Μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και μέχρι τη δεκαετία του ’80, οι πλουσιότερες οικονομίες του πλανήτη συνέκλιναν σε παρόμοια επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος.
Ομως στη δεκαετία του ’90, αυτή η σύγκλιση σταμάτησε. Ετσι, σήμερα το κατά κεφαλήν εισόδημα στην ΕΕ είναι περίπου 30% λιγότερο από ό,τι στις ΗΠΑ, ενώ ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης στην ευρωζώνη υστερεί συστηματικά του αντίστοιχου στις ΗΠΑ κατά τα τελευταία δέκα χρόνια. Αν αυτή η τάση συνεχισθεί, το χάσμα των επιπέδων διαβίωσης θα συνεχίσει να διευρύνεται – ακόμα και ανάμεσα στις δυτικές χώρες.
Η μελέτη του ΟΟΣΑ «Μεταρρυθμίσεις οικονομικής πολιτικής στις χώρες του ΟΟΣΑ: Στοχεύοντας στην ανάπτυξη» εστιάζει σε δύο παράγοντες προκειμένου να κλείσει το χάσμα: την αύξηση της παραγωγικότητας (παραγωγή ανά ανθρωποώρα εργασίας) και την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης.
Μερικές ευρωπαϊκές χώρες τα πάνε καλά στο πρώτο πεδίο: Ο μέσος Γάλλος εργάτης είναι πιο παραγωγικός από τον Αμερικανό ομόλογό του, ενώ ο μέσος Γερμανός οριακά λιγότερο. Εν μέρει όμως αυτοί οι καλοί δείκτες παραγωγικότητας οφείλονται στο ότι ένα μεγαλύτερο ποσοστό Ευρωπαίων (έναντι των Αμερικανών) είτε είναι άνεργοι είτε δεν αναζητούν εργασία. Επιπλέον -και αυτό είναι χειρότερο- οι περισσότερες από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έχουν χαμηλότερη παραγωγικότητα από τις ΗΠΑ.
Πάντως στο πρώτο αυτό «μέτωπο» η γενικότερη εικόνα επιτρέπει συγκρατημένη αισιοδοξία για τους Ευρωπαίους, αφού παρατηρείται άνοδος της παραγωγικότητας χάρη στις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων της Ε.Ε., όπου ενισχύεται διαρκώς ο ανταγωνισμός, πράγμα που τονώνει και την παραγωγικότητα της εργασίας. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, όσο καταργούνται ή χαλαρώνουν οι κρατικές ρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, τόσο ενισχύεται ο ανταγωνισμός και άρα η παραγωγικότητα.
Ο Οργανισμός όμως επισημαίνει ότι από μόνες τους οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών δεν μπορούν να κλείσουν το χάσμα μεταξύ ΗΠΑ – Ε.Ε.
Εδώ υπεισέρχεται η ανάγκη για το δεύτερο «μέτωπο», τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας, προκειμένου κυρίως να αυξηθεί η προσφορά της απασχόλησης στην Ευρώπη και να γίνει παράλληλα πιο ευέλικτη. Η Γερμανία π.χ. περιέκοψε τα επιδόματα των ανέργων και ενθαρρύνει τους μακροπρόθεσμα άνεργους να αναζητήσουν εργασία.
Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι στην Ε.Ε. παραμένει χαμηλός ο βαθμός συμμετοχής στην αγορά εργασίας των γυναικών και των ηλικιωμένων. Στις ΗΠΑ το 70% των γυναικών εργάζονται ή αναζητούν δουλειά, έναντι 61% στην Ε.Ε. των «15». Μόνο ένα στα δέκα ζευγάρια με μικρά παιδιά δηλώνουν ότι προτιμούν να εξαρτώνται μόνο από το εισόδημα του άνδρα, αλλά στην πράξη τελικά τέσσερα στα δέκα ζευγάρια Ευρωπαίων ζουν με αυτόν τον τρόπο, χωρίς συνεισφορά εισοδήματος από τη γυναίκα.
Από την άλλη, αισθητή στην Ε.Ε. είναι η -συχνά πρόωρη- απόσυρση από την αγορά εργασίας. Στην Αμερική το 62% των ατόμων ηλικίας 55 – 64 ετών έχουν δουλειά ή ψάχνουν, έναντι 45% στην Ευρώπη κατά μέσο όρο (τα ποσοστά είναι μόλις 32% στην Ιταλία και 29% στο Βέλγιο).
Εν μέρει αυτό οφείλεται σε πολιτισμικού χαρακτήρα προτίμηση των Ευρωπαίων. Αν οι Ευρωπαίοι θέλουν να αράξουν, γιατί πρέπει κάποιος να τους υποχρεώσει να δουλεύουν;
Πέρα, όμως, από τις προσωπικές προτιμήσεις, παίζουν ρόλο και οι κρατικές ρυθμίσεις. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι κυβερνήσεις πρέπει να σταματήσουν να δίνουν τόσο ισχυρά κίνητρα για συνταξιοδότηση (που ισοδυναμούν με αντικίνητρα για εργασία) και να αφήσουν τους «ηλικιωμένους» να κάνουν ελεύθερα την επιλογή τους αν θέλουν δουλειά ή… άραγμα. Αραγε υπάρχει αμφιβολία για το τι θα διαλέξει η πλειοψηφία;
Πηγή: Economist, ΑΠΕ
Υ.Γ. Βέβαια τα ισχύοντα χαμηλά -κατά τον ΟΟΣΑ- κατώτερα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης εν μέρει αποσκοπούν στο να δημιουργήσουν «χώρο» για να εισέλθουν νεότερης ηλικίας εργαζόμενοι στην αγορά εργασίας, και άρα πιο παραγωγικά.
Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ ON LINE
Παρασκευή, 6 Μαϊου 2005 18:48