Το πού αρχίζει και πού τελειώνει η κλασική ιατρική δεοντολογία όταν εγείρεται θέμα ευθανασίας ενός ασθενούς απασχολεί, πλέον, και την ελληνική επιστημονική κοινότητα, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο. Η πρώτη επίσημη απόπειρα προσέγγισης του θέματος έρχεται από την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, που με μια εισήγησή της προτείνει ένα ηθικό και νομικό πλαίσιο λήψης αποφάσεων για τη συνέχιση ή τη διακοπή της τεχνητής παράτασης της ζωής ενός ανθρώπου.
Χρειάστηκαν πολύωρες συνεδριάσεις επί περίπου έναν χρόνο για να καταλήξει η επιτροπή στην εισήγηση, την οποία παρουσιάζουμε σήμερα:
«Ξεκινήσαμε συζητώντας γενικά περί ευθανασίας. Αλλά το θέμα είναι πολύ ακανθώδες και έχει μεταφυσικές διαστάσεις, γι’ αυτό κρίναμε ότι θα είχε μεγαλύτερη πρακτική σημασία να περιορίσουμε το θέμα στο πόσο πρέπει να συντηρούνται μέθοδοι μηχανικής υποστήριξης και να διατηρείται τεχνητά η ζωή», εξηγεί ο Γεώργιος Κουμάντος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Επιτροπής.
Οπως προκύπτει από την εισήγηση:
1. Η επιτροπή προσδιορίζει ως κρίσιμο σημείο αποφάσεων μια «γκρίζα» περιοχή που δεν καλύπτεται από τις επιταγές της ιατρικής δεοντολογίας. Πρόκειται για το στάδιο που οι βιολογικές λειτουργίες μπορούν να παραταθούν τεχνητά, αλλά «δεν προδοκάται θεραπευτικό όφελος», ούτε εξασφαλίζουν στον ασθενή «αποδεκτή ποιότητα ζωής».
Σε αυτές τις περιπτώσεις, που γίνεται λόγος για «μη αναστρέψιμο στάδιο», η επιτροπή αναγνωρίζει ότι η ευθύνη του γιατρού «επικεντρώνεται στην ενημέρωση και στήριξη του ασθενούς», ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον ίδιο ή από συγγενείς του αν εκείνος δεν είναι σε θέση να εκφράσει άποψη.
Εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά της νομιμοποίησής της σε Ολλανδία…
2. Οταν υπάρχουν «αντικειμενικά δεδομένα» περί του μη αναστρέψιμου της κατάστασης του ασθενούς και διαπίστωση ότι βρίσκεται σε «τελικό στάδιο», ο γιατρός ενημερώνει ότι «κάθε περαιτέρω αγωγή εμπίπτει στην κατηγορία του ιατρικώς μάταιου».
Σε αυτή τη φάση ο γιατρός οφείλει και πάλι να προσπαθεί να τον ανακουφίσει από πόνους. Επισημαίνεται, όμως, ότι «η τεχνητή παράταση των βιολογικών λειτουργιών, χωρίς ελπίδα θεραπείας, μπορεί να θεωρηθεί “βλάβη” και μάλιστα να βιώνεται από τον ασθενή ως τέτοια».
3. Οταν ο ασθενής είναι σε «μη τελικό στάδιο», δηλαδή δεν υπάρχει ελπίδα ίασης αλλά αργή επιδείνωση που μπορεί να παραταθεί, επισημαίνεται από την Επιτροπή Βιοηθικής ότι «ενδέχεται να συνιστά “βλάβη” η παράταση του πόνου και της προθανάτιας αγωνίας ή η έλλειψη σεβασμού στην αυτονομία του». Τότε ο θεράπων ιατρός είναι υποχρεωμένος να προτείνει «εναλλακτική επιλογή ανακουφιστικής αγωγής».
4. Σχετικά με το ποιος μπορεί να λάβει την απόφαση για συνέχιση ή διακοπή της τεχνητής παράτασης της ζωής, η επιτροπή προτείνει υιοθέτηση συγκεκριμένων διαδικασιών: Αν ο ασθενής είναι σε θέση να εκφράσει άποψη, έχει πάντοτε τον τελικό λόγο.
Αν ο γιατρός διαφωνεί μαζί του -π.χ. για το αν έχει νόημα να συνεχιστεί η ίδια αγωγή ή αν πρέπει να δοκιμάσουν άλλη- δεν έχει δικαίωμα να τον εγκαταλείψει χωρίς να του βρει αντικαταστάτη γιατρό.
5. Σε περίπτωση που ο ασθενής δεν μπορεί να εκφραστεί, τον κύριο λόγο έχουν οι οικείοι του. Αν εκείνοι διαφωνήσουν με τον γιατρό ή και μεταξύ τους, προτείνεται η αναζήτηση δεύτερης ιατρικής γνωμάτευσης άλλου γιατρού και η μεσολάβηση κοινωνικών λειτουργών -ανάλογα και με το αν η διαφωνία οφείλεται σε μη αποδοχή της ιατρικής γνωμάτευσης ή σε «ψυχολογική άρνηση» ή «διαφορετικές αξίες» που υιοθετούν τα δύο μέρη.
Ειδικά για την περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των οικείων, προτείνεται η θεσμοθέτηση μιας εξουσιοδότησης, με την οποία ο ασθενής θα ορίζει σε κατάλληλο χρόνο «ειδικό αντιπρόσωπό του στα συγκεκριμένα θέματα». Οταν δεν θα έχει οριστεί ειδικός αντιπρόσωπος και οι συγγενείς διαφωνούν μεταξύ τους, «η απόφαση πρέπει να είναι υπέρ της τεχνητής παράτασης της ζωής».
«Το συμφέρον του ασθενούς»
Σε αυτές τις βασικές αρχές που προτείνονται συμφώνησαν οκτώ από τα εννέα μέλη της Επιτροπής Βιοηθικής. Στο τέλος της ίδιας εισήγησης παρατίθεται η γνώμη του μειοψηφούντος καθηγητή Γ. Μανιάτη, ο οποίος θεωρεί πως, όταν κάποιος βρεθεί σε ανάλογο δίλημμα δεν μπορεί να βοηθηθεί από γενικές κατευθυντήριες, γραμμές όπως αυτές που περιλαμβάνονται στην εισήγηση.
Οπως επισημαίνει ο ίδιος, εξακολουθούν, π.χ. να είναι ασαφείς οι όροι «τελικό στάδιο» ή «συμφέρον του ασθενούς», αφού ερμηνεύονται κάθε φορά ανάλογα με την κατάστασή του και την ποιότητα ζωής που ο ίδιος θα ήθελε ή θα μπορούσε να έχει.
* Ο Γ. Μανιάτης, όμως, συμφωνεί με την πρόταση για νομοθετική θέσπιση αντιπροσώπου του ασθενούς. Για τα υπόλοιπα ζητήματα θεωρεί ότι παρέχεται ικανοποιητικό νομικό πλαίσιο στον πρόσφατο νόμο περί ιατρικής δεοντολογίας (Ν. 3418).
Σημείο-κλειδί του συγκεκριμένου νόμου είναι το άρθρο 29 («Ιατρικές αποφάσεις για το τέλος της ζωής»), όπου ορίζεται ότι «η επιθυμία του ασθενούς να πεθάνει, όταν αυτός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο, δεν συνιστά νομική δικαιολόγηση για τη διενέργεια πράξεων οι οποίες στοχεύουν στην επίσπευση του θανάτου». Ο όρος «στοχεύουν» ερμηνεύεται από τα στελέχη της επιτροπής ως νομική διέξοδος σε περιπτώσεις που π.χ. μια ένεση μορφίνης που στοχεύει στην ανακούφιση των πόνων του ασθενούς οδηγήσει στον θάνατό του, ως παρενέργεια.
Της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΑ
boubouka@enet.gr
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ – 30/04/2006