Όταν κάποιος ασφαλισμένος ενδιαφέρεται να αγοράσει κάποιο αναπηρικό κάθισμα ή άλλο βοήθημα και να ασκήσει το δικαίωμά του για οικονομική συμμετοχή του ασφαλιστικού του ταμείου, τότε χρειάζεται να υποβληθεί (για μία ακόμη φορά) σε μία σειρά από θυσίες:
1) Να (ξανά)εξεταστεί από κάποιο ορθοπεδικό ο οποίος, αφού αξιολογήσει την αντικειμενική αναπηρία του ασφαλισμένου, θα συντάξει παραπεμπτικό για την υγειονομική επιτροπή.
2) Να (επαν)εξεταστεί από την αμέσως επόμενη στην ιεραρχία υγειονομική επιτροπή, η οποία θα επικυρώσει το παραπεμπτικό του πρώτου Ιατρού.
Το τυποποιημένο έντυπο του παραπεμπτικού θυμίζει δοκιμασία αντίστοιχη με τέστ μέτρησης της ευφυΐας ερασιτεχνών στην τηλεγραφία. Τα εν λόγω έντυπα, ίσως να μετρούν με πιστότητα την ευφία των εργαζομένων ιατρών σε αυτά, αλλά ουδεμία σχέση έχουν με έντυπο στο οποίο τυποποιείται η διαδικασία για να διευκολυνθεί ο υπάλληλος-ιατρός.
Ο ιατρός έχει στη διάθεσή του 2 γραμμές, για να διατυπώσει με ακρίβεια την περιγραφή συγκεκριμένου τεχνολογικού βοηθήματος το οποίο, κατά τη δική του εμπειρογνώμονα άποψη, προτείνει. Σε αυτές τις 2 γραμμές οφείλει επίσης να εκθέσει και την υποστηρικτική επιχειρηματολογία για την καταλληλότητα του μηχανολογικού εξοπλισμού ως προς την ανθρωπομετρική κλίμακα του ασφαλισμένου με αναπηρία.
Ο υπάλληλος-ιατρός έχει στη διάθεσή του 2 γραμμές-λαιμητόμο στις οποίες οφείλει να περιγράψει το βοήθημα, το οποίο προτείνει. Σε περίπτωση δε που η υπηρεσία τον υποπτευθεί ότι μεροληπτεί (πιθανώς υπέρ κάποιας επιχείρησης) θα τον κρίνει ως προς το περιεχόμενο αυτών των 2 γραμμών.
Έτσι λοιπόν κανείς δεν είναι ευχαριστημένος: Ούτε ο υπάλληλος-ιατρός, ο οποίος διακινδυνεύει την καριέρα του, χωρίς να ασκεί την επιστήμη του. Ούτε ο ασφαλισμένος, ο οποίος δε λαμβάνει αυτό που δικαιούται. Ούτε οι επιχειρήσεις εμπορίας βοηθημάτων, αφού τα εμπορεύματά τους δεν αξιολογούνται με ορθολογικά κριτήρια. Ούτε το ασφαλιστικό ταμείο το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει τους υπαλλήλους του.