Η ιδέα του τουρισμού για τον Έλληνα πολίτη δεν είναι πολύ παλιά. Χρειάζεται να προηγηθεί μια γενικότερη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για να θεωρηθούν ως ανάγκη η περιήγηση, οι διακοπές, η κατά περιόδους επαφή με τη φύση και όλα όσα σηματοδοτεί η έννοια του τουρισμού. Χρειάστηκε επίσης και κυρίως το μεγάλο ρεύμα της αστυφιλίας ώστε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να ενσωματώσουν την ιδέα του ανήκειν σε ένα κέντρο και άρα την επιθυμία να επισκεφθούν την περιφέρεια ή άλλα κέντρα.
Ατυχώς αυτό που αποκαλούμε βιοτικό επίπεδο δεν ταυτίζεται με την ποιότητα ζωής. Η έννοια του βιοτικού επιπέδου είναι σύμφυτη με την κατανάλωση και έτσι τουρίστας μπορεί να είναι όποιος μπορεί να καταναλώσει τουριστικές υπηρεσίες. Φραγμός λοιπόν στον υποψήφιο περιηγητή μπορεί να σταθεί, εκτός από την οικονομική του αδυναμία, και η τοποθέτησή του σε κάποια κοινωνική ομάδα που δεν είναι γι’ αυτήν κομμένες και ραμμένες οι παρεχόμενες τουριστικές υπηρεσίες.
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση νησιωτικών δήμων των Κυκλάδων που απαγόρευσαν την αποβίβαση τσιγγάνων σε περιόδους θρησκευτικών πανηγυριών στα νησιά τους. Το στίγμα μιας εμφάνισης, μιας συμπεριφοράς κινητοποίησε φόβους σ’ ένα πρώτο επίπεδο μιας τουριστικής υποβάθμισης, αλλά σε ένα δεύτερο επίπεδο βαθύτερο τις πιο ριζωμένες αντιστάσεις στο αλλιώτικο, στη διαφορά.
Η λειτουργία της διαφοράς ως στίγματος που υποδηλώνει «κάτι παραπέρα» από την ίδια τη διαφορά κυνηγάει τα άτομα με ειδικές ανάγκες στις σχέσεις τους με τους άλλους που κατατάσσονται, προσωρινά συνήθως, στους κανονικούς. Η φαντασίωση κάποιας αμαρτίας, ακαθαρσίας, μεταδοτικότητας, η αίσθηση κάποιας απειλής γενικότερα, η αισθητική αποστροφή είναι ακριβώς αυτό που χρησιμοποιείται από την ψυχική οικονομία για να μη λειτουργήσει η ταύτιση, η αναγνώριση της ομοιότητας πίσω από τη διαφορά.
Η απόσταση «κανονικού- διαφορετικού» δεν καταλαμβάνει μόνο το μέσο άνθρωπο αλλά συχνά ενσωματώνεται και στα ΑμεΑ πολύ περισσότερο στα παιδιά: αισθήματα απαξίας και απελπισίας, κατάθλιψη, ενοχή, ντροπή μπορεί να δυναστεύουν το παιδί με σωματική αναπηρία ή διαταραχή της ψυχονοητικής εξέλιξης. Έτσι η πολυτέλεια του τουρισμού μπορεί να φαίνεται πολύ μακρινή για το ειδικό παιδί.
Τα εμπόδια που εγείρονται για το παιδί – ΑμεΑ- τουρίστα αφορούν σε πρώτο επίπεδο τις δυσκολίες πρόσβασης, διαθεσιμότητας των υπηρεσιών και οικονομικής δυνατότητας. Είναι πολύ πρόσφατη η θεσμοθέτηση και στη χώρα μας διατάξεων για τη ισότιμη πρόσβαση των ΑμεΑ στους δημόσιους χώρους. Δυστυχώς, στο βαθμό που μεγάλο μέρος της υποδομής δεν ακολουθεί τις ανάλογες προβλέψεις, η χρήση αναπηρικών αμαξιδίων και γενικότερα η κίνηση των παιδιών με κινητικές δυσχέρειες είναι δυνατή μόνο σε πολύ συγκεκριμένες μεγάλες τουριστικές μονάδες συνήθως οικονομικά δυσπρόσιτες.
Επίσης πολύ λίγες οικογένειες παιδιών με ειδικές ανάγκες μπορούν να προσλάβουν έναν επ’ αμοιβή βοηθό για το παιδί, τακτική διαδεδομένη και συχνά ασφαλιστικά καλυπτόμενη σε αρκετές χώρες του εξωτερικού. Το γεγονός ότι η οικονομική δυνατότητα είναι συνυφασμένη με την πρόσβαση αποτελεί άλλο ένα στοιχείο κοινωνικού αποκλεισμού για τα ΑμεΑ.
Μια επιπρόσθετη δυσκολία που συναντούν που συναντούν τα παιδιά ΑμεΑ- τουρίστες είναι αυτή της αποδοχής από το γενικό πληθυσμό. Σκιαγραφήθηκαν παραπάνω οι ψυχοκοινωνικοί μηχανισμοί της απόρριψης των ατόμων με διαφορετικές οι διαφορετικότητες. Οι στάσεις αυτές του κοινωνικού περίγυρου καταλήγουν ώστε το παιδί με ειδικές ανάγκες να είναι παρών και συγχρόνως απών.
Οι διακοπές για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες δεν είναι ταυτόσημες με τις νέες γνωριμίες και τις παρέες, με τη χαλαρή και ευχάριστη κοινωνικότητας που δημιουργείται μεταξύ των τουριστών. Το παιδί μπορεί να βρίσκεται σε διακοπές αλλά να επαναλαμβάνει την καθημερινότητά του.
Για τα παιδιά με δυσκολίες της ψυχονοητικής τους ανάπτυξης τα τείχη συχνά εγείρονται πολύ ψηλότερα. Αμυντικές ρουτίνες της καθημερινότητας δεν έχουν νόημα στις διακοπές και η ενδεχόμενη αδεξιότητα στους δημόσιους χώρους οδηγεί σε μεγαλύτερη απόρριψη.
Δυσχέρειες επίσης αντιμετωπίζουν οι γονείς και όσοι άλλοι παρέχουν φροντίδα στο παιδί. Το βασικό ατόπημα που μπορεί να διαπράξουν οι οικογένειες των παιδιών ΑμεΑ είναι «να πάνε το παιδί διακοπές και όχι διακοπές με το παιδί». Σ’ αυτή την περίπτωση φαίνεται, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, σα να πιστεύουν οι ίδιοι ότι δεν έχουν δικαίωμα στην αναψυχή και αφιερώνουν τις προσπάθειές τους στο να φροντίζουν συνεχώς το παιδί.
Είναι μια στάση που αν και λιγότερο εμφανής υιοθετείται ενίοτε και από οικογένειες που τα παιδιά τους είναι υγιή. Το παιδί και εν προκειμένω η αναπηρία του τοποθετείται στο επίκεντρο των διακοπών ακριβώς όπως και στην καθημερινότητα αποτελείται κεντρικό στοιχείο της οικογενειακής συνοχής, δηλαδή παθολογίας.
Συνεχής φροντίδα, συζητήσεις για τη φροντίδα, διαφωνίες για τη φροντίδα, πρόγραμμα φροντίδας καθίστανται το περιεχόμενο της οικογενειακής επικοινωνίας. Αυτό που υπάρχει στο βάθος είναι η απόρριψη και η ματαίωση.
Αν η στάση αυτή σημαίνει κάτι, αυτό είναι ότι οι γονείς αυτοί δεν μπορούν να περάσουν καλά με το παιδί τους. Το απορρίπτουν τόσο όσο και ο κοινωνικός περίγυρος, ενδεχομένως και πολύ περισσότερο. Το παιδί φυσικά εισπράττει αυτή την απόρριψη ολόκληρη. Αν έχει κάποιες ανάγκες φροντίδας, αυτές ξεκινούν από την καθιέρωση θετικών και αμοιβαία αποδοτικών συναισθηματικών σχέσεων.
Για τις διακοπές αυτό που αποζητάει το παιδί με ειδικές ανάγκες είναι ό,τι και κάθε άνθρωπος: η γαλήνη, το συναισθηματικό μοίρασμα, αλλά και η ένταση του καινούργιου, του απρόσμενου, του εκτός προγράμματος.
Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν τα εμπόδια και οι αντιστάσεις από το ίδιο το παιδί ΑμεΑ, το οποίο πρέπει καταρχάς να ξεπεράσει τις ατομικές, κινητικές, αισθητηριακές ή ψυχονοητικές δυσκολίες του. Αν και αυτό το ξεπέρασμα είναι καθήκον και της καθημερινότητας, στις διακοπές συχνά πρέπει να βρεθούν άλλοι τρόποι ώστε να μπορέσει πραγματικά να νιώσει σαν τουρίστας και να μη φύγει με το αίσθημα του ανικανοποίητου.
Πολύ περισσότερο πρέπει να ξεπεραστούν αισθήματα μειονεξίας, αναξιότητας, ντροπής και συχνά ενοχής που ενίοτε καταδυναστεύουν τα ΑμεΑ. Αν έχει καθιερωθεί μια νευρωσική αντίδραση στην αναπηρία τότε οι σχέσεις και με τους συνοδούς και με τα νέα πρόσωπα που ίσως γνωρίζονται στις διακοπές καθίστανται πιο δύσκολες.
Μια, συχνά αδικαιολόγητη, εξαρτητική συμπεριφορά, που καλλιεργείται επί μακρού, είναι η αντίδραση στην αμφιβολία αποδοχής από τους άλλους. Τέτοια στάση, σε συνθήκες προσμονής του καινούργιου, όπως οι διακοπές, γίνεται ακόμα πιο έντονη και τροφοδοτεί τις προαναφερόμενες αρνητικές συμπεριφορές γονέων και συνοδών.
Αν το ειδικό παιδί σαν τουρίστας έχει αντιμετωπίσει τις προαναφερόμενες εσωτερικές και εξωτερικές δυσκολίες, οι δυσκολίες αυτές γίνονται πολύ μεγαλύτερες αν έχει προηγηθεί ένα ιστορικό μακράς ιδρυματικής νοσηλείας. Η προσωπική και κοινωνική αδεξιότητα. Η επίγνωση της αδεξιότητας και της διαφοράς, το αυτοσυναίσθημα αναξιότητας και ματαιοδοξίας, η κατάθλιψη αλλά και η λαχτάρα για την πρόσληψη της νέας εμπειρίας, η βαθύτατη επιθυμία για όλα όσα οι άνθρωποι επιθυμούν, ο πόθος, όλα έρχονται δραματικά στο προσκήνιο.
Αν ιδρυματισμός και τουρισμός φαίνονται εκ πρώτης τόσο αντιφατικά είναι ακριβώς σ’ αυτές τις πρωτοβουλίες που διαπιστώνεται η τεράστια θεραπευτική αξία του τουρισμού για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες.
Κάθε άτομο με ειδικές ανάγκες, ανεξάρτητα από το βαθμό και το είδος της αναπηρίας του, έχει το δικαίωμα μαζί με όλους τους άλλους πολίτες για ποιοτική διαβίωση.
Στην πράξη το δικαίωμα αυτό , που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το δικαίωμα για αυτόνομη- προστατευμένη διαβίωση, συνεπάγεται ότι κάθε άτομο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αξιοποιεί στο έπακρο τις ικανότητές του και ότι πρέπει να προσδιοριστούν ορισμένα βοηθήματα που μέσω μιας πολιτικής θετικών διακρίσεων, μπορούν να αντισταθμίσουν όλα τα μειονεκτήματα, εξασφαλίζοντας έτσι πραγματική ισότητα ευκαιριών.
Επειδή οι ανάγκες κάθε ατόμου είναι διαφορετικές, η επιτυχία για ποιοτική διαβίωση εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη δυνατότητα που υπάρχει να προσαρμόζουμε την υλικοτεχνική υποδομή και την ανθρώπινη υποστήριξη στις προσωπικές ανάγκες κάθε ατόμου και όχι το αντίθετο, δηλαδή να προσαρμόζουμε το άτομο στις υπάρχουσες δομές.
Ο τουρισμός μπορεί να ιδωθεί ως θεραπευτικό μέσο για τη βελτίωση των δεξιοτήτων και τη διεύρυνση των οριζόντων των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Τα παιδιά, καθώς και οι γονείς τους μπορούν να μαθαίνουν από τις εμπειρίες των άλλων, να αλληλοεμπνέονται και αν αλληλοϋποστηρίζονται στις προσπάθειές τους για την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής αυτονομίας.
Από την άλλη μεριά ο δυναμικός ορισμός της εξίσωσης των ευκαιριών παρουσιάζεται σαν νέα πρόκληση και για την εκπαίδευση, εισάγοντας τη συνενωτική εκπαίδευση σε κάθε αίθουσα διδασκαλίας.
Οι προϋποθέσεις γι’ αυτό είναι παρόμοιες με τις διατάξεις των προγραμμάτων για άλλες μειονότητες (μετανάστες, απόκληρους) όπου προβλέπεται ότι τα σχολεία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους την πολυμορφία της κοινωνίας.
Στην βάση αυτή ο οργανωμένος τουρισμός ατόμων με διαφορετικές δεξιότητες πολλά έχει να προσφέρει στον τομέα της εκπαίδευσης ως προς την προετοιμασία των ίδιων των ατόμων αλλά και ως προς την ευαισθητοποίηση της ευρύτερης κοινωνίας, είτε λειτουργώντας ως πρότυπο συνενωτικής εκπαίδευσης για το εκπαιδευτικό σύστημα ειδικότερα.
Ταυτόχρονα ο τουρισμός μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο ευαισθητοποίησης του γενικού πληθυσμού μέσω της συχνής επαφής, αλλά και εμπλοκής στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Όλοι μας χρειαζόμαστε κάποια μορφή βοήθειας σε διάφορα στάδια της ζωής μας.
Οι μύωπες είναι αναγκασμένοι να φορούν γυαλιά, ωστόσο δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό μας να θεωρήσουμε ως “άτομο με ειδικές ανάγκες” ένα μύωπα.
Αντί όμως να θεωρήσουμε ότι είμαστε όλοι άτομα με ειδικές ανάγκες πρέπει να δούμε τους εαυτούς μας ως ελεύθερους πολίτες με διαφορετικές ανάγκες για ποιοτική και αυτόνομη διαβίωση.
Σήμερα πιστεύεται ότι το πρόβλημα της αναπηρίας δεν εξαρτάται κυρίως από το ίδιο το άτομο με ειδικές ανάγκες αλλά από τους ψυχολογικούς και υλικούς φραγμούς που σήνει η κοινωνία και από τις συχνά άκαμπτες δομές υποστήριξης που προσφέρει σαν λύση.
Στόχος μας λοιπόν είναι να επιδιώξουμε την ποιότητα ζωής.
Όπως έγραψε ο Ισπανός ποιητής Antonio Machado: “πέρα από το δρόμο, δεν υπάρχει δρόμος, δημιουργείς το δρόμο καθώς προχωράς”.
Σήμερα μέσα στο κύμα των θετικών αλλαγών και στη νέα αυτή προσέγγιση, ο οργανωμένος τουρισμός όπως π.χ. οι κατασκηνώσεις με συμμετοχή παιδιών διαφορετικών δεξιοτήτων, παρουσιάζεται σα μια σημαντική παρέμβαση πολλαπλών θετικών αποτελεσμάτων, συμβάλλοντας καταρχήν στην δυνατότητα για “ποιοτική ζωή”.
Η ποιότητα ζωής δεν είναι κάτι που απλώς ανήκει ή χαρίζεται σε ένα άτομο: είναι μια διαδικασία και όχι μια κατάσταση, κάτι για τη δημιουργία του οποίου το άτομο συνεργάζεται ενεργά με άλλα άτομα, εφόσον πληρούνται ορισμένες βασικές προϋποθέσεις.
Οι συνθήκες και οι δυνατότητες που απαιτούνται για μια καλή ποιότητα ζωής γίνονται κατανοητές μόνο μέσω των προσωπικών σχέσεων και των καθημερινών αλληλεπιδράσεων με τους άλλους.
Η Βελτίωση των σχέσεων με τους γονείς και τα άλλα πρόσωπα αναφοράς μπορεί να επιτευχθεί μέσω της (θετικής εμπειρίας) του τουρισμού. Στον κόσμο των παιδιών είναι εξαρχής δεδομένο ότι ο ενήλικας είναι σε τροχιά, νοιώθοντας την ακατανίκητη έλξη του παιδιού.
Και είναι καλά έτσι, με την έννοια ότι τα προβλήματα αρχίζουν να διαφαίνονται όταν ένα παιδί δεν είναι τόσο σίγουρο γι’αυτήν την υποχρέωση του ενήλικα, γιατί ίσως το περιβάλλον δεν το αναγνωρίζει επαρκώς.
Το παιδί ζει σε μια διάσταση όπου όλα μπορούν να λειτουργήσουν εάν υπάρχει αρμονία στην συναισθηματική ανταλλαγή. Τίποτα δεν χάνεται, εάν σ’ αυτό το παιδί επιστρέφεται αυτό που δίνει, που παραχωρεί, όμορφο ή άσχημο, και εκείνο που του λείπει, υπό μορφή ζεστών, εγκάρδιων, προστατευτικών αισθημάτων.
Το περιβάλλον που αποδέχεται ή ταμπελοποιεί το παιδί σε αναπηρία, σε γενικές γραμμές, είμαστε εμείς, γονείς και όλοι οι άλλοι που παρεμβαίνουμε, που ζούμε μαζί του, κοντά του, κατά τη διάρκεια των πρώτων και ουσιαστικών σταδίων του σχηματισμού της προσωπικότητας του.
Το παιδί με αναπηρία έχει μια εικόνα της υγείας που είναι ο καθρέπτης εκείνης που εμείς του προσφέρουμε. Δεν μπορεί να έχει στη κατοχή του παραμέτρους έτοιμες εκ των προτέρων. Και αρχικά, σαν εν δυνάμει ον, το παιδί μπορεί να ζήσει σαν ένα κανονικό παιδί αποδεκτό όπως ένα άλλο.
Για τον Winnicott, λοιπόν υπάρχει ψυχικός πόνος στο παιδί με αναπηρία που έχει να κάνει με τον σχηματισμό του εαυτού:
“Ένα παιδί με δυσφορία μπορεί να αναπτυχθεί και να γίνει ένα υγιές παιδί, με ένα εαυτό που δεν είναι δύσμορφος και με μια αίσθηση του εαυτού που βασίζεται στην εμπειρία ότι ζει σαν αποδεκτό πρόσωπο. Οι παραμορφώσεις του εαυτού μπορούν να προέλθουν από παραμορφώσεις στη στάση εκείνων που έχουν αναλάβει την φροντίδα του παιδιού”.
Με άλλα λόγια, υπάρχει η δυνατότητα το παιδί με αναπηρία να μπορεί να αισθανθεί σαν υγιές παιδί με μια αναπηρία, αλλά για να έχει αυτή την εμπειρία με αυτό τον τρόπο, πρέπει να ικανοποιείται η αναπτυξιακή του ανάγκη, ίσως καλύτερα οριζόμενη σαν δικαίωμα, να είναι ιδωμένο σαν υγιές και να του παρέχονται εκείνες οι δυνατότητες όπως στους άλλους “κανονικούς” συνομηλίκους του, για να βιώσει τέτοιες θετικές εμπειρίες που θα το βοηθήσουν στη σχηματοποίηση ενός υγιούς εαυτού.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες το παιδί νοιώθει πιο ασφαλές με τους γύρω του, τους γονείς και όλους όσους έχουν αναλάβει την φροντίδα του. Οι καλές εμπειρίες που μπορεί να βιώσει το παιδί σ’ ένα οργανωμένο περιβάλλον κάτω από συνθήκες ψυχαγωγίας θέτουν τα θεμέλια για μια καλύτερη συνεργασία με τους θεραπευτές μέσα στα πλαίσια της εμπιστοσύνης, της ασφάλειας και της ελπίδας.
Όπως ο καθένας, τα άτομα με ειδικές ανάγκες έχουν συγκεκριμένες επιθυμίες για την ζωή τους.
Η πρακτική εφαρμογή ή προσπάθεια πρακτικής εφαρμογής, των επιθυμιών αυτών προσκρούει σε εμπόδια. Τόσο στον εξωτερικό κόσμο (έλλειψη πρόσβασης, έλλειψη εγκαταστάσεων, προκαταλήψεις) όσο και στον ίδιο τον εσωτερικό τους κόσμο (αρνητική εικόνα του εαυτού τους, φόβοι και αβεβαιότητα), πολυάριθμοι παράγοντες μπορούν να σταθούν εμπόδιο ανάμεσα σ’ αυτούς και τις επιδιώξεις τους και μερικές φορές μπορούν αν υπονομεύσουν την αποφασιστικότητά τους να πετύχουν.
Η δυνατότητα συνύπαρξης παιδιών με διαφορετικές δεξιότητες κάτω από συνθήκες ψυχαγωγίας τους εξασφαλίζει σχέσεις που χαρακτηρίζονται από συμμετοχή, συχνότητα, ποικιλία, ισορροπία και αλληλεπίδραση για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τα παιδιά έχουν την δυνατότητα να ελέγχουν κατά κάποιο τρόπο τις σχέσεις που συνάπτουν είτε μέσα από το παιχνίδι είτε μέσα από την δημιουργική εργασία πράγμα που συνιστά σημαντικό παράγοντα για τον έλεγχο της ζωής τους.
Το πιο βασικό όμως στοιχείο αυτής της συνύπαρξης είναι ότι οι σχέσεις αυτές που αναπτύσσονται καθ’ όλη την διάρκεια των διακοπών καταλήγουν σε θετική εμπειρία του εαυτού και της σημασίας του για τους άλλους.
Η συνειδητοποίηση ότι δεν είναι κανείς ο μόνος με προβλήματα μπορεί να αποτελέσει καθαυτό ουσιαστική ψυχολογική ενίσχυση.
Η χώρα μας βρίσκεται ακόμη στην αρχή μιας διαδικασίας που έχει ως απώτερο στόχο την ομαλή ένταξη στην κοινότητα και τον αποστιγματισμό όλων εκείνων των ανθρώπων που συνήθως τους παρουσιάζουμε με την ταμπέλα του “διαφορετικού”.
Η επίτευξη αυτού του στόχου εξαρτάται από την δυνατότητα συνύπαρξης και συμβίωσης με ίσους όρους, με ανθρώπους διαφόρων δυνατοτήτων.
Οι πρωτοβουλίες οργανωμένου τουρισμού για άτομα με διαφορετικές δεξιότητες πολλά έχουν να συνεισφέρουν προς την κατεύθυνση αυτή, έτσι ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες συνύπαρξης και συμβίωσης, προωθώντας και ενημερώνοντας για ορισμένα ζητήματα που αφορούν τα προβλήματα των ατόμων αυτών.
Πέραν των κοινωνικών παραμέτρων, ο τουρισμός για τα ΑμεΑ μπορεί να αποτελεί πολύτιμο μέσο για την διεύρυνση του λειτουργικού τους ορίζοντα, την αύξηση της αυτοεκτίμησης και την ψυχική εκτόνωση του φορτίου που επωμίζονται λόγω των ειδικών δυσχερειών τους.
Τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, έχοντας μια επιβαρυμένη καθημερινότητα, μπορούν ως τουρίστες, εφόσον εξασφαλίζονται οι κατάλληλες οργανωτικές προϋποθέσεις να βελτιώσουν κατά πολύ την σχέση τους με τον εαυτό τους, τους γονείς και τους θεραπευτές.
Βιβλιογραφία
Ζώνιου- Σιδέρη, Α. Οι ανάπηροι και η εκπαίδευσή τους: μια ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση της ένταξης, 2η Έκδοση, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1996.
Αγγελοπούλου-Σακαντάμη, Ειδική αγωγή: αναπτυξιακές διαταραχές και χρόνιες μειονεξίες, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις: Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2004.
Ρήγα, Α. και συν.,Ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις σε οργανισμούς, ομάδες και άτομα, Θεωρία-Έρευνα – Εφαρμογές,. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2001.
Τσιάντης, Γ., Μανωλόπουλος Σ., Σύγχρονα Θέματα Ψυχιατρικής, Αθήνα, Καστανιώτη, 1987.
Gofman,Ε., Το στίγμα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000.
Συγγραφείς: Γκάνια Εβίτα, Γεωργακοπούλου Βασιλειάννα