Καθώς το χρονικό περιθώριο για έναν πλειστηριασμό ξεπερνά τον ορίζοντα (ένας χρόνος) της νέας ισχύουσας προστασίας η οποία λήγει τον ερχόμενο Δεκέμβριο, το συγκεκριμένο μέτρο ευνοεί -αν ευνοεί- μόνο περιπτώσεις δανειοληπτών που βρίσκονται μία ανάσα πριν από την κατάσχεση της κύριας κατοικίας τους
Δύο μέρες απέμειναν για τους πολίτες που έχουν ληξιπρόθεσμα τραπεζικά χρέη και θέλουν να υποβάλουν στις τράπεζες αιτήσεις για την προστασία της κύριας κατοικίας από πλειστηριασμό, καθώς λήγει την Παρασκευή η προθεσμία, που ούτως ή άλλως παρατάθηκε για ένα μήνα με πενιχρά από ό,τι φαίνεται αποτελέσματα. Αν και οι τράπεζες δεν δίνουν επίσημα στοιχεία, καταναλωτικές οργανώσεις και φορείς της αγοράς εκτιμούν ότι οι αιτήσεις δεν ξεπερνούν τις δύο χιλιάδες, τη στιγμή που ο δείκτης καθυστερήσεων των κόκκινων δανείων εκτινάσσεται και παρά το μεγάλο ενδιαφέρον που είχε εκδηλωθεί αρχικά.
Αντιθέτως, παρατηρείται μαζική προσφυγή στα Ειρηνοδικεία, καθώς έχουν φτάσει τις 90 χιλιάδες οι αιτήσεις των νοικοκυριών/πολιτών που θέλουν να ενταχθούν στην προστασία του νόμου Κατσέλη για υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι οι δικάσιμοι προσδιορίζονται πια μετά το 2022.
Πολλές φορές η «Ε» ανέφερε το περασμένο διάστημα ότι η «προστασία» της κύριας κατοικίας που σέρβιρε η κυβέρνηση ως σπουδαίο κοινωνικοοικονομικό μέτρο, αποτελεί την πρώτη πράξη της πλήρους απελευθέρωσης. Καθώς λοιπόν το χρονικό περιθώριο για έναν πλειστηριασμό ξεπερνά τον ορίζοντα (ένας χρόνος) της νέας ισχύουσας προστασίας η οποία λήγει τον ερχόμενο Δεκέμβριο, το συγκεκριμένο μέτρο ευνοεί -αν ευνοεί- μόνο περιπτώσεις δανειοληπτών που βρίσκονται μία ανάσα πριν από την κατάσχεση της κύριας κατοικίας τους.
«Χιλιάδες πολίτες, μη έχοντας εμπιστοσύνη στο νέο θεσμικό πλαίσιο και φοβούμενοι ότι θα χάσουν την κατοικία τους, αφού η προστασία αφορά ένα έτος, προφανώς, παρά το αρχικό ενδιαφέρον, έσπευσαν τελικά να καταθέσουν αίτηση στα Ειρηνοδικεία, γνωρίζοντας και το θετικό της έκβασης πολλών δικαστικών αποφάσεων», τονίζει στην «Ε» δικηγόρος που ασχολείται με θέματα υπερχρέωσης.
Πολλοί, δε, φοβούνται ότι το ίδιο έργο θα επαναληφθεί και με τις ρυθμίσεις που προωθούνται για τα κόκκινα δάνεια με την εφαρμογή του ιρλανδικού μοντέλου όσον αφορά το πλαίσιο διευθέτησης των σχέσεων δανειοληπτών-τραπεζών, βάσει του οποίου θα δρομολογείται ο διακανονισμός των ληξιπρόθεσμων τραπεζικών οφειλών μεταξύ των δύο πλευρών. Οι δύο βασικές παράμετροι που διέπουν το συγκεκριμένο πλαίσιο, είναι ο ορισμός του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» και το ελάχιστο κόστος διαβίωσης: «Αν οι τράπεζες δεν προχωρήσουν σε γενναίο κούρεμα των οφειλών, το σχέδιο δεν πρόκειται να προχωρήσει», εξηγούν.
Οι προϋποθέσεις σωτηρίας:
Σε κάθε περίπτωση, η «Ε» υπενθυμίζει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την προστασία της κύριας κατοικίας, για την οποία η υποβολή των αιτήσεων λήγει μεθαύριο.
Αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας: Δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ, ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα έως 35.000 ευρώ, δηλαδή χωρίς τις κρατήσεις για ασφαλιστικά ταμεία, φόρο εισοδήματος και εισφορά αλληλεγγύης. Το μικτό φθάνει περίπου στα 50.000 ευρώ.
Συνολική αξία ακίνητης και κινητής περιουσίας: Δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 270.000 ευρώ: Από το ποσό αυτό το σύνολο των καταθέσεων και άλλων κινητών αξιών του οφειλέτη δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ.
Για οικογένειες με 3 παιδιά και πάνω ή για άτομα με αναπηρία άνω του 67% και όσους βαρύνονται φορολογικά από άτομα με αναπηρία άνω του 67%, τα παραπάνω όρια των προϋποθέσεων (αντικειμενική αξία πρώτης κατοικίας, εισόδημα, περιουσία) προσαυξάνονται κατά 10%.
Ητοι, η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας ορίζεται στα 220.000 ευρώ, το ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα στα 38.500 ευρώ, η συνολική κινητή και ακίνητη περιουσία σε 297.000 ευρώ και οι καταθέσεις να μην είναι πάνω από 16.500 ευρώ. Τέλος, προκειμένου να μη βγει το σπίτι στο σφυρί, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να καταβάλει μία ελάχιστη δόση, το ύψος της οποίας εξαρτάται από το ύψος του εισοδήματός του και την οικογενειακή του κατάσταση. Για του μισθωτούς και συνταξιούχους οι δανειολήπτες θα καταβάλουν το 10% του μηνιαίου καθαρού εισοδήματος για το εισόδημα που δεν ξεπερνά ετησίως τα 15.000 ευρώ. Για το εισόδημα πάνω από το επίπεδο αυτό (εφόσον υπάρχει), θα πληρώνουν το 20%.
Της ΝΤΙΝΑΣ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014