προόδους, δεν μπορούμε να είμαστε το ίδιο αισιόδοξοι στο επίπεδο των πρακτικών μορφών αντιμετώπισης του προβλήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι σε μια χώρα σαν τη Γαλλία, που υπήρξε πρωτοπόρος της υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τα μέσα που διαθέτουν οι θεσμοί και οι οργανώσεις που ασχολούνται με την υποστήριξη των θυμάτων υστερούν χαρακτηριστικά απέναντι στον αριθμό τους. Η, αμφιλεγόμενη ενίοτε, αντιμετώπιση των καταγγελιών από την αστυνομία, η έλλειψη θέσεων στους χώρους φιλοξενίας, η ελλιπής κατάρτιση των επαγγελματιών υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών, καταλήγουν στο να αφήνουν το ευνοϊκό νομοθετικό πλαίσιο, για όσες περιπτώσεις ισχύει, πρακτικά ανεφάρμοστο.
Σημειώνουμε, τέλος, την όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων της φτώχειας, της ανεργίας, της μερικής απασχόλησης και της επισφάλειας, που θίγουν κατά κανόνα τις γυναίκες καθιστώντας τις ίδιες περισσότερο ευάλωτες σε κάθε είδους βία και την απεμπλοκή τους από αυτή περισσότερο δύσκολη.
Η βία στην αναπηρία
Το βασικό σημείο προβληματισμού του συνεδρίου στράφηκε στους τρόπους με τους οποίους η αναπηρία έρχεται να επιδεινώσει τη σκοτεινή αυτή παραδοχή, πως «η βία κοιτάζει τις γυναίκες με αναπηρία», σύμφωνα με την έκφραση της Μοντύ Πιό (Maudy Piot), ιδρύτριας της οργάνωσης FDFA, της οποίας η παρέμβαση υπήρξε από τις πιο ενδιαφέρουσες.
Πριν αναφερθούμε σε αυτήν θα θέλαμε να ξεκινήσουμε από την επισήμανση της Μισέλ Περό, ιστορικού με μεγάλο συγγραφικό έργο αναφορικά με την ιστορία των γυναικών στο δυτικό κόσμο και τη βία που στρέφεται στην αναπηρία σε επίπεδο κοινωνικών αναπαραστάσεων. Σε ό,τι αφορά τις γυναίκες, η αναπηρία αποτελεί μια συνθήκη που καθιστά πιο περίπλοκη την εκπλήρωση της θηλυκότητας με την παραδοσιακή έννοια, ως σώμα, γοητεία, μητρότητα. Στο σημείο αυτό προκύπτει η βία προς την εικόνα του άλλου, που περικλείει τον κίνδυνο της περιφρόνησης και που, με τη σειρά του, αποτελεί έναν ξεχωριστό παράγοντα βίας και πηγή κακομεταχείρισης.
Η παρέμβαση της Μ. Πιό, βασισμένη στο κλινικό υλικό ατομικών περιστατικών, αλλά και σε αυτό της ομάδας ψυχολογικής υποστήριξης του συλλόγου FDFA, στράφηκε στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο συγκροτείται η συνείδηση της βίας μέσα στην αναπηρία. Αναφερόμενη ως επί το πλείστον στη συζυγική ή οικιακή βία (του οικείου και του συντρόφου), στάθηκε ιδιαίτερα στη δυσκολία των γυναικών με αναπηρία να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, καθώς έχουν διαμορφωθεί σε μια συνθήκη όπου ο πόνος, σωματικός και ψυχολογικός, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητάς του. Η συχνή επανάληψη επώδυνων ιατρικών πράξεων και η συνεχής έκθεση του σώματος ως αντικειμένου, η εξάρτηση από την οικογένεια και η ενοχοποίηση, συντείνουν τόσο στην «κανονικοποίηση» του πόνου όσο και στον φόβο της ενδεχόμενης απώλειας του άλλου – που ανακινεί την απώλεια που επέφερε η αναπηρία.
[σ.σ.: Θυμίζουμε πως η Μ. Πιό ζει η ίδια κάτω από συνθήκες αναπηρίας (τύφλωση)]
Κι ενώ οι στερεοτυπικές αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα φαίνονται να εξαιρούν την αναπηρία, δεν ισχύει το ίδιο για τη σεξουαλική βία, το βιασμό, την πορνεία και την πορνογραφία. Και σε αυτή την περίπτωση, τα στοιχεία, τόσο για το βιασμό όσο και για την πορνεία, είναι περισσότερο ενδεικτικά παρά αντιπροσωπευτικά: Σύμφωνα με την Εμμανουέλ Πιέ, γιατρού και μέλους της οργάνωσης «Ενάντια στο βιασμό», τη χρονιά 2008-2009, πάνω από 50 γυναίκες με αναπηρία ζήτησαν τη βοήθεια της οργάνωσης γιατί είχαν υποστεί βιασμό (17 από τον πατέρα ή πεθερό, 8 από τον σύντροφο, 15 από κοντινά πρόσωπα, οικογενειακούς φίλους ή γείτονες και 11 από άτομα που έχουν εξουσία, γιατρούς, δικηγόρους, νοσοκόμους). Ιδιαίτερα κατατοπιστικά ήταν τα αποσπάσματα της ταινίας της Καρόλ Ρουσσόπουλος, «Ο βιασμός στους θεσμούς, το τείχος της σιωπής», σχετικά με την υπόθεση βιασμού ανήλικης τροφίμου στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν από επαγγελματία υγείας, ο οποίος τελικά απλώς μετατέθηκε σε άλλη υπηρεσία.
(σ.σ.: Η Καρόλ Ρουσσόπουλος είναι σκηνοθέτης, ελληνικής καταγωγής, μία από τις ιδρύτριες του γαλλικού Κινήματος Απελευθέρωσης των Γυναικών «Mouvement pour la libération des Femmes, MLF» που έδρασε τη δεκαετία του ’70 και στο οποίο οι γαλλίδες οφείλουν πολλές από τις κατακτήσεις τους)
Στην πραγματικότητα, όμως, ο αριθμός των θυμάτων είναι άγνωστος. Αν γενικά στις περιπτώσεις βιασμού ο αριθμός καταγγελιών είναι έτσι κι αλλιώς πολύ μικρότερος από αυτόν της συχνότητας της ίδιας της εγκληματικής πράξης (εξαιτίας φόβου, ντροπής και κυρίως της ταλαιπωρίας που θα υποστεί η γυναίκα που καταγγέλει το βιασμό για να αποδείξει ότι πραγματικά συνέβη), στην περίπτωση των γυναικών με αναπηρία οι πιέσεις αυτές είναι ακόμα πιο έντονες, αφού ο δράστης θα προσπαθήσει αμέσως να την καταστήσει υπεύθυνη και να την τρομοκρατήσει χρησιμοποιώντας την αναπηρία της.
Κι ενώ είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι ούτε η πορνεία εξαιρεί τις γυναίκες με αναπηρία, όπως αποδεικνύεται από περιστατικά που έχουν καταγραφεί (Παρίσι, Μυλούζ), συνεχίζουμε να αγνοούμε τον πραγματικό αριθμό αυτών που υφίστανται το συγκεκριμένο είδος βίας. Όμως, το θέμα της πορνείας τέθηκε και από μια άλλη πλευρά, αυτή του δικαιώματος των ατόμων με αναπηρία στη σεξουαλικότητα και άρα σε υπηρεσίες σεξουαλικού περιεχομένου. Το γενικό κλίμα του συνεδρίου, όπως εκφράστηκε από τις παρεμβάσεις, ήταν μάλλον αρνητικό όσον αφορά στην πρόσληψη της πορνείας ως «σεξουαλικής βοήθειας» και θεσμοποίησής της. Ένα από τα βασικά επιχειρήματα ήταν, πέρα από το ότι οι εν λόγω υπηρεσίες φαίνονται να αφορούν κατά κανόνα τον ανδρικό πληθυσμό, ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι οι γονείς που αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία για τη μίσθωση τέτοιων υπηρεσιών αλλά και την πληρωμή τους.
Αν και η αναπηρία προσφέρει εύφορο έδαφος στη βία, και άρα στους εν δυνάμει θύτες, δεν αποτελεί από μόνη της τον βασικό λόγο. Η βία «κοιτάζει» τις γυναίκες, και φαίνεται ότι υπάρχει ένας ιδιαίτερος τρόπος που «κοιτάζει» τις γυναίκες με αναπηρία. Κι όσο κι αν οι ιστορικές και κοινωνικές παράμετροι δείχνουν σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις για την εξάλειψή της στην εργασία, στην αυτονομία και στα δικαιώματα, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε αν το ιδιαίτερο «βλέμμα» της βίας απέναντι στις γυναίκες με αναπηρία δεν είναι εν τέλει αυτό της κυρίαρχης (και αρχαϊκής) αντίληψης ότι η δύναμη είναι επιβολή ελέγχου και εξουσίας.
Στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, οργανώσεις όπως το DAWN Disabled Womens Network (Καναδάς, έτος ίδρυσης 1983), κινητοποιούνται στα πλαίσια του φεμινιστικού κινήματος για ζητήματα όπως η βία, η σεξουαλικότητα, η μητρότητα, η εργασία και η επισφάλεια, βάζοντας την ιδιαίτερη διάσταση της αναπηρίας. Ένα από τα πιο σημαντικά συμπεράσματα που απορρέουν από παρόμοιες δράσεις που λαμβάνουν χώρα τόσο στο κοινωνικό όσο και στο επιστημονικό πεδίο (πανεπιστημιακά τμήματα γυναικείων σπουδών και σπουδών για την αναπηρία) είναι η αναγκαιότητα αλλαγής των πρακτικών και των αναπαραστάσεων. Όπως ανάφερε χαρακτηριστικά η νεαρή ερευνήτρια Καμίγ Ντελόν μέλος του «Σπιτιού των γυναικών» στο Παρίσι, που φιλοξενεί το γυναικείο σύλλογο Κωφών πολιτών, κλείνοντας τις εργασίες του συνεδρίου: «η εργασία πάνω στα ζητήματα αναπηρίας μέσα από το πρίσμα του “ικανού σωματικά”… δε δουλεύει».
Αν ο κύκλος της βίας αναπαράγεται από την θέληση για έλεγχο και κυριαρχία από τη μία, και από τη ντροπή, την ενοχοποίηση και τη σιωπή από την άλλη, η διάσπασή του για να επιτευχθεί πρέπει να είναι συνολική. Και γι’ αυτό απαιτούνται συγκεκριμένα πρακτικά μέσα για να βοηθήσουν τη γυναίκα που υφίσταται βία να απεμπλακεί, τα οποία απαιτούν με τη σειρά τους μια συνολική μετατόπιση των κοινωνικών αναπαραστάσεων τόσο της έννοιας της «διαφορετικότητας» όσο και της «δύναμης».
Για περισσότερες πληροφορίες στα γαλλικά: www.femmespourledire.asso.fr
Έλσα Παπαγεωργίου
Κοινωνιολόγος, Υποψήφια διδάκτορας Φιλοσοφίας στο Université Paris 8
elsa.papageorgiou@gmail.com