Άκρως ατυχής τυγχάνει η πρόβλεψη για τους τρίτεκνους και πολύτεκνους δανειολήπτες, για τους δανειολήπτες που φέρουν αναπηρία 67% και για τους δανειολήπτες που βαρύνονται φορολογικά από άτομα που φέρουν αναπηρία 67%, με αποτέλεσμα, ενώ για τις εν λόγω κατηγορίες δανειοληπτών έχει οριστεί ως ειδική πρόβλεψη τα παραπάνω όρια των σωρευτικών κριτηρίων να προσαυξάνονται κατά 10%, το ποσοστό στο οποίο ορίζεται η μηνιαία δόση να παραμένει σταθερό, ήτοι καταβάλλουν την ίδια ακριβώς δόση με τους λοιπούς δανειολήπτες, με μοναδική διαφορά ότι το όριο των 15.000 ευρώ ανήλθε σε 20.000 ευρώ μετά από διορθωτική παρέμβαση στο αρχικό νομοσχέδιο.
Κατ΄ αυτό τον τρόπο, αν και καλύπτεται μεγαλύτερος αριθμός δανειοληπτών, ουδεμία οικονομική ελάφρυνση στην πραγματικότητα θα λάβει χώρα, η οποία και σαφώς επιβάλλεται λόγω των ιδιαζουσών καταστάσεων που συντρέχουν στο πρόσωπό τους.
Την 1/1/2014 αίρεται το νομοθετικό προστατευτικό πλαίσιο του συνόλου της περιουσίας των Ελλήνων δανειοληπτών που θεσπίστηκε επί υπουργικής θητείας Παπαθανασίου. Οι δανειολήπτες και οι ευρύτερες οικογένειες τους ανέμεναν μια γενναία νομοθετική ρύθμιση, που θα τους παρείχε ουσιαστική προστασία, στο πλαίσιο ενός δίκαιου συστήματος ρύθμισης των οφειλών τους, ενώ η κοινωνία εν συνόλω ανέμενε η Βουλή να νομοθετήσει υπέρ της κοινωνικής συνοχής και του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος.
Η Πολιτεία, παρά τις πιέσεις της τρόικας για πλήρη απελευθέρωση των πλειστηριασμών, εισήγαγε στη Βουλή προς ψήφιση με τη μορφή του κατεπείγοντος, διά του αρμοδίου υπουργού κ. Χατζηδάκη, νομοσχέδιο για την αναστολή των πλειστηριασμών, την προστασία των δανειοληπτών και διατάξεις για το Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο, όπου προβλέπεται ότι τυγχάνουν προστασίας οι δανειολήπτες που πληρούν σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια: α) η αντικειμενική αξία του ακινήτου τους να μην υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ, β) το ετήσιο οικογενειακό τους εισόδημα, όπως αυτό διαμορφώνεται κατόπιν της αφαίρεσης των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων, του φόρου εισοδήματος και της εισφοράς αλληλεγγύης, να είναι μικρότερο ή ίσο των 35.000 ευρώ, η συνολική αξία της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους να είναι μικρότερη ή ίση των 270.000 ευρώ και εξ αυτής το σύνολο των καταθέσεων και κινητών αξιών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό να μην υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, ρητώς εξαιρουμένων καταθέσεων και κινητών αξιών από συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά προγράμματα.
Η εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από την καταβολή δόσεων ίσων με ποσοστό 10% επί του καθαρού μηνιαίου εισοδήματος των δανειοληπτών, εφόσον το ετήσιο οικογενειακό εισόδημά τους δεν ξεπερνά τα 15.000 ευρώ, και επιπλέον ποσοστό 20% στο υπερβάλλον εισόδημα. Ειδική ρύθμιση αφορά σε εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, για τους οποίους το κατά τα ανωτέρω υπολογιζόμενο ποσό δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 20% της τελευταίας ενήμερης δόσης, αντί 30% που προέβλεπε αρχικά το νομοσχέδιο.
Προσεκτική νομική προσέγγιση του εν λόγω νομοσχεδίου αναδύει σοβαρότατους προβληματισμούς αφενός για την ουσιαστική προστασία που προσφέρει στους δανειολήπτες εν συνόλω και, αφετέρου, για τη νομική πρακτική εφαρμογή του.
Τα θετικά σημεία του νομοσχεδίου εστιάζονται στην προσαρμογή της μηνιαίας δόσης, ανάλογα με τα καθαρά εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων, στο ύψος των εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων που εντέλει ορίστηκαν ανώτερα απ΄ όσα είχαν δει το φως της δημοσιότητας, καθώς και στην προστασία των εγγυητών, οι οποίοι πλέον προστατεύονται ακόμη κι αν δεν πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις για όσο χρονικό διάστημα ο πρωτοφειλέτης βρίσκεται σε καθεστώς προστασίας.
Παρά ταύτα, παρατηρούνται εξαιρετικά σοβαρές αντισυνταγματικές ανισότητες μεταξύ των δανειοληπτών, που βασίζονται στην ιδιότητά τους. Ενώ για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους το ύψος της μηνιαίας δόσης τέθηκε αναλογικά με το ετήσιο εισόδημά τους, για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους εμπόρους το ύψος της δόσης τέθηκε αναλογικά με την τελευταία ενήμερη δόση των δανείων τους, χωρίς καμία αναλογική εξάρτηση από το ετήσιο εισόδημά τους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο -και με δεδομένο ότι οι έμποροι και όσοι από τους ελεύθερους επαγγελματίες δεν τυγχάνουν προστασίας ούτε με το νόμο 3869/2010, το γνωστό ως «νόμο Κατσέλη», όπως αυτός τροποποιήθηκε με το νόμο 4161/2013-, μετά βεβαιότητας, λόγω της σφοδρής συρρίκνωσης των εισοδημάτων τους, και ως εκ τούτου της οικονομικής αδυναμίας ως προς την καταβολή της προβλεπόμενης δόσης, θα απωλέσουν την κύρια κατοικία και τη λοιπή περιουσία τους εν συνόλω. Είναι, δε, αξιοπρόσεκτο ότι στην αιτιολογική έκθεση εκλείπει αφενός οιαδήποτε αναφορά ποια στοιχεία λήφθηκαν υπόψη και προσδιορίστηκε το ύψος της μηνιαίας δόσης στο 20% επί της τελευταίας ενήμερης δόσης και, αφετέρου, για ποιον ειδικότερο λόγο οι έμποροι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες τυγχάνουν προστασίας με σαφώς δυσμενέστερους και δυσβάσταχτους όρους, τη χρονική στιγμή που, λόγω των αντικειμενικών κριτηρίων διαβίωσης, είναι εξαιρετικά ελάχιστες έως μηδενικές οι περιπτώσεις φορολογικών δηλώσεων που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική οικονομική – εισοδηματική τους κατάσταση.
Άκρως ατυχής τυγχάνει η πρόβλεψη για τους τρίτεκνους και πολύτεκνους δανειολήπτες, για τους δανειολήπτες που φέρουν αναπηρία 67% και για τους δανειολήπτες που βαρύνονται φορολογικά από άτομα που φέρουν αναπηρία 67%, με αποτέλεσμα, ενώ για τις εν λόγω κατηγορίες δανειοληπτών έχει οριστεί ως ειδική πρόβλεψη τα παραπάνω όρια των σωρευτικών κριτηρίων να προσαυξάνονται κατά 10%, το ποσοστό στο οποίο ορίζεται η μηνιαία δόση να παραμένει σταθερό, ήτοι καταβάλλουν την ίδια ακριβώς δόση με τους λοιπούς δανειολήπτες, με μοναδική διαφορά ότι το όριο των 15.000 ευρώ ανήλθε σε 20.000 ευρώ μετά από διορθωτική παρέμβαση στο αρχικό νομοσχέδιο. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, αν και καλύπτεται μεγαλύτερος αριθμός δανειοληπτών, ουδεμία οικονομική ελάφρυνση στην πραγματικότητα θα λάβει χώρα, η οποία και σαφώς επιβάλλεται λόγω των ιδιαζουσών καταστάσεων που συντρέχουν στο πρόσωπό τους. Το πρόβλημα σαφέστατα εντείνεται όταν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά φέρει δανειολήπτης που είναι έμπορος ή ελεύθερος επαγγελματίας, ο οποίος υποχρεούται και σε αυτή την περίπτωση να καταβάλει το 20% της τελευταίας ενήμερης δόσης. Καμία, λοιπόν, ουσιαστική πρόνοια για τις προρρηθείσες κατηγορίες δανειοληπτών.
Καταφανής είναι και η άνιση μεταχείριση μεταξύ εργένη δανειολήπτη και δανειολήπτη με ένα ή δύο παιδιά, οι οποίοι και εξισώνονται. Και για τις δύο κατηγορίες προβλέπονται αφενός τα ίδια περιουσιακά και εισοδηματικά κριτήρια και, αφετέρου, η καταβολή ισόποσης δόσης. Είναι αναγκαία νομοθετική παρέμβαση ως προς την προσαύξηση των εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων για τη δεύτερη κατηγορία δανειοληπτών, καθώς και η καταβολή εκ μέρους τους μικρότερου ποσοστού στην καταβολή της δόσης.
Παντελής απουσία λογικής θεώρησης αναδύεται και από την πρόβλεψη ότι το ποσοστό της καταβαλλόμενης δόσης του 10% ή 20% θα προσδιορίζεται επί του ετήσιου εισοδήματος που, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, λαμβάνεται υπόψη το οικονομικό έτος 2013 και ως εκ τούτου το ανωτέρω ποσοστό εφαρμόζεται επί του ετήσιου εισοδήματος του έτους 2012. Η πρόβλεψη καθίσταται προβληματική για τις περιπτώσεις όπου δανειολήπτης το έτος 2012 (οικονομικό έτος 2013) εργαζόταν ή δραστηριοποιούνταν σε οιαδήποτε μορφή επιχειρηματικού, εμπορικού ή άλλου επαγγελματικού τομέα και το έτος 2013 (οικονομικό έτος 2014) έμεινε άνεργος ή μειώθηκαν οι αποδοχές και τα εισοδήματά του, λόγω -για μισθωτό- μετατροπής της συμβάσεώς του από πλήρους απασχολήσεως σε μερικής ή υπογραφής ατομικής συμβάσεώς εργασίας, η οποία τείνει να γίνει ο κανόνας και η συνήθης πρακτική μεγάλων επιχειρήσεων. Ορθότερο, λοιπόν, καθίσταται το ποσό της δόσης να προσδιορίζεται από την τελευταία μισθοδοσία του μισθωτού δανειολήπτη ή την τελευταία σύνταξη του συνταξιούχου δανειολήπτη πριν από την υποβολή των δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο προστατευτικό καθεστώς, καθώς και η μεταβολή της δόσης, εάν εν τω μεταξύ μεταβληθούν οι αποδοχές ή η σύνταξή του. Όσον αφορά στους εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, το ποσό της δόσης πρέπει με νομοθετική τροποποίηση να προσδιορίζεται από το μέσο καθαρό εισόδημα των τελευταίων έξι μηνών, χρονικό διάστημα το οποίο και καταδεικνύει την αληθή εισοδηματική του κατάσταση.
Αξιοσημείωτη καθίσταται η τεθείσα προϋπόθεση υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς, της υποχρέωσης του δανειολήπτη να καταγράψει τις κινήσεις των λογαριασμών του που ξεπερνούν το ποσό των 1.000 ευρώ τους τελευταίους είκοσι τέσσερις μήνες πριν από την υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης, όταν η προϋπόθεση αυτή ουδόλως τέθηκε ως κριτήριο για την υπαγωγή στο νόμο, αφού ως κριτήριο τέθηκε η ύπαρξη καταθέσεων χρηματικού ποσού μέχρι 15.000 ευρώ. Η αιτιολογική έκθεση ουδόλως προβαίνει σε οιαδήποτε σχετική αναφορά για το σκεπτικό στο οποίο βασίστηκε και τέθηκε εντέλει η εν λόγω υποχρέωση.
Σε επίπεδο καταλογισμού των καταβολών των δόσεων κατά την περίοδο απαγόρευσης πλειστηριασμού, προβλέφθηκε ότι τα καταβαλλόμενα χρηματικά ποσά αφαιρούνται από το ανεξόφλητο υπόλοιπο και καταλογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 423 του Αστικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει αρχικά εξόφληση εξόδων, κατόπιν τόκων και, τέλος, κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, οι καταβολές όλο αυτό το χρονικό διάστημα ουδόλως εξοφλούν μέρος του δανείου, αν ληφθεί υπόψη ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των δανειοληπτών δεν βρίσκεται σε ενήμερη δανειοληπτική κατάσταση, αλλά πραγματοποιούνται μόνο για την εξασφάλιση της προστασίας της κύριας κατοικίας.
Νομική ασάφεια προκύπτει από την πρόβλεψη της υποχρεωτικής υπαγωγής του δανειολήπτη εντός διμήνου από την έκδοση διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση, με ποινή στην ουσία της άρσης της προστασίας, εάν ληφθεί υπόψη ότι, κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εντός τριών εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση δύναται το πιστωτικό ίδρυμα να προβεί σε κατάσχεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας και σαφώς της πρώτης κατοικίας. Καθίσταται αντικειμενικά αδύνατο ο δανειολήπτης σε αυτή την τριήμερη προθεσμία να προβεί στην προβλεπόμενη λεπτομερή καταγραφή των κινήσεων λογαριασμών που ξεπερνούν το ποσό των 1.000 ευρώ τους τελευταίους είκοσι τέσσερις μήνες και, επιπρόσθετα, αφού υποβάλει όσα ο νομοθέτης τον υποχρεώνει στο πιστωτικό ίδρυμα, να ασκήσει την προβλεπόμενη από το νόμο ανακοπή και αίτηση αναστολής έτσι ώστε να σώσει την κύρια κατοικία του και την περιούσια του εν γένει. Επομένως, στο σημείο αυτό θα πρέπει νομοθετικά το χρονικό διάστημα των δύο μηνών να αναχθεί σε χρονικό διάστημα αναστολής τόσο για την προαναφερόμενη τριήμερη προθεσμία όσο και για την δεκαπενθήμερη προθεσμία άσκησης ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση.
Είναι χαρακτηριστική επίσης η απουσία οιασδήποτε πρόβλεψης για τους δανειολήπτες, τα δάνεια των οποίων έχουν μεταβιβαστεί σε ξένα funds, όπως σημαντικότατο τμήμα των δανείων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, όπου οι δανειολήπτες τυγχάνουν πλήρως εγκλωβισμένοι, διότι, όταν επιχείρησαν να προβούν σε ρύθμιση ή να προστατευτούν με το «νόμο Κατσέλη» έλαβαν έγγραφη απάντηση ότι, λόγω της μεταβιβάσεως των δανείων τους, εξαιρούνται οιασδήποτε προστασίας. Καθίσταται, επομένως, αναγκαία μια σαφής και συγκεκριμένη πρόβλεψη για την εν λόγω μερίδα δανειοληπτών ως προς την προστασία τους.
Κρίνοντας εν συνόλω το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, χωρίς καμιά αφοριστική διάθεση, καθίσταται πασιφανές ότι απαιτούνται άμεσες διορθωτικές νομοθετικές παρεμβάσεις προκειμένου να προστατευτεί όσο το δυνατόν ευρύτερο φάσμα δανειοληπτών, σε αποκατάσταση των ανεπίτρεπτων αντισυνταγματικών διακρίσεων βάσει επαγγελματικής ιδιότητας και με κύριο γνώμονα τη δίκαιη εξίσωση κάθε κατηγορίας δανειολήπτη με κριτήριο το εισόδημά του και την οικογενειακή του κατάσταση. Σε διαφορετική περίπτωση, ανοίγει διάπλατα η τε-λευταία κερκόπορτα, των πλειστηριασμών της κύριας κατοικίας των δανειοληπτών, με επώδυνες και καταστροφικές συνέπειες για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Επίκαιρα 24-12-2013